Σχεδιάγραμμα για μια συζήτηση για το μακεδονικό

η ελληνική ιστορία από πόλεμο σε πόλεμο

Τις τελευταίες μέρες γίναμε μάρτυρες της παρέλασης των καρνάβαλων του εθνικού ζόφου στις πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με αφορμή πάλι το όνομα του κράτους της Μακεδονίας. Δεν ήταν μόνο η γελοιότητα του όχλου αυτού που μας έκανε να συζητήσουμε τα περί ‘μακεδονικού’. Υπάρχει και κάτι σοβαρό γύρω από όλη αυτή την εκκωφαντική γελοιότητα. Οι εμφανίσεις αυτού του όχλου, πιστεύουμε, τέμνονται ιστορικά με κρίσιμους κόμβους της ελληνικής εθνικής ιστορίας, από το έργο της καταστολής της μακεδονικής μειονότητας μέχρι την ίδια την αναγέννηση του εθνικού κορμού στην ελλάδα. Αποφασίσαμε ήδη από πέρυσι στο antifa negative να συζηταμε αυτό το ζήτημα για να δουλέψουμε ένα νέο τεύχος. Από τις αρχικές μας κουβέντες κρίναμε πως πρέπει να υπάρχει μια ιστορική εισαγωγή που να μιλάει από αντιφασιστική σκοπιά για την εθνοκάθαρση της μακεδονικής μειονότητας, δείχνοντας με ξεκάθαρο τρόπο πως το ελληνικό κράτος που δήθεν ποτέ δεν έκανε επεκτατικούς πολέμους, έκανε έναν τέτοιο -και μάλιστα πολύ πετυχημένο- τον οποίο συνόδευσε μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας με μια εθνοκάθαρση σε βάθος δεκαετιών. Το τι γίνεται από το 1992 και έπειτα -με τη συγκρότηση του μακεδονικού κράτους και την ανασυγκρότηση του εθνικού κορμού- είναι φαινομενικά ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Και όχι, παράλληλα. Με την έννοια ότι ο αναγεννημένος ελληνικός εθνικός κορμός κλείνει από το 1992 μέχρι και σήμερα φανερά το μάτι σε έναν μελλοντικό πόλεμο. Και έτσι από τότε μέχρι σήμερα βλέπουμε ένα νήμα να υπάρχει μπροστά μας. Από πόλεμο σε πόλεμο. Το ελληνικό κράτος το “φιλειρηνικό”. Και ο λαός του. Ο “καλός” και ο “άγιος”. Αυτό το κείμενο εδώ λειτουργεί σαν σχεδιάγραμμα και για το τι καταθέσουμε στο μέλλον, μολονότι η έμφαση στο ιστορικό κομμάτι του “μακεδονικού” θεωρούμε εδώ ότι πρέπει να πάρει περισσότερο χώρο.

Η κατάκτηση της Μακεδονίας

Η προσάρτησης της Μακεδονίας αποτελεί τη σημαντικότερη στρατιωτική επιχείρηση που έχει εμπλακεί το ελληνικό κράτος στη σύγχρονη ιστορία του. Για καμιά άλλη περιοχή που αποτέλεσε στόχο του ελληνικού αλυτρωτισμού δεν χρειάστηκε να δαπανηθούν τόσα χρήματα και να γίνουν τρεις διαφορετικοί πόλεμοι: ένας ανεπίσημος, ο Μακεδονικός Αγώνας, και δυο επίσημοι, οι Βαλκανικοί του ’12- ’13. Ας πιάσουμε τα πράγματα όμως με τη χρονολογική τους σειρά. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας χαρακτηρίζεται από την γλωσσική και την εθνοτική της πολυμορφία: Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, Σλαβόφωνοι Μακεδόνες, Βλάχοι και Ρομά, όλοι και όλες αυτοί και αυτές συνυπάρχουν στην περιοχή με τους έλληνες, συνθέτοντας ένα ιδιαίτερο κοινωνικό και πολιτισμικό μωσαϊκό. Αν μια λέξη χαρακτηρίζει το εθνικό φρόνημα των πληθυσμών της περιοχής τότε, αυτή είναι η ρευστότητα, ενώ φυσικά το ίδιο ισχύει και για το θρησκευτικό αίσθημα των ντόπιων· οι ιστορικές πηγές της περιόδου είναι παραπάνω από κατατοπιστικές. Για του λόγου το αληθές λοιπόν, ο μακεδονομάχος Ιωάννης Καραβίτης σημειώνει ότι «συνέβη να βαδίζουμε δέκα ημέρας εντός ελληνόφωνου ζώνης και να μη κατορθώσουμε να ιδούμε ένα χριστιανό φίλο». [1] ενώ ο Πάτροκλος Κοντογιάννης, επιφορτισμένος με την κατάρτιση του εθνογραφικού χάρτη για το Υπουργείο Εξωτερικών είναι ακόμα πιο ξεκάθαρος: «Εν τοις χωρίοις της μέσης Μακεδονίας», γράφει, «δεν είναι δυνατόν να γίνη εθνογραφική διαφορά, αφού δεν είναι δυνατόν εκ δυο αδελφών να είναι ο μεν Έλλην ο δε Βούλγαρος, δεν είναι δυνατόν δυο αδελφοί ν’ ανήκωσι εις φυλάς διαφόρους». [2] Το στοίχημα εδώ για το ελληνικό κράτος διαγράφεται με σαφήνεια. Η αποκρυστάλλωση του αισθήματος των Μακεδόνων θα προσδιορίσει τελικά το περιεχόμενο της εθνικότητάς τους, η οποία σε πρώτη φάση βρίσκεται στο στάδιο της ζύμωσης. Η ελλάδα καλείται ούτε λίγο ούτε πολύ να ανταγωνιστεί τους βαλκάνιους γείτονές της, και ειδικά το κράτος της βουλγαρίας, αρχικά στο στίβο της προπαγάνδας, βάζοντας στο επίκεντρο όχι μόνο τους βουλγαρόφωνους πληθυσμούς αλλά και τους ελληνόφωνους, που κάθε άλλο παρά έλληνες νιώθανε.

Οι βασικοί πυλώνες της προπαγάνδας και της ενέργειας του ελληνικού κράτους στη Μακεδονία εκείνη την εποχή υπήρξαν τρεις. Είναι οι παπάδες του, οι εκπαιδευτικοί και οι έλληνες πρόξενοι που πρωταγωνιστούν στη διαμόρφωση της ελληνικής συνείδησης στην περιοχή. Το ελληνικό κράτος, εκμεταλλευόμενο την κινητικότητα των εκεί πληθυσμών ως προς την εκκλησιαστική και τη σχολική τους ένταξη, εξαπολύει τους πράκτορές του να αναλάβουν τα υπόλοιπα. Μην κοιτάτε που οι πράκτορες τότε τύχαινε να φοράνε ράσα ή κρατάγανε την βέργα του δασκάλου. Πράκτορες ήταν. Και τους δόθηκε και το σωστό μέσο για να επιτελέσουν το έργο τους. Χρήματα. Μπόλικο χρήμα, χρήμα για να δωροδοκήσουν τους γηγενείς, να εξαγοράσουν την υποστήριξή τους και να χτίσουν την ιδεολογική τους προπαγάνδα. Τι περιλάμβανε όμως αυτή η προπαγάνδα; Η βασική δομή της συνίστατο στην καλλιέργεια της αντίληψης στον διεκδικούμενο πληθυσμό πως κατάγεται από αρχαίους μακεδόνες, στην πεποίθηση πως η γλώσσα που μιλούσε οφείλεται σε «ιστορικό ατύχημα» το οποίο μπορεί και πρέπει να διορθωθεί, ενώ τέλος επιστρατεύτηκε και η υποτιθέμενη φυσιογνωμική διαφορά μεταξύ των βουλγάρων και της «αρχαιοελληνικής κατατομής» των υπολοίπων. Η δημιουργία ρήγματος στον αντίπαλο, δια του προσεταιρισμού με όλα τα μέσα ολόκληρων χωριών ή μεμονωμένων κομιτατζήδων αποτέλεσε το άλφα και το ωμέγα για τους έλληνες επιχειρούντες εκείνη την εποχή. Τι και αν πολλές φόρες ήρθαν σε κόντρα μεταξύ τους, τι και αν οι πρόξενοι του ελληνικού κράτους αποκαλούσαν στις επιστολές τους, τους κληρικούς συναδέλφους τους αγροίκους, όλους τους ένωνε ένας κοινός στόχος: ο εξελληνισμός της Μακεδονίας. Και μια ιδεολογία. Η εθνική.

Πολλές φορές όμως αυτά τα μέσα δεν φέρνουν και το επιθυμητό αποτέλεσμα. Λίγο το πολυδάπανο της προπαγανδιστικής αυτής επιχείρησης, λίγο η ανικανότητα των εκπαιδευτικών και των ρασοφόρων, οδηγούν το ελληνικό κράτος να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις του στη Μακεδονία και με τα γνωστά σώματα των Μακεδονομάχων. Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος λένε· και αυτό ακριβώς εφαρμόζουν οι έλληνες εξαπολύοντας τον πρώτο και ανομολόγητο Μακεδονικό Αγώνα. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα αυτού (1904-8), τα ένοπλα σώματα εκτοπίζουν το σχολείο απ’ τη μέχρι τότε θέση του ως υπ’ αριθμόν ένα μηχανισμού χάραξης εθνικής ιδεολογίας. Ο μαυροπίνακας δίνει τη θέση του στις βαρβαρότητες και τις βιαιότητες των ελλήνων πολεμιστών, που συχνά, για να υλοποιήσουν τα αιματηρά σχέδιά τους δεν διστάζουν να συνεργαστούν με τις τουρκικές αρχές και στρατεύματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα για την πολεμική σύμπλευση αυτή των ελλήνων με τον κατά τα άλλα «προαιώνιο εχθρό» (sic) τους είναι οι κοινές τους προσπάθειες στον Βάλτο, την περιοχή που τα εγκλήματα των ελλήνων εκεί αναλαμβάνει να ξεπλύνει η Πηνελόπη Δέλτα μετέπειτα, καθώς και στην καταστολή της εξέγερσης του Ίλιντεν. Αν το καλοσκεφτούμε έτσι, τελικά ο Μακεδονικός Αγώνας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πολεμική επέμβαση της ελλάδας στο εσωτερικό ενός άλλου κράτους, ένας πόλεμος μυστικός, που δεν προκύπτει από καμιά διπλωματική συνθήκη και από καμιά εναντίωση στην οθωμανική κυριαρχία, αλλά εξαπολύεται στους βούλγαρους και στους σλαβομακεδόνες. Και, πάνω από όλα, είναι ένας πόλεμος με πολλούς, πάρα πολλούς, νεκρούς.

Όλα τούτα όμως δεν είναι παρά το πρελούδιο για το τι περιμένει τους πληθυσμούς αυτούς της Μακεδονίας από το ελληνικό στρατό στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη δεκαετία μετά από αυτούς. Η δεκαετία για την οποία μιλάμε εδώ, αυτή μεταξύ του 1912 και του 1922, παραμένει σχεδόν άγνωστη ιστορικά ακόμα και σήμερα. Η ελληνική ιστοριογραφία ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να τη φωτίσει, παρά αναπαράγει τα επιχειρήματα του ελληνικού κράτους περί απελευθέρωσης της Μακεδονίας, στοχεύοντας περισσότερο στην ηρωποιητική δικαίωση των πρωταγωνιστών της παρά στο να ομολογήσει την ωμή πραγματικότητα. Έτσι, αυτό που έμεινε και δε μας είπε ποτέ κανένας και καμιά πλην ελαχίστων, είναι πως στα εδάφη της Μακεδονίας αυτά που συντελέστηκαν τότε κάθε άλλο παρά απελευθέρωση μπορούν να ονομαστούν. Ή, για την ακρίβεια, θα μπορούσαν να ονομαστούν έτσι, αλλά μόνο υπό έναν όρο: Αν ορισμένοι από τους «απελευθερωθέντες» βρίσκανε τραγικό θάνατο ή εγκαταλείπανε τη γη τους για να τους αντικαταστήσουν ομόγλωσσοι και ομοεθνείς πληθυσμοί με εκείνους που απαρτίζανε τον ελληνικό στρατό. Τότε μόνο τα συγκεκριμένα εδάφη θα γίνονταν και εθνολογικά ελληνικά. Ε, αυτό και έγινε. Για τον αρχηγό του ελληνικού στρατού, τον βασιλιά Κωνσταντίνο δεν υπάρχει κανένας ενδοιασμός: «οι βούλγαροι πρέπει να εξολοθρευτούν», «η Βουλγαρία πρέπει να καταστραφεί». [3] Μετά το πέρας του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, λοιπόν, και την ήττα των τούρκων, ο ελληνικός στρατός παραμένει στη Μακεδονία εν αναμονή της τελικής διανομής της λείας, ως στρατός κατοχής, και κάνει πράξη τα λόγια του βασιλιά του από όπου και αν περνά. Οι καταστροφές ολόκληρων χωριών, οι μαζικές εκτελέσεις αλλόγλωσσων και αλλόθρησκων καθώς και οι πυρπολήσεις μπαίνουν στο ημερήσιο πρόγραμμα για τους έλληνες, που μετατρέπουν την περιοχή σε μια έρημο πτωμάτων και ερειπίων. Όσοι δε βούλγαροι παραμένουν ζωντανοί ξεριζώνονται από τα μέρη τους και ανταλλάσσονται με ελληνικούς πληθυσμούς. Η Μακεδονία πια είναι έτοιμη για εξελληνισμό.

Από τους Βαλκανικούς στα συλλαλητήρια του ‘92

 

Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει το ελληνικό κράτος όσον αφορά στην αφομοίωση των εθνοτικών/θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων στην ελληνική μακεδονία, ήταν το γεγονός ότι βρισκόταν δεσμευμένο από τις αποφάσεις της Συνθήκης των Σεβρών για την προστασία των μειονοτήτων αυτών, αποφάσεις που αφορούσαν ακόμα και τη δημιουργία μειονοτικών σχολείων. Παρόλο που η ελληνική κυβέρνηση θα μπει σε μία ελάχιστη διαδικασία σύνταξης σλαβόφωνου λεξικού (Abecedar) και έναρξης σλαβόφωνων μαθημάτων, οι προσπάθειες αυτές έληξαν σύντομα σε ένα πλαίσιο επιθετικότητας από την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της και προσπάθειας τροποποίησης των διατάξεων απ’ την πλευρά της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, μόνο και μόνο η εξαγγελία σύνταξης του Abecedar και δημιουργίας μειονοτικών σχολείων αντιμετωπίστηκε σαν «εθνική προδοσία», οι επιθέσεις εναντίον δασκάλων και το δημόσιο κάψιμο του λεξικού έδινε και έπαιρνε, ενώ παρακρατικές εθνικιστικές οργανώσεις έκαναν την εμφάνισή τους, όπως η Ελληνική Μακεδονική Πυγμή, η οποία γέμισε τους δρόμους της Φλώρινας με αφίσες που απαγόρευαν την ομιλία της «βουλγαρικής», ενώ απειλούσαν με τιμωρία τους «παραβάτες». Σε αυτό το πλαίσιο, το ελληνικό κράτος βολικά κλείνει το ζήτημα, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη γλωσσικής, αλλά όχι εθνοτικής μειονότητας, η οποία μάλιστα, για λόγους «εθνικής συνείδησης», επιθυμεί την αφομοίωσή της και αρνείται να αξιοποιήσει τα δικαιώματα που της εξασφάλισαν οι διεθνείς συνθήκες.

Το ελληνικό κράτος συνεχίζει συνεπώς ακάθεκτο το δύσκολο έργο της αφομοίωσης του σλαβόφωνου πληθυσμού. Ειδικά όσον αφορά στην εκπαιδευτική διαδικασία, στόχος ήταν η όσο το δυνατόν μικρότερη έκθεση στο οικογενειακό σλαβόφωνο περιβάλλον. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν τη στρατηγική έπαιξαν τα νηπιαγωγεία και η επιμήκυνση των ωρών διδασκαλίας και του χρόνου παραμονής στο σχολείο, ώστε οι μαθητές να συνηθίζουν στη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Κρίσιμος βέβαια ήταν ο εξελληνισμός των γυναικών, δηλαδή των μελλοντικών μητέρων, ώστε να έχουν γαλουχηθεί τόσο στο ελληνικό περιβάλλον, ώστε να το μεταδώσουν και στις οικογένειές τους.

 

 

Ο εξελληνισμός των σλαβομακεδόνων στα σχολεία γινόταν φυσικά με τις πιο βίαιες μεθόδους. Οι ξυλοδαρμοί, η ευρύτερη ταπείνωση και η τιμωρία με κάθε μέσο των μαθητών που τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν τη μητρική τους γλώσσα είχαν γίνει πλέον καθημερινότητα. Σημαντικό ρόλο στον βίαιο εξελληνισμό έπαιξαν φυσικά και οι νεανικές, παραστρατιωτικές οργανώσεις και οι πρόσκοποι. Χαρακτηριστικά σε άρθρο διαβάζουμε ότι «ο προσκοπισμός του ’18-’20 μέσα σε ελάχιστο διάστημα κυριολεκτικά θαυματούργησε» [4], ενώ απ’ την άλλη μεριά, ο Ριζοσπάστης κατήγγειλε ότι «τις αντιμακεδονικές τρομοκρατικές πράξεις (της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ) [5] τις βοηθούν οι «άλκιμοι» και οι «πρόσκοποι», μέλη των οποίων συνεργάζονται με τους δασκάλους και την αστυνομία χαφιέδικα».[6]

Παράλληλα με τις πολιτικές καταστολής της ‘σλαβοφωνίας’, το ελληνικό κράτος ξεκινάει μία ζωτικής σημασίας για το ίδιο διαδικασία: μέσα στη δεκαετία του ’20 προχωρά σε μία μαζική αντικατάσταση των «ξενικών» τοπωνυμιών με ελληνικά. Όσοι Σλαβομακεδόνες συνέχιζαν να χρησιμοποιούν τις παλιές ονομασίες, ακόμα και σε συζητήσεις τους, καταγράφονταν σαν άτομα με «ανθελληνικές διαθέσεις».

 

Μετά απ’ αυτές τις πολιτικές εναντίον των Σλαβομακεδόνων, η πολιτική κρίση κατά το 1934-1936 τους έδωσε την ευκαιρία να εκφράσουν την αγανάκτησή τους, με τη δημιουργία σλαβομακεδονικών οργανώσεων. Συγκεκριμένα, το 1925 στη Βιέννη δημιουργείται οργάνωση από τα υπολείμματα της παλιάς αριστερής πτέρυγας της ΕΜΕΟ [7], τμήματα της οποίας εμφανίζονται στην ελλάδα μεταξύ του 1934-36, έπειτα από απόφαση της μειονοτικής συνδιάσκεψης του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη το 1932, για δημιουργία ειδικών «μακεδονικών οργανώσεων» του κόμματος. Η κατάσταση αυτή δεν κράτησε για πολύ. Ήδη απ’ την κυβέρνηση Κονδύλη αρχίζει και εντείνεται η καταστολή εναντίον των Σλαβομακεδόνων, για να κορυφωθεί με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά αποτελούν τομή στην πολιτική διαχείρισης των Σλαβομακεδόνων. Δεν πρόκειται φυσικά για επεμβάσεις που το ελληνικό κράτος δεν είχε σκεφτεί ή δεν είχε μερικώς εφαρμόσει, αλλά ήταν η πρώτη φορά που αυτές εκφράστηκαν τόσο άμεσα. Παρόλο δηλαδή που η ‘σλαβοφωνία’ ήταν ήδη, εμμέσως πλην σαφώς, απαγορευμένη και η αντιμετώπισή της και τα όρια «ανοχής» αφορούσαν τους ανά τόπους διοικητικούς μηχανισμούς, επί Μεταξά ήταν η πρώτη φορά που απαγορεύτηκε επίσημα. Τα μέσα καταστολής ήταν φυσικά κι αυτά εντονότερα. Οι τιμωρίες για όποιον/α τολμούσε να μιλήσει στη μητρική του/της γλώσσα κυμαίνονταν από την επίπληξη και το πρόστιμο μέχρι τη φυλάκιση, τα βασανιστήρια (πιο γνωστό το βασανιστήριο με ρετσινόλαδο) και την εξορία. Την ίδια στιγμή δημιουργήθηκε η «Επιτηρούμενη Ζώνη», δηλαδή όλες σχεδόν οι σλαβόφωνες περιοχές είχαν κηρυχτεί «αμυντικές περιοχές», μέσα στις οποίες κάθε κίνηση των κατοίκων βρισκόταν σε διαρκή έλεγχο. Τα υπόλοιπα μέτρα που ήθελε να θέσει σε εφαρμογή θα διακοπούν απότομα με την απαρχή της ιταλογερμανικής κατοχής.

Κατά την περίοδο της κατοχής οι Σλαβομακεδόνες αντάρτες διεκδικήθηκαν τόσο από το ΚΚΕ, όσο και από τους γιουγκοσλάβους παρτιζάνους. Πέρα απ’ τον κοινό αντιφασιστικό αγώνα, η βασική διαφορά αυτών των δύο ήταν ότι το ΚΚΕ είχε πάψει πλέον να μιλάει για την αυτονόμηση της Μακεδονίας κι είχε υιοθετήσει έναν πιο «ήπιο λόγο» περί δικαιωμάτων, ο οποίος εξασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό και οι ομάδες Σλαβομακεδόνων που δημιουργήθηκαν απ’ το ΚΚΕ (ΣΝΟΦ και δύο «μακεδονικά τάγματα»), θα διαλυθούν στη συνέχεια απ’ το ίδιο υπό το φόβο της ένταξής τους στο τιτοϊκό ΚΚ Μακεδονίας. Ωστόσο, το ΚΚΕ κι οι μηχανισμοί του, επί Λαοκρατίας, εφάρμοσαν πολιτικές που διευκόλυναν τη μειονότητα, ειδικά όσον αφορά στην ίδρυση και λειτουργία σλαβομακεδονικών σχολείων, γεγονός το οποίο θα αποτελούσε στη συνέχεια ένα απ’ τα βασικά επιχειρήματα της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας περί «εθνικής προδοσίας» του ΕΑΜ.

Με την κατάρρευση της Λαοκρατίας την άνοιξη του ’45 εξαπολύεται πογκρόμ εναντίον του σλαβόφωνου πληθυσμού στο σύνολό του. Ο επίσημος ιστορικός του Μακεδονικού στην ελλάδα, Κωφός, υπολογίζει ότι, πριν το ξέσπασμα του εμφυλίου, περίπου 25.000 Μακεδόνες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Οι αγριότητες της εκκαθάρισης του «μιάσματος» αντικατοπτρίζονται και σε ένα άρθρο που είχε γράψει τότε ο Σόλωνας Γρηγοριάδης στον Ριζοσπάστη, στο οποίο χαρακτηριστικά έλεγε: «Το μεγαλύτερο και ανατριχιαστικότερο ανθρωποκυνήγι που γνώρισε η νεοελληνική ιστορία γίνεται στα 200 μακεδονικά σλαβοχώρια. Τους βασανίζουν, τους κυνηγούν σαν θεριά, τους ατιμάζουν. Όλοι οι Σλαβομακεδόνες χαρακτηρίζονται Βούλγαροι και Οχρανίτες και η δίωξή τους μ’ αυτήν την κατηγορία ξεπερνά κάθε φαντασία». [8]

Μετά απ’ αυτές τις διώξεις, με το ξέσπασμα του εμφυλίου θα βρεθούν, αρχικά από 5.350 καταγεγραμμένοι σλαβόφωνοι αντάρτες το 1947, μέχρι 14.000 το καλοκαίρι του 1949. Μάλιστα, υπάρχουν και με δική τους οργάνωση, το ΝΟΦ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), στο οποίο υπάγονταν το Αντιφασιστικό Μέτωπο Γυναικών και η Λαϊκή Απελευθερωτική Ένωση Νεολαίας. Στις απελευθερωμένες από τον ΔΣΕ ζώνες, πραγματοποιείται η ίδρυση και λειτουργία μειονοτικών σχολείων, ενώ εκδίδονται και κυκλοφορούν τακτικά σλαβομακεδονικά έντυπα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν προβλήματα ακόμα και στο εσωτερικό του ΔΣΕ όσον αφορά στην αντιμετώπιση τόσο των Μακεδόνων ανταρτών, όσο και της γλωσσικής διαφορετικότητας του τοπικού πληθυσμού στις ζώνες αυτές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μετατόπισης από το ΚΚΕ 46 ιστορικά μάχιμων τμημάτων του ΝΟΦ, τα οποία δεν εμπιστευόταν πολιτικά, σε ελληνόφωνες περιοχές της κεντρικής ελλάδας.

Παρόλο που η επίσημη ιστοριογραφία (αριστερή και δεξιά) χαρακτηρίζει τον εμφύλιο σαν «αλληλοσπαραγμό μεταξύ αδερφών» και «αιματοχυσία μεταξύ ελλήνων που υποδαυλίσθηκε από τους άγγλους», η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό κράτος βγήκε πολλαπλά ωφελούμενο, αφού κατάφερε να εξοντώσει σε μεγάλο βαθμό τους εσωτερικούς εχθρούς του και να πετύχει την εσωτερική του ομοιογένεια. Ειδικά όσον αφορά στους Σλαβομακεδόνες είναι χαρακτηριστικό ότι οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού οδήγησαν σε φυγή περίπου 35.000 Σλαβομακεδόνες από την Καστοριά, τη Φλώρινα και την Πέλλα, ενώ τουλάχιστον 14 σλαβόφωνα χωριά καταστράφηκαν ολοσχερώς ή ερήμωσαν.

Η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας πραγματοποιήθηκε και με τα νομοθετικά «έκτακτα» μέτρα του εμφυλίου, τα οποία παρατάθηκαν μέχρι και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60. Σύμφωνα με αυτά, αφαιρέθηκε η ιθαγένεια από τουλάχιστον 22.266 Σλαβομακεδόνες πολιτικούς πρόσφυγες και κατασχέθηκαν οι περιουσίες τους. Ταυτόχρονα οργανώθηκε απ’ το 1950 και μετά εποικισμός των ερημωμένων χωριών, ο οποίος έγινε με βάση την «υγιή εθνικήν συνείδησιν».

Η περίοδος μετά τον εμφύλιο χαρακτηρίζεται από δύο πράγματα: αφενός, την πολιτική σιωπή και την άρνηση ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας και, αφετέρου, την συνέχιση της τρομοκρατίας και των πολιτικών της αφομοίωσης των μακεδονικών πληθυσμών που είχαν μείνει στην ελλάδα.

Ενώ λοιπόν το ελληνικό κράτος, παρά τις πιέσεις της ΛΔ Μακεδονίας, αρνείται την ύπαρξη μειονότητας, ταυτόχρονα λαμβάνει μέτρα για την επίτευξη της εθνικής ομοιομορφίας στις σλαβόφωνες περιοχές. Σ’ αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε ένα μπαράζ «Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης» για την τόνωση του «εθνικού φρονήματος», πραγματοποιήθηκαν μαζικές ορκωμοσίες σλαβόφωνων χωριών και επαναλειτούργησε απ’ το 1949 και μετά η Επιτηρούμενη Ζώνη που είχε συσταθεί επί Μεταξά, τοποθετώντας τα σλαβόφωνα χωριά σε κατάσταση ασφυκτικού ελέγχου.

Οι προσπάθειες για «ελληνοποίηση των Μακεδόνων» εντείνονται κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Με κρατική απόφαση σταματάνε οι όποιοι χαρακτηρισμοί περί «σλαβοφώνων» και «σλαβομακεδόνων» και χρησιμοποιούνται οι όροι «Μακεδόνες» και «Μακεδονία» ταυτόχρονα με έναν λόγο περί διεκδίκησης της περιοχής απ’ τους βόρειους γείτονες και την χρήση της ορολογίας περί «επιβουλής της Μακεδονίας».

Ταυτόχρονα η δικτατορία της 21ης Απριλίου χαρακτηρίστηκε από τη χρήση των μεγαλύτερων κονδυλίων για τη χρηματοδότηση πρακτόρων (δασκάλων, παπάδων, δημόσιων υπαλλήλων κ.α.), τοπικών συλλόγων, αθλητικών και προσκοπικών σωματείων, με στόχο την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού. Συμπληρωματικά μ’ αυτό, έγιναν προσπάθειες να εξαφανιστεί κάθε υπόλειμμα του σλαβομακεδονικού παρελθόντος και να τονιστεί η χρόνια ελληνικότητα της περιοχής. Έτσι, απ’ τη μία στα σλαβόφωνα χωριά έγιναν αθρόες ανεγέρσεις προτομών μακεδονομάχων και μετεγκαταστάσεις πληθυσμών, απ’ την άλλη γκρεμίστηκαν παλιές εκκλησίες και καταστράφηκαν αγιογραφίες που έφεραν σλάβικους χαρακτήρες, ενώ το μίσος έφτασε μέχρι και το ξερίζωμα μνημάτων που έφεραν σλαβικές επιγραφές.

Με το τέλος της δικτατορίας και την έναρξη της μεταπολίτευσης, η πολιτική του ελληνικού κράτους παραμένει στα βασικά της στοιχεία η ίδια, αλλά με πιο φιλελεύθερες μεθόδους. Παραμένει, δηλαδή, η άρνηση οποιασδήποτε συζήτησης περί μειονότητας, ενώ η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ εξαπολύει μάλιστα διεθνή καμπάνια ενάντια στους «πλαστογράφους της ελληνικής ιστορίας» σαν απάντηση στην διαρκή επίκληση του ζητήματος περί μειονότητας από τη Γιουγκοσλαβία. Ταυτόχρονα, αρνείται να αναγνωρίσει τη φιλολογική μακεδονική γλώσσα της ΛΔ Μακεδονίας και θέτει διεθνείς πιέσεις ενάντια στην αναγνώρισή της. Από την άλλη, τα υπολείμματα της μεταξικής και μετεμφυλιακής περιόδου της επιτηρούμενης ζώνης καταργούνται σταδιακά μέχρι το 1979.

Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι τα χρόνια της μεταπολίτευσης χαρακτηρίζονται απ’ την πλήρη εναρμόνιση σχετικά με τα «εθνικά θέματα» όλων των πολιτικών χώρων. Είναι η περίοδος που η αριστερά και η δεξιά, συμφιλιωμένες πλέον, γράφουν την ιστορία της κατοχής και του εμφυλίου με όρους εθνικής αντίστασης, απαλείφοντας απ’ αυτήν την παρουσία οποιασδήποτε εθνοτικής/ θρησκευτικής μειονότητας. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις του εθνικού κορμού, λοιπόν, συναινούν στην αποσιώπηση του ζητήματος περί μειονότητας, με χαρακτηριστική την δήλωση Φλωράκη το 1988 στη Θεσσαλονίκη ότι «για το ΚΚΕ δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα». [9] Απόρροια αυτών των πολιτικών είναι και ο διαχωρισμός των πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου με βάση το «γένος» και η άρνηση του ελληνικού κράτους να επιστρέψουν όσοι δεν ήταν «έλληνες το γένος».

Φτάνοντας στο σήμερα

Ο επόμενος μεγάλος σταθμός στην εξέλιξη του «μακεδονικού ζητήματος» τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε και διαλύεται το κράτος της Γιουγκοσλαβίας, δίνοντας τη θέση του σε έξι νέα κράτη, ένα εκ των οποίων και αυτό της Μακεδονίας. Μέσα σε αυτή τη νέα περίπλοκη κατάσταση και την έλλειψη σταθερότητας στα βαλκάνια, το ελληνικό κράτος μυρίζοντας πρόσφορο έδαφος ξεκινά να ονειρεύεται και να σχεδιάζει την αύξηση της δύναμής του στις γειτονικές με αυτό περιοχές. Και που ποντάρει για να αυξήσει την επιρροή του, πέρα από το ελληνικό κεφάλαιο; [10] Μα φυσικά στο σίγουρο άλογο, στο ποίμνιό του και στην ψυχωτική σχέση που το τελευταίο αναπτύσσει με τη μυθώδη ιστορία του· η μεγαλοϊδεατική ανάγνωση του παρελθόντος μοιάζει να ταιριάζει γάντι στην ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης, η οποία ταυτίζεται και ακολουθεί πιστά το κράτος της. Οι έλληνες συμμετέχουν στα πομπώδη συλλαλητήρια του ’92. Τα συλλαλητήρια αυτά είναι που αποτελούν τη στιγμή-ορόσημο της ανάδυσης και της συσπείρωσης του εθνικού κορμού όπως αυτός διαμορφώνεται από τα ’80s και μετά, στο πλαίσιο της εθνικής συμφιλίωσης. Ένας κορμός που φαντασιώνεται μια κάλπικη και βολική εθνική αφήγηση και ιστορία, ένας κορμός που πάνω από όλα εμπνέεται από το αιματοβαμμένο παρελθόν των παππούδων του, εκείνων που κάνανε την περιοχή της Μακεδονίας ελληνική με τη φωτιά και το τσεκούρι.

 

Τα αποτελέσματα αυτής της συσπείρωσης είναι εμφανή και στο σήμερα: Δεν έχει περάσει ούτε μήνας από τότε που ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες εξαγριωμένοι καρνάβαλοι που φωνάζανε για την ονομασία της Μακεδονίας. Οι έλληνες δεν θέλησαν ποτέ να μάθουν την ιστορία τους ούτε φυσικά να νιώσουν εθνικά μειωμένοι. Αντίθετα, παραμένουν ετοιμοπόλεμοι και πιστοί σε κάθε παραμύθι για εσωτερική κατανάλωση που τους πασάρεται για να τονώνει το εθνικό τους εγώ. Τελικά, αυτό στο οποίο αντιτίθενται είναι το εξής αυτονόητο, πως το κάθε έθνος μπορεί να αυτόπροσδιορίζεται όπως θέλει, να ορίζει αυτό τον εαυτό του κατ’ επιθυμία του. Έχουν άραγε σκεφτεί πως σε αυτή την κατάκτηση οφείλει και το κράτος τους την ύπαρξή του; Και η αριστερά; Τι λέει η αριστερά; Η αριστερά από το ’92 μέχρι και σήμερα, όταν δεν εφευρίσκει σχήματα όπως το ΝΑΤΟ, τον αλυτρωτισμό των γειτόνων της ελλάδας [11] και άλλα ωραία για να κρύψει τον πατριωτισμό της κάτω από το χαλάκι, κάνει λόγο για τον περιβόητο ‘γεωγραφικό προσδιορισμό της ονομασίας της Μακεδονίας’. Στις μέρες μας μάλιστα, που τυγχάνει να είναι και κυβέρνηση, ασχολείται και προσεγγίζει το ζήτημα με την κρατική μεθοδικότητα που του αναλογεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον μιλάει με όρους εξωτερικής πολιτικής και δείχνει να καιροφυλακτεί και να οργανώνει τις κινήσεις του με βάση τις εσωτερικές αναταράξεις στις οποίες υπόκειται το γειτονικό κράτος. Και μετά οργανώνει εκδηλώσεις να μας πει πως τα τελευταία συλλαλητήρια ήταν εθνικιστικά. Ε, κάπου εδώ θα μας επιτρέψετε να μη χαλάσουμε περαιτέρω το μελάνι μας να περιγράφουμε τα κλισέ του.

Αντ’ αυτού, για κλείσιμο, ενδιαφέρον θα είχε μια σχετικά άγνωστη ιστορία: ο μόνιμος φόβος των ελλήνων κρατούντων ήταν και είναι να μη δημιουργηθεί ζήτημα μακεδονικής μειονότητας στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό είναι και ο λόγος που τους ανάγκαζε και τους αναγκάζει ακόμα και στο σήμερα να αναπροσαρμόζουν διαρκώς τα επιχειρήματα τους με αποτέλεσμα να πέφτουν μοιραία σε αντιφάσεις. Η ελληνική κοινωνία όμως δείχνει να μη μασάει από αυτές τις αντιφάσεις, αλλά να συμπλέει αλόγιστα με τα κρατικά σχέδια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω είναι το συνέδριο του Βουκουρεστίου το 1913. Εκεί, για να μη τα πολυλογούμε, η ελλάδα αναγνωρίζει το διαμελισμό της περιοχής της Μακεδονίας στα τρία και αναγνωρίζει τους γείτονές της ως Μακεδόνες. Να το πούμε και με άλλα λόγια, ξανά, να το ακούσουν και οι πέτρες: η ελλάδα το 1913 αναγνωρίζει ΜΕ ΚΑΘΕ ΕΠΙΣΗΜΟΤΗΤΑ ότι η Μακεδονία δεν είναι μια, ότι Μακεδονία δεν είναι μόνο η ελληνική. Τότε βέβαια τα κρατικά παιχνίδια ήταν άλλα, τότε το ελληνικό κράτος το συνέφερε η περιοχή να αποσυνδεθεί από τον βουλγαρικό χαρακτήρα της και να προσδιορίζεται με αυτό το σχετικά ουδέτερο όνομα. Τότε το ελληνικό κράτος το συνέφερε να αφαιρέσει έστω και ονοματολογικά την επιρροή του αντίπαλου δέους του, της Βουλγαρίας. Και κατάφερε και βρήκε συμμάχους σε αυτόν τον λαό. Σήμερα, τα παιχνίδια για το ελληνικό κράτος έχουν αλλάξει, παίζονται πλέον στο ταμπλό της μιας και αδιαίρετης Μακεδονίας, της ελληνικής. Η ελληνική εξωτερική πολιτική μέσα στα χρόνια θα λέγαμε πως έχει πραγματοποιήσει χωρίς καμιά υπερβολή στροφή 360 μοιρών. Πάλι όμως, τον ίδιο σύμμαχο κατάφερε και βρήκε, πουλώντας του απλά αυτή τη φορά μια διαφορετική εκδοχή του παρελθόντος. Ακριβώς τους ίδιους πρόθυμους βρήκε, αυτούς που δεν καταλαβαίνουν από ιστορία. «Το όνομα μας είναι η ψυχή μας» λέει ο λαός σήμερα. «Το όνομα σας είναι η μαλακία σας» του απαντάμε εμείς.

 

antifa negative (acdc@espiv.net)

 

 

Διαβάσαμε:
Τάσος Κωστόπουλος, 2008, Η απαγορευμένη γλώσσα, Βιβλιόραμα.
Σπύρος Καράβας, 2014, Μυστικά και παραμύθια απ’ την ιστορία της
Μακεδονίας, Βιβλιόραμα.

 

 

[1] Καράβας, Σ. (2014), Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας, σελ. 207, Αθήνα: Βιβλιόραμα.

[2] Καράβας, Σ., ό.π., σελ. 206

[3] Καράβας, Σ., ό.π., σελ. 363.

[4] Γ.Θ. Μόδης, «Ο προσκοπισμός», Έλεγχος 28/5/1925, σ.1.

[5] Εθνική Ένωσις Ελλάς: φασιστική οργάνωση που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920. [6] Ν. Κοντός, «Η Μακεδονία κάτω από τον ζυγό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας [1]. Στη Φλώρινα όπου βασιλεύει ωμή τρομοκρατία», Ριζοσπάστης 22/10/1933.

[7] Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση: αυτονομιστική, μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1893.

[8] Σόλων Γρηγοριάδης, «Ο άγριος διωγμός των Σλαβομακεδόνων», Ριζοσπάστης 13/1/1946.

[9] Ν. Μάρτης, «Ο κ. Φλωράκης και τα Σκόπια», Το Βήμα 9/10/1988.

[10] Στη Μακεδονία, τη στιγμή που μιλάμε, λειτουργούν περίπου 400 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων.

11] Άραγε όλοι αυτοί οι αριστεροί που μιλάνε για τον αλυτρωτισμό των Μακεδόνων και τα κιτς αγάλματα του Μ. Αλέξανδρου στα Σκόπια, γιατί δεν κάνουν τον κόπο να μας πούνε και για την καμπάνια που έτρεχε το ελληνικό κράτος το 1900 με σκοπό να πείσει τους έλληνες της Μακεδονίας πως κατάγονται κατευθείαν από τον Φίλιππο Β’;