Αφήγηση ενός παιδιού-πρόσφυγα από τη Γουινέα

Στη Γουινέα, στη χώρα μου, για πολλά χρόνια τώρα, οι κυβερνήσεις είναι στρατοκρατικές. Ο στρατός ελέγχει τα πάντα και οι στρατιωτικοί ακόμη και μεταξύ τους οργανώνονται για να ανατρέψουν άλλους στρατιωτικούς με εξουσία. Στις 23 Δεκεμβρίου του 2008 ανέλαβε την εξουσία της χώρας ο λοχαγός Καμάρα, μετά τον θάνατο του προηγούμενου στρατιωτικού προέδρου. Για πολλά χρόνια οι στρατιωτικές κυβερνήσεις που η μία διαδέχονταν την άλλη, είχαν πνίξει στο αίμα πολλές φορές τις διαμαρτυρίες του λαού. Στη Γουινέα κάθε 28 Σεπτέμβρη γιορτάζουμε την ημέρα της ανεξαρτησίας μας από τους γάλλους αποικιοκράτες. Στις 28 Σεπτέμβρη 2009 είχε οργανωθεί μια μεγάλη αντικαθεστωτική συγκέντρωση. Ο πατέρας μου δούλευε σαν δημοσιογράφος σ’ ένα ιδιωτικό ραδιοσταθμό και ήταν γνωστός αντικαθεστωτικός. Έγραφε και μιλούσε συνέχεια, ενάντια στον στρατιωτικό πρόεδρο Καμάρα και στην στρατοκρατική κυβέρνηση του.

Ζούσα με την οικογένεια μου στο Κονακρί, πρωτεύουσα της Γουινέας μαζί με τον πατέρα μου και την αδελφή μου που είναι μεγαλύτερη. Η μητέρα μου είχε πεθάνει όταν ήμουν τεσσάρων χρονών. Εκείνη την ημέρα έφυγε ο πατέρας μου να πάει στη διαδήλωση και μας είπε να κλειδώσουμε την πόρτα, να μη βγούμε έξω, ώσπου να γυρίσει. Όλος ο κόσμος στη γειτονιά είχε πάει στη διαδήλωση, ήρθαν τότε κάτι φίλοι και μου είπαν να πάμε κι εμείς. Ήμουν 13 χρονών αλλά ήθελα να πάω, η αδελφή μου έμεινε σπίτι. Ξεκινήσαμε και μέσα σ’ όλο αυτό τον κόσμο κάποια στιγμή είδα τον πατέρα μου που έπαιρνε συνεντεύξεις. Μου είπε να γυρίσω πίσω αλλά εγώ δεν γύρισα κι ακολουθούσα κρυφά. Φτάσαμε στο στάδιο που ήταν κι ο τελικός προορισμός κι εκεί θα πραγματοποιόντουσαν ομιλίες.  Αφού είχαν μπει οι διαδηλωτές στο στάδιο, μετά από ένα τέταρτο μπήκαν οι στρατιωτικοί και κλείσανε τις πόρτες. Δεν μπορούσε να βγει κανείς. Δημιουργήθηκε ένας πανικός όταν οι στρατιωτικοί άρχισαν να πυροβολάνε.

Άνθρωποι μέσα στα αίματα πέφτανε κάτω, άλλοι σκοτωμένοι, άλλοι τραυματισμένοι, άλλοι τρέχανε να ξεφύγουν, αλλά δεν μπορούσαν αφού οι πόρτες ήταν κλειστές, δεν είχαν διέξοδο. Κάποιοι προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν σ’ ένα κεντρικό χοντρό καλώδιο που είχε ηλεκτρισμό. Το καλώδιο κόπηκε κι έπεσε στο βρεγμένο και με στάσιμα νερά έδαφος. Οι άνθρωποι  χτυπήθηκαν από ηλεκτροπληξία. Εγώ ήμουν λίγο πιο ψηλά στα σκαλοπάτια και ξαφνικά είδα και τον πατέρα μου κάτω που τον έχουν πλησιάσει στρατιωτικοί, τον έχουν βάλει με βία να γονατίσει και όταν καταλάβανε ποιος ήταν, διαβάσανε το δημοσιογραφικό ταμπελάκι με το όνομα του, τον πυροβολήσανε. Σκοτώσανε τον πατέρα μου μπροστά στα μάτια μου, άρχισα να τρέχω προς το μέρος του.  Όταν πλησίαζα με πυροβολήσανε κι εμένα στο χέρι, λιποθύμησα. Η τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου, ήταν πεσμένος κάτω μέσα στα αίματα, δεν έμαθα τι απόγινε,  μάλλον τον αφήσανε να πεθάνει εκεί.  Βλέποντας οι στρατιωτικοί  πως έχω λιποθυμήσει, μπορεί να νόμισαν πως με σκοτώσανε κι έτσι μ’ άφησαν.

Δεν φτάνει όλο αυτό το κακό που κάνανε, αρπάζανε και τις γυναίκες με απίστευτη κτηνωδία και τις βιάζανε, μπροστά σε όλους. Κορίτσια, μεγάλες γυναίκες, όποια έπεφτε μπροστά τους. Ουρλιαχτά ακουγόντουσαν, απόγνωση, σαν πληγωμένα ζώα, κακοποιημένα, στα κλουβιά. Ήρθαν τα ασθενοφόρα να μαζέψουν  τους τραυματίες, πήραν κι εμένα. Αφού μου δώσανε τις πρώτες βοήθειες μετά από λίγες ώρες ήρθε ο στρατός, με πήρανε και με πήγανε σ’ ένα στρατόπεδο που δεν ήταν του εθνικού στρατού, ήταν ενός στρατιωτικού που ήθελε την εξουσία και είχε τσακωθεί  με τον στρατιωτικό πρόεδρο.

Εκεί δεν είχαν μόνο παιδιά σαν και μένα, είχαν διάφορες ηλικίες. Οι συνθήκες ήταν άθλιες, εκτός από την εκπαίδευση που μας κάνανε κάθε μέρα, όλη μέρα δεν είχαμε κάτι άλλο. Τις πρώτες μέρες μου κάνανε κάτι ενέσεις, είχαν ναρκωτικές ουσίες. Μας δίνανε μια φορά την ημέρα φαί που ήταν τόσο χάλια που τρέχαμε συνέχεια στη τουαλέτα. Υπήρχε έντυπος κανονισμός και οδηγία, αν προσπαθούσαμε να το σκάσουμε θα δολοφονούμασταν επί τόπου. Εκεί στο στρατόπεδο μια μέρα μας χορήγησαν ναρκωτικά με ένεση. Η αδελφή μου δεν ήξερε που ήμουν, με είχε χάσει, ο πατέρας δολοφονημένος κι εγώ εξαφανισμένος, είχε τρελαθεί και μ’ έψαχνε. Μια μέρα ένας φίλος του άντρα της, στρατιωτικός με βρήκε. Εγώ δεν ήξερα τίποτα, αλλά κανονίσανε, αφού τον πληρώσανε, την απόδραση μου απ’ το στρατόπεδο.

Ένα πρωί ήρθε ο στρατιωτικός που θα με βοηθούσε στην απόδραση, μου ζήτησε να ντυθώ με την στολή που μου έφερε, να πάρω λίγα πράγματα μαζί μου κι έτσι έφυγα από το στρατόπεδο. Η αδελφή μου πούλησε ό,τι είχαμε για να βρει τα λεφτά να με φυγαδεύσει. Μετά φύγαμε όλοι μαζί, η αδελφή μου, ο άντρας της κι εγώ. Περάσαμε στην αρχή στο Μαλί κι έπειτα πήγαμε στην Αλγερία. Ήμουν 13 χρονών όταν έφυγα από την Γουινέα. Στην Αλγερία μείναμε 2 χρόνια και μετά συνέχισα μόνος μου για Τουρκία. Στην Τουρκία με συλλάβανε κι έμεινα περίπου έναν χρόνο στη φυλακή. Μαζί με μεγαλύτερους από μένα στο ίδιο κελί. Εκεί δούλευα και πληρωνόμουν, έτσι κατάφερα να μαζέψω λεφτά κι όταν μ’ αφήσανε μπόρεσα να πληρώσω για να περάσω στην ελλάδα.

Στην ελλάδα πέρασα μέσω Έβρου μαζί με άλλους 5.  Ήταν 8 η ώρα το βράδυ όταν περάσαμε το ποτάμι εγώ κι οι άλλοι. Με μία βάρκα, ένας από μας χάθηκε στα νερά του Έβρου και δεν τον ξαναείδαμε. Όταν πια περάσαμε αρχίσαμε να περπατάμε στα τυφλά. Περπατήσαμε ως τις 6 το πρωί και μας βρήκανε οι αστυνομικοί. Μας βάλανε σ’ ένα βανάκι και πήγαμε στην Αλεξανδρούπολη σ’ ένα κέντρο κράτησης που υπήρχαν κελιά και άνθρωποι φυλακισμένοι. Μας βγάλανε φωτογραφίες, μας πήρανε αποτυπώματα, κάνανε κάτι σαν απογραφή των στοιχείων μας. Μετά μας δώσανε ένα χαρτί που δεν ξέραμε τι έλεγε, δεν μας εξήγησε κανείς και μας μεταφέρανε στον σταθμό των τρένων. Αργότερα μάθαμε πως αυτό το χαρτί μας έδινε μόνο έναν μήνα άδεια στην ελλάδα, ύστερα έπρεπε να επιστρέψουμε.

Αρχίσαμε να ταξιδεύουμε χωρίς χαρτιά, χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα, χωρίς να καταλαβαίνουμε την γλώσσα, είμαι μαύρος και δεν μπορώ να κρύβομαι. Κάθε λίγο κατεβαίναμε στους σταθμούς και πέρναμε το επόμενο τρένο για να μη μας πιάσουν που δεν είχαμε εισητήριο. Φτάσαμε έτσι στην Αθήνα κι ήρθαμε σ’ επικοινωνία με άλλους σαν εμάς. Μετανάστες, πρόσφυγες, ανθρώπους χωρίς χαρτιά και κυνηγημένους. Κάποιες βραδιές κοιμόμουν σε κάποιο απ’ τα σπίτια τους, άλλες δεν χωρούσα ή υπήρχε κάποιο πρόβλημα κι ήμουν έξω. Με πιάνανε για έλεγχο, η αστυνομία, με κρατούσαν κάποια βράδια στα κρατητήρια και μετά μ’ αφήνανε. Ώσπου σ’ έναν έλεγχο με κρατήσανε πια στο αστυνομικό τμήμα Γαλατσίου. Τα κρατητήρια εκεί ήταν εντελώς άθλια. Δεν είχαν παράθυρα, δεν μπορούσες να πάρεις αέρα, είμασταν όλη μέρα στα κελιά, περισσότεροι απ’ όσοι χωρούσαμε. Βρωμούσε μέσα εκεί, χωρίς εξαερισμό, χωρίς καθαριότητα. Πέντε κελιά κι όλη μέρα κλεισμένοι σ’ αυτά, το κάθε κελί είχε 4 κρεβάτια αλλά είμασταν περισσότροι, κοιμόμασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Μετά από 3 μήνες είχα πια απελπιστεί, δεν ήθελα άλλο να ζω, έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Κι έτσι με ανεβάσανε στο ισόγειο. Σ’ αυτά τα κρατήτηρια των αστυνομικών τμημάτων εμφανίζονταν δικηγόροι που μας υπόσχονταν πως θα μας βγάλουν και τους πληρώναμε με όσα λεφτά μπορούσαμε να μαζέψουμε.

Ένας φίλος που ερχόντανε επισκεπτήριο στα κρατητήρια του Γαλατσίου, πήρε τηλέφωνο κάποιες μ.κ.ο. οργανώσεις και τους είπε την περίπτωση μου. Μ’ επισκέφτηκε μια κοπέλα από κάποια οργάνωση, που μίλαγε γαλλικά, ήταν η μόνη γλώσσα που μιλούσα και καταλάβαινα εγώ. Μου εξήγησε τα δικαιώματα μου και σε συνεργασία με δικηγόρο καταφέρανε και με βγάλανε από κει. Επειδή ήμουν ανήλικος έμεινα για κάποιο διάστημα σ’ ένα κέντρο φιλοξενίας στα Εξάρχεια. Ήταν κι άλλα παιδιά εκεί, πηγαίνανε σχολείο, αλλά όταν συμπληρώνανε τα 18 χρόνια έπρεπε να φύγουν από κει. Όλοι υποβάλανε αίτηση για άσυλο. Στο κέντρο φιλοξενίας υπήρχαν κανονισμοί και πειθαρχία, δεν μπορούσες να είσαι έξω μετά τις 10 το βράδυ, η πόρτα έκλεινε.

Ήμουν και τυχερός που βρήκα θέση εκεί. Δεν υπάρχουν πολλές θέσεις και χρειάζεται να περιμένεις πολύ. Δεν μπορούσα ν’ αντέξω τόση πειθαρχία, έκανα όμως φίλους που έχω ακόμη. Έχω κάνει αίτηση για άσυλο, μ’ εξέτασε κι η γιατρός Μαρία Πίνιου Καλή, που είναι ειδική στις περιπτώσεις βασανισθέντων ανθρώπων. Είδε στο σώμα μου, τα σημάδια από τα βασανιστήρια που είχα υποστεί στην χώρα μου, όταν ήμουν στο στρατόπεδο. Κι έτσι μου έδωσε συνοδευτικά και την γνωμάτευση της κακοποίησης. Μετά από ένα χρόνο κι αφού πέρασα από συνεντεύξεις της επιτροπής, τώρα πια έχω πολιτικό άσυλο.

Αλλά τα βασανιστήρια κι όσα έχω περάσει δεν ξέρω αν θα φύγουν ποτέ από μέσα μου. Τώρα με παρακολουθεί ψυχολόγος. Επικοινωνώ τηλεφωνικά με την αδελφή μου στην Γουινέα, ακόμη πηγαίνουν στρατιωτικοί στο σπίτι μας και με ψάχνουν. Απειλούν την αδελφή μου κι ανησυχώ γι’ αυτήν.

Η ελλάδα είναι η φυλακή της ευρώπης. Έζησα τον ρατσισμό, περπατάω στους δρόμους και κάποιες φορές με φτύνουν από τα μπαλκόνια. Κάποια πρωινά την ώρα που βγαίνω από το μετρό για να πάω στο σχολείο που πηγαίνω να μάθω ελληνικά περιμένει η αστυνομία. Μ’ έχουν σταματήσει αρκετές φορές οι αστυνομικοί στον δρόμο και με γδύνουν για “έρευνα” μες στον δρόμο! Αλλά πιστεύω οι έλληνες θα μάθουν στο τέλος να ζουν μαζί μας, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.

Mussa

Η αφήγηση έγινε στα γαλλικά με μεταφραστή, κατόπιν ερωτήσεων (επιμέλεια: Σ. Κ.).

Λίγα λόγια για την 28η Σεπτέμβρη 2009 στη Γουινέα

Η σφαγή διαδηλωτών στο στάδιο του Κονακρί, της πρωτεύουσας της Γουινέας που περιγράφει ο πρόσφυγας Moussa, έχει μείνει στην ιστορία. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ, γυναίκες βιάστηκαν με κλομπς και μαχαίρια. Στρατιώτες παραβίασαν τα γεννητικά τους όργανα με όπλα και τις πυροβόλησαν. «Είναι λογικό το συμπέρασμα ότι τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στις 28 Σεπτεμβρίου στο Κονακρί, αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», αναφέρει η έκθεση, η οποία καταλήγει στην «ατομική ποινική ευθύνη» πολλών αξιωματούχων της Γουινέας, μεταξύ αυτών και του δικτάτορα Μούσα Νταντίς Καμαρά. Σημειώνεται ότι στην έκθεση – για τη σύνταξή της οποίας χρησιμοποιήθηκαν 700 συνεντεύξεις αυτόπτων μαρτύρων – αναφέρεται ότι μετά τη σφαγή, η χούντα προέβη σε επιχείρηση συγκάλυψης των στοιχείων. Η συγκάλυψη συμπεριλάμβανε μαζικούς τάφους και άρνηση ιατρικής περίθαλψης των θυμάτων. Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο Κουσνέρ είχε δηλώσει σε σχέση με την έκθεση, ότι «είναι αδύνατο να μην κλάψεις όταν την διαβάζεις». «Οι λεπτομέρειες της σφαγής στο στάδιο του Κόνακρι είναι πολύ οδυνηρές ακόμα και για να τις διαβάσεις». Περισσότεροι από 200 διαδηλωτές δολοφονήθηκαν εκείνη την ημέρα από τον στρατό της Γουινέας.

Ο λοχαγός Μούσα Ντάντι Καμάρα ανέλαβε την εξουσία της χώρας με πραξικόπημα στις 20 Δεκεμβρίου 2008. Δέκα μήνες μετά συντελείται η φρικιαστική σφαγή στο στάδιο. Προηγούμενα την εξουσία, είχε ένας άλλος στρατιωτικός ο Λανσάνα Κοντέ. Με τον θάνατο τον Δεκέμβριο του 2008, αναλαμβάνει πραξικοπηματικά ο Καμάρα. Αλλά και ο Λανσάνα Κοντέ, είχε αρπάξει την θέση με πραξικόπημα από τον νεκρό δικτάτορα Αχμέντ Σεκού Τουρέ το 1984. Ο Καμάρα υποσχέθηκε ασφάλεια. Έκτοτε ομάδες ενόπλων, ενίοτε ντυμένοι στρατιώτες, επιτίθενται ανενόχλητοι στον οποιονδήποτε. Οι ελεγκτές της διαφθοράς στρέφονται στην απόσπαση χρημάτων με τη βία και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Και το χρήμα πηγαίνει κατευθείαν στα ταμεία του CNDD, δηλαδή στο στρατόπεδο Αλφα Γιάγια Ντιάλο. Όσο για τους πιο κερδοφόρους τομείς, αυτοί αναφέρονται απευθείας στην προεδρία: υπουργεία σχετικά με τα μεταλλωρυχεία, τα τελωνεία, τους φόρους, το Ταμείο Κοινωνικής Ασφάλισης…

Σε εννέα μήνες διακυβέρνησης, επίσης, ο διοικητής Μούσα Τιεγκμπόρο, επικεφαλής της ταξιαρχίας που αριθμεί 600 «ειδικά εκπαιδευμένους» χωροφύλακες, δηλώνει περήφανα την κατάσχεση είκοσι δύο κιλών ινδικής κοκαΐνης! Το κυνήγι των «ναρκωτικών» χρησίμευσε κυρίως ως πρόσχημα για να εξαγνιστεί ο στρατός και η αστυνομία με τα δεκάδες ενοχλητικά στελέχη στα μάτια του κ. Καμάρα. Γιατί η Γουινέα θεωρείται σταυροδρόμι των ναρκωτικών στη δυτική Αφρική και η κοκαΐνη μεταφέρεται μέσα από τη χώρα σε τόνους. Η χώρα έχει περάσει πολλά πραξικοπήματα και δικτατορίες. Στρατιωτικοί που μηχανεύονται πραξικοπήματα και στρατόπεδα που δεν είναι κατ’ ανάγκη κρατικά. Όλη η Γουινέα είναι γεμάτη στρατόπεδα, στρατιωτικούς, ανταρσίες και μικρά πραξικοπήματα. Αυτή είναι η φρικτή πραγματικότητα για πενήντα χρόνια. Από εκεί ξέφυγε ο μικρός αφηγητής, που μας περιγράφει το μακρύ του ταξίδι ως την ελλάδα.

(Τα παραπάνω σημείωμα το παραθέτουμε θεωρώντας το απαραίτητο. Κάθε άνθρωπος  που φεύγει κυνηγημένος και έρχεται στην ελλάδα, χωρίς να έχει την πολυτέλεια να την επιλέξει, σε πολλές περιπτώσεις ούτε καν την ξέρει. Προσπαθεί απλά να σωθεί από την κόλαση και πέφτει σε άλλη κόλαση. Κάθε άνθρωπος που μετά από κακουχίες και βασανισμούς φτάνει στον βόθρο της ελληνικής επικράτειας δεν είναι απλά ένας άλλος αριθμός των «λαθραίων» όπως αρέσκονται οι ελληναράδες σκατοκέφαλοι να λένε. Έχει μια προσωπική ιστορία, είναι μια ανθρώπινη οντότητα στην παγκόσμια κοινότητα. Σ. Κ.)