Ημερολόγιο ρατσισμού (εφτά χρόνια αργότερα)

Κάποια λίγα από τα συστατικά της ελληνικής πραγματικότητας που μας έφτιαξαν ως antifa τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ο βασανισμός δύο πιτσιρικάδων μεταναστών το 2007 στο Α.Τ. Ομόνοιας, ο βασανισμός του Ουαλίντ Ταλέμπ στη Σαλαμίνα, τα ΜΑΤ να περιμένουν τρένα με μετανάστες τον Αύγουστο του 2012, η δολοφονία του Ιλια Καρέλι μέσα στις φυλακές από τους δεσμοφύλακες το 2014.

 

Τα «Ημερολόγια Ρατσισμού» αρχίσαμε να τα συζητάμε με το φτιάξιμο της συνέλευσης αυτού εδώ του περιοδικού. Ανεβάζαμε στο σάιτ μας τις αποδελτιώσεις των εφημερίδων που διαβάζαμε από τον Νοέμβριο του 2013, δυο μήνες αφού πρωτοβρεθήκαμε. Στο δεύτερο τεύχος (Ιούνιος 2014) γράψαμε ένα κείμενο για το πως και το γιατί ξεκινήσαμε αυτή τη στήλη. Από τον Ιούνιο του 2015 στο 5ο τεύχος η στήλη έγινε απαραίτητο συστατικό στο περιοδικό, υπογεγραμμένη από το antifa negative, πλην του τεύχους 13 που είχε ειδικό σκοπό και του τεύχους 20 που γράφτηκε μέσα στην καραντίνα του Μάρτη-Απρίλη του 2020. Ως συνήθως, τα πρωτόγνωρα βιώματα τινάζουν τον καθένα και την καθεμιά από τη θέση που είχε βολευτεί. Είπαμε να ξαναδούμε την πολιτική χρησιμότητα και τη λειτουργία λοιπόν των ημερολογίων ρατσισμού για μας.

Ο σκοπός της στήλης μάλλον ήταν προφανής: να καταγράφουμε όλα εκείνα τα περιστατικά ρατσιστικής –και ενίοτε σεξιστικής– βίας που λάμβαναν χώρα σε αυτόν τον τόπο και κάπως κατόρθωσαν να δουν το φως της δημοσιότητας. Αυτές οι τεράστιες ποσότητες βίας που συμπυκνώναμε κάθε φορά σε μερικές σελίδες ενός εντύπου, άλλοτε προέρχονταν από κρατικά χέρια και άλλοτε από ντόπιους ρατσιστές. Είχαν όμως μια κοινή συνισταμένη, την οποία αρχίσαμε μέσα στα χρόνια να καταλαβαίνουμε καλύτερα, κουβέντα την κουβέντα: αντικατόπτριζαν τη διαχείριση των «εσωτερικών εχθρών» του κράτους από το ίδιο και το ποίμνιό του· τη διαχείριση δηλαδή των εγχώριων μειονοτήτων και της πολυεθνικής εργατικής τάξης, και από κει και πέρα φυσικά την καθημερινή, ασταμάτητη πειθάρχηση των γυναικείων σωμάτων.

Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο μαζεύαμε τα κομμάτια αυτού του παζλ βίας και όσο περισσότερο αντιπαραβάλαμε τις μαρτυρίες και τις ζωές των θυμάτων των ειδήσεων που διαβάζαμε με εκείνες αυτών που βρέθηκαν στη θέση τους στο παρελθόν, τόσο περισσότερο καταλαβαίναμε πως τα περιστατικά που καταγράφαμε αποτελού(σα)ν στιγμιότυπα μιας μεγάλης αφήγησης, αυτής της απαγορευμένης λέξης στα αριστερά λεξικά, και όχι απλά μπουκάλια αφημένα στον ωκεανό των άτακτα πεταμένων πληροφοριών, καταδικασμένα αργά ή γρήγορα στη λήθη του facebook. Αυτή η στροφή στο πώς κατανοούμε τον κόσμο και πώς, στην τελική, αντιλαμβανόμαστε τις ίδιες τις ζωές και τις πολιτικές μας συνέπεσε –όχι τυχαία– με τις πρώτες συζητήσεις μας, που αποτυπώθηκαν μάλιστα και σε κείμενα του περιοδικού, για το τι είναι αυτό το κράτος που έχουμε απέναντί μας.

Αρχίσαμε λοιπόν έτσι, καθώς μαζεύαμε με συνέπεια π.χ. τα καθημερινά εγκλήματα που συνέβαιναν στις πλάτες των μεταναστών εργατών γης που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα χωρίς να συλληφθούν, να λέμε ότι το κράτος δεν είναι ένας μονολιθικός μπαμπούλας, άλλα μια συνθήκη που ενώνει τους υπηκόους του γύρω από υλικά και μη συμφέροντα, είναι οι πολιτικές πλάτες που χρειάζονται για να οργανώνεται η παραοικονομία της χώρας και να συμπορεύονται ομαλά οι ιθαγενείς της. Για παράδειγμα, διαβάσαμε πως στις 29 του περασμένου Οκτώβρη ο Μπιλάλ Ουντίν βρέθηκε στο νοσοκομείο έπειτα από ξυλοδαρμό γιατί τόλμησε να ζητήσει τα δεδουλευμένα του από το αφεντικό του, στο Βαρθολομιό της Ηλείας. Η ιστορία είναι γνωστή και παίζει για χρόνια τώρα, με τις ευλογίες του ελληνικού κράτους, της μαφίας και των γαιοκτημόνων του: η πλειοψηφία των μεταναστών που δουλεύει στα χωράφια, ζει χωρίς χαρτιά και υπό την απειλή της απέλασης, μιας και θα τους ρουφιανέψει το αφεντικό τους αν τυχόν ζητήσουν (περισσότερες από) τις πενταροδεκάρες που τους έταξαν· όταν αυτό τελικά γίνει, θα καταλήξουν δαρμένοι και, μερικούς μήνες μετά, να πληρώνουν τον εκάστοτε μαφιόζο με τα λεφτά που έβγαλαν για να τους ξαναπεράσει μέσα στη χώρα, καταθέτοντας έτσι το κέρδος από την εργασία τους για το ελληνικό νόμιμο κεφάλαιο στο αντίστοιχο παράνομο. Το μόνο που αλλάζει σε όλη αυτή την αλληλουχία κάθε φορά είναι το ποιος μετανάστης εργάτης γης θα καταλήξει να φάει ξύλο, τα πρόσωπα. Με το ημερολόγιο ρατσισμού θέλαμε να δώσουμε έμφαση σε αυτά τα πρόσωπα, τα ονόματα, τις ημερομηνίες, το κάθε κωλοχώρι και την κάθε πόλη και συνοικία. Κάνοντας εφτά χρόνια αυτή τη δουλειά είδαμε το επαναλαμβανόμενο μοτίβο μέσα σε αυτές τις «ειδήσεις».

Αρχίσαμε έτσι να αναγνωρίζουμε τη δομή των κοινωνιών της ελληνικής επαρχίας –τις περιοχές δηλαδή που μας τροφοδότησαν με τις περισσότερες ειδήσεις– ως στρατιωτικοποιημένη, βλέποντας ότι η αναπαραγωγή και η επιβίωσή τους στηρίζεται στο μερτικό της πίτας που παίρνουν από τα κονδύλια που εγκρίνει η ΕΕ, ώστε να διασφαλίσουν τον εγκλεισμό των μεταναστών, βαφτισμένων τώρα, μετά το 2015 από το κράτος ως «προσφύγων». Χαρακτηριστικά, στις 20 του περασμένου Νοέμβρη, η Ολλανδέζα Ευρωβουλευτής Γιόχανσον, αφού αρχικά ενημέρωσε πως έχουν εγκριθεί κονδύλια ύψους 50 εκατομμυρίων ευρώ για τις ιατρικές ανάγκες των έγκλειστων μεταναστών στην ελλάδα με αφορμή τον κορωνοϊό, στη συνέχεια δήλωσε πως «οι περισσότεροι από τους μετανάστες στα νησιά, που είναι ευάλωτοι στο COVID-19, έχουν μεταφερθεί από τις ελληνικές αρχές, με κονδύλια της ΕΕ, από τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης σε ασφαλή καταφύγια, κυρίως στην ηπειρωτική χώρα». Επιπλέον, η Γιόχανσον κατήγγειλε ότι οι ελληνικές αρχές δεν χρησιμοποιούν τα χρήματα για τους λόγους που έπρεπε. Επιτρέψτε μας εδώ, μιας και έχουμε διαβάσει ένα κάρο αντίστοιχες ειδήσεις και ξέρουμε πια το τέλος τους, να υποπτευθούμε πως από αυτά τα 50 εκατομμύρια, ένα σημαντικό κομμάτι τους, πήγε στους εστιάτορες και τους ξενοδόχους των περιοχών όπου μεταφέρθηκαν οι μετανάστες, που πληρώνονται με το κεφάλι για να παρέχουν στους τελευταίους μια μερίδα ρύζι την ημέρα και μισή κουβέρτα. Ούτε η πρώτη φορά είναι, ούτε η τελευταία. Από το 2015 και δώθε ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε έναν τρόπο στους Έλληνες, φυσικά με βάση την υπάρχουσα ταξική πυραμίδα, να γλιτώσουν πάνω στην πλάτη των μεταναστών λίγη από την κρίση. Στην κρίση, το «μεταναστευτικό» πέρα από πρόβλημα έγινε και ευκαιρία. Το ημερολόγιο ρατσισμού με αυτή την έννοια αναδεικνυόταν όλο και περισσότερο ως ημερολόγιο μακροπρόθεσμης κρατικής πολιτικής, ιδεολογικής κατασκευής ταυτοτήτων, της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας κ.λπ.

Δεν ήταν μόνο τα παραπάνω. Το ημερολόγιο ρατσισμού παράλληλα αναπροσαρμοζόταν όσο αποδελτιωνόταν και γραφόταν. Ένα ημερολόγιο ρατσισμού μπορεί να αφήνει απ’ έξω τα αμιγώς σεξιστικά εγκλήματα; Ή ακολουθούμε τα γλωσσικά προβλήματα και τις εννοιακές διακρίσεις που παραλάβαμε στον κόσμο που ζούμε; Έτσι αρχίσαμε να καταγράφουμε δειλά-δειλά στο χαρτί και περιπτώσεις βίαιης πειθάρχησης που στόχευε στις γυναίκες από άνδρες καθημερινούς και με το κράτος συνένοχο, είτε αθωώνοντας βιαστές και δολοφόνους γυναικών, είτε έχοντας ξαμολήσει τους μπάτσους του να κακοποιούν μετανάστριες στα τμήματα και sex-workers στους δρόμους. Στις 14 του περασμένου Οκτώβρη διαβάσαμε ότι βρέθηκε νεκρή από το υπηρεσιακό όπλο του αστυνομικού συζύγου της μία γυναίκα στην περιοχή του Ρέντη, με τους συναδέλφους του μπάτσου που ερεύνησαν την υπόθεση να μας διαβεβαιώνουν πως το όλο σκηνικό δεν είναι παρά ένα ατύχημα και πως αυτά τα πράγματα συμβαίνουν.

Κάνοντας σήμερα αυτή την αναδρομή για τα ημερολόγια θυμόμαστε καλά ότι την Ελλάδα την καταλαβαίναμε από το 2013 σαν μια βαθιά ρατσιστική χώρα και παραμένει τέτοια. Και το ημερολόγιο ρατσισμού εν μέρει εξέφραζε αυτή την αλήθεια. Ωστόσο, οι συμφωνίες μεταξύ μας στο περιοδικό και στο negative αυξάνονταν τόσο ώστε αυτό πια να μην αποτελεί το ζητούμενο προς απόδειξη αλλά η βάση για να πούμε οτιδήποτε περαιτέρω. Όταν το 2005 μέσα από άλλες ομάδες προσπαθούσαμε να ορατοποιήσουμε τον ρατσισμό και την πατριαρχία ακούγαμε το αντεπιχείρημα ότι δεν πρόκειται για υλικές σχέσεις εξουσίας, αλλά για αόρατες. Το ημερολόγιο ρατσισμού ήταν ένα εργαλείο ορατοποίησης, απόδειξης της υλικότητας. Ήταν μια προσπάθεια να ουρλιάξουμε αλλά και να απαντήσουμε με χρονικό βάθος και μεθοδικότητα στην κοινή αλήθεια στη χώρα: «στην Ελλάδα δεν υπάρχει ρατσισμός». Η αριστερά και η αντιεξουσία μακράν από το να μπορούν να δουν τον δικό τους ρατσισμό, δεν αναγνώριζαν τον τελευταίο καν σε κοινωνικό επίπεδο παρά μόνο στις περιπτώσεις μαζικής, ωμής βίας όπως το πογκρόμ του 2004· αλλά και πάλι τέτοια γεγονότα δεν ήταν δυνατόν να τους κάνουν να αλλάξουν άρδην τις αντιλήψεις τους και τις πολιτικές τους. Επιπλέον, δεν είχαν ιστορική αντίληψη του ντόπιου φασισμού· συνεπώς όταν οι νεοναζί πήραν 7% στις εκλογές του 2012 έπεσαν όλοι τους από τα σύννεφα. Καμία σχεδόν ανάλυση πλην της αυτόνομης δεν μπορούσε να δει κάτι τέτοιο στα χωράφια της ελληνικής πραγματικότητας. Εμείς πάλι, όσο προχωρούσαμε, και ενώ από τα ημερολόγια ρατσισμού αφαιρέθηκε η υπογραφή του negative, αγκαλιάζοντας τη στήλη όλο το περιοδικό, αφομοιώσαμε αυτά που μας έμαθαν τα ημερολόγια ρατσισμού. Μετά από επτά χρόνια, τα ημερολόγια θεωρούμε ότι έκαναν τη δουλειά τους όχι με τη στενή έννοια, ότι χρησιμοποιήθηκαν από άλλες ομάδες, αλλά με τη γενικότερη. Έδωσαν ένα επιθυμητό από εμάς στίγμα στο περιοδικό και έδωσαν έναν τρόπο να βλέπουμε και να συζητάμε τον καθημερινό ελληνικό ρατσισμό.

Από κει κι έπειτα αυτό που άλλαξε ήταν ότι αναγκαστήκαμε να σκεφτόμαστε το πράγμα και πέρα από αυτόν τον στενό εμπειρισμό. Ο ρατσισμός μπήκε σε μια σχέση αλληλεπίδρασης με τις κρατικές πολιτικές και τα ταξικά συμφέροντα, σε σημείο τέτοιο που δεν ήταν δυνατόν να επισημαίνεται ο ρατσισμός χωρίς όλα τα υπόλοιπα και όλα τα υπόλοιπα χωρίς τον ρατσισμό. Η πραγματικότητα των τελευταίων πέντε χρόνων με έναν τρόπο γινόταν όλο και πιο σύνθετη: για παράδειγμα, το αριστερό κράτος του ΣΥΡΙΖΑ την ίδια ώρα που εφάρμοζε έναν σωρό ρατσιστικές πολιτικές, αναγνωριζόταν στην αριστερά ως γενικά αντιρατσιστική δύναμη, οδηγώντας τις ακροαριστερές και αναρχικές ουρές του ΣΥΡΙΖΑ είτε σε απώλεια της ατζέντας τους είτε σε σιωπή, για να το πούμε ευγενικά. Από την άλλη, η ίδια πραγματικότητα γινόταν πιο απλή. Η πολιτική τροχιά της χώρας δενόταν με την πολιτική τροχιά του πλανήτη. Μονάχα στη φετινή covid-χρονιά η ελληνική κοινωνία εξοικειώθηκε με το να κυκλοφορεί στους δρόμους κουβαλώντας χαρτιά, μια πρακτική που για δεκαετίες ολόκληρες ακουμπούσε μόνο τους μετανάστες. Ή από την άλλη, οι πρακτικές της παρανομοποίησης της εργασίας των μεταναστών έφτασαν από «κρυφή γνώση» να συζητιούνται στο προσκήνιο με το γνωστό ελληνικό θράσος –βλέπε την περίπτωση της ανάδυσης της ανάγκης εργατών γης επί covid. Με λίγα λόγια, η πειθάρχηση των μεταναστών και, δευτερευόντως, η πειθάρχηση όλου του πληθυσμού έγιναν πιο ορατές από ποτέ, την ίδια ώρα όμως που αριστεροί και δεξιοί επιχειρούσαν τη μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ τους από τον μεσοπόλεμο, εκατό χρόνια πριν –κοινώς, συνέβαλαν όλοι μαζί στον εγκλεισμό μας. Αυτό το σημαντικό ταρακούνημα του ελληνικού πολιτικού σκηνικού τα τελευταία πέντε-δέκα χρόνια πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να αφήσει ανέπαφα τα περιεχόμενά μας και τις οργανωτικές μας αντιλήψεις. Δεν αρκεί να βλέπουμε και να προωθούμε ειδήσεις –τα social media μας έχουν κάνει να σκάσουμε από δαύτο. Δεν έχουμε ανάγκη πια για μπουκάλια στον ωκεανό. Χρειάζεται να θυμόμαστε ότι αυτή η κοινωνία δεν είναι ένα ενιαίο συμπαγές σώμα, αντίληψη που το 2013 λίγο ή πολύ είχαμε, αλλά είναι πολωμένη. Οι μετανάστες και η δεύτερη γενιά που στερεοτυπικά στα ημερολόγια ρατσισμού έμπαιναν στη θέση του θύματος είναι κοινωνικές δυνάμεις, δρώντες με δική τους βούληση, δικές τους πρακτικές, πρωτοβουλίες και μικρές νίκες. Δίπλα σε άλλες και άλλους καθιστούν πιο σύνθετη την κοινωνική πόλωση και εμείς είμαστε κομμάτι του ίδιου χάρτη –η διαφορά μας είναι ότι είμαστε οργανωμένοι και οργανωμένες σε αντιφασιστικές αυτόνομες ομάδες. Στη θέση των ειδήσεων γυρέψαμε λοιπόν να φτιάχνουμε αφηγήσεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένες.

Σε τέτοια συμπεράσματα φτάσαμε, τέλος, και μέσα από τις κινηματικές μας εμπειρίες. Οι προβληματισμοί μας για τον στενό ορίζοντα και την καταγωγή των όρων «ρατσισμός» και «αντισημιτισμός», «ομοφοβία» και «πατριωτισμός» κ.ο.κ., ή το πότε και πως συνδέονται όλα αυτά με άλλες σχέσεις εξουσίας, υπήρχαν από παλιά. Αλλά πλέον βλέπαμε όλο και περισσότερο την προβληματική εξέλιξη των αποσπασματικών εργαλείων της πολιτικής της ταυτότητας (βίωμα, προνόμιο, συμπεριληπτικότητα, διαθεματικότητα κτλ) στην ελληνική πραγματικότητα όπως τη βιώναμε. Σαν αποτέλεσμα αυτού βλέπαμε εξάλλου ότι το ημερολόγιο ρατσισμού δεν έγινε τελικά εργαλείο που χρησιμοποίησαν και άλλες ομάδες, περισσότερο ή λιγότερο οικείες. Εδώ δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα αλλαγής της οπτικής μας με την πάροδο του χρόνου. Το άγχος της σύνδεσης όλων των παραπάνω υπάρχει ήδη από το προαναφερθέν κείμενό μας το 2014 για το «πως να διαβάζουμε τα ημερολόγια ρατσισμού». Ήδη από το 2012 θεωρούσαμε ότι η πολιτική ταυτότητας, όπως και όλα τα συνολικά θεωρητικά μοντέλα που γυρεύουν να μιλήσουν και να ερμηνεύσουν τα πάντα, έχει ολοκληρωτικές βλέψεις όχι μόνο μεθοδολογικά αλλά και σε επίπεδο περιεχομένου. Οι εμπειρίες μας από την κρατικοποίηση του αντιρατσισμού από το 2015 και δώθε καθώς και η σύντομη επανεγγραφή όλων των σχέσεων εξουσίας «λόγω κορωνοϊού» μας έκανε να δούμε όχι μόνο τα όρια των προηγούμενων εργαλείων αλλά και την εμπέδωση της συνεκδοχής τους στα πυκνά… ημερολόγια καραντίνας που ζούμε.

[1] “Τι είναι ελληνικό; Ανασκόπηση της ελληνικής πραγματικότητας με βάση τα ημερολόγια ρατσισμού”, antifa negative, 0151 #02 (Ιούνιος 2014), σ. 14-19.
[2] “Καμία μέθοδος δεν είναι αθώα! (περί αντι-κοινωνικού προσανατολισμού)”, 0151 # 16 (Μάρτιος 2019).