Όταν οι έλληνες ψηφίζουν νόμους για το ρατσισμό (ανθρώπινο αίμα μυρίζει)

I. Τον περασμένο Σεπτέμβρη η ελληνική βουλή ψήφισε το λεγόμενο «αντι-ρατσιστικό» νόμο, μετά από απόσυρση και επαναφορά του δύο φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Ο νόμος, τότε εμπνεύσεως Ρουπακιώτη, είχε αποσυρθεί γιατί – όπως είχε δηλωθεί στα media – αντέδρασε έντονα ένα κομμάτι της Ν.Δ. που απειλούσε ότι δεν θα τον ψηφίσει. Διά στόματος Μπαλτάκου, σύμβουλου του Σαμαρά, είχε ειπωθεί ότι η αντίδραση οφειλόταν στο γεγονός πως ο νόμος εκείνος «έκοβε τα πόδια» δύο πυλώνων του ελληνικού κράτους, του στρατού και της εκκλησίας. Ε, με κάτι τέτοιες δηλώσεις κανείς από όσους/ες θα επένδυαν σε αυτό το νόμο, δεν θα περίμενε ότι θα προκύψει κάτι καλό για τους στιγματισμένους και κυνηγημένους από άποψης ρατσισμού στην ελλάδα. Πράγματι, ο νόμος όπως ψηφίστηκε ενσωματώνει σε σχέση με τον παλιό νόμο του 1979 ελάχιστες βελτιώσεις. Η σημαντικότερη είναι ότι συμπεριλαμβάνονται στις ταυτότητες που γίνεται αποδεκτό ότι μπορούν να δεχτούν ρατσιστική επίθεση οι ταυτότητες φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο νόμος εκσυγχρονίζεται, δηλαδή, σε σχέση με τη συμπερίληψη της ομοφοβίας στα ρατσιστικά κίνητρα των πιθανών δραστών. Το ότι αυτό ήταν το μόνο θετικό στοιχείο αυτού του νόμου θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε και αντίστροφα. Κατά τη διάρκεια της δημόσιας συζήτησης για τον «αντι-ρατσιστικό» και τις μέρες της ψήφισης του στη βουλή, οι στοχευμένες ομοφοβικές επιθέσεις διαδέχονταν η μία την άλλη (τέσσερις τον αριθμό συνολικά, με δύο από αυτές να έχουν επίκεντρο στο Παγκράτι).

 

Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να σκεφτούμε ότι ακόμη και γι’ αυτό το μοναδικό θετικό στοιχείο στο νόμο, η πολιτική βούληση δεν προέκυψε έσωθεν αλλά ως συνήθως από τους θεσμούς της Ε.Ε. οι οποίοι πιέζαν για ψήφιση των σχετικών διατάξεων από το ελληνικό κράτος μέσω εκκρεμούσας οδηγίας. Μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι και ο πρώτος «αντι-ρατσιστικός» νόμος στο σύνολο του, έτσι ψηφίστηκε, σαν αποτέλεσμα της πίεσης της Ευρώπης για έμπρακτη απόδειξη του ελληνικού κράτους ότι εφαρμόζει μεταβατικούς θεσμούς απομάκρυνσης από τη στρατιωτική δικτατορία και μεταβάλλεται σε ένα φιλελεύθερο κράτος. Για εμάς και το συνάφι μας, βέβαια, ακόμα και αυτή η προοπτική είναι πολύ καλύτερη από το να ζεις σαν έρμαιο της πολιτικής βούλησης του ελληνικού κράτους. Κι αυτό γιατί θεωρούμε ότι ακόμα κι αν ένας μόνο μετανάστης δικαιωθεί δικαστικά εκμεταλλευόμενος τον λεγόμενο «αντι-ρατσιστικό», μετά από ρατσιστική επίθεση εναντίον του, το γεγονός θα είναι σημαντικότερο από το να αφεθεί η περίπτωση του σε αριστερές προσευχές, καταγγελίες και φανφάρες.

 

Το πρόβλημα, βέβαια, με τους νόμους το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, από την καλή κι απ’ την ανάποδη. Το πρόβλημα με τους νόμους, λοιπόν, είναι ότι η κρατική θέσμιση μερικές φορές είναι πολύ λίγη για να καλύψει το μεγάλο μέρος της κοινωνικής δημιουργίας, έμπνευσης και πρακτικής. Νόμοι σαν τον λεγόμενο «αντι-ρατσιστικό» ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε χρόνια πίσω από την παρούσα κοινωνική θέσμιση. Οι νόμοι είθισται να προλαβαίνουν τους ρυθμούς της κοινωνικής πραγματικότητας, μόνον δεκαετίες αργότερα. Για παράδειγμα, όταν συνέβη το Ολοκαύτωμα στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, δεν υπήρχε καμιά νομοθεσία που να τιμωρεί τους ναζί επαρκώς για τη δολοφονία μιας μειονότητας των γερμανών πολιτών του, π.χ. των γερμανών εβραίων. Η νομοθεσία περί «εγκλημάτων πολέμου», περί «γενοκτονίας» κτλ επινοήθηκε μόνον αφού το έγκλημα είχε ήδη συντελεστεί και ενόψει του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης. Ο νόμος άρα έρχεται εκ των υστέρων να ρυθμίσει. Το ίδιο και στην ελλάδα. Οι νόμοι του κράτους δεν μπορούν να απαγορεύσουν μια για δεκαετίες παγιωμένη κοινωνική απόλαυση και, ακόμη πιο λογικά, δεν μπορούν να απαγορεύσουν και μια παγιωμένη κρατική πολιτική. Αν συνέβαινε αυτό, τότε κάθε μέρα τουλάχιστον καμιά εκατοστή άτομα θα έπρεπε να τη βγάζουν στα Α.Τ. της χώρας και, βέβαια, μαζί τους και η πολιτική ηγεσία του ελληνικού κράτους. Όμως, κανένας νόμος – άρα ούτε κι αυτός – δεν θα μπορούσε να θίξει την μπαναλιτέ, την καθημερινότητα και τη ρουτίνα των ρατσιστικών σχολίων και μικρο- ή μεγαλο-πράξεων στις γειτονιές, γιατί αν μη τι άλλο θα ήταν μεγάλο ξεβόλεμα για τους υπηκόους αυτής της χώρας. Αφετέρου, και μόνο η λογική της χρήσης παρανομοποιημένων μεταναστών εργατών από το ελληνικό κράτος – όντας ρατσιστική – δεν θα μπορούσε άλλο να λειτουργήσει και άρα να παράσχει στο ελληνικό κράτος όλα αυτά τα ωραία μη-φανερά λεφτά, μη-φανερή εργασία και πειθαρχημένη εργατική τάξη μεταναστών που τους παρέχουν.

 

Άρα, λοιπόν, ένα κράτος δεν γίνεται να αυτοκτονήσει. Και γι’ αυτό φροντίζουν όλα λίγο-πολύ τα μέρη του αλλά και οι κ.κ. δικαστές. Υπήρχαν δύο εκδοχές για παράδειγμα για την αθώωση Πλεύρη στα 2010: η μία ότι το ελληνικό κράτος δεν αφήνει τα παιδιά του ανυπεράσπιστα και η άλλη, η επικρατέστερη για εμάς, ότι ο αντισημιτισμός έχει απογίνει συστατικό του ελληνικού κράτους και πάγια απόλαυση των ελλήνων κάθε βαθμίδας, επαγγέλματος, κοινωνικής τάξης κτλ – άρα ακόμα και ο πιο φασίστας μπορεί να βρει το ασφαλές λημέρι του στην κατεξοχήν φασιστοφωλιά των εφετών. Και το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώθηκε και επαν-επιβεβαιωνόταν κάθε μέρα επί 35 χρόνια στην ελλάδα, όσο δηλαδή ήταν σε εφαρμογή ο παλιός «αντι-ρατσιστικός» από το 1979. Του λόγου το αληθές το επιβεβαιώνουν οι μόλις… πέντε-έξι καταδίκες (π.χ. εναντίον της φασιστοφυλλάδας «Ελεύθερος Κόσμος» του Ζαφειρόπουλου, πρώην χ.α.) με βάση τον «αντι-ρατσιστικό» του 1979 μέσα σε 35 ολόκληρα χρόνια. Σα να λέμε, στην ελλάδα των τελευταίων 35 χρόνων, είχαμε 5-6 περιστατικά. Χμ.. Επειδή δεν πιστεύουμε στην τύχη, τη μοίρα ή την καλοκαρδοσύνη των ελλήνων, όμως, θα πρέπει να αποδεχτούμε το προφανές: τα δικαστήρια βάλθηκαν, ως νευραλγικό κομμάτι μιας χώρας ρατσιστών, να βάλουν το δίκαιο και κάμποσο μερτικό τους στη διάδοση της – από αριστερά στέκια έως την τελευταία φασιστοφωλιά της χώρας – ευρέως διαδιδόμενης “αλήθειας” (NOT) των 35 τελευταίων χρόνων: πως στην ελλάδα, δηλαδή, ‘ρατσισμός ΔΕΝ υπάρχει!’

 

 

 

 

  1. II. Το παραπάνω απόφθεγμα, αν ξέρετε καλά τους έλληνες, σπάνια στέκεται μόνο του σαν φράση. Συμπληρωνόταν και συμπληρώνεται, όχι μόνο από ακροδεξιά στόματα πια, από την άλλη αγαπημένη φράση: πως ‘ο μεγαλύτερος ρατσισμός στην ελλάδα είναι ο ανθελληνισμός!’ Πάντως, ο παρών «αντι-ρατσιστικός» νόμος, ως γνήσιο ελληνικό τέκνο, φέρει μέσα του και αυτόν τον ισχυρισμό. Η ποινικοποίηση της άρνησης τεσσάρων γενοκτονιών – δύο ανύπαρκτων όπως των ελλήνων της Ανατολής και των ελλήνων του Πόντου, αγκαζέ με δύο υπαρκτές, αυτές των Εβραίων και των Αρμενίων – πλέον έχει ενταχθεί στον «αντι-ρατσιστικό», αναλαμβάνοντας να θέσει σε εφαρμογή την παραπάνω ηλιθιότητα περί ανθελληνισμού, εν είδει μιας νίκης του ελληνικού δεξιού ρεβανσισμού. Και ανοίγοντας λίγο περισσότερο το φακό της εν λόγω εικόνας, δεν θα αργήσει κανείς/καμιά να διαπιστώσει πως όλο αυτό ήταν αναπόφευκτο. Μιας και πρόκειται, γενικά μιλώντας, για τον πρώτο «αντι-ρατσιστικό» νόμο στην ελλάδα, ίσως και παγκόσμια, που ψηφίζεται από φασίστες και ρατσιστές – και βέβαια χωρίς καμία συνδρομή των μειονοτήτων που θίγονται από τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό σήμερα στην ελλάδα, π.χ. τους μετανάστες, τις εβραϊκές κοινότητες, τη μουσουλμανική κοινότητα κτλ. Κάπως έτσι δεν φτάσαμε, εξάλλου, να ακούγεται κατά την ψήφιση του νόμου αυτού η σύγκριση ομοφυλοφιλίας και κτηνοβασίας κ.ο.κ.;

 

Εξίσου αναπόφευκτα, όμως, προκύπτουν και κάποια ερωτήματα. Τι νταλκά είχε το ελληνικό κράτος να εντάξει, εν είδει δεξιού ρεβανσισμού, αυτές τις διατάξεις στον «αντι-ρατσιστικό»; Εμείς τώρα, ως πιστοποιημένοι ανθέλληνες, από χ.α. και άλλα αγαθοεργά σωματεία, και καχύποπτοι με τους πάντες, να τι γράφαμε σε ένα μέρος του 2ου τεύχους του Antifa Negative, αφιερωμένο στο ρατσισμό προς τους Αλβανούς/Αλβανίδες μετανάστ(ρι)ες και τη “δεύτερη γενιά” στην ελλάδα:

 

«Η διαχείριση της λεγόμενης δεύτερης γενιάς είναι πρόβλημα. Ένα μεγάλο κοινωνικό κομμάτι ωθείται στην βίαιη απομόνωση και περιθωριοποίηση και φοβούνται τις αντιδράσεις του. “Ξένους” δεν τους λες ακριβώς. Το “εγκληματίες” και το “απροσάρμοστοι” πράγματι το δουλεύουν τα μίντια. Σε σιγανή φωτιά. Αλλά γιατί όχι και “ρατσιστές”; Για να επιτευχθεί η πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας. Αν γίνει αυτό, αφού μάλιστα ξεκίνησε και με τις ευλογίες της ελληνικής αριστεράς[1], θα ξαναβρούν και σκοπό ζωής τα αντιρατσιστικά κινήματα στην χώρα. Θα υπερασπίζονται ξανά την συνύπαρξη των κουλτούρων, ίσως όμως στο μέλλον χωρίς να ‘ναι κομπλεξικοί. Θα υπερασπίζονται ίσως πιο ανοιχτά και την ελληνική κουλτούρα! Τώρα, στα σοβαρά, είπαμε, τα προτείνει μόνον η χρυσή αυγή τα νομοσχέδια κατά του ρατσισμού κατά των ελλήνων, γιατί αυτή τολμά με βάση το προφίλ της. Αλλά από κάπου τα σκαρφίστηκαν αυτά. Και δεν είναι επιστημονική φαντασία. Κάπου έχουν εφαρμοστεί. Για άλλες “δεύτερες γενιές”…»

 

«Ένα σαββατοκύριακο, κατά τα τέλη Μάη του 2001, ξέσπασε βία στους δρόμους του Γκλόντγουικ, στο Όλνταμ. Στα γεγονότα αυτά, που χαρακτηρίστηκαν οι πρώτες “φυλετικές ταραχές” στην Βρετανία, μετά την δεκαετία του ‘80, οι νεαροί Ασιάτες του Όλνταμ ήρθαν αντιμέτωποι με την αστυνομία και τους διαδηλωτές του Εθνικού Μετώπου, σε δύο νύχτες οργισμένης διαμαρτυρίας που επρόκειτο να αποτελέσουν το προανάκρουσμα παρόμοιων συγκρούσεων σε όλη την Αγγλία – στο Άϊλσμπουρι μια εβδομάδα αργότερα, στο Λίντς και το Μπέρνλεϊ τον Ιούνιο, στο Μπράντφορντ τον Ιούλιο. Η αναταραχή στο Όλνταμ είχε κι αυτή προαναγγελθεί από τις συγκρούσεις στο Λίτζετ Γκριν του Μπράντφορντ τον Απρίλιο, καθώς και από αρκετούς μήνες αυξανόμενης έντασης στο ίδιο το Όλνταμ. Η ένταση αυτή είχε άμεση σχέση αφενός με τους ισχυρισμούς της αστυνομίας της ευρύτερης περιοχής του Μάντσεστερ ότι στην πλειονότητα τους οι περισσότερες ρατσιστικές επιθέσεις στην περιοχή είχαν δράστες Ασιάτες και στρέφονταν κατά λευκών, ότι είχαν δημιουργηθεί “άβατες” περιοχές για τους λευκούς, ότι η επίθεση και ληστεία του ηλικιωμένου λευκού Γουόλτερ Τσάμπερλεν στις 21 Απριλίου είχε “φυλετικά κίνητρα”[…]»[2].

 

Μάλιστα. Ξένοι ρατσιστές, ντόπιοι θύματα. Βλέπαμε τότε, λοιπόν, όταν γράφαμε τα παραπάνω πως τα δυτικά κράτη έχουν οφέλη από την αντιστροφή των ρόλων στο ρατσιστικό κυνήγι, οφέλη βέβαια που μοιράζονται με τους λευκούς και δυτικοθρεμμένους πληθυσμούς τους. Αντίστοιχα οφέλη βλέπουμε και τώρα, εμείς οι καχύποπτοι. Για όποιον/όποια δεν το πήρε χαμπάρι, αυτός ο ιδιότυπος ανθελληνισμός που αρνείται στους έλληνες τη θυματοποίηση τους, σε βαθμό γενοκτονίας μάλιστα (!), θεσμίζεται, ποινικοποιείται και θα διώκεται. Η αριστερά, ως ελληνική αριστερά φυσικά, περί άλλων τύρβαζε: οι πασοκογενείς συριζαίοι και δημαρίτες, ως άλλοι ρουσσώ, σήκωσαν την μπαντιέρα της «ελευθερίας του λόγου» (όπως έκαναν και στο δικαστήριο Πλεύρη), ενώ οι σταλινογενείς ΚΚΕδες αρκέστηκαν – για χιλιοστή φορά – σε ωμές εκφράσεις ομοφοβίας και ανακαλύψεις γενοκτονιών στο εξωτερικό (π.χ. η Παπαρήγα από το βήμα της βουλής μίλησε για τη γενοκτονία των βομβαρδισμών της Δρέσδης από τους συμμάχους! – τύφλα να ‘χε το τρίτο ράϊχ). Βέβαια, δεν τους κακίζουμε γιατί όλα αυτά τα της ποινικοποίησης δεν τους αφορούσαν τους καημένους νομιμόφρονες έλληνες αριστερούς. Αυτά είναι καμπάνες που χτυπάνε για άλλους φυσικά. Το νόμο αυτόν τον βλέπουμε, μάλιστα, σαν ένα επόμενο θεσμικό αποτύπωμα της διαδικασίας φασιστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους της. Δεν θα πούμε άλλα μεγαλόστομα, αλλά θα τα δούμε στη συνέχεια μάλλον στην πράξη.

 

Σε μια εποχή που όλο το πολιτικό σκηνικό στράφηκε με δύναμη προς τα δεξιά – από μια αριστερά που δεν μπορεί να μιλήσει για μετανάστες, αλλά μπορεί να συνεργάζεται με κάθε είδους παπάδες, μέχρι μια δεξιά που επιτέλους κολυμπάει σαν ψάρι στο νερό – η περηφάνια και η δυναμική του πάντα θυματοποιημένου ελληνισμού είχε ακόμη ένα αγκάθι στο λαιμό. Όμως, με το νέο «αντι-ρατσιστικό» νομοσχέδιο, τσακίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν άλλο από το εβραϊκό Ολοκαύτωμα και τη λεγόμενη μοναδικότητα του. Ας συνεχίσουμε να μιλάμε, λοιπόν, και για άλλους αποδέκτες του παρόντος «αντι-ρατσιστικού». Εδώ και χρόνια ο φασιστικός εσμός που άρχισε να πυκνώνει την παρουσία του στη βουλή, πέρα από όσους έβρισκαν θαλπωρή στα μεγάλα κόμματα για δεκαετίες, ασφυκτιούσε. Μα είναι πράγματα τώρα αυτά να πιέζουν οι «κουτόφραγκοι» για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων και της μνήμης της σφαγής των Εβραίων; Επιτέλους, όμως, για τους έλληνες ήρθε η δικαίωση επί 2014 μ.Χ. Δεν θα μπορούν πλέον μόνο τα άλλα παιδάκια να έχουν την «απόλαυση» αυτή στην εθνική τους ιστορία, αλλά τώρα θα μπορούν και οι έλληνες να απολαύσουν τις – όχι την – «γενοκτονίες των προγόνων τους». Ναι, κυρίες και κύριοι, τώρα πια και η ελλάς θα έχει γενοκτονία τριπλή μάλιστα, προστατευόμενη και με δικαστική εγγύηση απεριορίστου χρόνου. Ως γνωστόν, άλλωστε, αρμένιοι, μικρασιάτες και πόντιοι είναι το ένα και το αυτό μιας και οι μεταφυσικές βάσεις του (ορθόδοξου) χριστιανισμού τους ενώνουν εν τις ουρανοίς… Το αγκαθάκι του εβραϊκού Ολοκαυτώματος τσακίστηκε μάλιστα στην ψήφιση της … ποινικοποίησης της άρνησής του (!). Το εβραϊκό Ολοκαύτωμα στη συζήτηση στη βουλή συλήθηκε και ξανα-συλήθηκε με κάθε αφορμή και ευκαιρία. Η γελοιότητα και η υποκρισία των εκπροσώπων του ελληνικού κράτους, δεξιών και αριστερών, λίγο ήθελε να τους οδηγήσει να το συγκρίνουν με τα μαζικά θύματα αυτοκινητιστικών ατυχημάτων ή κάποια νεο-ανακαλυφθείσα γενοκτονία των … στρουμφ. Το ξεχείλωμα της έννοιας της γενοκτονίας παρωδεί την ουσία των γεγονότων του παρελθόντος και μέσα από πολλαπλασιαζόμενες οργουελιανές μεταστροφές των λέξεων, τα κλειδιά της περιφρούρησης της μνήμης των θυμάτων του ναζισμού δίνονται στα σημερινά ξενόφοβα φασιστοειδή της χώρας. Συγχαρητήρια! Εύγε, μπράβο! Ο καραγκιόζης αντιφά και άλλα τέτοια αξίζουν σαν τίτλοι στο σημερινό επεισόδιο του σίριαλ «αντιφασιστικό κράτος». Αν πράγματι λειτουργούσαν οι αντιρατσιστικοί νόμοι θα έπρεπε, το ξαναλέμε, να μπει ολόκληρο το κτίριο της βουλής, τα παλιά αυτά βασιλικά ανάκτορα, σε ένα τεράστιο σιδερένιο κλουβί προς εφαρμογή των διατάξεων. Αλλά για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της γελοιότητας και της παραχάραξης των ιστορικών γεγονότων πρέπει να πάμε και λίγο πιο πέρα.

 

Θα ήμασταν, όμως, τυφλοί και τυφλές αν δεν βλέπαμε τον άλλο μεγάλο αποδέκτη του «αντι-ρατσιστικού νόμου», μια ακόμα μειονότητα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί… ρατσιστική και να κυνηγηθεί με τον νέο «αντι-ρατσιστικό» νόμο. Δεν μιλάμε παρά για την τουρκική και μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, της περιοχής, δηλαδή, όπου το μειονοτικό κόμμα θριάμβευσε στις περασμένες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Μαΐου, αρπάζοντας την πρωτιά σε ψήφους από όλα τα ελληνικά κόμματα σε δήμους μεγάλους μάλιστα σαν κι αυτόν της Κομοτηνής. Το βράδυ των εκλογών το ελληναριό τραύλιζε – αριστεροί και δεξιοί είχαν ξεχάσει το όνομα τους από το σοκ. Έρχεται, λοιπόν, ένας «αντι-ρατσιστικός» νόμος τώρα, ένα – θα έλεγε κανείς – αριστερό εργαλείο του ελληνικού κράτους προκειμένου να κλείσει το μάτι πονηρά στον Ερντογάν αλλά και στο μειονοτικό κόμμα στη Θράκη. Τρεις από τις τέσσερις γενοκτονίες για τις οποίες ποινικοποιείται η άρνηση τους έχουν υποτίθεται δράστες τους Τούρκους. Ε, δεν θέλει και πολλή σκέψη… Ήδη είναι γνωστό ότι μέλη της μειονότητας αρνούνται τον χαρακτηρισμό «γενοκτονία» για τους Αρμένιους, πόσο μάλλον για τα γεγονότα της ανατολικής Τουρκίας και του Πόντου. Βλέπουμε το σενάριο ήδη απλωμένο μπροστά μας. Το ελληνικό κράτος διώκει τούρκους μειονοτικούς επειδή αρνούνται την τριπλή γενοκτονία των χριστιανών της Ασίας, αριστερά (και αναρχία) συμφωνούν μιας και είναι «ενάντια σε κάθε εθνικισμό» – αν δεν συμβεί αυτό, το πολύ-πολύ να αντιτείνουν πως οι «φασίστες» δεν τσακίζονται με κρατικά μέσα αλλά με κοινωνικούς αγώνες – τα δικαστήρια μοιράζουν απλόχερα ποινές εν είδει εφαρμογής του «αντι-ρατσιστικού» νόμου, οι φασίστες πανηγυρίζουν το βράδυ στην Ομόνοια, το ταινιάκι τελειώνει με την υπενθύμιση του τίτλου: «Ανθελληνισμός, ο μεγαλύτερος ρατσισμός!»

 

Στα πιο σοβαρά τώρα, ίσως αξίζει να επισημανθεί ξεχωριστά ότι ο χαρακτηρισμός σφαγών με τον όρο «γενοκτονία», μετά το Ολοκαυτώμα, έχει γίνει πολιτικό εργαλείο στα χέρια κρατών και κυβερνήσεων, των οποίων ο ιδιαίτερος εθνικισμός έχει φυσικά απόλυτη ανάγκη να κινηθεί ως θύμα, εκφράζοντας την επιθετικότητα του έπειτα. Από την άλλη, τα στοιχεία γύρω από μια «γενοκτονία», όπως μας έδειξαν και οι πρώτοι διδάξαντες ναζί, δεν βρίσκονται απλόχερα στα χέρια ερευνητών και ιστορικών, ώστε να μπορεί κανείς να επικαλεστεί μια αντικειμενική αλήθεια. Υπάρχουν, όμως, κάποια γενικά κριτήρια που έχουν προβλεφθεί τουλάχιστον στο νόμο. Ας σημειώσουμε ότι η καταστροφή των στοιχείων της εβραϊκής γενοκτονίας που διέπραξε το γερμανικό κράτος δεν προέκυψε αυθόρμητα. Οι γερμανοί έπρεπε να κάνουν λάθη και να πάθουν, για να μάθουν. Έτσι, στην πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη γενοκτονία που διαπράττουν εναντίον του 80% του πληθυσμού των Χερέρο και του 50% του πληθυσμού των Νάμα – στη σημερινή Ναμίμπια της Αφρικής – (περίπου 110.000 άτομα), οι γερμανοί έκαναν το απόλυτο λάθος του πρωτάρη να αφήσουν την εντολή περί γενοκτονίας άθικτη στα αρχεία τους! Έγραφε εκεί ο γερμανός στρατηγός Lothar Von Trotha: «Κάθε Χερέρο, με όπλο ή χωρίς, με κοπάδι ζώων ή χωρίς, θα πυροβολείται. Δεν θα δεχτώ γυναίκες ή παιδιά, ή θα τους οδηγήσω να πεθάνουν στην έρημο μαζί με το λαό τους ή θα πυροβοληθούν.» Το λάθος αυτό, βέβαια, πληρώθηκε με το γνωστό τρόπο των γερμανικών αποζημιώσεων. Αλλά οι γερμανοί είχαν πολλά ακόμα να μάθουν. Γι’ αυτό το λόγο, όταν οι τούρκοι ξεκίνησαν το ξεκλήρισμα των αρμενίων, είδαμε και τους γερμανούς αξιωματικούς να θητεύουν – εν είδει μαθητευόμενων – δίπλα στις σφαγές και να βγάζουν αναμνηστικές καρτ ποστάλ ανάμεσα σε σωρούς αρμένικων κρανίων. Κάπως έτσι, αργά και μεθοδικά, έφτασαν στο δικό τους μεγαλείο στον Β΄ Π.Π. Πριν λίγες μέρες, μόλις τον Σεπτέμβριο του 2014, έγινε εν μέσω «αρχαιολογικών» ανασκαφών στο Σόμπιμπορ της Πολωνίας η ανακάλυψη των θαλάμων αερίων του στρατοπέδου εξόντωσης εβραίων. Οι γερμανοί είχαν θάψει τους θαλάμους αερίων τόσο καλά που παρέμειναν εκεί για 75 χρόνια. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο Άουσβιτς, φρόντισαν να ανατινάξουν τα κρεματόρια για να εξαφανιστούν τα στοιχεία των εγκλημάτων τους. Ένα πράγμα, όμως, είναι η έλλειψη στοιχείων, στην οποία πράγματι τείνουν οι δράστες της γενοκτονίας, και ένα άλλο πράγμα είναι η βούληση για εργαλειοποίηση των σφαγών με κίνητρο κρατικούς-εθνικούς στόχους εξωτερικής πολιτικής. Οι οπαδοί της θεωρίας περί «γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών» στηρίζονται εν πολλοίς σε κοινές καταγγελίες των ευρωπαίων συμμάχων του Α΄ Π.Π. εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Την εποχή, όμως, εκείνη ο αντι-τουρκισμός σε επίπεδο συναισθημάτων ρατσισμού αλλά και εξωτερικής πολιτικής – μαζί πάνε αυτά συνήθως – βρισκόταν σε μια κορύφωση και ο ανταγωνισμός μεταξύ των ευρωπαίων ήταν ξεκάθαρος: ποιος θα έπαιρνε τι από το πτώμα της τελευταίας αυτοκρατορίας στα σύνορα της Ευρώπης. Συνεπώς, δεν είναι κάποια ιστορική έρευνα που τροφοδοτεί τα περί «γενοκτονίας των χριστιανών» – χριστιανοί «τυχαίνει» φυσικά να είναι και οι ευρωπαίοι! – αλλά ίσα-ίσα, η πολιτική βούληση των μεγάλων δυνάμεων της ευρώπης της εποχής εκείνης (οι γάλλοι που καταδυνάστευαν την Αϊτή, οι ρώσοι που με τσαρική έγκριση κυνηγούσαν τους εβραίους, οι άγγλοι που είχαν επεκταθεί με τα όπλα τους στο μισό πλανήτη) για την πλήρη και τελειωτική συκοφάντηση και κατάρρευση των Οθωμανών που τότε προσπαθούσαν να στήσουν το δικό τους τούρκικο κράτος με βάση αυτά ακριβώς τα δυτικά πρότυπα.

 

Το γεγονός, δε, πως οι γενοκτονίες των «χριστιανικών πληθυσμών», δεν είναι αναγνωρισμένες από κανένα άλλο κράτος στον κόσμο, πλην του κυπριακού και του ελληνικού, επιβεβαιώνει τη λογική μας ότι οι γενοκτονίες αυτές έχουν επινοηθεί με σκοπούς άσχετους με την ιστορική ακρίβεια (και μάλλον πιο σχετικούς με την εξωτερική τους πολιτική). Αυτά τα δύο κράτη, που τυγχάνει να είναι και τα μόνα ελληνόφωνα, μόνα τους αναγνωρίζουν τη γενοκτονία των Ποντίων και των Μικρασιατών.[3] Εξάλλου, και οι πιο έγκυροι ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί με την περιοχή και την εποχή, όπως οι Μαρκ Μαζάουερ και Μανούς Μιντλάρσκι, διαφωνούν με την απόδοση του όρου «γενοκτονία» στις σχετικές σφαγές.

 

Όσον αφορά την εσωτερική πολιτική ιστορία αυτής της ιδέας, μένει να πούμε ότι η σύλληψη της «γενοκτονίας Ποντίων, Μικρασιατών», ανήκει στο λεγόμενο πατριωτικό χώρο του ΠΑΣΟΚ που το 1994 έκανε την αναγνώριση της γενοκτονίας αυτής νόμο της ελληνικής βουλής. Ακολούθησε και ο νόμος του 1998, στον οποίο τότε, τα παλιά τα χρόνια εναντιώθηκε ο ΣΥΝασπισμός και ο πρόεδρος του Ν. Κωνσταντόπουλος. Άραγε τα θυμάται αυτά η Ρένα Δούρου;[4] Όσον αφορά τον αριστεροπατριωτικό πόλο του ΚΚΕ, άρχισε να χρησιμοποιεί τον όρο «γενοκτονία των Ποντίων» στον Ριζοσπάστη και να συμμετέχει στις σχετικές εκδηλώσεις από τη δεκαετία του 2000. Φανταζόμαστε από το 2015 και μετά, ελέω κρίσης και ομοιοτήτων με τη σημερινή γενοκτονία των ελλήνων από το… ΔΝΤ και τη Μέρκελ, οι σχετικές γενοκτονίες του παρελθόντος θα αναγνωριστούν και από κομμάτι των «αντι-μνημονιακών αναρχικών». Ο σημερινός «αντι-ρατσιστικός» πάντως, τουλάχιστον σε σχέση με τις διατάξεις περί γενοκτονιών των ελλήνων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι έμπνευσης Πολατίδη, του βουλευτή του ΛΑΟΣ που είχε φέρει αντίστοιχο νόμο προς ψήφιση στη βουλή (στις 19-05-2012)· τότε όμως δεν είχε ψηφιστεί.

 

Τελευταίο αλλά όχι αδιάφορο σε σχέση με όλη αυτή την προβληματική εργαλειοποίηση των σφαγών για σύγχρονα πολιτικά οφέλη: αξίζει να ειπωθούν δύο κουβέντες για τη διατύπωση «γενοκτονίες χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής» η οποία εμφανίζεται πιστεύουμε με αντι-μουσουλμανικό πρόσημο εξωτερικής πολιτικής. Ε, ολόκληρη ISIS–Iσλαμικό Κράτος θερίζει χριστιανούς σήμερα στη Μέση Ανατολή… να μη γίνει βρε αδερφέ ένας παραλληλισμός; Οι έλληνες, μάλιστα είναι ικανοί ελέω Isis και των «αντι-ρατσιστικών» νόμων τους να προχωρήσουν και σε συνέδρια του στιλ «1914-2014: 100 χρόνια χριστιανικών γενοκτονιών από μουσουλμάνους»… Αλλά με αυτή την ελεγκάντ διατύπωση περί «γενοκτονιών των χριστιανικών πληθυσμών» καταφέρνουν και κάτι ακόμα που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο: στην τριπλή της μορφή αυτή η γενοκτονία ουσιαστικά αντλεί το κύρος της από την μόνη υπαρκτή γενοκτονία της τριπλέτας, την αρμένικη, και άρα στοχεύει στη νοηματική υπεραξία που μπορεί να αντλήσουν η ποντιακή και η μικρασιατική, μέσω της στενής τους παρέας με την άλλη. Έτσι. Δηλαδή οι αρμένιοι που κάποτε ονομάζονταν από το ελληναριό ως «ανθέλληνες», τώρα θα τους βοηθήσουν κιόλας να ξαναστήσουν μια επιθετική εθνική συνείδηση. Έντιμη προσπάθεια (για έλληνες). Εμείς προτείνουμε από την πλευρά μας στην ελληνική βουλή την επόμενη φορά να ψηφίσει για τις «γενοκτονίες των λευκών πληθυσμών», ξεχειλώνοντας και την έννοια της γενοκτονίας λίγο ακόμα. Έτσι, ίσως να μπορέσουν και οι «δικές της» σφαγές να αντλήσουν λίγο κύρος από το εβραϊκό Ολοκαύτωμα…

 

 

 

 

ΙΙΙ. Γιατί γράφουμε, καταρχήν, για «ξεχείλωμα» της έννοιας της γενοκτονίας; Και γιατί γράφουμε για «υποκρισία και γελοιότητα» των εκπροσώπων του ελληνικού κράτους, δεξιών κι αριστερών, όπως και του πρόσφατου εκτρώματός τους; Ας τα πάρουμε ένα-ένα:

 

Τι είναι «γενοκτονία»; Σε αντίθεση με την ελλάδα όπου κάθε τρεις και λίγο ανακαλύπτουν ολοκαυτώματα και γενοκτονίες (εργολαβικά και για τους παλαιστίνιους, εφόσον είναι ενάντια στο ισραήλ), όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός του πλανήτη έχει συμφωνήσει πάνω σε έναν συγκεκριμένο νομικό ορισμό της γενοκτονίας. Ίσως προβληματικός, όπως κάθε νομικός ορισμός, αλλά υπάρχει νομικός ορισμός περί γενοκτονίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρ.2 της σύσκεψης του ΟΗΕ του 1948, «γενοκτονία συνιστά κάθε πράξη με σκοπό την καταστροφή, εν μέρει ή συνολικά, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, όπως: η δολοφονία των μελών της ομάδας αυτής, η πρόκληση σοβαρών σωματικών ή ψυχικών τραυματισμών στα μέλη της ομάδας, η εσκεμμένη επιβολή συνθηκών ζωής στην ομάδα αυτή με σκοπό τη φυσική της καταστροφή εν μέρει ή συνολικά, η επιβολή μέτρων που έχουν σκοπό την αποτροπή γεννήσεων από την ομάδα αυτή ή την διά της βίας μεταφορά των παιδιών της ομάδας αυτής σε μια άλλη

 

Το ότι οι σφαγές ποντίων και ελλήνων της ανατολικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν (πρέπει να) εντάσσονται στην έννοια των γενοκτονιών αποδεικνύεται με τέσσερα απλά επιχειρήματα που έχουν να κάνουν με τις προθέσεις των δραστών, το συγκείμενο της ελληνο-τουρκικής σύγκρουσης και την περιβόητη θυματοποίηση των ελλήνων, την έλλειψη τεκμηρίωσης των «γενοκτονιών» αυτών, καθώς και – ίσως το σημαντικότερο – το ότι δεν υπήρξε καμία συνείδηση «γενοκτονίας» την εποχή εκείνη εκ μέρους του ελληνικού κράτους αλλά και των ίδιων των επιζώντων προσφύγων:

 

α) η διοίκηση των νεότουρκων που θεωρείται υπεύθυνη για τις σφαγές αυτές δεν είχε στόχο να εξαφανίσει τον ποντιακό πληθυσμό ή τους λάζους, όπως αυτο-αποκαλούνταν τότε, ή και τον ελληνικό, παρόλο που είχε σαφώς στόχο να τους διώξει από περιοχές της Τουρκίας, μέσα στο πλαίσιο μιας εκστρατείας «εθνοκάθαρσης» των τουρκικών περιοχών. Αν, εξάλλου, οι έλληνες εξισώνουν την «εθνοκάθαρση» ή τις «σφαγές» με τη «γενοκτονία», τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουν – και να ποινικοποιήσουν την άρνηση της – την ελληνική γενοκτονία εις βάρος των 30.000 Τούρκων μουσουλμάνων και 2.000 Εβραίων στην περίπτωση της «άλωσης» της Τριπολιτσάς, όπου μάλιστα ενώ ήταν εφικτή η εκδίωξη τους, επιλέχθηκε ο αφανισμός τους.[5] Οι έλληνες, όμως, όχι μόνο δεν αναγνωρίζουν αυτή τη “γενοκτονία”, αλλά είναι τόσο περήφανοι που την έχουν βάλει και στον εθνικό τους ύμνο:

 

Τής αυγής δροσάτο αέρι,

δε φυσάς τώρα εσύ πλιό,

τών ψευδόπιστων το αστέρι,

φύσα, φύσα εις το Σταυρό (στρ.73).

 

Ολιγόστευαν οι σκύλοι,

και «Αλλά» εφώναζαν, «Αλλά»

και των χριστιανών τα χείλη

«φωτιά» εφώναζαν, «φωτιά».

Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,

πάντα εφώναζαν «φωτιά»,

και οι μιαροί κατασκορπιούντο,

πάντα σκούζοντας «Αλλά» (στρ. 68, 69).

 

β) ο υπολογισμός των χρόνων διάρκειας της λεγόμενης «γενοκτονίας των ελλήνων της Ανατολίας» (που αφορά σε Πόντιους και Μικρασιάτες) περιλαμβάνει μέσα του τα χρόνια 1919-1922, οπότε και οι έλληνες διεξήγαν επεκτατικό πόλεμο με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες νεκρούς Τούρκους και μια σειρά εγκλημάτων όπως, π.χ. λεηλασίες χωριών, κάψιμο σπιτιών, μαζικούς βιασμούς από έλληνες στρατιώτες κτλ.[6] Το μεγαλύτερο, δε, μέρος των θυμάτων των ελλήνων προκύπτει κατά τη διάρκεια της τουρκικής αντεπίθεσης από το σημείο 90 χμ μακριά από την Άγκυρα όπου είχε φτάσει (και ήταν αδύνατον να συνεχίσει) ο ελληνικός στρατός. Το πλαίσιο, όμως, των συνθηκών αντεπίθεσης του τουρκικού στρατού και των ατάκτων είναι πολύ διαφορετικό από το να κρίνεται σαν πρόθεση εξολόθρευσης ενός πληθυσμού με βάση υποτίθεται τα εθνικά, εθνοτικά του χαρακτηριστικά. Και, έτσι, προκύπτει το ερώτημα: γιατί η επίσημη ελληνική ιστορία (στα σχολικά αλλά και γενικότερα σε ιστορικά βιβλία) δεν αναφέρεται στις σφαγές που διέπραξε ο ελληνικός στρατός στην τέως Οθωμανική αυτοκρατορία και αποκρύπτει την επεκτατική του πολιτική την εποχή εκείνη; Μήπως τέτοια στοιχεία (όπως π.χ. οι περίπου 100.000 νεκροί τούρκοι από το 1919 έως το 1924) θα λείαιναν και θα σχετικοποιούσαν – δίκαια – την έννοια του θύματος που μονοπωλούν για τον εαυτό τους οι έλληνες; Δηλαδή τι μας λέει η επίσημη ελληνική ιστορία; Ότι οι έλληνες θα απέφευγαν τη γενοκτονία εις βάρος τους μόνον αν καταλάμβαναν και διέλυαν όλη την πρώην Οθωμανική αυτοκρατορία; Είναι, άραγε, μαρτυρίες σαν την παρακάτω, μαρτυρίες πληθυσμού υπό γενοκτονία;

 

«Καμιά δεκαριά φαντάροι, αναμαλλιασμένοι, βρώμικοι, γεμάτοι λάσπες, ματωμένοι κυλιόντουσαν χάμω, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους, γελούσαν δυνατά, μπήγανε ξεφωνητά ηδονής και λύσσας. Και στη μέση και από κάτω τους μια νεαρή Τουρκάλα, με σηκωμένα τα ρούχα, μισόγυμνη, ξεμαλλιασμένη, τσίριζε, έκλαιγε, παρακαλούσε, βογγούσε. Μόλις μπήκα, κάποιος τους γύρισε και με κοίταξε και φώναξε:

– Έλα ρε Τάσο, έλα να πάρεις μεζέ!

Δεν ξέρω γιατί το είπε τούρκικα και ακόμα δεν ξέρω γιατί κι εγώ απάντησα τούρκικα

– Ντροπή ρε παιδιά, ντροπή!

Η Τουρκάλα σαν άκουσε την κουβέντα κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια τους και ρίχτηκε πάνω μου, αγκαλιάζοντας τα πόδια μου, φωνάζοντας με ανατριχιαστική, κομμένη φωνή γεμάτη παρακάλιο:

– Κουλτάρ μπενί ντιλ καρντασί, κουλτάρ! (Σώσε με αδερφέ, σώσε με!) Οι άλλοι χαχάνιζαν και την τραβούσανε.

Παρακάλεσα, θύμωσα, έβρισα, θέλησα να τους φέρω στο φιλότιμο:

– Ντροπή ρε παιδιά! Μια γυναίκα! Ντροπή! Πόλεμο έχουμε.

Μα τίποτα. Ένας μάλιστα τράβηξε την ξιφολόγχη του σα μεθυσμένος, με τα μάτια θαμποκόκκινα, γυαλένια:

– Α σιχτίρ, “κύριος”! Να μη σου γ… καμιά Παναγία!

Έφυγα ξαναδρασκελώντας και πάλι το σκοτωμένο Τούρκο, ενώ από πίσω μου ξαναφούντωναν οι βλαστήμιες, οι βαριές σα μεθυσμένες αντρικές φωνές, τα ξεφωνητά της γυναίκας. Όξω, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, οι δρόμοι και τα σπίτια φωτιζόντουσαν από τις κόκκινες, κολασμένες αναλαμπές των σπιτιών που λαμπαδιάζανε.

Και σαν γυρίσαμε πίσω την αυγή, τα χίλια σπίτια του Κιοπρού Χισάρ ήταν ένας θαμπός κόκκινος καπνός, που από μέσα του ακουγόντουσαν ως πέρα μακρυά ένα γύρο τα ουρλιάσματα των σκυλιών και των γυναικών τα ξεφωνητά. Ο πόλεμος είχε περάσει από πάνω.»[7]

 

γ) τρίτο, τα αποτελέσματα μετά τις σφαγές είναι ενδεικτικά ότι αυτές δεν υπήρξαν «γενοκτονίες». Πρώτα απ’ όλα, μετά την περιβόητη «Καταστροφή», ακολούθησε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας και ελλάδας, με 1.400.000 πρόσφυγες να καταφθάνουν στην ελλάδα (χωρίς να υπολογίζεται πόσοι πέθαναν ή δολοφονήθηκαν από τους έλληνες στα πρώτα 5-6 χρόνια της ανταλλαγής). Η μεγάλη μάζα των προσφύγων δείχνει μόνη της σα στοιχείο πως οι Τούρκοι δεν προχώρησαν σε συστηματική σφαγή του πληθυσμού ενώ είχαν τον χρόνο να το κάνουν. Ο Λαμψίδης υπολογίζει ότι από την παραπάνω μάζα 400.000 ήταν περίπου οι Πόντιοι.[8] Ενώ σε προ του πολέμου στατιστικές που χρησιμοποιούσε και το ελληνικό κράτος (π.χ. ο Βενιζέλος, για την εξωτερική του πολιτική) οι Πόντιοι των περιοχών όπου υποτίθεται έγινε «γενοκτονία» (Τραπεζούντα, Σεβάστεια και Κασταμονή), υπολογίζονται σε λιγότερους από μισό εκατομμύριο πληθυσμό (452.900 άτομα).[9] Πώς γίνεται, λοιπόν, να εξοντώθηκαν 350.000 ή μισό ή ένα εκατομμύριο Πόντιοι (ανάλογα το ελληνικό εθνικιστικό βιβλίο ή μπλογκ που διαβάζει κανείς). αν πράγματι στην ελλάδα έφτασαν τουλάχιστον 400.000 άτομα ζωντανά; Ακόμη όμως κι αν οι παραπάνω αριθμοί δεν είναι τελείως ακριβείς, η γενική αναλογία πληθυσμού που διαβιούσε στη βορειοδυτική Οθωμανική αυτοκρατορία και του πληθυσμού που μετανάστευσε στην ελλάδα δείχνει ότι οι τούρκοι δεν είχαν και σκοπό να προχωρήσουν σε συστηματική σφαγή όλου ή μέρους του πληθυσμού, ώστε να δικαιολογείται ο όρος «γενοκτονία». Σε αυτό το συμπέρασμα συντείνουν και τα τελείως συγκεχυμένα στοιχεία που δίνουν οι οπαδοί της θεωρίας περί «γενοκτονίας των ελλήνων», σε σχέση με τον αριθμό θυμάτων και τις τοποθεσίες των εγκλημάτων που συνήθως βασίζονται σε χοντρικούς και τραβηγμένους υπολογισμούς.

 

δ) τέταρτο, οι επιζώντες πρόσφυγες μιλούσαν περί «Καταστροφής», αλλά κυρίως αναφέρονταν στην βίαιη εκτόπιση από τις εστίες τους, όπου οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, ήταν απόλυτα εναρμονισμένοι με τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Τις σφαγές, δε, τις αντιλήφθηκαν – όπως ήταν ευνόητο – ως αποτέλεσμα των πολεμικών επιχειρήσεων των διαφόρων κρατών που εποφθαλμιούσαν κομμάτια γης και ζωνών επιρροής από τον επερχόμενο θάνατο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτός είναι και ο λόγος που σπάνια βρίσκει κανείς απομνημονεύματα επιζώντων που να μιλάνε για γενοκτονία εις βάρος τους, ακόμα και σήμερα! Φυσικά, ούτε το ελληνικό κράτος είχε συνείδηση εκείνων των σφαγών ως γενοκτονίας. Ακόμη κι αν ο όρος δεν είχε επινοηθεί ιστορικά ακόμα, το ελληνικό κράτος με δυσκολία θα μπορούσε να να ειπωθεί ότι φέρθηκε στους πρόσφυγες ακόμη και σαν… θύματα σφαγών και εθνοκαθάρσεων. Εκτός αν οι απελάσεις των Αρμενίων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους Πόντιους και ο ρατσισμός εναντίον όλων αυτών αλλά και των μικρασιατών ελλήνων θεωρούνται … υποδοχή ανθρώπων που επέζησαν γενοκτονίας ή εθνοκάθαρσης.

 

Λόγω έλλειψης χώρου δεν θα επεκταθούμε πολύ, πέρα από μια παράγραφο για την κάθε μία περίπτωση, ξεκινώντας με το τι έγραψε ο Ιός για τις σχέσεις αρμενίων-ελλήνων:

 

«Προξενικές εκθέσεις της εποχής πιστοποιούν την ύπαρξη αυτών των αντιθέσεων. “Ουδεμίαν πεποίθησιν δυνάμεθα να έχωμεν» στους Αρμενίους της Προύσας, ενημερώνει π.χ. το Φεβρουάριο του 1912 το Υπ.Εξ. ο εκεί υποπρόξενος, «καθότι ενταύθα αείποτε οι ασπονδότεροι εχθροί των Ελλήνων υπήρξαν, ο δε αρχηγός του τέως ανθελληνικού αποκλεισμού εις την φυλήν ταύτην ανήκεν (Σία Αναγνωστοπούλου, “Μικρά Ασία. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες, Αθήνα 1997, σ.519).», ενώ μέχρι και 40 χρόνια αργότερα περιγραφόταν από τον Θεόφιλο Φραγκόπουλο στην «Τειχομαχία» (1955) η συγκρότηση της ΟΠΛΑ: «από παλιά ψημένα στελέχη της ΟΚΝΕ, ανακατεμένα με Αρμένηδες επαγγελματίες φονιάδες, κοινούς καταδότες και εκδικητικούς φυματικούς της Ακροναυπλίας» (σ.192). Ο Χρήστος Ζαλοκώστας πάλι, στο Χρονικό της σκλαβιάς (σ.949) φωτογραφίζει τον «παντοδύναμο αρχηγό της ΟΠΛΑ Καμινίων, ένα σαρανταπεντάρη πρόσφυγα με αρμένικο μούτρο» (332).»[10] Και δεν ήταν μόνον αυτά φυσικά. Τους Αρμένιους ακολούθησαν τόσο πάγιες ρατσιστικές βρισιές στην ελλάδα όπως «βρομιάρηδες», όπως και κάθε λογής (αντισημιτικού τύπου) στερεότυπο γύρω από τις εμπορικές τους δραστηριότητες, την τσιγγουνιά τους δήθεν, αλλά και την ικανότητα τους να ελέγχουν παρασκηνιακά τις καταστάσεις. Τόση είναι η αφομοίωση και η περιφρούρηση της επίσημης ιστορίας των μειονοτήτων στην ελλάδα, βέβαια, που ακόμα κι αυτό το απλό αποκαλυπτικό άρθρο του Ιού δέχτηκε κριτική και επιθέσεις από τον επίσημο ιστορικό της κοινότητας στην ελλάδα, Ι.Κ. Χασιώτη, ο οποίος στα βιβλία του δεν έχει βρει ίχνος ρατσισμού ποτέ και πουθενά εναντίον των Αρμενίων στην ελλάδα.[11] Ενώ, φυσικά, ακόμη κι ένας ερασιτέχνης ιστορικός, κάνοντας μια επίσκεψη στα αρχεία του ελληνικού ΥΠΕΞ, δεν θα δυσκολευτεί να πέσει στην εντολή του υπουργού στρατιωτικών Σιδέρη και του υποστράτηγου Κατεχάκη οι οποίοι δίνουν ειδικές εντολές στους αξιωματικούς να προσέχουν τους Αρμένιους, τους Ισραηλίτες, τους Βλάχους (ρουμανίζοντες, τους λέει) στο στράτευμα και να μην τους τοποθετούν σε θέσεις μάχιμες, προφανώς γιατί τους συνοδεύει όλους αυτούς και το στερεότυπο των «προδοτών». Υπάρχει και κάτι ακόμα στο οποίο δεν στάθηκε, όμως, η διαμάχη Ιού–Χασιώτη· και αυτό είναι οι χιλιάδες απελάσεις στις οποίες προχώρησε το ελληνικό κράτος εις βάρος Αρμενίων επιζώντων της γενοκτονίας ήδη από το 1915. Δυστυχώς, βέβαια, ενδέχεται να μην μπορέσει και κανένας στο μέλλον να καταπιαστεί με αυτό το θέμα – με πρόθεση να εκθέσει τις όψιμες ευαισθησίες του ελληνικού κράτους – μιας και όπως μαθαίνουμε από δημοσίευμα[12], την ώρα που ψηφιζόταν ο «αντι-ρατσιστικός» νόμος που θα τιμωρεί όσους αρνούνται τη γενοκτονία των Αρμενίων, το ελληνικό κράτος δέσμευσε τους φακέλους του που αναφέρονται στην… αρμένικη γενοκτονία, μέσω διπλωματικής αλληλογραφίας κτλ.

 

Στην περίπτωση των Ποντίων, τα πράγματα φαίνονται πιο άγρια. Μικρασιάτες και Πόντιοι όταν άρχισαν να καταφθάνουν στην ελλάδα αντιμετώπισαν ακραία εχθρότητα τόσο από τους βασιλικούς που διοργάνωναν πογκρόμ εναντίον τους, με τη δικαιολογία ότι οι πρόσφυγες ήταν βενιζελικοί, όσο και από το εργατικό κέντρο της Αθήνας, λόγω της… «κλοπής» των δουλειών των ελλήνων εργατών. «Κλέφτες», λοιπόν, οι άντρες και, ως γνωστόν, «παστρικιές» οι γυναίκες… Να τι γράφουν και οι εφημερίδες της εποχής πάντως για τις συνθήκες ζωής των προσφύγων:

 

«Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»[13]

 

Άλλες εφημερίδες της εποχής, όπως π.χ. η Καθημερινή, ζητούν από την αστυνομία να καθαρίσει το «άγος» της πλατείας Καραϊσκάκη στον Πειραιά, εννοώντας τους εγκατεστημένους πρόσφυγες και η αστυνομία πράγματι το κάνει. Tον Ιούλιο του 1922, αμέσως μετά τη λεγόμενη καταστροφή, το ελληνικό κράτος με το νόμο 2870/1922 και με τις υπογραφές του βασιλιά Κωσταντίνου και του Γούναρη απαγορεύει στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αποχωρήσει, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό… και είναι σήμερα – που να το φανταστεί κανείς – το ίδιο κράτος που αποσύρει το βιβλίο Ρεπούση από το σχολείο επειδή περιγράφει «συνωστισμό» στην προκυμαία.

 

Με την έναρξη της ανταλλαγής των πληθυσμών, ως συνέπεια της συνθήκης της Λωζάνης, οι έλληνες θα χώσουν τους Πόντιους (Λάζους) κυρίως στο λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, καθώς και στο Βίδο, γνωστό και ως «νησί του θανάτου», στην Κέρκυρα. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα χάσουν τη ζωή τους, έτσι, στον προθάλαμο της «μητέρας-πατρίδας». Ο Βίδος και η Μακρόνησος χρησιμοποιήθηκαν μετά, βέβαια, για τους κομμουνιστές, αφού το κράτος είχε λάβει μια πρώτη πείρα με τους Πόντιους. Ο Ριζοσπάστης, για να καταλάβουμε τα μεγέθη, μιλάει για άφιξη 3.750 Ποντίων στη Μακρόνησο στις 26 Μαρτίου του 1923. Ένας Πόντιος πρόσφυγας “Μακρονησιώτης”, αποτυπώνει σε μια επιστολή (04-01-1923) προς ένα γνωστό του στην Κωνσταντινούπολη τις συνθήκες που επικρατούσαν: «…Απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων…».[14] Ο Ριζοσπάστης στις 08-12-1923, στο κεντρικό του άρθρο «Προς τις εργαζόμενες προσφυγικές μάζες», γράφει: «..Αυτοί φάγανε 40 χιλιάδες πρόσφυγες στη Μακρόνησο στην καραντίνα.» Οι αυτοκτονίες είναι τόσο πολλές, μαζί με τους θανάτους, που έρευνες υπολογίζουν πως μία γέννηση αντιστοιχούσε σε τρεις θανάτους.[15] Ο Χριστοδούλου, όπως παρατίθεται στον Γαβριηλίδη, υπολογίζει το ποσοστό θνησιμότητας των Ποντίων προσφύγων εκείνη την εποχή σε κάποια στρατόπεδα στο 10% και σε άλλα στο 12%.[16] Το στρατόπεδο του Καρμπουρνού της Καλαμαριάς περιείχε 16 θαλάμους, 80 ατόμων περιεκτικότητας ο καθένας, ένα αναρρωτήριο, μία καντίνα, λίγο-πολύ ό,τι περιέχει και ένα σύγχρονο στρατόπεδο κράτησης μεταναστών.

 

Έγραφε ο Ευτύχιος Γιαρένης, ο μετέπειτα βουλευτής της ΕΔΑ: «Χάθηκε τόσος τόπος, να βρεθεί μια άκρη, μια γωνιά σ’ ολόκληρη τη χώρα, που να έχει, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον νερό! Να ξεδιψάσουν αυτοί, να βρέξουν και τα φλογισμένα απ’ τον πυρετό χείλη των αρρώστων! Κράτα την αναπνοή σου για να ακούσεις. Στηρίξου κάπου να μην πέσεις! ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ. Έτσι λεγόταν ο τόπος που πρωτόρθαμε στη μάνα γη. Μακρόνησος είναι το όνομα που θυμίζει Φρίκη και Ντροπή. Γιατί μας φέρανε σ’ αυτό τον «τρισκατάρατο» τόπο; Ποια εγκληματικά μυαλά το απεφάσισαν; Πουθενά, πουθενά εν αναφέρεται ότι εκεί πήγαν και πολλούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, για εξόντωση. Αυτό ας είναι μια μαρτυρία για αυτούς που θα γράψουν τη μελλοντική ιστορία. Ας μην κρύψει κανένας τη ντροπή εκείνη» [«Αυτούς που δέρνει ο άνεμος: Μια ιστορία απανθρωπιάς του ανθρώπου», Ευτύχιος Γιαρένης, Θεσσαλονίκη, 1993][17]

 

Σε φιλο-βασιλικό συλλαλητήριο στις 9 Νοεμβρίου 1923 ακούγεται το σύνθημα «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες», ο Γ. Βλάχος της «Καθημερινής» ακόμα το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες ως «προσφυγική αγέλη», ενώ ο βασιλικός Νίκος Κρανιωτάκης, εκδότης του Πρωινού Τύπου, θα απαιτήσει το 1933, στην εφημερίδα του, να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες. Ο βουλευτής Σπετσών Περικής Μπουρμπούλης θα πεί το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμιοί από σας». Το 1935 στο Βόλο, σε ποντιακό προσφυγικό καταυλισμό, «αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»[18]

 

 

 

 

  1. IV. Συνοψίζοντας, αυτό που οι έλληνες λένε και ψήφισαν ως «αντι-ρατσιστικό» νόμο, πέρα από κάποιους εκσυγχρονισμούς σε θέματα φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού που επέβαλε η ευρωπαϊκή νομοθεσία, δεν είναι παρά άλλη μία κουτοπονηριά του έθνους των γκιαούρηδων που εμπεδώνει τα έως τώρα θέσφατα της τελευταίας 25ετίας, πως δηλαδή «δεν υπάρχει ρατσισμός στην ελλάδα» και πως «ο μεγαλύτερος ρατσισμός στην ελλάδα είναι ο ανθελληνισμός». Οι μπάτσοι, οι δικαστές και οι παρατρεχάμενοι τους είναι σαφές ότι θα εφαρμόσουν τον καινούριο νόμο όσο εφάρμοσαν και τον προηγούμενο, δηλαδή θα υπάρξουν ελάχιστες καταδίκες μέσα στις επόμενες δεκαετίες για λόγους ρατσισμού κι αυτές για το (ευρωπαϊκό) “ξεκάρφωμα”. Αυτά είναι, βέβαια, τα αυτονόητα που θα μπορούσατε να τα ξέρετε οι αγαπητές μας αναγνώστριες και αναγνώστες και χωρίς να διαβάσετε ένα κιλό κείμενο. Αλλά το εξοργιστικότερο και αναξιοπρεπέστερο, αναμφίβολα, του νέου «αντι-ρατσιστικού» νόμου είναι πως μέσω της ποινικοποίησης της άρνησης των ανύπαρκτων γενοκτονιών των ελλήνων που καθιερώνει, όχι μόνον επιχειρεί να θάψει οριστικά με μια μεγάλη ταφόπλακα τα ελληνικά εγκλήματα εις βάρος ακριβώς αυτών των προσφύγων των οποίων τη μνήμη διατείνεται ότι υπερασπίζεται, αλλά χρησιμοποιεί επιπλέον αυτό το νέο νομικό εθνικιστικό κατασκεύασμα ως μέρος του κρατικού οπλοστασίου ενάντια σε σύγχρονους «εσωτερικούς εχθρούς», τις σημερινές μειονότητες δηλαδή του ελληνικού κράτους και τις πιο ριζοσπαστικές αντι-φασιστικές φωνές.

 

 

 

 

 

Antifa Negative, Οκτώβρης 2014 – http://antifa-ngt.espivblogs.net/

[1] Βλέπε όλο το κείμενο “Η ελλάδα ξεπλένεται με τον βρώμικο τρόπο (την κρίση), μέρος β’” στην ιστοσελίδα μας, http://antifa-ngt.espivblogs.net/?page_id=179&lang=en , 01 Απριλίου 2012. Το κείμενο παρακολουθεί μια γενεαλογία της μπούρδας του «αλβανού χρυσαυγίτη», όπως διαδόθηκε από αναρχικές/αριστερές γκρούπες και αριστερά έντυπα όπως η Ελευθεροτυπία (και αριστερούς δημοσιογράφους όπως η Ντίνα Δασκαλοπούλου) στον μέινστριμ δεξιό τύπο.

[2] «Η ασιατική συμμορία ως φαντασιακή επινόηση: εθνότητα, ανδρισμός και νεολαία μετά “τις ταραχές”», Claire Alexander, σελ. 211, από το Μετανάστευση και Κοινωνικά Σύνορα (επιμ. Λ. Βεντούρα), Νήσος: Αθήνα, 2011.

[3] Την αρμένικη γενοκτονία αναγνωρίζουν 21 κράτη σε όλο τον κόσμο.

[4] «Εκδηλώσεις μνήμης για τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας», Το Βήμα, 08-09-2014: «Το Σάββατο 13 Σεπτέμβρη θα πραγματοποιηθεί ημερίδα με θέμα: «1914-2014 -100 χρόνια από την έναρξη των διωγμών που οδήγησαν στη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής» στην οποία θα παρευρεθεί και η Περιφερειάρχης Αττικής, κυρία Ρένα Δούρου.»

[5] Τέτοια και άλλα αντίστοιχου κάλλους κατορθώματα ελλήνων της περιόδου η αντι-εθνικίστρια αναγνώστρια θα βρει στο Λιθοξόου, Δημήτρη (2005), Σύμμικτος Λαός ή περί Ρωμιών και Αλλοφώνων σπαράγματα, Μπατάβια: Θεσσαλονίκη.

[6] Βλέπε και Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση, η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922.

[7] Α. Δημητρίου, έφεδρος υπαξιωματικός στον επεκτατικό πόλεμο του ελληνικού κράτους στην Μ. Ασία. Η κατάληψη του Κιοπρού Χισάρ έγινε στις 25 Δεκεμβρίου 1920. Παρατίθεται από τον Τάσο Κωστόπουλο στο προαναφερθέν βιβλίο του Πόλεμος και εθνοκάθαρση (ό.π.).

[8] Οδ. Λαμψίδης, «Η “ανάκλησις” εις τους πρόσφυγας Έλληνας του Πόντου και αι επιπτώσεις αυτής δια την έρευνα της ποντιακής διαλέκτου», Αρχείον Πόντου, τόμ. 29, Αθήνα, 1989, σελ. 3.

[9] Βλέπε και Νακρατζά Γιώργο, «Και η άλλη άποψη».

[10] «Ο ξεχασμένος «εθνικός εχθρός»: εθνικοφροσύνη και αρμένικη απειλή», Ιός, Ελευθεροτυπία, 24-04-2005.

[11] Για τον απολαυστικό διάλογο Χασιώτη και Ιού, βλέπε «Αρμένιοι: φίλοι ή εχθροι;», 22-05-2005.

[12] «Αρμένικη γενοκτονία υπό δέσμευση: 100 χρόνια μετά τη σφαγή των Αρμενίων το ελληνικό ΥΠΕΞ ξαφνικά κλείνει για τους ερευνητές τους σχετικούς φακέλους», Τ. Κωστόπουλος, Εφημερίδα των Συντακτών, 04-09-2014. Κατά τραγική ειρωνεία, λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου αυτού, στις 13-09-2014 είκοσι χρυσαυγίτες επιτέθηκαν στη Μάνδρα εναντίον ελληνοαρμένιου ξυλοκοπώντας τον, «Υποψήφιος της ΧΑ συνελήφθη για ξυλοδαρμό Έλληνα αρμένικης καταγωγής», Το Πρώτο Θέμα, 15-09-2014.

[13] «Εφημερίς των Βαλκανίων», 15-12-1920, από το «Η ιστορία των Ελλήνων», Δομή, τομ. 12, σελ. 246. Δες επίσης: Υπουργείον Περιθάλψεως, Η περίθαλψη των προσφύγων 1917-1920: Δυτική Θράκη, Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία, Βόρειος Ήπειρος, Ανατολ. Μακεδονία, Νότιος Ρωσία, Πόντος, Ρουμανία, Δωδεκάνησσα, Αθήνα, εκδ. Τυπογραφείο Κωνστ. Ι. Θεοδωροπούλου, 1920. (http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/2/d/d/metadata-475-0000011.tkl).

[14] «Η Μακρόνησος και οι επισκέπτες της», http://pontosandaristera.wordpress.com/2010/02/02/makronisi/ (15-2-2010)

[15] Rene Hirschon, Heirs of the Greek Catastrofe: The social life of Asia Minor refugees in Piraeus, εκδ. Calendon Press, 1989, σελ. 37.

[16] Βλέπε «Η γενοκτονία των Ποντίων από την Ελλάδα», σελ. 198 επ., στο Γαβριηλίδης, Α. (2014) Εμείς οι Έποικοι:  ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου, Ισνάφι: Ιωάννινα.

[17] Αναφέρεται στο Γαβριηλίδης, (ό.π.)., σελ. 202-3.

[18] Σπύρος Λιναρδάτος, Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1966, σελ. 175.