Reggae, φάπες και συνείδηση (μέρος α΄) [στήλη: Say it Loud!]

Μπορεί η κυρίαρχη πρόσληψη της reggae στην ελλάδα να είναι αυτή ενός συμπληρώματος του ακαταμάχητου-τρίπτυχου εμπειρίας: καλοκαιράκι, παραλία and what not, ωστόσο αποτελεί γεγονός πως η ιστορία της reggae είναι αξεδιάλυτη αφενός από την ιστορία ενός λόγου απελευθερωτικού του οποίου τα νήματα χάνονται μέσα σε αιώνες σκλαβιάς και καταπίεσης (κυριολεκτικής…) αφετέρου από την ιστορία των μεταναστών από τις Δυτικές Ινδίες στις μητροπόλεις της Μεγάλης Βρετανίας, στο Λονδίνο αλλά και, φυσικά, σε παραδοσιακά σκλαβολίμανα, όπως το Μπρίστολ. Υπολογίζεται ότι στις αρχές του 18ου αιώνα οι μαύροι σκλάβοι στη Μεγάλη Βρετανία άγγιζαν περί τους 10 χιλιάδες. Αλλά είναι γεγονός ότι εκατομμύρια σκλάβοι, χωρίς όνομα ή ιστορία έπεσαν θύματα, ας πούμε κάπως αναχρονιστικά, του trafficking. Ένας από αυτούς ο Scipio Africanus (1702- 1720). Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Scipio έγινε κτήμα του σπουδαγμένου στο Κέιμπριτζ, Charles William Howard, 7th Earl of Suffolk, είναι άγνωστες. Για την ακρίβεια, τίποτα δεν είναι γνωστό για τη ζωή του ίδιου του Scipio. «O Scipio δεν είναι γνωστός επειδή ξέρουμε “κάτι” για την ζωή του, καθώς δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα. Είναι γνωστός επειδή ο τάφος του είναι ένας από τους ελάχιστους τάφους Αφρικανών από την εποχή που οι χριστιανοί άγγλοι εμπορεύονταν ανθρώπους όπως εμπορεύονταν και ζώα. Αποτελεί συνεπώς μια σημαντική τοποθεσία και για ορισμένους, τόπο προσκυνήματος.»

Για τον Scipio, του οποίου το μνημείο βρίσκεται στο Μπρίστολ εξακολουθώντας να λειτουργεί σαν κενοτάφιο στην σκιά των “Εθνικών Κενοταφίων” και της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης, τραγουδάνε και οι Black Roots από τo Μπρίστολ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, γύρω στα 260 χρόνια μετά το θάνατο ενός από τους πρώτους σκλάβους μετανάστες στην Αγγλία. Και φυσικά, μπορεί αυτό που κράτησε από τους Black Roots και ενσωμάτωσε η κυρίαρχη αφήγηση να είναι η φιλοσοφία του “one love, one aim and one destiny”, ωστόσο οι νεαροί γόνοι μεταναστών όσο και οι νεότεροι μετανάστες, που αγοράζανε 45αρια από τα δισκάδικα του Λονδίνου ταυτίζονταν περισσότερο με το “this war is still on, yea” που επίσης τραγουδάνε οι Black Roots προς τιμή του Scipio. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς αφού το κράτος με διάφορα νομοθετικά μέτρα όπως το Race Relations Act, το Renting Act, ή το Commonwealth Immigrants Act κατά τη διάρκεια των ‘60s, όπως και με εμπρηστικούς λόγους όπως αυτόν του Enoch Powell, περί “ποταμιών αίματος” σε περίπτωση που δεν αναχαιτιστεί η μετανάστευση, φρόντισαν να κάνουν την καθημερινή ζωή των μαύρων αβίωτη.

Στα fifties οι πρώτο-αφιχθέντες μετανάστες από τις Δυτικές Ινδίες αντιμετώπισαν ιδιαίτερο στεγαστικό πρόβλημα, βρισκόμενοι τακτικά αντιμέτωποι με το μότο: όλοι ευπρόσδεκτοι, «εκτός έγχρωμων, Ιρλανδών και σκυλιών». Οι επιθέσεις στο δρόμο από τεντιμπόηδες που έρχονταν από άλλες γειτονιές, ήταν συχνές. Χωρίς φυσικά αυτό να αναιρεί τον ρατσισμό των ίδιων τους των γειτόνων, του σπιτονοικοκύρη, της αστικής, ή της λούμπεν, λευκής αγγλικής κοινωνίας. Όπως χαρακτηριστά ανέφερε μια μετανάστρια που βρισκόταν στο Croydon, στα νότια του Λονδίνου, ήδη από τα fifties, «τότε μας φερόντουσαν χειρότερα και από ζώα. Με φώναζαν γορίλα, δεν μπορούσες να πας στην pub» κτλ.[1] Οι επιθέσεις ήταν, όπως και παντού και πάντοτε εξάλλου, τόσο αυθόρμητες όσο και οργανωμένες.

Από την άλλη, το υπουργείο εσωτερικών είχε αναλάβει να δώσει τις κατευθυντήριες γραμμές και να αποτιμήσει την παρουσία και την επιρροή των κοινοτήτων των μεταναστών από τις Δυτικές Ινδίες στη Βρετανία. Τούτοι οι μετανάστες, έλεγαν, «θέλουν ισότητα» αλλά δεν “προσαρμόζονται”. Είναι φορείς διαφθοράς και απειλή για τις παραδοσιακές βρετανικές αξίες. Σκανδαλίζουν τα λευκά κορίτσια. Καπνίζουν και εμπορεύονται το χασίς. Παίζουν χαρτιά και ζάρια. Μια σειρά νέων στερεοτύπων ήρθε να προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα. Το ποιόν του μαύρου είχε από αιώνες πριν περιγραφεί εξάλλου ακόμα και από αυτούς τους φιλοσόφους, (βλ. John Stuart Mill). Ο μαύρος δεν μπορεί να συγκρατήσει τις ορμές του. Ο μαύρος είναι ανίκανος και ακατάλληλος να απολαύσει την ελευθερία και τα λοιπά.

Από τους χορούς στα 60s.

Μέσα στη γενική δυσανεξία, καταπίεση και αντίφαση που βίωναν οι νεαροί μαύροι δημιουργήθηκαν οι συνθήκες τόσο για την ανάδυση νέων ταυτοτήτων όσο και πολιτικών στρατηγικών για την προάσπιση της αξιοπρέπειας τους. Όπως αποτυπώνεται γλαφυρά στον κινηματογράφο της εποχής, οι νεαροί μαύροι ήταν ιδιαίτερα στριμωγμένοι.[2] Αν ήταν οι ίδιοι μετανάστες, βρίσκονταν αντιμέτωποι με απλόχερο ρατσισμό. Αν είχαν γεννηθεί από γονείς μετανάστες τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν με τη συνειδητοποίηση ότι η υποτακτικότητα των γονιών τους, η ενδοτικότητα και η επιθυμία ενσωμάτωσης δεν οδηγούν πουθενά. Σπάζοντας σταδιακά τα δεσμά της εθελοδουλίας, η νέα αυτή γενιά νεαρών μαύρων στο Λονδίνο απέκτησε πολιτισμική και πολιτική συνείδηση, αν μη τι άλλο καθώς, ενώ ήταν γεννημένοι στη Μ. Βρετανία, μη γνωρίζοντας άλλη “πατρίδα”, τους αρνούνταν συστηματικά οποιαδήποτε ισότιμη μεταχείριση στην καθημερινή τους ζωή. Οι Χοροί (“Dances”) και διάφορα στέκια αποτέλεσαν κόμβους πολιτικοποίησης και εναλλακτικής κοινωνικοποίησης μέχρι και αυτόνομες ζώνες. Οι μπάτσοι συστηματικά έμπαιναν και έσπαγαν τους χορούς. Το 1963 στο club Cryptic one, ανησυχούσε η γειτονιά. Μαζεύονταν πολλά μαύρα παιδιά. Το ίδιο και στο Club Metro.

Μέσα σε αυτό το συγκείμενο οργανώνονται σταδιακά το κίνημα British Black Power όπως και οι Μαύροι Πάνθηρες. Συνθήκες ανάδυσης αυτών των δομών υπήρξαν τόσο οι φυλετικές και ταξικές διαφορές και εντάσεις που βίωνε ο αφρό-καραϊβικός πληθυσμός του Λονδίνου όσο και προϋπάρχοντες λόγοι που συνάρθρωναν τον παν-αφρικανισμό, το μαύρο εθνικισμό και τον κομμουνισμό. Αυτό που ονομάζεται “west indian radicalism”, έδωσε ξεχωριστή χροιά, κατεύθυνση και στίγμα. Έναν αέρα αντίδρασης, ρεμπελιάς, και περηφάνειας απέπνεαν οι συγκρούσεις μεταξύ των Βρετανών Μαύρων Πανθήρων και της Μητροπολιτικής Αστυνομίας κυρίως γύρω από ζητήματα βίας, καταστολής και κοινωνικού χώρου. Το κίνημα της Μαύρης Δύναμης ξεκινάει και δυναμώνει στο Βrixton στα 1967. Ένας από τους πρώτους που ήταν εκεί, ο Egbuna λέει: «Ο Αμερικανός θα σε λιντσάρει και δεν του καίγεται καρφί ποιος θα το μάθει. Ο Άγγλος έχει αρκετή διακριτικότητα ώστε να σε λιντσάρει με σιδερένια χέρια κρυμμένα μέσα σε βελούδινα γάντια». Μπορεί οι Βρετανοί Μαύροι Πάνθηρες να ήταν αφοσιωμένοι σε ζητήματα οργάνωσης και εκπαίδευσης των κοινοτήτων τους και στον αγώνα ενάντια στον αποκλεισμό, μπορεί να μην μετέρχονταν μέσα όπως η καραμπίνα – για την αυτοπροστασία τους – αλλά πρόβατα στο σφαγείο δεν ήταν. Γιατί ήδη από το 1958 συμμορίες τεντιμπόηδων, που ενίοτε ανέρχονταν και σε 300-400 άτομα οπλισμένα με χασαπομάχαιρα, βγαίναν τακτικά για “niger hunting”. Για αυτό και o Spencer πήγαινε με το μαχαίρι ακόμα και στους χορούς. Καράτε και φυσική άσκηση ήταν κλασικά μέσα αυτοάμυνας τα οποία μετέρχονταν οι Μαύροι Πάνθηρες.

Όποιος λευκός σηκώσει χέρι ακόμη και σε έναν από εμάς…

Το εστιατόριο Mangrove στη Ladbroke Grove στο Notting Ηill  ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση, η ιστορία της οποίας συμπυκνώνει τα παραπάνω. Το εστιατόριο Mangrove δέχθηκε αλλεπάλληλες επιθέσεις από την αστυνομία. Συγκεκριμένα τη περίοδο 1969-1970, έγιναν 12 έφοδοι. Βραδιές ρέγγε συχνά  εξελίσσονταν και κατέληγαν σε οδομαχίες, με μπάτσους να ξαμολάνε σκυλιά σε συγκεντρωμένους νεολαίους, συλλήψεις κτλ. To 1969 και μετά από επανειλημμένες εφόδους της αστυνομίας στο Mangrove, δήθεν για ναρκωτικά, διοργανώθηκε διαδήλωση που θα περνούσε από όλα τα αστυνομικά τμήματα της περιοχής, μοιράζοντας  μια μπροσούρα καταγγελίας (“Battle for Freedom”). Αφού οι διαδηλωτές αντιμετωπίστηκαν από το σύνολο σχεδόν της τοπική αστυνομικής δύναμης, η διαδήλωση έσπασε. Την επομένη μέρα ο τοπικός και εθνικός τύπος έγραφε πως αστυνομικοί τραυματίστηκαν από τον όχλο της Μαύρης Δύναμης. 700 αστυνομικοί κινητοποιήθηκαν. Οι αστυνομικοί προειδοποίησαν τους διαδηλωτές ότι “το τραβάνε”, ωστόσο οι ίδιοι είχαν διαφορετική άποψη. Δήλωσαν εξάλλου δημόσια πως καταγγείλαμε περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας στην αστυνομία, περιστατικά δικαστικής κατάχρησης εξουσίας στους δικαστές. Σε κάθε περίπτωση η απόκριση ήταν μηδαμινή για αυτό και αποφάσισαν να οργανωθούν αυτόνομα. Η αίσθηση του να βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια τέτοια εξουσία, είχε πει μια γυναίκα από τους συλληφθέντες, «αντανακλούσε την ουσία της εμπειρίας των μαύρων στη Βρετανία». Πολλές από τις συλλήψεις έγιναν 9 μέρες μετά, με τους περισσότερους να αντιμετωπίζουν κατηγορίες περί συμπλοκής, στάσης, πρόκληση σωματικών βλαβών σε αστυνομικούς κτλ. Ο δικηγόρος των 7 δήλωσε τότε πως ξεκάθαρο κίνητρο πίσω από τις διώξεις ήταν ή ανακοπή της αυτο-οργάνωσης της μαύρης κοινότητας του Λονδίνου. Μεταξύ των συλληφθέντων ο Frank Crichlow (από το Τρινιδάδ, “Mangrove Man”).

Έπειτα, οι βραδιές ρέγγε στο Oval House είχαν εξαιρετική επιτυχία και αποτελούσαν πεδίο πολιτικοποίησης της νεολαίας. Οι μάυροι πάνθηρες οπωσδήποτε αξιοποίησαν αυτό το πεδίο προκείμενου να διαδώσουν μια κριτική της καθημερινότητας όπως την βίωναν καταπιεστικά στο χώρο, στην έλλειψη ευκαιριών και στη συνολική υποβάθμιση των ζωών τους εντός ενός ρατσιστικού κράτους. Για τους μαύρους πάνθηρες η πόλη και οι γειτονιές της καταπίεσης αποκτούσαν νέα σημασία. Από τόποι φασιστικής δράσης και ασυδοσίας των μπάτσων έφτασαν να θεωρούνται ως πολεμικές ζώνες ή ζώνες αυτοάμυνας.

«Όποιος λευκός σηκώσει χέρι ακόμη και σε έναν από εμάς, είναι να σα να σηκώνει το χέρι του εναντίον όλων μας.»

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και αφού ο αφρο-καραϊβικός πληθυσμός του Λονδίνου υπέρ-τριπλασιάστηκε μέσα σε 10 περίπου χρόνια, με μετανάστες από το Τρινιδάδ και αλλού να κουβαλάνε μαζί τους μια ολόκληρη παράδοση ριζοσπαστικού λόγου, ο κατεστημένος λόγος έπρεπε να αρνείται να αναγνωρίσει πως η παράδοση της Μαύρης Δύναμης θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε σχέση με την καθημερινή εμπειρία των έγχρωμων μειονοτήτων στο μητροπολιτικό Λονδίνο. Τα ριζοσπαστικά αιτήματα που ενσωμάτωνε και εξέφραζε το κίνημα, ερμηνεύθηκαν από την αγγλική κοινωνία και το κράτος της κατά κόρον και βολικά σαν “ετερότητα” – το φαινόμενο black power ως φαινόμενο που σχετίζεται με τους “μαύρους Αμερικανούς” και δεν αφορά καθόλου “εμάς”. Αξίζει να σημειώσουμε δύο επιπλέον χαρακτηριστικά των Μαύρων Πανθήρων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αρχικά τουλάχιστον, οι Μαύροι Πάνθηρες του Λονδίνου ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι στους λευκούς αριστερούς, σε αντίθεση με τους Πάνθηρες στις Η.Π.Α των οποίων η στρατηγική έβαζε κεντρικά το ζήτημα της ζύμωσης και των συμμαχιών με τους προοδευτικούς και φιλελεύθερους λευκούς. Απεναντίας στην Αγγλία, ο ιδρυτής των Πανθήρων θεωρούσε πως οι αριστεροί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απολάμβαναν προνόμια και ασφάλεια λόγω της θέσης τους στον κοινωνικό σχηματισμό στον βαθμό που αυτός αποτελεί και φυλετικό σχηματισμό.

Η Μαύρη Συνείδηση εκφράστηκε στα πλαίσια της Βρετανίας σε μεγάλο βαθμό μέσα από την τέχνη και οι ίδιοι οι μαύροι πάνθηρες είχαν έντονη δραστηριότητα στη διάδοση της ποίησης, της μουσικής και του κινηματογράφου από τις Δυτικές Ινδίες. Το ρόλο του πυκνωτή έπαιξε εδώ και το καρναβάλι του Notting Ηill, μια γιορτή των κοινοτήτων των Δυτικών Ινδιών του Λονδίνου, που λαμβάνει χώρα εδώ και 48 χρόνια κατά το τελευταίο Σ / Κ του Αυγούστου. Το καρναβάλι του 1976 έμελλε να γίνει γνωστό για τη δυναμική απάντηση που δώσαν οι κοινότητες στην αστυνομία. Όπως παραδέχθηκε o Oliver Waterlow: «Υπήρχε πάντοτε μια αίσθηση ανώτερου σκοπού γύρω από την εξέγερση στο καρναβάλι του Notting Hill.»[3]

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν πως οι κλασικές αρχές που συνοδεύουν την roots μουσική από τις απαρχές της στη Jamaica, στράτευση, πνευματικότητα  και επαναστατικότητα, βρίσκουν έδαφος να επανα-νοηματοδοτήσουν την καθημερινή εμπειρία των νέων στο Λονδίνο. Μπάντες όπως οι Aswad ή οι Steel Pulse, ή οι Matumbi γεννήθηκαν ακριβώς στο μεταίχμιο. Οι καλλιτεχνικές τους κεραίες ήταν στραμμένες προς την Jamaica. Δεν ξέραν όμως τίποτα από τη ζωή στην ύπαιθρο της Jamaica, ούτε βίωσαν αυτό που εξελίχθηκε σε μίνι-εμφύλιο στο Kingston, μόνο “άκουγαν” για την κατάσταση εκεί. Από την άλλη, οι μεγαλύτεροι τους ζόριζαν να γίνουν άγγλοι, και οι άγγλοι με τη σειρά τους ανέμεναν απ’ αυτούς να επιστρέψουν στις “πατρίδες τους”, γιατί άγγλοι δεν (θεωρούσαν πως) θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν. Οποιοσδήποτε σώφρων νέος με λίγη αυτοεκτίμηση δεν είχε άλλη επιλογή από το να γίνει rasta στη μητρόπολη. Η ζύμωση αυτή είχε σημαντικές επιπτώσεις τόσο στους στίχους όσο και στη μουσική. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Linton Kwensi Johnson, ποιητής, τραγουδοποιός και πολιτικός ακτιβιστής με άμεση εμπλοκή με τους Μαύρους Πάνθηρες για την οποία έχει εκτίσει ποινή φυλάκισης: «Βρεθήκαμε σε ένα ρατσιστικό περιβάλλον και εκεί είναι που η reggae μπαίνει στο παιχνίδι. Η reggae μας τροφοδότησε με την δική μας ανεξάρτητη πολιτισμική ταυτότητα, ήμασταν αποκλεισμένοι από την ευρύτερη κοινωνία. Οπότε αυτή ήταν η μουσική μας, η κουλτούρα μας. Η γενιά μου ήταν γενιά εξεγερμένων και αρνηθήκαμε να ανεχτούμε αυτά που ανέχτηκαν οι γονείς μας.» [4]

Ενώ αρχικά στα τέλη του ‘60 και στις αρχές του ‘70, ήταν απίθανο να δεις λευκό στα dances, η εικόνα αυτή άλλαξε σταδιακά. Ένα ανέκδοτο της εποχής θέλει έναν λευκό να χρειάζεται να ξέρει πολλούς μαύρους για να μπει στο Bluesville Dancehall στο Wood Green στο Βόρειο Λονδίνο, αλλά να χρειάζεται να τους ξέρει όλους αν επρόκειτο να καταφέρει να βγει σώος από το club! Τέτοια ανέκδοτα είναι προφανώς ενδεικτικά της δυσπιστίας και του κλίματος κοινωνικής πόλωσης που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Αργότερα, παρόλο που η “υποκουλτούρα” των sound systems, με τα περιφερόμενα φορτηγάκια να στήνουν αυτοσχέδια πάρτι σε αποθήκες, club κτλ συνέχισε να λειτουργεί σαν πολιτισμικό αντίβαρο απέναντι σε τέρατα θεσμικού / πολιτισμικού ρατσισμού όπως το BBC (όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Big Youth, «το sound system ήταν το δικό μας BBC»), η κουλτούρα αυτή βρέθηκε σταδιακά να τέμνεται με το punk, για παράδειγμα των Clash, καθώς και οι δύο μουσικές εξέφραζαν την εμπειρία του αστικού αποκλεισμού και τη φτώχεια· ήταν, δηλαδή, μουσικά είδη τα οποία η mainstream κοινωνία υποτιμούσε.

 

(συνεχίζεται…)

Διαβάστε/κατεβάστε το κείμενο σε pdf κάνοντας κλικ εδώ

 

[1] Βλ. “Is Croydon Racist? A Documentary” που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο.

[2] Βλ. για παράδειγμα το φίλμ ‘Pressure’ (1975) του Horace Ove.

[3] Bradley, Lloyd (2000), Bass Culture. σελ. 302

[4] Linton Kwensi Johnson, στο ντοκιμαντέρ του BBC “Reggae Britania”.