Ο Γιος του Σαούλ (ANTIFA cinema # 1)

   

Τον Δεκέμβριο είδαμε τον Γιο του Σαούλ και σε όλους/ες μας φάνηκε πως δεν ήταν απλά ‘ακόμη μία ταινία’ για το Ολοκαύτωμα. Μετά από μικρές σκόρπιες συζητήσεις μεταξύ μας, με τον Γιάννη πρώτα, μετά την Κωνσταντίνα και το υλικό που έστειλε η Αλεξάνδρα, είπαμε να γραφτεί ένα σημείωμα για το περιοδικό. Δυο λόγια για το στόρι της ταινίας πρώτα. Το φιλμ εκτυλίσσεται μέσα στο Άουσβιτς. Κεντρικός ήρωας είναι ο Σαούλ Αουσλέντερ (‘ξένος’ στα γερμανικά), ένας ούγγρος εβραίος, μέλος του τελευταίου Sonderkommando του Άουσβιτς που εξεγέρθηκε ένοπλα τον Οκτώβριο του 1944. Τα sonderkommando ήταν ειδικές ομάδες εβραίων που τους ανατίθεντο συγκεκριμένες ‘εργασίες’ στα στρατόπεδα εξόντωσης, όπως το να οδηγούν τους μελλοθάνατους εβραίους στους θαλάμους αερίων και να τους κόβουν τα μαλλιά, να τους αφαιρούν τυχόν χρυσά δόντια, να μαζεύουν τα πτώματα τους από τους θαλάμους και να τα βάζουν στους φούρνους. Οι γερμανοί σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν έπρεπε να έρχονται σε επαφή με το εβραϊκό σώμα. Σταδιακά εξοντώνονταν με τον ίδιο τρόπο και τα sonderkommando, όπως και όλοι οι υπόλοιποι.[1] Ο Σαούλ, ένας από αυτούς, έχει απογίνει ένα ρομπότ. Κάνει ανεπαίσθητα τις καθημερινές κινήσεις που περιβάλλουν τον θάνατο, αδειασμένος από συναισθήματα. Κατά τη διάρκεια ‘αδειάσματος’ ενός θαλάμου αερίων, λοιπόν, ένα νεαρό αγόρι αναπνέει ακόμη. Καλείται ο γιατρός του στρατοπέδου που το αποτελειώνει.[2] Δεν έπρεπε να υπάρχει κανένας μάρτυρας από εκεί. Ο Σαούλ έκτοτε συμπεριφέρεται σαν το αγόρι αυτό να ήταν ο γιος του και κάνει σκοπό της ύπαρξής του να βρει έναν ραβίνο ώστε να θάψει το παιδί με βάση το τυπικό της εβραϊκής θρησκείας. Δεν τον νοιάζει οτιδήποτε άλλο, ακόμα και η εξέγερση που οι άλλοι sonderkommando ετοιμάζουν.

Ο Λάσλο Νέμες, ο σκηνοθέτης της ταινίας έχει χάσει σχεδόν όλους τους προγόνους του στο Άουσβιτς, έχει σπουδάσει ιστορία και έχει γνώση της σχετικής βιβλιογραφίας γύρω από τα στρατόπεδα και το Ολοκαύτωμα. Αλλά επίσης ο Νέμες έχει και μια άποψη για το πώς θα έπρεπε να γυρίζονται ταινίες γύρω από το Ολοκαύτωμα, θεωρώντας ότι είναι εντελώς ανήθικο να μετουσιώσεις σε θέαμα την απόλυτη φρίκη. Και για αυτό ακριβώς προκύπτουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Το ενδιαφέρον είναι ότι η ταινία δεν προσπαθεί και δεν αγχώνεται να δείξει ή να μεταδώσει ή να αποτυπώσει όλη την αλήθεια γύρω από τα στρατόπεδα. Αν κανείς/καμιά έχει διαβάσει τον Πρίμο Λέβι, τον Ζαν Αμερύ και τα γραπτά άλλων επιζώντων ή ιστορικά βιβλία θα μπορεί να αναγνωρίσει στην ταινία του Νέμες συνήθεις εικόνες της εξοντωτικής, σωματικά και ψυχικά, καθημερινότητας του στρατοπέδου, ωστόσο βλέποντας την ταινία του Νέμες και μόνο, αυτές οι σκηνές βρίσκονται στο περιθώριο του κινηματογραφικού πλάνου. Είναι σίγουρα ενδιαφέρον σε αυτό το πλαίσιο ότι αφού η οπτική αναπαράσταση μπαίνει στο περιθώριο, άλλες αισθήσεις όπως η ακοή διεκδικούν πιο κεντρικό ρόλο. Στα στρατόπεδα, για παράδειγμα, οι θάλαμοι αερίων κλειδώνανε και το χημικό αέριο Zyklon B έπεφτε από την οροφή, οι μελλοθάνατοι εβραίοι προσπαθούσαν μάταια να βρουν διέξοδο από το δωμάτιο, πολλοί γυρνούσαν προς την πόρτα από την οποία είχαν μπει προσπαθώντας να την ανοίξουν. Στην ταινία φαίνονται μόνον οι sonderkommando έξω από τους θαλάμους, ακούγοντας μόνον τον ήχο από τις κραυγές και τα αγωνιώδη χτυπήματα πάνω στις πόρτες. Έτσι γυρίζει ο Νέμες την ταινία.

Η φρίκη αν και βρίσκεται παντού, διαφεύγει από το μάτι του θεατή. Παρόλο που εμφανίζεται θραυσματικά όμως, παραμένει επιβλητική. Η θέαση ακολουθεί πολλές φορές έναν μονοκάμερο τρόπο γυρίσματος με θολά πλάνα που δείχνει τι υπάρχει στο περιθώριο του βλέμματος του Σαούλ, ανακατεύοντας το στομάχι. Ο Σαούλ προσπαθεί να κάνει μια κανονική ταφή για τον ‘γιο του’, ενώ γύρω του διαδραματίζεται το ανείπωτο. Φωτιές, πυροβολισμοί, μεγάλες τάφροι όπου στοιβάζονται τα πτώματα και καίγονται. Θεματολογικά η ταινία αγγίζει τα ακανθώδη ζητήματα των sonderkommandos ή της αντίστασης των εβραίων στα στρατόπεδα, αλλά και πάλι το πλέον σημαντικό που έχει να πει σε επίπεδο αναπαράστασης είναι το σχόλιο της πάνω στο (α)δύνατον των αναπαραστάσεων του Ολοκαυτώματος.[3] Μολονότι υπάρχει αμηχανία απέναντι στο ντελιριακό της γύρισμα, που θυμίζει βιντεοπαιχνίδι, η Shoah είναι βέβαια εκεί. Η αλήθεια, άλλωστε, μιας τέτοιας εμπειρίας, δεν μπορεί να μεταδοθεί με τη στεγνή καταγραφή ακόμη και των ιστορικών ντοκιμαντέρ.[4] O Νέμες φτιάχνει μεν ένα φιλμ μυθοπλασίας αλλά δεν αναπαριστά το μη αναπαραστάσιμο, δεν ενδιαφέρεται να προσθέσει πληροφορίες ή να παράσχει συνολική γνώση, αλλά προτείνει ένα νέο τρόπο να δεθεί το νόημα με την αλήθεια και να παραχθεί ερμηνεία όχι έξω αλλά πέρα από τα φρικτά γεγονότα. Εκεί είναι ίσως η ουσία γύρω από το κεντρικό ζήτημα της ταινίας, την ταφή του γιου του Σαούλ. Πρόκειται για μια εστίαση πάνω στην ψυχική επιβίωση μέσα στο Άουσβιτς. Ο Σαούλ επιχειρεί μέσω της ταφής του ‘γιου του’ να διασωθεί ως άνθρωπος, όχι απλώς ως φυσική οντότητα, εγγράφοντας ένα ‘ανθρώπινο υπόλειμμα’ (το πτώμα) στην ανθρώπινη κοινότητα. Κλέβοντας χρόνο από τις φρικτές εργασίες του sonderkommando προσπαθεί να φέρει ένα ίχνος κανονικότητας, αυτό της διαβατήριας τελετής της ταφής, στον κατεξοχήν τόπο του μη-κανονικού. Έτσι, να λυτρώσει τον νεκρό και διαμέσου αυτού να λυτρωθεί ο ίδιος. Ένας αγώνας εξόδου.

Η εξέγερση των Sonderkommandos απέτυχε. Όσοι γλίτωσαν, καταφεύγουν σε μια καλύβα στο δάσος για να πάρουν μια ανάσα. Εκεί τους βλέπει ένα παιδί σαστισμένο. Ο Σαούλ χαμογελάει. Το πλάνο γίνεται πιο ευκρινές. Εκεί τους βρίσκουν οι γερμανοί και τους σκοτώνουν. Δεν υπάρχουν ήρωες στην κλειστοφοβική κόλαση της ζώνης θανάτου του Άουσβιτς. Ο Αμερύ στο Πέρα από την Ενοχή και την Εξιλέωση (2010) έγραψε για το πως επεδίωκε ο κάθε κρατούμενος να τα βγάλει πέρα, να βρει νόημα μέσα στη φρίκη, να αντιμετωπίσει την εκμηδένισή του μέσα από σχήματα κατανόησης της φρίκης, μέσα από δεσμούς με άλλους, με την αφιέρωση ή τη λύτρωση μέσα από μια υψηλότερη ιδέα (μέσω της πολιτικής συνείδησης, της θρησκευτικής για άλλους κ.τ.λ.). Ο Νέμες αποτυπώνει κινηματογραφικά αυτή τη μαρτυρία. Φαίνεται πως στη μεγάλη λίστα με ταινίες για τη Shoah, μπήκε πλέον μια μεγάλη τομή.

 

[1] Για το θέμα των Sonderkommandos βλέπε Sonderkommando: Μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίου, Σλόμο Βενέτσια, Πατάκης (2008), Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, Πρίμο Λέβι, Άγρας (2000) και We Wept Without Tears. Testimonies of the Jewish Sonderkommando from Auschwitz, Gideon Greif, Yale University Press (2005).

[2] Η ιστορία αυτή δεν είναι επινοημένη. (Λέβι, 2000: 57-59)

[3] Οι προβληματισμοί πάνω στο πως των αναπαραστάσεων του Ολοκαυτώματος ανακινήθηκαν με ορμή τη δεκαετία του 1980 μετά το σπουδαίο ντοκιμαντέρ SHOAH του Claude Lanzmann, 9,5 ωρών, και το συνέδριο των ιστορικών το 1990 στην Καλιφόρνια, του οποίου τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν στον τόμο Probing the Limits of Representation: Nazism and theFinal Solution, επιμελημένη από τον ιστορικό και επιζώντα Saul Friedlander. Το συνέδριο ασχολήθηκε με τα ζητήματα της αναπαραστασιμότητας της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος, της άρνησης/σχετικοποίησης του αλλά και της συγκρισιμότητάς του, χωρίς να επικεντρώνεται στα ιστορικά έργα αλλά κρίνοντας και κινηματογραφικές ταινίες. Άλλος πόλος ενδιαφέροντος που σχολιάστηκε από πολλούς ιστορικούς υπήρξε το έργο του Hayden White (MetaHistory, 1973), του κυριότερου εκπροσώπου του μεταμοντερνισμού στην ιστορική επιστήμη. Σύμφωνα με τον White (Historical Discourse and Literary Theory, 2011), το Ολοκαύτωμα ως γεγονός απαιτεί αναπαραστασιακούς τρόπους, επεξηγηματικά μοντέλα και ηθικές στάσεις που η παραδοσιακή επαγγελματική ιστοριογραφία δεν μπορεί να παράσχει, με τον φετιχισμό με τα γεγονότα και τίποτα άλλο πλην των γεγονότων.

[4] Ακόμη και ο Lanzmann χαρακτήρισε το ντοκιμαντέρ του, «μυθοπλασία του πραγματικού»!