Ιστορίες, λάβαρα και φωτογραφίες: ο φεμινισμός στο μουσείο (ή, αν δεν μιλήσουμε εμείς για εμάς, ποιος θα το κάνει; Το κράτος!)

Προωθήθηκε σε αριστερά μέσα ενημέρωσης και την ιστοσελίδα της Βουλής, πέρασε σχετικά στο ντούκου αλλά όσα επιδείχθηκαν και ειπώθηκαν εκεί δεν είναι αδιάφορα τόσο για τη θέση μας στο εδώ και τώρα όσο και την ιστορία των δικών μας πολιτικών αντιλήψεων.  Μιλάμε για την έκθεση για τον φεμινισμό της μεταπολίτευσης που διοργάνωσε και φιλοξένησε το Ίδρυμα της Βουλής στον δικό του χώρο στην Αθήνα και στο Μέγαρο Μουσικής στη Θεσσαλονίκη το 2017 και την Άνοιξη του 2018 αντίστοιχα. Την εν λόγω έκθεση επιμελήθηκαν καθηγήτριες όπως η Νίκη Μαρωνίτη και η Άννα Μιχοπούλου, διαχειρίστρια του γυναικείου Αρχείου Δελφύς, το οποίο παρείχε το κυρίως υλικό για την έκθεση. Σημειωτέον, το γυναικείο Αρχείο Δελφύς αποτελεί τον κληρονόμο του υλικού του Βιβλιοπωλείου Γυναικών.

Η αμηχανία μας να βλέπουμε, λοιπόν, το κράτος και τις ακαδημαϊκές να διοργανώνουν μια έκθεση για τους φεμινισμούς – και τον αυτόνομο φεμινισμό της δεκαετίας του ’80 – στη Βουλή μας οδήγησε στο ερώτημα αν τελικά τα πανεπιστήμια και το κράτος εν γένει αποτελούν τον κληρονόμο της κινηματικής μνήμης. Το πικρό αυτό ερώτημα, αν θέλαμε να είμαστε ειλικρινείς, θα έπρεπε να πάρει μια εξίσου πικρή απάντηση. Ναι! Η φεμινιστική κινηματική μνήμη εκτίθεται μουσειακά και συνυπεύθυνοι είμαστε και εμείς. Ενδεικτικά, αν ξεφύλλιζε κανείς/καμιά το ευμέγεθες αρχείο του Ράδιο Ουτοπία στη Θεσσαλονίκη δέκα χρόνια πριν, ένα αρχείο με εκατοντάδες φακέλους κινηματικού υλικού από το ’80 και δώθε, δύσκολα θα έβρισε κάποιο περιοδικό ή έντυπο με αντι-σεξιστικό ή ρητά φεμινιστικό περιεχόμενο. Ο ανταγωνιστικός χώρος της Αθήνας όσο και της Θεσσαλονίκης, για να μη μιλήσουμε για παρα-έξω, όχι μόνο αγνοούσε το αυτόνομο φεμινιστικό παρελθόν της χώρας αλλά και αντιδρούσε σε οποιαδήποτε επίδραση μπορούσε να συμβεί, έστω και κατά λάθος. Οι πολιτικοί μας χώροι, στους οποίους μεγαλώσαμε, ανδροκρατούνταν και το μόνο μοντέλο γυναικείου ανθρωπότυπου που χωρούσε ήταν αυτής που μιλούσε και έπραττε «ανδρικά», μετρώντας το κύρος της στο πόσες πέτρες θα είχε πετάξει σε πορείες.

Εντάξει, υπεύθυνοι δεν είμαστε μόνο εμείς. Κάποια πράγματα έχουν να κάνουν με πιο κλασικά θέματα εξουσίας. Ποιος έχει τη δύναμη να λέει την άποψή του και πόσο εύκολα μπορεί να την περάσει στις επόμενες γενιές. Μπορεί στην πρόσφατη έκδοση του fight back! το πρόβλημα αυτό να περιγράφεται πιο ξεκάθαρα. Οι αγράμματες της εργατικής τάξης και οι εβραίες ή οι σλαβομακεδόνισσες είχαν ελάχιστες έως καθόλου αφορμές να βγάλουν λόγο οι ίδιες για τις εαυτές τους. Για την πρόσφατη δεκαετία του ’80 αυτό θα φαινόταν απίστευτο, αλλά δεν παύει να ισχύει το ίδιο. Μπορεί οι φωτογραφίες να είναι περισσότερες, μπορεί  τα κείμενα και τα περιοδικά να είναι περισσότερα, αλλά το πρόβλημα της διαχείρισης της μνήμης αλλά και του ποιος γράφει τι και σε ποια συγκυρία παραμένουν ως μεθοδολογικές ενστάσεις.

Δέκα χρόνια πριν, για παράδειγμα, όταν μέσα από τη συλλογικότητα tristero ανακαλύπταμε τον πλούτο του γυναικείου Αρχείου Δελφύς στη Μιχαήλ Βόδα, ερχόμενοι/ες σε επαφή με τα τεύχη της Δίνης, της Κατίνας, της Μαντάμ Γκου, του Πόθου, της Σκούπας, της Σφίγγας κλπ, πιστεύαμε (εσφαλμένα) ότι διαβάζοντάς τα, θα είχαμε μια αρκετά καλή εικόνα για το τι έγινε στις προηγούμενες δεκαετίες, τις εσωτερικές συζητήσεις του κινήματος, τις πρακτικές, τις νίκες και τις ήττες που έζησαν οι εκατοντάδες οργανωμένες αυτόνομες γυναίκες. Το Δελφύς, εξάλλου, το είχαμε ανακαλύψει μέσα από τη μίνι γνωριμία μας με τα μαθήματα των Σπουδών Φύλου όπως αυτά καθιερώθηκαν μέσα από τα προγράμματα ΕΠΕΑΕΚ που εφαρμόστηκαν στη Θεσσαλονίκη. Χίλια ευρώ για κάθε μάθημα σχετικό με το φύλο έπαιρνε μια καθηγήτρια τότε στο Α.Π.Θ. και ήταν λογικό και επόμενο ότι τα σχετικά μαθήματα, από τέσσερα-πέντε έγινε εικοσιπέντε περίπου. Η ελληνική ακαδημία στις αρχές του 2000, μετά από πρωτοβουλία της ευρωπαϊκής ένωσης (τα προγράμματα ΕΠΕΑΕΚ που λέγαμε) ζούσε τη δική της φεμινιστική Άνοιξη κι εμείς κρατούσαμε τα αυτιά μας ανοιχτά. Μας πήρε πολλά ακόμα χρόνια να σπάσουμε πλάνες που φτιάξαμε εκείνα τα χρόνια. Πλάνες όπως το ότι η ελληνική ακαδημία αποτελεί τον έγκυρο κληρονόμο της φεμινιστικής μνήμης. Πλάνες όπως το ότι μια καθηγήτρια και ένα αρχείο μπορούσαν μέσα από την παράθεση και επεξήγηση άρθρων περιοδικών και φωτογραφιών να μας δώσουν να καταλάβουμε μια εποχή. Πλάνες όπως το ότι έχουμε ανάγκη τους ειδικούς για να μας δώσουνε γνώση για να μιλήσουμε για τις δικές μας ανάγκες.

Πέρασαν αρκετά χρόνια και φτάσαμε στην προετοιμασία του εντύπου του fight back![1] Εκεί κάναμε μια κουβέντα με μια αυτόνομη φεμινίστρια του ’80, από το Κερατσίνι, προερχόμενη από τον ταξικό πάτο και με καταγωγή όχι αμιγώς ελληνορθόδοξη. Φυσικά, «τι να μας πει αυτή, δεν τα είχε σπουδάσει», όπως μας είπε. «Αν βρείτε κάτι ενδιαφέρον, παιδιά, ευχαριστώς…» Φυσικά, στην εξάωρη κουβέντα που κάναμε μαζί της, ήταν όλα ενδιαφέροντα, τόσο ενδιαφέροντα όσο και μη συζητημένα στα φεμινιστικά περιοδικά της εποχής. Φυσικά, μείναμε αρκετές φορές με το στόμα ανοιχτό και καταλάβαμε ότι δεν ξέρουμε το χριστό μας για το ’80. Καταλάβαμε, όμως, ότι το τι λέγεται για το ’80 δεν είχε αναλάβει να το γράψει αυτή αλλά αυτές «που το είχανε σπουδάσει». Αυτές που διοργάνωσαν δηλαδή την έκθεση στο ίδρυμα της βουλής και το μέγαρο μουσικής, οι «ειδικές της μνήμης». Αυτές που ξέρουν να φτιάχνουν τη γραμμικότητα μιας αφήγησης, αυτές που τους αρέσουν οι εθνικές αφηγήσεις και ξέρουν να φτιάχνουν τέτοιες. «Πετύχαμε τη θεσμοθέτηση» πολλών γυναικείων αιτημάτων, είπε η Μαρωνίτη εκπροσωπώντας (;) τις γυναίκες του τότε και συνοψίζοντας το νόημα της έκθεσης, αλλά αυτά τα αιτήματα, αυτοί οι αγώνες «είναι ακόμα επίκαιροι», πρόσθεσε. Κι αυτό είναι από μόνο του μια αφήγηση που βάζει το σχήμα ενός αγώνα και της επιτυχίας του που μετριέται με βάση τη «θεσμοθέτηση», αλλά είναι επίσης και ένα κάλεσμα για νέες γυναίκες που θα θέλουν τη «θεσμοθέτηση».

Τι περιλάμβανε η έκθεση

Για τη διεξαγωγή της έκθεσης είχε συνταχθεί μια «επιστημονική επιτροπή», με υπεύθυνη έρευνας  την Άννα Μιχοπούλου, η οποία  είχε παραχωρήσει για την έκθεση ένα πλούσιο υλικό του αρχείου Δελφύς, ακόμα και σε πρωτότυπη μορφή, που περιελάμβανε αφίσες, περιοδικά, φωτογραφίες και άλλα πολλά. Το αρχείο αυτό, βέβαια, δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα μέρος των φεμινιστικών κινημάτων της εποχής, ενώ, γνωρίζοντας την πολιτική ταυτότητα της Μιχοπούλου, δεν μπορούμε παρά να είμαστε καχύποπτες για το ποια στοιχεία και πως επιλέγει κάθε φορά να παρουσιάσει, πόσο μάλλον όταν ο χώρος παρουσίασής τους είναι το εκθεσιακό κέντρο της βουλής…

Στους τοίχους της έκθεσης μπορούσε να δει καμία αφίσες αυτόνομων γυναικείων ομάδων, φωτογραφίες απ’ τις περίφημες πορείες ενάντια στη βία και στους βιασμούς, τεύχη -εξαιρετικά δυσεύρετα πλέον- από γνωστά περιοδικά της μεταπολιτευτικής περιόδου. Όλα αυτά εκθέτονταν στον αποστειρωμένο χώρο της βουλής, ουδετεροποιημένα, χωρίς κανένα ίχνος της πολεμικής αιχμής που παρουσίαζαν τότε. Το υλικό των αυτόνομων γυναικών μπορούσε να βρίσκεται μαζί με το αντίστοιχο των τότε αριστερών οργανώσεων ή των θεσμικών φεμινιστριών (ΕΓΕ[2]), με μόνο διαχωριστικό μεταξύ τους τις μικρές περιγραφές που βρίσκονταν κάτω από κάθε έκθεμα. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των φεμινιστριών που είχαν επιλέξει την αυτόνομη μορφή οργάνωσης και αυτών που είχαν άμεσες σχέσεις με το κράτος είχαν διαγραφεί, οι κόντρες, οι συγκρούσεις[3] μεταξύ τους δεν είχαν θέση στην έκθεση, ή, αν είχαν, παρουσιάζονταν απαλειμμένες. Οι διαφορές δεν υπάρχουν, ή υπάρχουν μόνο για να αναδείξουν «τον πλούτο των απόψεων», να παρουσιάσουν ένα «μωσαϊκό»  γυναικείων ομάδων στις κυρίες που είχαν έρθει να παρακολουθήσουν την έκθεση, σε ένα ευχάριστο κλίμα με «τσάι και συμπάθεια», κερασμένα όλα απ’το κράτος.

Το κομμάτι περί των φεμινιστριών της μεταπολίτευσης βέβαια δε βρισκόταν παρά μόνο στο τέλος της έκθεσης. Για να φτάσει καμία σ’ αυτό, έπρεπε πρώτα να περάσει απ΄ τα εκθέματα για τις γυναίκες απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και λίγο μετά τον εμφύλιο. Η κυρίαρχη αφήγηση γι’ αυτές, γνωστή. Όποια έχει διαβάσει το Fight Back  θα έχει πάρει μία εικόνα για το πως η ντόπια ιστοριογραφία έχει κατασκευάσει την αφήγηση του συλλογικού υποκειμένου  “γυναίκα” και των διεκδικήσεών του απ’τα τέλη του 19ου μέχρι και το μεσοπόλεμο, παρουσιάζοντάς το σαν κάτι ενιαίο, χωρίς διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του και με κοινά συμφέροντα, αποσιωπώντας πως οι γυναίκες που έγιναν ορατές τότε αντιπροσώπευαν το αστικό, πατριωτικό περιβάλλον της εποχής και τα συμφέροντά τους βρίσκονταν ενάντια των ταξικά κι εθνοτικά Άλλων γυναικών, των οποίων η κοινωνική πραγματικότητα διαγράφτηκε απ’ τη συλλογική μνήμη.

Η ίδια αφήγηση παρουσιάζεται και στην έκθεση. Στην αρχή ένα εγκώμιο στην Καλλιρρόη Παρρέν ως «τη σημαντικότερη φυσιογνωμία που ανέδειξε η ελληνική γυναικεία κίνηση του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου». Έπειτα σύντομες αναφορές στο Λύκειο των Ελληνίδων[4], τον Σύνδεσμο των Γυναικών[5] και το Συμβούλιο των Ελληνίδων[6]. Σύντομες περιγραφές, ξαναλέμε, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εξιστόρησης της «ιστορίας των γυναικών», χωρίς χώρο για οποιαδήποτε άλλη πληροφορία μπορούσε να εγείρει προβληματισμούς.

Στο ίδιο ύφος η έκθεση συνέχιζε κι έκανε μία σύντομη αναφορά στο ρόλο των γυναικών στον β’ παγκόσμιο και στον εμφύλιο. Ειδικότερα για τον εμφύλιο, η εξιστόρησή τους αρκείται στο ότι «με διαφορετικούς όρους, οι γυναίκες θα γίνουν ορατές και στα 2 εμπόλεμα στρατόπεδα». Άλλωστε, τι άλλο χρειάζεται να ειπωθεί; Δεν περιμέναμε δα απ’ τις υπεύθυνες της έκθεσης να θεωρούν αξιοσημείωτο την ύπαρξη, για πρώτη φορά στην ιστορία του νεωτερικού ελληνικού κράτους, στρατοπέδων αποκλειστικά για γυναίκες, ή  την ευρύτερη στοχοποίηση και διαπόμπευση που δέχτηκαν λόγω της πολιτικής τους δράσης και την παρακαταθήκη που άφησαν τα παραπάνω στη μετέπειτα γυναικεία πολιτικοποίηση[7].

Έχοντας διανύσει καμία όλη την έκθεση, είχε στη διάθεσή της την πλήρη εθνική αφήγηση της ιστορίας των γυναικών στην ελλάδα. Η συνέχεια που παρουσίαζαν τα εκθέματα δημιουργούσε την εντύπωση μιας “συνέχειας”, μιας ιστορικής συνέχειας στην προκειμένη περίπτωση. Απ’ τη μία, οι αγώνες της μεταπολίτευσης που αφορούσαν ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας παρουσιάστηκα απαλλαγμένοι απ’ τα όποια επιθετικά τους χαρακτηριστικά, τα πιο αντικοινωνικά κι αντισυμβατικά στοιχεία τους απουσίαζαν ή περιγράφονταν εξομαλυμένα, έχοντας φιλτραριστεί απ’ την κοινωνική θέση και πολιτική τοποθέτηση των ακαδημαϊκών που ανέλαβαν την εξιστόρησή τους, αλλά και τη χρονική απόσταση που τις χωρίζει απ’ αυτούς τους αγώνες. Απ’ την άλλη, αφού σχηματίστηκε αυτή η αφήγηση, έρχεται να συμπληρώσει την ήδη υπάρχουσα γυναικεία ιστοριογραφία σχετικά με τις πρώτες φεμινιστικές κινήσεις απ’ τον 19ο αιώνα μέχρι και λίγο πριν τη δικτατορία των συνταγματαρχών, σχηματίζοντας μία ενιαία, εθνική ιστορία των φεμινισμών στην ελλάδα.

Όλο αυτό το κλίμα εθνικής καταγραφής κορυφώθηκε κατά τις τελευταίες μέρες της έκθεσης, στην ημερίδα «Εννοιολογήσεις και πρακτικές του φεμινισμού. Μεταπολίτευση και “μετά”», με την ομιλία της Άννας Μιχοπούλου (υπενθυμίζουμε, υπεύθυνη έρευνας της έκθεσης). Αρχικά, τόνισε την συμμετοχή των φεμινιστικών πρακτικών στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας. Μιλώντας για τον φεμινισμό πρώτου και δεύτερου κύματος στην ελλάδα, σημείωσε ότι αυτοί διαμορφώθηκαν σε συνάφεια με τον εθνικισμό, γεγονός το οποίο δεν θεωρεί άξιο προβληματοποίησης, αφού ο ελληνικός εθνικισμός, σε αντίθεση με αυτούς των δυτικών κρατών με αποικιοκρατικό παρελθόν,  οικοδομήθηκε με πρόταγμα τη διεκδίκηση της απελευθέρωσης από ένα απολυταρχικό αυτοκρατορικό καθεστώς (sic). Μάλιστα, συνέχισε λέγοντας ότι, η υπεράσπισή του διατήρησε και διατηρεί ισχυρά θετικά πρόσημο για ένα συντριπτικά μεγάλο μέρος του πληθυσμού των γυναικών και μεταξύ τους πολλών φεμινιστριών, αφού αυτός (ο ελληνικός εθνικισμός) παρέμεινε «οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά εξαρτώμενος από ξένες δυνάμεις», αλλά και «κατά καιρούς απειλούμενος».

Ένα άλλο θέμα στο οποίο αναφέρθηκε η Μιχοπούλου ήταν αυτό της πολυπολιτισμικότητας. Παίρνοντας ως παράδειγμα τη μετανάστευση ελλήνων σε άλλες χώρες, διατύπωσε την άποψη ότι πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως, οι πληθυσμοί που μεταναστεύουν, συνηθίζουν να διατηρούν τα ήθη τους συντηρητικά. Το γεγονός αυτό, μας λέει, πρέπει να μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τους/ις μετανάστες/ριες που φτάνουν στις δυτικές χώρες… Σαν να μην έφτανε αυτό, έκλεισε την ομιλία της με ένα σχόλιο: έχει την εντύπωση, λέει, ότι πολλές φορές, σε συζητήσεις για πολυπολιτισμικότητα και ρατσισμό, δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στο να «είμαστε σωστοί αντιρατσιστές και θετικοί απέναντι στους μετανάστες», παρά να αντιμετωπίζουμε πραγματικά «τα προβλήματά τους»… Όλα τα είχαμε ακούσει, μάθαμε τώρα και για το άγχος των ελλήνων να είναι «σωστοί αντιρατσιστές». Μα φυσικά, τόσα χρόνια πογκρόμ εναντίον μεταναστών, αυτό μας έχουν δείξει…

Μετά το εθνικιστικό ξέρασμα της Μιχοπούλου, συνέχισε η ημερίδα, περνώντας στο τέλος στον «φεμινισμό των ημερών μας». Οι μόνες σύγχρονες φεμινιστικές δικτυώσεις που θα είχαν θέση σε μία τέτοια συνάντηση είναι φυσικά, όσες ανήκουν ή είναι κοντά στο σύριζα και τον θεσμικό φεμινισμό. Πράγματι, σε τέτοιες ομάδες δόθηκε ο λόγος. Προς μεγάλη μας έκπληξη, όμως, πλάι στις φεμινίστριες του σύριζα, έκανε εισήγηση μία queer ομάδα, την οποία είχαμε δει σε διάφορες δράσεις/καλέσματα που δεν είχαν καμία σχέση ούτε με κρατικό ούτε ευρύτερα με κομματικό φεμινισμό.

Με το πέρας της έκθεσης, δεν μπορούμε να πούμε πως μας κάνει εντύπωση η προσπάθεια ενσωμάτωσης των φεμινισμών της μεταπολίτευσης σε ένα εθνικό πλαίσιο ιστορικής καταγραφής. Άλλωστε, ο φεμινισμός τελευταία «πουλάει». Από την ημερίδα στη βουλή, μέχρι την εκδήλωση με την Davis, την ψήφιση νόμων και το πρώτο φεστιβάλ ισότητας, ο φεμινισμός χάνει την επιθετική, αντικρατική του αιχμή, ενώ εργαλεία του ενσωματώνονται στους κρατικούς μηχανισμούς. Στο πλαίσιο αυτής της ενσωμάτωσης, είναι αναγκαία κι η κατασκευή μιας συλλογικής αφήγησης του φεμινισμού στην ελλάδα, απο-πολιτικοποιημένης, με εθνικούς όρους. Αυτή για μέχρι και πριν τη δικτατορία υπάρχει, έλειπε μόνο το κομμάτι της μεταπολίτευσης για να γίνει η σύνδεση και να συμπληρωθεί το παζλ: οι γυναίκες ως συλλογικό υποκείμενο με ενιαία συμφέροντα και διεκδικήσεις κάνουν την εμφάνισή τους στο δημόσιο χώρο και λόγο με την Καλλιρρόη Παρρέν, τον διεκδικούν την ψήφο στο Μεσοπόλεμο, γίνονται ορατές “και στα 2 στρατόπεδα” στον εμφύλιο, εμφανίζονται πάλι δυναμικά στη μεταπολίτευση επηρεάζοντας το θεσμικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, για να καταλήξουν στον θεσμικό φεμινισμό των ημερών μας.

Όλα τα παραπάνω μας βάλανε σε σκέψεις. Και μας οξύνανε λιγάκι το θυμό μας είναι η αλήθεια. Σκεφτήκαμε ότι το fight back! εκδόθηκε σε μια πολύ καλή περίοδο τελικά, την περίοδο που το αριστερο-ακροδεξιό ελληνικό κράτος διάλεξε να ενσωματώσει στην ιστορία του την ιστορία των ελλαδικών φεμινισμών (και των αυτόνομων μάλιστα). Και νιώσαμε και λίγη επιβεβαίωση για αυτό που κάναμε. Γιατί, αν δεν μιλήσουμε εμείς για εμάς, ποιος θα μιλήσει για εμάς; Φυσικά, η απάντηση είναι το κράτος! Όχι οι μπάτσοι βέβαια αλλά οι ειδικοί του και οι ειδικές του, οι πρόθυμες και οι πρόθυμοι να μας εξηγήσουν και να μοιράσουν τη γνώση τους!

Την αφήγηση που παρουσιάστηκε κι υποστηρίχθηκε στην έκθεση της βουλής, τη βλέπουμε να πρωταγωνιστεί, εξάλλου, ήδη και σε άλλους χώρους. Πριν λίγες μέρες εμφανίστηκε στο έντυπο της Καθημερινής “Ένας αιώνας γεμάτος ελλάδα” κείμενο της Μαρίας Ρεπούση, καθηγήτριας στο ΑΠΘ και βασικό συντελεστή της έκθεσης στη βουλή, με θέμα το γυναικείο κίνημα απ’ το 1975 μέχρι το 1985. Υπό άλλες συνθήκες, αν δεν παρακολουθούσαμε την ενσωμάτωση των φεμινιστικών λόγων, με αποκορύφωμα την έκθεση, θα μας έκανε μεγάλη έκπληξη η ύπαρξη αυτού του κειμένου σε μία εφημερίδα όπως η καθημερινή. Τι δουλειά έχουν οι επιθετικοί αγώνες των αυτόνομων ομάδων που μιλούσαν για τη βία και τους βιασμούς, διεκδικούσαν την ορατότητα της σεξουαλικότητάς τους και τον έλεγχο των σωμάτων τους με ένα ένθετο που εξυμνεί την ελλάδα; Η Ρεπούση μπορεί να εξυμνεί τις αυτόνομες φεμινίστριες, αλλά παραλείπει να αναφερθεί στις συγκρούσεις που είχαν με τις θεσμικές, την κρατική καταστολή που υπέστησαν και την κοινωνική κατακραυγή που βίωσαν. Για ακόμα μια φορά τις εντάσσει σε μία ιστορική αφήγηση «γυναικείων διεκδικήσεων», απ’ τη βελτίωση της κοινωνικής θέσης τον 19ο αιώνα, στην απόκτηση δικαιώματος ψήφου στο μεσοπόλεμο μέχρι τον αυτόνομο φεμινισμό.

Το να σπάσουμε τους επιμέρους κρίκους αυτής της αφήγησης είναι η δική μας δουλειά. Οι ειδικές. Η ενιαία αφήγηση. Οι ουσιοκρατικές συνδέσεις περί γυναικών και ελλάδας. Το ξέρουμε καλά, εξάλλου. Αυτός ο αιώνας δεν ήταν δικός τους. Δεν ήταν όλο ελλάδα. Είχε γυναίκες (και άνδρες) που ελάχιστα νοιάστηκαν για εθνικά οράματα και κρατικές πολιτικές. Είχε γυναίκες (και άνδρες) πάνω στα πτώματα των οποίων πάτησαν ακριβώς αυτά τα εθνικά οράματα και οι κρατικές πολιτικές για λογαριασμό των οποίων οι θεσμικές φεμινίστριες σήμερα φτιάχνουν  τις αφηγήσεις τους.

antifa negative

 

[1] «Έθνος, φύλο και γυναικεία κινήματα στην ελλάδα, 1880-1949», Fight Back! Νοέμβριος 2017

[2] Ένωση Γυναικών Ελλάδος, συνδεόμενη με το ΠΑΣΟΚ

[3] Ένα παράδειγμα: Στις 25 Ιανουαρίου 1985 καλείται πορεία στα Προπύλαια από την Αυτόνομη Κίνηση Γυναικών με αφορμή τη δίωξη 7 γυναικών που είχαν δηλώσει ότι είχαν κάνει έκτρωση. Η ΕΓΕ, με πρόεδρο τη Μαργαρίτα Παπανδρέου, κατέβηκε στο δρόμο με σκοπό να εμποδίσει τη διεξαγωγή της πορείας. Για περισσότερα, βλ. περιοδικό Δίνη, 1ο τεύχος, 12/1986.

[4] Πρόεδρος του οποίου ήταν η Καλλιρρόη Παρρέν.

[5] Φιλο-βενιζελική φεμινιστική οργάνωση.

[6] Οργάνωση προερχόμενη από το Λύκειο των Ελληνίδων.

[7] Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. «Έθνος, φύλο και γυναικεία κινήματα στην ελλάδα, 1880-1949», Fight Back! Νοέμβριος 2017