«Στην κριτική των τάσεων της παρούσας κοινωνίας αντιτείνεται αυτόματα, προτού καν ολοκληρωθεί η διατύπωσή της, ότι τα πράγματα πάντα έτσι ήταν. Η έξαψη με την οποία προβάλλουν αμέσως αντίσταση, μαρτυρεί γι’ αυτούς απλώς, ότι αυτός που ασκεί την κριτική, δεν έχει κατανοήσει το αμετάβλητο της ιστορίας, μια αφροσύνη που όλοι με περηφάνια προσδιορίζουν ως υστερία. Στον κατήγορο δίνουν επιπλέον να καταλάβει, ότι με τις επιθέσεις του θέλει να κάνει τον σπουδαίο, να διεκδικήσει το προνόμιο του ξεχωριστού, ενώ αυτά, για τα οποία αγανακτεί, είναι πασίγνωστα και κοινότοπα, και δεν μπορεί κανείς να απαιτεί από κανέναν να σπαταλάει δυνάμεις ενδιαφερόμενος γι’ αυτά. Ο προφανής χαρακτήρας της συμφοράς αποβαίνει προς όφελος των απολογητών της: επειδή το ξέρουν όλοι, δεν επιτρέπεται να το λέει κανένας, και καλυπτόμενο από τη σιωπή μπορεί να προχωρεί αδιαμφισβήτητο. Οι άνθρωποι υπακούουν σε αυτό που η φιλοσοφία όλων των αποχρώσεων έχει διατυμπανίσει στα κεφάλια τους: πως ό,τι έχει με το μέρος του την αδρανή βαρύτητα της ύπαρξης, αποδεικνύει, ακριβώς με αυτό, το δίκιο του. […] Όποιος αρνείται να συνειδητοποιήσει την αύξηση της φρίκης, δεν περιπίπτει απλώς στην ψυχρόκαρδη καθαρή θεώρηση, αλλά αδυνατεί να αντιληφθεί, μαζί με την ειδοποιό διαφορά του νεώτατου από το προηγούμενο, την αληθινή ταυτότητα του όλου, του χωρίς τέλους τρόμου.» (T. W. Adorno, Minima Moralia, 149)
Το πρώτο εξάμηνο του 2017 ήταν η χρονιά που οργανώσαμε στο πλαίσιο ατόμων και ομάδων της αυτονομίας μια σειρά εννιά κλειστών συζητήσεων για τον αντισημιτισμό και σκεφτήκαμε ότι κάτι έπρεπε να γράψουμε για αυτό τώρα με μια απόσταση χρόνου πλέον από το πέρας τους εν είδει απολογισμού. Μολονότι η άρθρωση των εισηγήσεων των σεμιναρίων επιλέχθηκε ατομικά, το περιεχόμενο και η μεθοδολογία των εισηγήσεων τεμνόταν με τη δουλειά που κάνουμε για το πλάνο του περιοδικού 0151 για τον αντισημιτισμό, οπότε και διακόψαμε τις εσωτερικές μας συζητήσεις για το θέμα. Μολονότι οι συζητήσεις βασίζονταν σε εισηγήσεις και μετά από αυτές ακολουθούσε συζήτηση, η διαδικασία δεν ήταν μονόπλευρη, σαν σχέση πομπού-δέκτη· θεωρούμε ότι ήταν παραγωγική και ότι μας άφησε πολλά για το πώς τοποθετούμαστε γύρω από αυτό το ζήτημα στο μέλλον.
Οι συναντήσεις γίνονταν σε δεκαπενθήμερη βάση και, όπως ειπώθηκε, ήταν εννιά. Η πρώτη περιλάμβανε μια εισαγωγική εισήγηση για τη γενεαλογία του αντισημιτισμού, το ιστορικό του βάθος, τη διαχρονική επιμονή του, την προσαρμοστικότητά του και τις μεταλλάξεις του μέσα στους αιώνες, στοιχεία που αναδεικνύουν τη μοναδικότητα αυτού του μίσους σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο εμφανίστηκε στον πλανήτη. Μέσα σε αυτό το συνεχές εξηγήθηκε το πώς η ιστορία του αντισημιτισμού συνδέεται με την ίδρυση των γκέτο, την έννοια του πογκρόμ, τις μαζικές απελάσεις εβραίων από κάθε σχεδόν χώρα της Ευρώπης, το ξέσπασμα πάνω τους κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, την πρωτοεμφάνιση των συκοφαντιών αίματος και την απόδοση στους εβραίους σχεδόν όλων των κακών που συνέβησαν στη χριστιανική Ευρώπη μέσα στον Μεσαίωνα (όπως π.χ. την περίοδο της λεγόμενης ‘μαύρης πανούκλας’). Επιχειρήθηκε η ερμηνεία των χαρακτηριστικών και των εκδηλώσεων του χριστιανικού αντι-εβραϊσμού, δίνοντας έμφαση στις κατηγορίες της θεοκτονίας που βαραίνουν τους εβραίους από τις απαρχές του χριστιανισμού. Η εισήγηση έκλεισε με αναφορές στη θεμελίωση του οικονομικού αντισημιτισμού που άρχισε ήδη να διαδίδεται από τον Μεσαίωνα και την ταύτιση των εβραίων με τις τράπεζες και το χρηματιστικό κεφάλαιο εν γένει. Με βάση την αφήγηση του Ζακ Λε Γκοφ (βλ. Το Πουγκί και η Ζωή) είδαμε πως στη λεγόμενη πρώιμη νεωτερικότητα στους εβραίους δόθηκε η δυνατότητα να ασκήσουν συγκεκριμένα μόνον επαγγέλματα, τα οποία απαγορεύονταν για τον χριστιανικό πληθυσμό –δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για την καλλιέργεια των στερεοτύπων που θα τους συνόδευαν αργότερα και εντός καπιταλιστικού πλαισίου. Έτσι, ουσιαστικά η εισήγηση έκλεισε με αναφορά στον δομικό αντισημιτισμό του σήμερα, σημείο στο οποίο αναλώθηκε και μεγάλο μέρος της συζήτησης, μιας και ο φετιχοποιημένος αντι-καπιταλισμός που εστιάζει στη σφαίρα κυκλοφορίας και στο χρήμα είναι συνήθης και στα δικά μας μέρη (βλ. «Έξω οι Ρότσιλντ από την ελλάδα» κ.τ.λ.).
Στη δεύτερη συνάντηση το βάρος έπεσε στον 18ο και τον 19ο αιώνα, τις κατά κύριο λόγο αποτυχημένες προσπάθειες που έγιναν στη δυτική Ευρώπη για τη χειραφέτηση των εβραίων, σε μια εποχή που συγκροτήθηκαν τα περισσότερα εθνικά κράτη ψάχνοντας εναγωνίως να συγκροτήσουν τον εθνικά ομοιογενή τους πληθυσμό και αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους στους Άλλους του έθνους. Η ευγονική και ο φυλετισμός στα πλαίσια του επιστημονικού λόγου της εποχής έλαβαν τον κυρίως χώρο της συνάντησης. Η συζήτηση, επίσης, γύρω από την ταύτιση των εβραίων με το χρηματιστικό κεφάλαιο συνεχίστηκε μέσα από τα γραπτά των θεωρητικών του κομμουνισμού και της αναρχίας (Μαρξ, Μπακούνιν, Προυντόν) ενώ εκτεταμένη αναφορά έγινε στη σειρά πογκρόμ που συνέβησαν στη Ρωσία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, δείχνοντας την πολιτική εργαλειοποίηση του αντισημιτισμού από πλευράς εξουσίας στο συγκεκριμένο παράδειγμα με την κατασκευή του εντύπου των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών από τις μυστικές υπηρεσίες του Τσάρου. Η εισήγηση έκλεισε με τον ορισμό του Αντισημιτισμού από τον Βίλχελμ Μαρ και ουσιαστικά το πέρασμα από τον θρησκευτικό αντι-εβραϊσμό στον μοντέρνο αντισημιτισμό, την υιοθέτηση αντισημιτικών θέσεων από πολιτικά κόμματα της Γερμανίας και της Γαλλίας, καθώς και την υπόθεση Ντρέιφους, τα στερεότυπα του άπατρι, ‘προδότη’-εβραίου κ.τ.λ. Για την περίπτωση της ελλάδας έγιναν αναφορές στην περίπτωση των Πατσιφικών και του πογκρόμ της Κέρκυρας.
Η τρίτη συνάντηση εστίασε στον ‘Εβραιομπολσεβικισμό’, την ταύτιση αλλά και τη συμμετοχή των εβραίων με τα ριζοσπαστικά κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κινήματα. Συζητήσαμε τον τρόπο που ο αντισημιτισμός καλλιεργείται στον 20ο αιώνα σε παράλληλη τροχιά με τις αντικομμουνιστικές πολιτικές των δυτικών κρατών που παράλληλα βρίσκονται σε ανταγωνισμό με την επαναστατημένη Ρωσία από το 1917. Στην περίοδο αυτή είναι που γιγαντώνεται το διττό στερεότυπο πως οι ‘δίχως ρίζες’ εβραίοι είναι τόσο οι κυρίως υποκινητές των επαναστάσεων, προδίδοντας τα εθνικά τους κράτη, όσο και οι εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας και του κεφαλαίου, το οποίο έχει παρόμοια διεθνή φύση σε αντίθεση με το αίμα και το χώμα των ιδιαίτερων πατρίδων στις οποίες αναπτύσσεται. Πέραν των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε σε αυτό το σεμινάριο στις συνωμοσιολογικές θεωρίες και την εφημερίδα Ο Διεθνής Εβραίος του αυτοκινητοβιομήχανου Χένρι Φορντ.
Η τέταρτη συνάντηση παρέμεινε στο ίδιο θέμα αλλά έμεινε αποκλειστικά στον ελληνικό μεσοπόλεμο και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη και την πρώτη σοσιαλιστική οργάνωση στην ελλάδα τη σεφαρδίτικη εβραϊκή Φεντερασιόν και τον Αβραάμ Μπεναρόγια. Εξετάστηκε από ιστορική σκοπιά η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος και από πλευράς ιδεολογικής κριτικής η σειρά των μέτρων που έλαβε το ελληνικό κράτος απέναντι στην εβραϊκή πλειοψηφία της πόλης. Το κυρίως μέρος της εισήγησης ασχολήθηκε με την οργάνωση και εκτέλεση του πογκρόμ του Κάμπελ το 1931, σημείο τομής για την εβραϊκή ιστορία της πόλης, πριν το Ολοκαύτωμα. Η συζήτηση σε αυτή τη συνάντηση υπήρξε από τις πιο πλούσιες μιας και αναδείχθηκαν σημαντικά στοιχεία σε ένα πιο γνώριμο πεδίο πολιτικής ενασχόλησης για όλους και όλες μας (η Θεσσαλονίκη, οι πολιτικές του ελληνικού κράτους για τις μειονότητες κ.τ.λ.).
Η πέμπτη, η έκτη, η έβδομη και η όγδοη συνάντηση επικέντρωσαν από διαφορετικές σκοπιές σε αυτό που έχει ονομαστεί Ολοκαύτωμα. Εν τάχει, τα σημεία αναφοράς ήταν τα ναζιστικά χρόνια της δεκαετίας του 1930 και η κλιμάκωση των αντισημιτικών μέτρων, το συνέδριο του Εβιάν όπου όλες οι χώρες αρνήθηκαν τους εβραίους μετανάστες από την Ευρώπη, τα ημερολόγια του Χίμλερ, η συνάντηση στη λίμνη Βανζέε έξω από το Βερολίνο όπου αποφασίστηκε η εξόντωση των Εβραίων, η γεωγραφική διασπορά των στρατοπέδων συγκέντρωσης και του συστήματος των στρατοπέδων εξόντωσης, η λειτουργία των στρατοπέδων και της ίδιας της εξόντωσης με όρους τεχνικής και αλληλεπίδρασης μέσω ανταλλαγής της κρατικής τεχνογνωσίας και, φυσικά, κάποιες σκόρπιες ιστορίες από τους τόπους της εξόντωσης από το Μπάμπι Γιαρ μέχρι το Άουσβιτς. Κατά τη διάρκεια των σεμιναρίων αυτών προβλήθηκαν αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ Shoah του Claude Lanzmann. Όταν σε επόμενη συνάντηση έγινε αναφορά στην ελληνική περίπτωση, αναφέρθηκαν εκτεταμένα οι αριθμοί των δολοφονηθέντων εβραίων και οι κοινότητες από τις οποίες αρχικά απελάθηκαν, όπως και η σημασία που είχε αυτή η εκτόπιση και αφανισμός για το ελληνικό κράτος. Μέσα στο πλαίσιο της ίδιας οπτικής αναδείχθηκε και η μηδαμινή τιμωρία –ή, μάλλον, η επιβράβευση– που επιφυλάχθηκε για όσους συνέλαβαν και παρέδωσαν εβραίους στην περίοδο του πολέμου. Και πάλι εδώ η συζήτηση που προέκυψε ήταν πλούσια με ιδιαίτερη αναφορά βέβαια στο τι γινόταν παράλληλα με την εβραϊκή γενοκτονία στο βουνό επί ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στην τελευταία συνάντηση, συνεχίστηκε η ίδια συζήτηση με έμφαση στο πως η μεταπολεμική –και μεταπολιτευτική στην ελλάδα– βιβλιογραφία αντιμετωπίζει τα ζητήματα του αντισημιτισμού, του Ολοκαυτώματος, των ευθυνών και της διάσωσης εβραίων. Σε αυτά τα πλαίσια παρουσιάστηκε και μια μικρή πρωτογενής έρευνα από τα αρχεία της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών στη Θεσσαλονίκη. Η όγδοη συνάντηση ασχολήθηκε με τις διαμάχες των ιστορικών στη διεθνή βιβλιογραφία (Browning-Goldhagen, Aly, Friedlander, Jehuda Bauer, Arendt, Hilberg και το Historikerstreit) που έχει να κάνει με την εξόντωση των εβραίων. Παράλληλα αναγνώστηκαν αποσπάσματα από μαρτυρίες εβραίων επιζώντων όπως ο Πρίμο Λέβι και ο Ζαν Αμερύ. Τέλος, στο ένατο και τελευταίο σεμινάριο συζητήθηκαν οι όψεις του μεταπολεμικού αντισημιτισμού (άρνηση του Ολοκαυτώματος, επανεμφάνιση του νεοναζιστικού και αντισημιτικού λόγου στις διάφορες χώρες και κυρίως στην ελλάδα, αντι-σιωνισμός κ.ο.κ.).
Όποιες και όποιοι τα κατάφεραν να φτάσουν ως εδώ, διαβάζοντας τις 1.250 λέξεις που μας πήρε για να περιγράψουμε τι περιλάμβαναν οι συναντήσεις για τον αντισημιτισμό (το τσιτάτο του Αντόρνο δεν πιάνεται), ας διαβάσει και ποιο ήταν για εμάς το κέρδος αυτών των συναντήσεων:
α) Όπως επισημάνθηκε και στο περιοδικό Antifa! Ενάντια στο φόβο, η συζήτηση για τον ελληνικό αντισημιτισμό σου μαθαίνει για πρώτη φορά ή σε βοηθάει να συνεχίσεις από αυτόνομη αντιφασιστική σκοπιά μια συζήτηση για το ελληνικό κράτος και την ιστορία του.[1] Οι εβραίοι υπήρξανε σημαντική μειονότητα συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. Η ιστορία του τι υπέστησαν οι εβραίοι της Σαλονίκης, αλλά και ολόκληρης της ελλάδας αναλογικά, από το ελληνικό κράτος, μας μαθαίνει σημαντικά πράγματα για τη συμπεριφορά του ελληνικού κράτους απέναντι στις «θορυβώδεις», όπως έλεγε ο στρατηγός Κονδύλης, μειονότητες. Σημαντικά πράγματα όπως: α) πώς οργανώνεται ο λαϊκός αντισημιτισμός από τον κρατικό και οι δυο τους συνεργάζονται με θεάρεστα αποτελέσματα (από την επιβολή θεσμικών μέτρων μέχρι το πογκρόμ του Κάμπελ το 1931)· και β) πώς η εξόντωση μιας μειονότητας μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από ελληνική σκοπιά (πώς συνεργάστηκαν δηλαδή οι ντόπιοι με τους γερμανούς φασίστες με αντικείμενο την εξόντωση των εβραίων). Οι γνώσεις αυτές μας βοηθάνε να δούμε τα ευρύτερα ζητήματα: ‘ελληνικό κράτος και μειονότητες’, ‘γενεαλογία του πογκρόμ στα ελλαδικά πλαίσια’ και ‘ελληνικό κράτος και δεκαετία του ‘40’, διόλου αχρείαστα για ομάδες antifa. Σε σχέση με το τελευταίο μόνο ζήτημα που θίγουμε –για να μην έχει καμιά αμφιβολία η αναγνώστρια/ο αναγνώστης– θα έπρεπε να επισημάνουμε την κρισιμότητα της δεκαετίας του ’40 από πλευράς μειονοτήτων. Το ελληνικό κράτος μπαίνει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τέσσερις μειονότητες και βγαίνει από τον λεγόμενο εμφύλιο πόλεμο με τις τρεις από αυτές ξεπαστρεμένες (εβραίοι, σλαβομακεδόνες και τσάμηδες εξοντώνονται ή απελαύνονται με συνοπτικές διαδικασίες και παραμένουν μονάχα οι τούρκοι της Θράκης).
β) Δεύτερο σημαντικό σημείο-κέρδος από αυτές τις συναντήσεις για τον αντισημιτισμό. Μαθαίνουμε όχι μόνο να διαβάζουμε καλύτερα την ελληνική ιστορία (και, άρα, και την ιστορία του ελληνικού κράτους), αλλά μάθαμε να διαβάζουμε και λίγο πιο προσεκτικά την ελληνική ιστοριογραφία, δηλαδή τη γραφή της ιστορίας στην ελλάδα, καθώς και τη βιβλιογραφία εν γένει. Αν μέχρι το 2005 δεν υπάρχει το θέμα ‘αντισημιτισμός’ ιστοριογραφικά και μηδενική
βιβλιογραφία (πλην δύο βιβλίων μη-εβραίων συγγραφέων) αλλά ούτε καν το θέμα ‘Ολοκαύτωμα’ (πλην των μαρτυριών των επιζώντων οι οποίες όμως δεν εκδίδονται σε γνωστούς ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, αλλά κυρίως σε εβραϊκούς), το ζήτημα ανακαλύπτεται πια την τελευταία δεκαπενταετία στην ελλάδα με τα ταπεινότερα συνήθως των κινήτρων. Είτε εκδίδονται βιβλία από φιλελεύθερη δεξιά σκοπιά με στόχο την τόνωση του αντι-μουσουλμανισμού (βλ Taguieff), είτε εκδίδονται με άξονα το κέρδος που ανακαλύφθηκε ότι μπορούν να παράγουν οι ‘νεκροί εβραίοι’ (βλ. μια σειρά εκδόσεων που πολύ βολικά δεν θίγει συγκεκριμένες ελληνικές ευθύνες αλλά μονάχα ζητήματα… μνήμης και ιστορίας). Φυσικά, οι εκδόσεις πολλαπλασιάζονται ακολουθώντας και την ελληνο-ισραηλινή διακρατική συνεργασία, αποβλέποντας σε άλλου είδους κέρδη. Από την άλλη, υπάρχει και η κλασική επίσημη ιστοριογραφία στην ελλάδα, της διαστρέβλωσης, της επιτηδευμένης λήθης και της ωμής κατασκευής νοημάτων, όπως π.χ. ο τόμος του Υπουργείου Εξωτερικών Έλληνες στο Άουσβιτς, που δεν αναφέρει καν στον τίτλο του ότι συζητάει την εξόντωση των εβραίων.[2] Έτσι καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε ξαφνικό ‘εκδοτικό ενδιαφέρον’ και ότι καθόλου τυχαίο δεν είναι που η συντριπτική πλειοψηφία των υπαρχουσών εκδόσεων θίγει πάντοτε βολικά ζητήματα για την ελληνική πλευρά. Ενδεικτικό είναι, εξάλλου, και το αντι-παράδειγμα της παραπάνω λογικής. Βιβλία όπως π.χ. η Διάσωση των Σιμπή και Λάμψα, τα οποία δεν έχουν εκδοθεί από γνωστούς εκδοτικούς οίκους και των οποίων οι ερευνητές δεν εξαρτώνται οργανικά από το ελληνικό κράτος και πανεπιστήμιο, είναι τα μόνα που αφενός προχωρούν με πρωτότυπο ερευνητικό υλικό την κριτική εναντίον του ελληνικού κράτους αφετέρου θέτουν ρητά ζήτημα ελληνικού αντισημιτισμού.
γ) Τρίτο σημείο στο οποίο θα έπρεπε να σταθούμε εδώ με λίγα λόγια γιατί σε μια πιο εκτενή επεξεργασία του θα αναφερθούμε στο μέλλον είναι η ίδια προσέγγιση του Ολοκαυτώματος, της Shoah, της εξόντωσης του ευρωπαϊκού εβραϊσμού. Πολλές από τις προαναφερθείσες συναντήσεις, εξάλλου, αφιερώθηκαν στη Shoah, μέσα από μαρτυρίες, βίντεο και κείμενα ιστορίας. Συνοψίζοντας, θα έπρεπε να ειπωθεί ότι την εξόντωση των εβραίων της Ευρώπης αποπειραθήκαμε να την προσεγγίσουμε αναδεικνύοντας υλιστικές αναγνώσεις της ιστορίας, πλάι στην ιδιαιτερότητα της αντισημιτικής ιδεολογίας. Τι σημαίνει το παραπάνω; Τρία είναι τα στοιχεία που συνιστούν αυτή την προσέγγιση. Καταρχήν, η ιδιαιτερότητα των θυμάτων. Οι εβραίοι, αυτοί οι ‘αιώνια ξένοι’ μέσα στα δυτικά έθνη-κράτη, αποτέλεσαν το ‘εύκολο θύμα’ πάνω στο οποίο ο γερμανικός και γενικά ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός προπονούνταν να συκοφαντούν και να εξοντώνουν επί αιώνες. Οι εβραίοι παρά τις όποιες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, τον Διαφωτισμό, κ.λπ. –ή κάποιος θα έλεγε, ακριβώς λόγω και αυτών– είχαν κρατηθεί έξω από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ακόμα και δεκαετίες μετά την κατάργηση των γκέτο. Διατηρούσαν τις δικές τους κοινωνίες, με τη δική τους θρησκευτική, εθνική και ταξική συγκρότηση, και αποτέλεσαν στα μάτια των ναζί, ακριβώς λόγω της μεγάλης επιτυχίας διάδοσης του αντισημιτισμού ανά περιοχή και χρόνια, τα χρήσιμα θύματα σε κάθε κοινωνία από τον θάνατο των οποίων θα κέρδιζαν οι κατά τόπους συνεργάτες και σύμμαχοι των Ναζί.
Έπειτα, η ιδιαιτερότητα των θυτών. Δεν θα έπρεπε προφανώς να χαθεί η γερμανική καινοτομία· «ο θάνατος είναι ένας μάστορας από τη Γερμανία», όπως έλεγε ο Τσελάν. Οι γερμανοί ήταν αυτοί που καταφέρανε το σχέδιο εξόντωσης των έξι εκατομμυρίων, φροντίζοντας για κάθε μικρολεπτομέρειά του. Εκεί ήταν ο τόπος όπου το σχέδιο επινοήθηκε. Με γερμανικές εντολές εκτελέστηκε η γενοκτονία. Ταυτόχρονα, όμως, δεν θα έπρεπε να χαθεί η συμμετοχή και συνέργεια των υπολοίπων, μεταξύ των οποίων και οι έλληνες. Κανένα κράτος δεν έκανε κάτι ιδιαίτερο για να αποτρέψει την καταστροφή των εβραίων και πολλά μάλιστα έκαναν πολλά για να την (υπο)βοηθήσουν. Ακόμα και αυτά τα κράτη που έκαναν πόλεμο στη Γερμανία. Και πάλι το βιβλίο των Σιμπή και Λάμψα καταδεικνύει τις τεράστιες ευθύνες Άγγλων και Αμερικάνων σε σχέση με το ζήτημα, αλλά φυσικά υπάρχει πλέον και μια πλούσια διεθνής βιβλιογραφία. Κάθε χώρα, μάλιστα, που κατακτήθηκε από τη γερμανία την περίοδο του πολέμου, ακόμα και αυτές που ανέπτυξαν αντάρτικο ενάντια στους γερμανούς, βρήκαν έναν χώρο και χρόνο μέσα στον πόλεμο για να αποτελειώσουν τους εβραίους τους, παράλληλα με τις όποιες επιδιώξεις τους για εθνική ανεξαρτησία και ελευθερία. Οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες: η Αλβανία ή η Δανία, για συγκεκριμένους λόγους η κάθε μία. Ωστόσο, ο κανόνας έδειξε –με αφορμή το Ολοκαύτωμα στην ελλάδα για το οποίο αφιερώσαμε και το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης– ότι από τα μεγαλύτερα συμφέροντα, με κρατικές διασυνδέσεις, μέχρι και τα μικρότερα, των πιο απλών μελών του όχλου, ο καθένας μπορούσε να βρει ένα κέρδος σκοτώνοντας ή καταδίδοντας τους εβραίους γείτονές του· και μερικές φορές σώζοντας τους εβραίους γείτονές του, αναλόγως του κοινωνικού-πολιτικού μπλοκ στο οποίο είχε προσδεθεί και τηρουμένων των αναλογιών, φυσικά, της διαφοράς από μια επιλογή που εν τέλει οδηγεί στη διάσωση ή στην εξόντωση.
Τέλος, η ιδιαιτερότητα της διαδικασίας της εξόντωσης. Αρκεί εδώ να πούμε καταρχήν ότι η εξόντωση θα ήταν πολύ δύσκολη χωρίς την ανάπτυξη των μέσων και των μηχανισμών που πρόσφερε η «ανθρώπινη πρόοδος», δηλαδή η σύγχρονη οργάνωση της ζωής μέσα στα εθνικά καπιταλιστικά κράτη. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας και της τεχνολογίας, η γιγάντωση της κρατικής γραφειοκρατίας, η τελειοποίηση των εθνικών στρατών, των ιεραρχιών και των όπλων τους, η διακρατική ανταλλαγή τεχνογνωσίας (από το πώς της εφαρμογής των στρατοπέδων συγκέντρωσης μέχρι τους τρόπους εξόντωσης άλλων πληθυσμών στο παρελθόν), όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν δίχως τη μορφή-κράτος ως κεντρικού οργανωτή μιας εξόντωσης, στελεχωμένου βασικά από μηχανικούς και πρόθυμους δημίους.
δ) Καθόλου λιγότερο σημαντικό κέρδος ήταν φυσικά το αυτονόητο. Καταφέραμε σε διακριτό πολιτικό χρόνο και χώρο να συζητήσουμε για τον αντισημιτισμό ως ζήτημα ιστορίας και πολιτικής στο σήμερα. Δόθηκε η προσοχή και η άνεση να συζητηθεί ένα θέμα ταμπού για τους όποιους πολιτικούς χώρους στο πλαίσιο της ελλαδικής αριστεράς, σχεδόν από τις απαρχές της ελληνικής αριστεράς. Είναι ένα ζήτημα για το οποίο στο σχολείο και στην οικογένεια δεν μας έχουν μιλήσει, γιατί δεν βόλευε, γιατί δεν ενδιαφέρονταν, γιατί δεν είναι από τα λεγόμενα δημοφιλή. Είναι ένα ζήτημα για το οποίο επίσης δεν μας μίλησε κανείς ούτε στην αριστερά, την αριστερά τη συμφιλιωμένη με την ελληνική της δεξιά. Είχαμε καταλάβει από νωρίς –δεκατρία χρόνια τώρα– ότι όσοι μιλούσαμε για αυτό το τζιζ θεματάκι, θα έπρεπε να βρούμε τον δικό μας, ολόδικό μας τρόπο να το κάνουμε και φυσικά θα αντιμετωπίζαμε πλέρια εχθρότητα από κάθε κατεύθυνση, από τους νεοναζί μέχρι τους ‘συντρόφους’. Γιατί ο αντισημιτισμός αποτελεί μία από αυτές τις εθνικής αξίας συγκολλητικές ουσίες του ελληνικού έθνους και μία από αυτές τις διακριτές ποιότητες του ελληνικού κράτους. Έτσι, γνωρίζουμε για τα καλά ότι όσους δεν εχθρεύτηκαν την ανάδειξη της αιχμής του αντι-αντισημιτισμού, τους τιμά και μόνο αυτό το γεγονός. Αυτό δεν είναι θέμα καλών ή κακών ανθρώπων. Είναι θέμα αντίληψης και αυτοσεβασμού ενός κινήματος, ειδικά αυτού που θέλει να λέγεται αυτόνομο ή ανθελληνικό. Ταυτόχρονα, η αντιπαράθεση σε επίπεδο λόγου, σε αντίθεση με την επιβολή διά των συσχετισμών δύναμης σε επίπεδο μυών και συκοφάντησης, αποτελεί μίνιμουμ συμμετοχής σε ένα μπλοκ αντίπαλο από αυτό που γυρεύει να εδραιώσει τη φασιστική κληρονομιά σε διεθνές επίπεδο. Μια μεθοδολογία και μια κουλτούρα ευθείας αντιπαράθεσης, εξάλλου, είναι κάτι που λείπει όλο και περισσότερο όσο πλησιάζουμε στην επικράτηση των φασισμών. Ίσως γι’ αυτό τελικά να υπάρχει τόσο ευρύ πεδίο σιωπηλής ή μη συμφωνίας στους αντιπάλους των παράξενων αντιλήψεων μας, από τους νεοναζί μέχρι την αριστερά και πέραν αυτής.
Stepanyan tsp
[1] Βλ. το κείμενο “Συμπεράσματα για το ελληνικό κράτος από την ιστορία των Εβραίων της Ελλάδας: (α) τα χρωστούμενα από τους Βαλκανικούς Πολέμους”, antifa!, τχ. 56 (06/2017), σελ. 23-26.
[2] Για τον τόμο αυτό της Φωτεινής Τομαή βλ. το δεύτερο μέρος του κειμένου “Περί μνήμης (ή αλλιώς, σχόλια για τον αντισημιτισμό με αφορμή ένα ταξίδι στην Πολωνία)”, στο 0151, τχ. 11 (06/2017), σελ. 14-17.