Φεµινισµοί κρατικής χρήσης από τη Θράκη μέχρι την Αθήνα: το ελληνικό κράτος μαθαίνει νέες λέξεις, δεν αλλάζει τους στόχους του.

Όταν τη δεκαετία του ’80 η Σοβιετική Ένωση κατέρρεε, τα δυτικά κράτη ήδη επεξεργάζονταν τον μεγάλο αντίπαλο που θα έπρεπε έκτοτε να επινοήσουν. Βοήθησαν οι πάντες προς αυτή την κατεύθυνση. Έχουμε μιλήσει και σε άλλο κείμενο για το πώς άρχισαν να ξεμυτίζουν οι φασίστες στη γαλλία ιδρύοντας το δίκτυο G.R.E.C.E., προμοτάροντας τον πολιτισμικό ρατσισμό, οικειοποιούμενοι μια ρητορική πολιτικής της (λευκής) ταυτότητας και στοχοποιώντας το Ισλάμ. Παράλληλα, οι γερμανοί μέσω της αυτο-αναγνώρισής τους ως θυμάτων του Χίτλερ και ενός κύματος ιστορικού αναθεωρητισμού, προσπάθησαν να διώξουν από πάνω τους την ευθύνη για το Ολοκαύτωμα. Σε πλήρη σύμπνοια, η αριστερά άρχισε να συζητάει το «πρόβλημα Ισλάμ», όπως στο (μοναδικό) κείμενο του Καστοριάδη περί ρατσισμού όπου θίγεται ως πρόβλημα για τον ελληνοδυτικό πολιτισμό το ζήτημα της μαντίλας αλλά και της κλειτοριδεκτομής τα οποία ανήκουν στις πολιτισμικές συνήθειες των μουσουλμάνων μεταναστών.[1] Ήταν εκείνη την περίοδο που ολόκληρες δεκαετίες δυτικής χριστιανικής αποικιοκρατίας πάνω σε ισλαμικές χώρες «ξεχνιούνταν» εν μία νυκτί και ευρω-κεντρικές αναλύσεις αναδύονταν και πάλι εξωτικοποιώντας την Ανατολή εκ νέου, αυτή τη φορά με «προοδευτικά επιχειρήματα». Το Ολοκαύτωμα και τα φεμινιστικά κινήματα του ’60 και του ’70 τους είχαν μάθει φαίνεται πως ο βιολογικός ρατσισμός και η πατριαρχία δεν ήταν πια κουλ. «Ξεχνιόταν» παράλληλα πως οι μαντίλες και οι κλειτοριδεκτομές, όπως και η ομοφοβία, δεν αποτέλεσαν ιστορικά ισλαμική ανακάλυψη.[2] Όπως έχει καταδειχτεί αλλού, η πολιτισμική ιδιαιτερότητα «των λαών της Μεσογείου» αποτελούσε κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ανθρωπολογίας από πολύ νωρίτερα, στα τέλη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.[3] Έκτοτε και μέχρι τη δεκαετία του 2000 ήταν που μπετοναρίστηκε το κατασκευασμένο προφίλ του επικίνδυνου εισβολέα μουσουλμάνου άνδρα και της καταπιεσμένης μουσουλμάνας γυναίκας που χρήζει προστασίας μέσα σε ένα βάρβαρο και οπισθοδρομικό περιβάλλον όπως η θρησκεία του Ισλάμ. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν το 2001, μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και τη διάδοση της συζήτησης γύρω από «τον τζιχαντισμό», γιόρτασε όλη αυτή τη ρητορική αφού υπήρξε ο πρώτος πόλεμος στην ιστορία που έγινε «για τα δικαιώματα της γυναίκας», έστω και χωρίς τη συναίνεση των ντόπιων γυναικών.[4] Όλα τα δυτικά κράτη ενίσχυσαν τις αντι-τρομοκρατικές τους νομοθεσίες και γνώρισαν μια νέα αντι-μουσουλμανική υστερία μετά τις επιθέσεις που έγιναν από μουσουλμάνους στην κάθε χώρα: τη Μαδρίτη, το Λονδίνο, πιο πρόσφατα στο Παρίσι με την περίπτωση του Charlie Hebdo.

Η ίδια η ελλάδα ποτέ δεν ήταν αδιάφορη απέναντι σε αυτή τη συζήτηση μιας και ο βασικός της αντίπαλος, η Τουρκία, είναι χώρα μουσουλμάνων, όπως μουσουλμανική είναι βέβαια και η μειονότητα στη Θράκη με την οποία ξέμεινε η ελλάδα από τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Βέβαια, νέο ενδιαφέρον επενδύθηκε στην όλη συζήτηση τόσο από τη στιγμή που οι μουσουλμάνοι μετανάστες αρχίσανε να έρχονται στη χώρα,[5] όσο και από την σταδιακή αφομοίωση «προοδευτικών» επιχειρημάτων στην όλη πίεση που ασκούσαν οι έλληνες απέναντι στη μειονότητα της Θράκης. Η είσοδος των πολιτισμικών ρατσιστών και των φιλελέ ακροδεξιών στην ελληνική μέινστριμ πολιτική από το 2000 και έπειτα (Βορίδης, Τζήμερος κ.λ.π.) δείχνει πως η ελλαδάρα εκσυγχρονίζει το οπλοστάσιό της και έχει μπει οριστικά σε καιρούς εθνικής ενότητας. Έναν τέτοιο αέρα φέρνουν εξάλλου και κλασικές αριστερές-φεμινιστικές φιγούρες όπως η Σώτη Τριανταφύλλου, η συγγραφέας του Άλμπατρος και του Εργοστασίου Μολυβιών που, σαν άλλη Οριάνα Φαλάτσι, κάνει τα εμετικά της ρατσιστικά σχόλια για τους μουσουλμάνους κάθε τόσο. Μέσα στα χρόνια της κρίσης αυτός ο αντιμουσουλμανισμός θα συμπυκνωθεί σε δύο μίνι πογκρόμ το 2011 (στον Άγιο Παντελεήμονα) και το 2012 (με επίκεντρο τα νότια της Αθήνας), με αφορμή τη δολοφονία Καντάρη από τρεις Αφγανούς μετανάστες και τον βιασμό μιας ανήλικης στην Πάρο από έναν Πακιστανό,[6] παγιώνοντας την παρουσία των νεοναζί στην ελληνική βουλή και κοινωνία. Παράλληλα, το ελληνικό κράτος κάνει ό,τι μπορεί για να καθυστερήσει εδώ και μια δεκαετία την κατασκευή ενός τζαμιού στην Αθήνα, κανακεύοντας τους φασίστες, ενώ θορυβημένο από τις επιτυχίες των μουσουλμάνων Δημάρχων στη Θράκη στις δημοτικές εκλογές του 2015, αποφασίζει να κεράσει τη μειονότητα με μία εκστρατεία τρομοκράτησης που συμπεριλάμβανε επιθέσεις παρακρατικών και απαγωγές.[7] Με δεδομένα τα παραπάνω, αυτό το κείμενο θίγει πως στη φαρέτρα του ελληνικού κράτους από το 2000 κι έπειτα μπαίνουν και «προοδευτικά επιχειρήματα» γύρω από τη μετανάστευση μουσουλμάνων στην ελλάδα αλλά και στην περίπτωση του νόμου της Σαρία στη Θράκη και ισχυρίζεται πως δεν γίνεται να αναφέρεται κανείς/καμιά στο πλαίσιο της πολιτικής των αυτόνομων ομάδων και του φεμινισμού δίχως να λαμβάνει υπόψη του όλα τα παραπάνω.

Κυνηγώντας τη μειονότητα αλλά προοδευτικά.

Στο προαναφερθέν κείμενο μας είχαμε δείξει ότι το ελληνικό κράτος είχε αξιοποιήσει κάθε είδους μέθοδο για την πίεση προς τη μειονότητα, κινητοποιώντας ξανά –επί ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ βέβαια- τους με μεγάλο παρελθόν παρακρατικούς μηχανισμούς της περιοχής που διέθετε στην περιοχή και ανασυγκρότησε ο κύριος Σαμαράς επί των ημερών του στο Υπουργείο Εξωτερικών τη δεκαετία του ‘90. Ένας σύντροφος μας διηγούταν πως κατά την υπέροχη εκείνη δεκαετία όπου στην υπόλοιπη ελλάδα έπαιζε κυριλέ εθνική συμφιλίωση, μια εκδήλωση στην Ξάνθη με μια λάιτ ειρηνιστική γραμμή περί «συναδέλφωσης Τούρκων και Ελλήνων» μπορούσε να δεχτεί επίθεση από τα περιβόητα… «Γεράκια της Ξάνθης» -τη γνωστή παρακρατική ομάδα της εποχής- και βέβαια ξύλο μετά μουσικής. Η διατήρηση αυτών των ομάδων, έστω με άλλο όνομα, και των πρακτικών τους στη μεθοδολογία του ελληνικού ΥΠ.ΕΞ. δεν είναι απορίας άξια. Η τουρκία παραμένει μέχρι σήμερα ο βασικός αντίπαλος για το ελληνικό κράτος. Η επαγρύπνηση των ελλήνων για «θερμό επεισόδιο» στο Αιγαίο, η και καλά «τουρκική προκλητικότητα» στην οποία αναφέρονται τα ΜΜΕ κάθε τόσο, οι βλέψεις των ελλήνων για διάλυση της τουρκίας και ο στόχος του να έχουν καλυμμένα νώτα, στη Θράκη, φτιάχνουν το παζλ του ελληνικού κρατικού λόγου για το θέμα.

Αξίζει να σημειωθεί πιο συγκεκριμένα ότι από τα πρώτα χρόνια μετά τη συνθήκη της Λωζάννης η στρατηγική διαχείρισης προέβλεπε ότι η μειονότητα δεν πρέπει να είναι ενιαία και η οποιαδήποτε  αναφορά γινόταν σε αυτήν, μιλούσε για έναν πληθυσμό που αποτελείται τουλάχιστον από τρεις ομάδες, τους «σλαβόφωνους μουσουλμάνους» (Πομάκους), τους «τουρκόφωνους μουσουλμάνους» και τους «Αθίγγανους». Επιτακτικής σημασίας ήταν εξαρχής να περιοριστεί η επιρροή των τουρκόφωνων στη μειονότητα κι η οποιαδήποτε ταύτιση της τελευταίας με το τουρκικό κράτος. Για αυτό απ’ τους επίσημους φορείς δόθηκε βάση στην προάσπιση του πομακικού στοιχείου, για το οποίο έγιναν πολλές προσπάθειες από ακαδημαϊκούς του ελληνικού κράτους να οριστεί ως απόγονος των αρχαίων Θρακών. Μέσα σε αυτό το κλίμα αντι-τουρκικού παροξυσμού, συνέβαινε ακόμα και το αναπάντεχο, έλληνες πατριώτες να υπερασπίζονται τα δικαιώματα μίας μειονότητας, όχι όμως απέναντι στους μηχανισμούς του ελληνικού κράτους, αλλά του τουρκικού αλυτρωτισμού… Οι Πομάκοι δηλαδή παρουσιάζονταν να διατρέχουν κίνδυνο από τους «Τούρκους εθνικιστές» της Θράκης και όχι από τους τοπικούς μπάτσους, τους Δημάρχους, τους έλληνες δασκάλους και όσους γενικά υπήρξαν αρμόδιοι για την ελληνοποίησή τους. Για αυτό το λόγο και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 υπήρχαν ακόμα οι επονομαζόμενες «μπάρες» στα Πομακοχώρια, λειτουργούσαν δηλαδή επιτηρούμενες ζώνες, για να αποφευχθεί η συνύπαρξη των Πομάκων με τους Τουρκόφωνους και να τονωθεί το εθνικό -ελληνικό- τους φρόνημα. Ένα ακόμη στοιχείο που διακρίνει τη λεπτότητα της κρατικής πολιτικής προς τη συγκεκριμένη μειονότητα αφορά τη σύσταση του Συντονιστικού Συμβουλίου Μειονοτικής Πολιτικής Θράκης το 1959 με πρωτοβουλία του τότε Υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ. Ακριβώς λόγω της φύσης του, η ύπαρξή του ήταν άγνωστη έξω απ’ τον στενό κύκλο των αρμόδιων «υπηρεσιών» μέχρι το 2002 και δρούσε έξω από κάθε δημόσιο έλεγχο, ενώ είχε τη δυνατότητα να παρεμποδίζει κατά βούληση την εφαρμογή των επίσημων αποφάσεων της Δημόσιας Διοίκησης. Μέλη της ήταν οι νομάρχες Ροδόπης, Ξάνθης και Έβρου, ο Διευθυντής Πολιτικών Υποθέσεων Θράκης, ο Ανώτερος Διοικητής Χωροφυλακής Θράκης, ένας εκπρόσωπος του ΓΕΕΘΑ κι ένας της ΚΥΠ. Από το 1969 και μετά οι αρμοδιότητές του πέρασαν απευθείας στον Υπουργό Βορείου Ελλάδος.[8] Όταν λοιπόν θέλει να μιλήσει καμία για τους μουσουλμάνους στην ελλάδα, δε θα πρέπει να ξεχνά ότι το ελληνικό κράτος και οι φασίστες του έχουν συνεχώς στραμμένο το βλέμμα στους μουσουλμάνους της Θράκης. Ο εθνικός κορμός εμφανίζεται τόσο συσπειρωμένος σε αυτό το ζήτημα, που ακόμα και σε κινηματικό επίπεδο ελάχιστες αναφορές υπάρχουν στον κοινωνικό και κρατικό ρατσισμό που υφίσταται η μειονότητα της Θράκης.

Και όταν λέμε εθνικό κορμό εννοούμε βέβαια και την αριστερά. Η ελληνική αριστερά έχει βρει τις δικές της αιχμές ταύτισης με τον λόγο του ελληνικού κράτους. Το τουρκικό κράτος στον ελληνικό δημόσιο λόγο εδώ και δεκαετίες παρουσιάζεται σαν ένα κράτος οπισθοδρομικών, συντηρητικών μουσουλμάνων. Η δε εκλογή του Ερντογάν ως προέδρου της χώρας ανανέωσε τη ρητορική περί «Σουλτάνου», λεξιλόγιο που με χαρά αφομοιώνει η ντόπια αριστερά. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε έλληνες αντι-ιμπεριαλιστές να επιτίθενται συχνά-πυκνά στα τουρκικά προξενεία ανά την χώρα εις ένδειξη αλληλεγγύης σε διωκόμενες ακρο-αριστερές ομάδες στην τουρκία ή στους κούρδους –πρακτικές που χρονολογούνται από την εποχή του ένδοξου ΠΑΣΟΚ. Ας θυμηθούμε και την εκτέλεση των τούρκων διπλωματών από τη 17Ν μέσα στη δεκαετία του ‘90. Πιο πρόσφατα όμως μπορούμε να διαβάσουμε και «φεμινιστικούς» μύδρους κατά του τουρκικού και μουσουλμανικού μισογυνισμού, εκθέτοντας τις… δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης των γυναικών στη Θράκη εξαιτίας των μουσουλμάνων ανδρών τους.

Μία από τις πρωτεργάτριες αυτού του λόγου υπήρξε η Λίνα Παπαδοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ. Η Λίνα Παπαδοπούλου, προερχόμενη από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ και με ευαισθησία πάνω στα ζητήματα έμφυλων ταυτοτήτων, είχε ξεκινήσει πριν από καμιά δεκαριά χρόνια να  αρθρογραφεί τακτικά σχετικά με τη Σαρία, τον Ιερό ισλαμικό νόμο, τονίζοντας τον αναχρονιστικό της χαρακτήρα και την καταπάτηση των γυναικείων δικαιωμάτων μέσω αυτής.[9] Γράψιμο-στο γράψιμο βέβαια όλο και κάτι μένει. Η μειονότητα μπήκε πάλι στο στόχαστρο και επιφανείς νομικοί βγήκαν μπροστά να διεκδικήσουν την κατάργηση της Σαρία. Το 2010 μάλιστα πραγματοποιήθηκε εκδήλωση της ομάδας ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Οικολόγων Πράσινων, στην οποία ο Κωνσταντίνος Γούναρης, δικηγόρος και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης, μίλησε για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας των δύο φύλων από την εφαρμογή της Σαρία.[10] Αναρωτιόμαστε αν όλοι αυτοί οι νομικοί βέβαια έχουν παρακολουθήσει ποτέ στη ζωή τους δίκη βιαστών στην ελλάδα…  Η τοποθέτηση της Σαρία στο κέντρο του δημόσιου λόγου, οδήγησε στην καταδίκη του ελληνικού κράτους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την υποχρεωτική υπαγωγή των μουσουλμάνων στη Σαρία.[11]

Η όλη συζήτηση ακαδημαϊκών του ΑΠΘ, νομικών της Θράκης και επιφανών κομματιών του ελληνικού κράτους, μηχανισμών δηλαδή που έχουν αναλάβει χρόνια τώρα τη διαχείριση της μουσουλμανικής μειονότητας, έγινε με όρους υποτίμησης της τελευταίας και αναπαραγωγής των απεικονίσεων περί οπισθοδρομικού Ισλάμ, μέσα από ένα πέπλο δικαιωματισμού και ανθρωπισμού. Μας έλεγαν για την ισότητα των φύλων, αλλά δεν ξέρουμε ποια νομίζουν οι εν λόγω νομικοί ότι είναι η θέση της γυναίκας στην ελλάδα, βάσει του νομικού πλαισίου, όταν μέχρι και πριν λίγα χρόνια για παράδειγμα υπήρχε διαχωρισμός φύσει και παραφύσει βιασμού… Πέρα από αυτό, οι συγκεκριμένοι/ες κύριοι και κυρίες είχαν την κλασική ελληνική θεωρία για το κράτος τους, ότι δηλαδή δεν υπάρχει, και άρα δεν μπορούσε να επιβληθεί στους 120.000 μειονοτικούς στη Θράκη. Εμείς πάλι ξέρουμε ότι το ελληνικό κράτος ήταν αυτό που εξαρχής στάθηκε ανάχωμα στην υιοθέτηση νεωτεριστικών πολιτικών που προωθούσε το τουρκικό κράτος για τη μειονότητα της Θράκης σε τομείς όπως η εκπαίδευση, για να διατηρήσει και να εντείνει τις διαφορές μεταξύ των Πομάκων και των τουρκόφωνων μουσουλμάνων. Ξέρουμε ακόμα ότι τους παραπάνω κύριους και κυρίες ποσώς τους ενδιαφέρουν οι μουσουλμάνες γυναίκες, αλλά στο μυαλό τους έχουν μονάχα τα ελληνικά κρατικά συμφέροντα. Είναι για αυτό, εξάλλου, που η Λίνα Παπαδοπούλου έγραψε πριν ένα μήνα πως το άρθρο του ελληνικού Συντάγματος που καθιερώνει την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία ως την επικρατούσα στη χώρα δεν θα έπρεπε να αναθεωρηθεί παρά μόνο εάν υπάρχει αυξημένη πλειοψηφία βουλευτών που το ζητήσουν![12] Ίσως βέβαια η κυρία Παπαδοπούλου να θεωρεί πως ο ορθόδοξος χριστιανισμός του Αμβρόσιου και του Καλλίνικου είναι θετικός για τις γυναίκες!

Όχι μόνο στην Κολονία αλλά και στην Αθήνα.

Ένα χρήσιμο συμπέρασμα που μας προέκυψε απ’ την έκδοση του τεύχους «Έθνος, φύλο και γυναικεία κινήματα στην ελλάδα, 1880-1949»[13] είναι ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «φεμινισμός» και να αναφερόμαστε σε ένα μοναδικό κι ενιαίο πράγμα, αλλά υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί «φεμινισμοί» που διαφοροποιούνται μεταξύ τους σε σχέση με ποικίλα χαρακτηριστικά, όπως το από ποιες εκφέρονται, για ποιους σκοπούς, πως πολιτικοποιούνται και τι θέση παίρνουν στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Σε μία περίοδο μάλιστα που ο δικαιωματικός λόγος δίνει και παίρνει και οι γυναικείες διεκδικήσεις βρίσκονται πλέον -και- στα διαφόρων ειδών υπουργεία, πρέπει να είμαστε διπλά καχύποπτες απέναντι στους διαφόρων ειδών «φεμινισμούς» και να προσέχουμε με τι είδους λόγους μπορεί, ηθελημένα ή μη, να ταυτίζεται η πολιτική μας δράση. Και εδώ πλην των ελληνικών κρατικών συμφερόντων στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, υπάρχει και το παράδειγμα του πως τα εργαλεία της γυναικείας χειραφέτησης χρησιμοποιήθηκαν στην περαιτέρω στοχοποίηση και ποινικοποίηση των μουσουλμάνων μεταναστών στην ευρώπη.

Ίσως να μην υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτό από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν τρία χρόνια στην Κολονία. Τον Γενάρη του 2016 άρχισαν να βγαίνουν δημοσιεύματα στα γερμανικά social media που έκαναν λόγο για εκατοντάδες επιθέσεις προς γερμανίδες γυναίκες από μουσουλμάνους μετανάστες. Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Γερμανίας βρήκε την ευκαιρία να συμβάλλει στον κανιβαλισμό, δηλώνοντας πως «το γεγονός αυτό φαίνεται να ήταν οργανωμένο». Λίγο καιρό μετά φάνηκε ότι οι δημοσιεύσεις αυτές δεν έστεκαν και πολύ… η δήμαρχος της Κολονίας μάλιστα δήλωσε ότι «Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι πρόσφυγες ήταν ανάμεσα στους δράστες». Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα όμως, οι διαφορών ειδών αντισεξιστές είχαν ήδη κατέβει στους δρόμους ενάντια στους «μουσουλμάνους βιαστές» κι είχαν προχωρήσει σε οργανωμένες επιθέσεις εναντίον τους.[14] Φυσικά η αναπαράσταση του άνδρα μουσουλμάνου ως βιαστή δεν είναι μία τακτική που είδαμε να εφαρμόζεται πρώτη φορά στην Κολονία. Αντιθέτως, χτίζεται προοδευτικά με μια σειρά τρόπων μέσα στον χρόνο και αποτελεί μία δήθεν φεμινιστική αιχμή εναντίον των μουσουλμάνων.

Ξεπερνώντας τις κατηγορίες του έκδηλου ρατσισμού, οι ανά την ευρώπη ρατσιστές και τα κράτη τους έχουν προσδώσει στους μουσουλμάνους τους χαρακτηρισμούς «απολίτιστοι», «βάρβαροι», «οπισθοδρομικοί» κ.α. «Δεν είμαστε ρατσιστές, αυτοί δεν ταιριάζουν και δεν μπορούν να προσαρμοστούν» είναι μία δήλωση που ακούμε συχνά τα τελευταία χρόνια, πόσο μάλλον το τελευταίο χρονικό διάστημα που αυξάνονται οι φωνές υπέρ των «ασφαλέστερων και κλειστών συνόρων» στην ευρώπη. Όντας λοιπόν ταυτισμένοι με κάτι το υπανάπτυκτο, πολιτισμικά κατώτερο και βίαιο, οι μουσουλμάνοι τοποθετούνται στον κοινωνικό πάτο, ενώ οι διαφόρων μορφών επιθέσεις και τα πογκρόμ έρχονται να εξασφαλίσουν την παραμονή τους σ’ αυτή τη θέση. Γυρνώντας στο παράδειγμα της Κολονίας, να σημειώσουμε ότι ο υπάρχων νόμος, στις αιτίες για απέλαση περιλαμβάνει ήδη την κατηγορία της σεξουαλικής κακοποίησης.

Θα γυρίσουμε τώρα ακόμα πιο πίσω απ’ το Γενάρη του 2016 για να φωτίσουμε άλλη μία στιγμή στο μωσαϊκό του αντι-μουσουλμανισμού στην ευρώπη. Το Μάρτη του 2006  διοργανώνεται ένα διεθνές συμπόσιο από τους συντηρητικούς του περιοδικού Font Page, στο οποίο συμμετέχει και η Gudrun Eussner, πρώην εκδότρια του Kalaschnikov. Στην εισαγωγή ενός κειμένου του συνεδρίου διαβάζουμε: «Μια μουσουλμανική επιδημία βιασμών διαχέεται σε όλη την Ευρώπη και σε πολλά άλλα έθνη που φιλοξενούν μετανάστες από τον μουσουλμανικό κόσμο. Η άμεση σύνδεση μεταξύ των βιασμών του Ισλάμ δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο άρνησης, τη στιγμή που οι μουσουλμάνοι υπερ-εκπροσωπούνται σημαντικά ανάμεσα στους καταδικασμένους βιαστές και υπόπτους βιασμών». Στις εργασίες του συνεδρίου μάλιστα η Eussner απεικονίζει τους βιασμούς σαν μέρος μιας οργανωμένης τζιχαντιστικής στρατηγικής, της οποίας σκοπός αποτελεί η εξάπλωση του ισλάμ στην ευρώπη. [15]

Η απεικόνιση του μουσουλμάνου άντρα ως βιαστή, φυσικά, δε θα μπορούσε να είναι ολοκληρωμένη χωρίς το «υπόλοιπό» της, χωρίς δηλαδή την παρουσίαση της μουσουλμάνας γυναίκας ως αδύναμης και καταπιεσμένης. Σ’ αυτήν την περίπτωση, πάλι υπό έναν φεμινιστικό μανδύα, μιλάνε για τις μουσουλμάνες σαν τα θύματα της «πολιτισμικής κατωτερότητας» του Ισλάμ, εξίσου πολιτισμικά κατώτερες φυσικά κι ίδιες που δεν γνωρίζουν και τα δικαιώματά τους, καταπιέζονται από τους άντρες τους, είναι αδύναμες να αντιδράσουν μόνες και χρειάζονται προστασία από τα δυτικά κράτη. Οι νόμοι «προστασίας» των μουσουλμάνων γυναικών έχουν ψηφιστεί σχεδόν σε όλες τις χώρες της ευρώπης με μεγάλη παρουσία μουσουλμάνων μεταναστών (γαλλία, γερμανία, δανία, ολλανδία, βέλγιο κ.λ.π.), νόμοι οι οποίοι στην ουσία ποινικοποιούν τη μερική ή πλήρη κάλυψη του προσώπου των μουσουλμάνων γυναικών σε δημόσιους χώρους.

Στην ελλάδα δεν είναι λίγοι αυτοί που ζηλεύουν αυτές τις νομοθεσίες. Σε προηγούμενο κείμενο μας[16] γράφαμε για την ημερίδα για τους φεμινισμούς της Μεταπολίτευσης στη Βουλή. Βασική διοργανώτρια, η Μιχοπούλου, διαχειρίστρια επίσης του γυναικείου αρχείου Δελφύς εξομολογήθηκε το φόβο της από το πάνελ του συνεδρίου μήπως την πούνε ρατσίστρια, ενώ θα έπρεπε να βλέπουμε τα πραγματικά προβλήματα των μεταναστών, οι οποίοι, όπως εξήγησε, προσπαθώντας να διατηρήσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα σε ένα ξένο περιβάλλον, διατηρούν και τα συντηρητικά τους ήθη. Στο ίδιο κλίμα, οι γυναίκες του Μωβ παρέθεταν στοιχεία της Human Rights Watch για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι μετανάστριες στα hotspots όχι από τους μπάτσους αλλά από τους άντρες μετανάστες. Το κείμενο καταλήγει στο αίτημα να δημιουργηθούν ξεχωριστά κέντρα για γυναίκες και άντρες, αίτημα που έχει ξανατεθεί δημόσια από αριστερές φεμινίστριες, συγκεκριμένα την ομάδα κιουρι@ τον Οκτώβρη του 2016 στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής, σε εκδήλωση ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού. Στην εισήγησή της για την κουλτούρα του βιασμού η κιουρι@ αποφάσισε να μιλήσει για τους βιασμούς στα hotspots και την ανάγκη η κυβέρνηση τα πάρει τα μέτρα της και να προστατεύσει τις μετανάστριες. Φανταζόμαστε, λοιπόν, ότι τα σεμινάρια για την ενδοοικογενειακή βία σε οικογένειες μεταναστών που έγιναν στο Πάντειο, στο πλαίσιο των gender studies, θα έχουν φανεί πολύ χρήσιμα σε αριστερές φεμινίστριες που θα πιάσουν δουλειά σε ΜΚΟ σχετικά με την κακοποίηση γυναικών στα hot spots.[17] Αν σε αυτές τις πρωτοβουλίες προσθέσουμε και την πρόσφατη ανακίνηση από τις φεμινίστριες του ΣΥΡΙΖΑ του ζητήματος της κλειτοριδεκτομής στις μετανάστριες, καταλαβαίνουμε ότι οι διάφοροι κρατικοί «προστάτ(ρι)ες» έχουν πιάσει δουλειά για τα καλά.

Συμπεριληπτικότητα δίχως αντικρατισμό

Διαβάζοντας το περιοδικό που εξέδωσε η ομάδα κιουρι@, είδαμε ότι, παρόλο που σε δημόσια εκδήλωση στοχοποιούσαν τους μετανάστες ως βιαστές, είχαν αναφορές στις γυναίκες μουσουλμάνες. Αντίστοιχα, το Μωβ μπορεί μια χαρά από τη μία να λέει πόσο σεξιστές είναι οι άντρες στα hot spots, τονίζοντας χαρακτηριστικά που συνάδουν με τον ευρύτερο δημόσιο λόγο περί οπισθοδρομικού Ισλάμ, και από την άλλη να καταδικάζει την απαγόρευση της μαντήλας σε ευρωπαϊκές χώρες. Στα παραπάνω, ένα απ’ τα προβλήματα που βρίσκουμε, είναι το εργαλείο της συμπεριληπτικότητας. Στο εργαλείο της συμπεριληπτικότητας λοιπόν, ή και αυτό της διαθεματικότητας, που αναδεικνύεται έντονα σε φεμινιστικούς λόγους (και εδώ δίπλα μας) βλέπουμε μία τάση να προστίθενται διαρκώς ταυτότητες (μουσουλμάνα, εργάτρια κτλ), χωρίς όμως να προβληματοποιούνται οι σχέσεις μεταξύ των διάφορων ταυτοτήτων και ειδικά στο πλαίσιο ενός κόσμου που είναι οργανωμένος σε εθνικά κράτη. Προστίθενται απλώς ταυτότητες και θεματικές λες και υπήρχαν από πάντα σαν τέτοιες, χωρίς να υπάρχει ούτε ιδιαίτερη εμβάθυνση, ούτε ουσιαστική ανάπτυξη σχέσεων με αυτές τις «άλλες ταυτότητες», αλλά ούτε και διερεύνηση για το τι λένε και γράφουν οι αντίπαλοί μας για αυτές. Έτσι, σαν ριζοσπαστικότερο πρόταγμα τείνει να θεωρείται αυτό που θίγει, προσθέτει, ενσωματώνει τις πιο πολλές ταυτότητες, έστω και αν το πρακτικό αντίκρισμα ενός τέτοιου προτάγματος μπορεί να στριμωχτεί εύκολα στα όρια του δικαιωματικού λόγου αλλά και των κρατικών πολιτικών εσωτερικής (βλ. μετανάστες) και εξωτερικής ασφάλειας (βλ. μειονότητα στη Θράκη).

Αν δε βλέπουμε λοιπόν τον αντι-μουσουλμανισμό ως τρέχουσα πολιτική συγκυρία στο σήμερα, τόσο στα δυτικά κράτη όσο και στην ελλάδα, μπορούμε πολύ εύκολα να λέμε ότι στεκόμαστε δίπλα στις μουσουλμάνες γυναίκες (ειδικά όταν αυτές βρίσκονται μακριά από εμάς), αλλά να στοχοποιούμε τις κοινότητές τους, χαρακτηρίζοντας τους ομόθρησκούς τους άντρες ως βιαστές. Λες και η πατριαρχία δεν υπάρχει παντού, αλλά εμφανίζεται μόνο σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες. Ή λες και ο ρατσισμός προς τους μουσουλμάνους άνδρες δεν έχει αντίκτυπο στις γυναίκες των κοινοτήτων αυτών. Έτσι λοιπόν, δίνοντας μία φεμινιστική χροιά στην εγκληματοποίηση μεταναστών και μειονοτικών, μπορεί να καταλήξουμε, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνουμε, να κάνουμε δουλειές για το κράτος μας.

Antifa Negative, 03/2019.

[1] «Σκέψεις πάνω στον ρατσισμό», Κορνήλιος Καστοριάδης, στο «Θρυμματισμένος Κόσμος», Ύψιλον 1999.

[2] Περισσότερα για αυτά τα ζητήματα μπορεί να βρει κανείς στο κοινό τεύχος Antifa Negative και Terminal 119, «Ομοφοβία, Ισλαμοφοβία και Αντιφασισμός» που κυκλοφόρησε σε 1.000 αντίτυπα συνολικά το 2013 και το 2016 και μπορείτε να κατεβάσετε από την ιστοσελίδα της συλλογικότητας.

[3] «Γυναίκες του τότε: Η ανθρωπολογία της τιμής και της ντροπής στην υπηρεσία του πολιτισμικού ρατσισμού», Μιγάδα τ. 9 (Καλοκαίρι 2014).

[4] RAWA to sue US authorities, Bureau Report, The News International, December 20, 2001 [http://www.rawa.org/us_flyer.htm].

[5] «Επιτροπές Κατοίκων: Κατάδυση στο Μέλλον του ελληνικού Φασιμού», Autonome Antifa, Μάρτιος 2012.

[6] «Ρατσιστικά κι ελληνικά», Antifa negative, στο σάιτ της ομάδας, 12.09.2012.

[7] «Όταν το κράτος (δεν) δουλεύει…», Antifa negative, 0151 τ. 8 (Ιούνιος 2016).

[8] «Το “μακεδονικό” της Θράκης, κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους (1956-2008)», Τάσος Κωστόπουλος, εκδόσεις Βιβλιόραμα.

[9] Φυλακισμένες στην Ιστορία, Λίνα Παπαδοπούλου, Έθνος, 03.02.2012.

[10] «Νομικοί υπέρ της κατάργησης της Σαρία στη Θράκη», tvxs 6.03.2010 και Στοιχεία-σοκ για τον Μεσαίωνα της σαρία, Νίκος Ρούμπος, Ελευθεροτυπία, 08.03.2010

[11] «Καταδίκη της Ελλάδας για σαρία», Απόστολος Λακασας, Καθημερινή 20.12.2018

[12] «Η ανάγκη αναθεώρησης δεσμεύει», Λίνα Παπαδοπούλου, Καθημερινή, 14.02.2019.

[13] «Έθνος, Φύλο και Γυναικεία Κινήματα στην Ελλάδα, 1880-1949», Fight Back!/Antifa Negative, Νοέμβριος 2017.

[14] Βλ.«Κολονία, η αναβίωση του μύθου του «μαύρου βιαστή», Μιγάδα τ. 14 (Χειμώνας-Άνοιξη 2016).

[15] Βλ. «Ισλαμόφοβοι εναντίον της ομοφοβίας», antifa negative, terminal 119, Δεκέμβρης 2013.

[16] «Ιστορίες, Λάβαρα και Φωτογραφίες: ο φεμινισμός στο μουσείο (ή αν δεν μιλήσουμε εμείς για εμάς, ποιός θα το κάνει; Το κράτος!)», antifa negative, 0151 τ. 14 (Ιούλιος 2018).

[17] Προσοχή στο κενό μεταξύ Αμαρύνθου και Παντείου! antifa negative, 0151 τ. 15 (Δεκέμβριος 2018).