Καταγγελίες σεξιστικών περιστατικών: από το ‘τι’ στο ‘πως’

Είναι αλήθεια ότι αν μια πολιτική αιχμή έχει μπει δυναμικά στους πολιτικούς μας χώρους (και όχι μόνο!) τα τελευταία χρόνια, αυτή είναι η φεμινιστική! Όπως ήταν αναμενόμενο να συμβεί σε ελληνικούς πολιτικούς χώρους, δηλαδή χώρους ανέκαθεν ανδροκρατούμενους, μια τέτοια αιχμή όχι μόνον δεν θα περνούσε απαρατήρητη αλλά και θα προκαλούσε ποικίλες συγκρούσεις. Το γιατί αναδύθηκε γενικότερα σε αυτή τη συγκυρία η φεμινιστική αιχμή στη δεκαετία του 2010 είναι ένα ερώτημα που αξίζει διερώτησης και το οποίο δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το κείμενο και μάλλον ούτε σε αυτή τη φάση. Ωστόσο, στο πλαίσιο του δικού μας μικρόκοσμου δεν θα ‘πρεπε να αναρωτιέται κανείς/καμιά γιατί αυτή η αιχμή βρήκε χώρο να εκφραστεί και γυναίκες να την υποστηρίξουν. Εκεί ακριβώς που οι μύες και οι συμφωνίες κυρίων για χρόνια έπαιρναν τη θέση των πολιτικών συμφωνιών, εκεί που οι ιστορίες σεξιστικής βίας κουκουλώνονταν ή συζητιούνταν μόνο στα πλαίσια διαπροσωπικών σχέσεων, εκεί που τα ‘γυναικεία θέματα’ της ατζέντας έρχονταν δεύτερα και τρίτα, εκεί που ο οποιοσδήποτε πολιτικός λόγος έκφρασης θεωρούταν ανδρική αρμοδιότητα, εκεί ακριβώς είναι λογικό να βρεθεί εύφορο έδαφος για φεμινιστική πολιτική, λόγο και πρακτικές. Καμία έκπληξη.

Ταυτόχρονα, με την έννοια ότι οι πολιτικοί μας χώροι αποτελούν μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, τίποτα διαφορετικό καταρχήν δεν συμβαίνει σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Γυναίκες αντιδρούν στα αυτονόητα της έμφυλης ιεραρχίας και δίνουν τους μικρότερους ή μεγαλύτερους αγώνες τους, συνήθως ατομικά, υφιστάμενες τις πατριαρχικές αντιδράσεις και εν τέλει διαταράσσοντας τη σεξιστική ιεραρχία. Αν έχουν δύο σημαντικές διαφορές οι όποιοι πολιτικοί χώροι στα αριστερά αυτής της κοινωνίας, αυτές έχουν να κάνουν με το ότι εκεί συγκροτείται έδαφος συλλογικών απαντήσεων αφενός, αφετέρου οι χώροι μας στα λόγια είναι ενάντιοι σε κάθε μορφή καταπίεσης και θεωρητικά επιδιώκουν τον αγώνα και ενάντια σε κάθε μορφή πατριαρχίας. Όταν, όμως, πια φτάνουμε σε μια περίοδο στην οποία οι συνειδητοποιημένες γυναίκες αυξάνονται και αριθμητικά, οι γυναικείες ομάδες πολλαπλασιάζονται και οι πρακτικές τους ανθίζουν (από τις αφίσες και τις διαδηλώσεις, μέχρι τις παρεμβάσεις, τις συνελεύσεις αυτομόρφωσης και τις καταγγελίες εντός των πολιτικών χώρων) όλα αυτά τα θεωρητικά σχήματα πρέπει να αναμετρηθούν με μία νέα πραγματικότητα, για κάποιους αρκετά οδυνηρή.

Κάπως έτσι υποδεχτήκαμε αρχικά αυτό το κύμα καταγγελιών σεξιστικών συμπεριφορών και στάσεων που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στην αριστερά και πέραν αυτής –ως ένα παρεπόμενο της προαναφερθείσας άνθισης των φεμινισμών. Το καθαρό μήνυμα που θα έπρεπε καταρχήν να πάρει κάποιος είναι ότι δεν μπορούν να μπουν πλέον κάτω από το χαλάκι όλες οι περιπτώσεις κακοποιήσεων, παρενοχλήσεων, ξυλοδαρμών, ακόμα και βιασμών που συνέβαιναν σε αυτούς τους χώρους που υποτίθεται είχαν τελειώσει με όλα αυτά, από τη στιγμή που κάποιος περνούσε την πύλη κάθαρσης με το όνομα ‘Αριστερά’, ‘Αναρχία’ κ.τ.λ. Η πατριαρχική σχέση εξουσίας εξάλλου υπάρχει για χιλιάδες χρόνια, η δε έμφυλη κοινωνικοποίηση είναι άρρηκτα δεμένη με το ίδιο το είναι κάθε ανθρώπου τόσο που δεν θα έπρεπε να πιστεύει κανείς και καμιά ότι υπάρχουν τέτοιες ‘πύλες κάθαρσης’ ή ‘νησίδες αυτονομίας’, όπως λέγονταν κάποτε.

Πλην των παραπάνω, ωστόσο, το ζήτημα θα μπορούσε να προκαλέσει έναν πολιτικό προβληματισμό για δικό μας λογαριασμό. Τα σεξιστικά περιστατικά που συμβαίνουν μέσα στις ομάδες μας ή εκ μέρους ατόμων των ομάδων μας θέτουν ένα ζήτημα στο εδώ και τώρα που χρήζει απάντησης. Δεδομένης της απέχθειάς μας για αυτή την κοινωνία, τη σιωπή και τη συνενοχή της πλειοψηφίας απέναντι στη βία κατά των γυναικών ή την υποκριτική δικαιοσύνη, αλλά και της διαφοροποίησής μας από την κομματική οργάνωση όπου τα σεξιστικά περιστατικά κρύβονται ή αναδεικνύονται με βάση πολιτικάντικα κριτήρια, η αυτονομία θα έπρεπε να σκεφτεί πάνω στη συγκρότηση μιας δικής της παράδοσης γύρω από το πώς διαχειρίζεται και τοποθετείται έμπρακτα ενάντια στις πατριαρχικές συμπεριφορές. Εδώ είναι και ένα ενδιαφέρον ζήτημα για εμάς. Γιατί η διαχείριση ακριβώς είναι ένα πολιτικό και όχι ένα τεχνικό ζήτημα. Τους τελευταίους μήνες συζητήσαμε αρκετά ως περιοδικό και τα παρακάτω είναι κάποια από αυτά που σκεφτήκαμε. Μια αυτόνομη ομάδα που καλείται να συζητήσει και να αποφασίσει γύρω από ένα σεξιστικό περιστατικό, πιστεύουμε, θα έπρεπε να λάβει υπόψη της διάφορα δεδομένα.

Πρώτον, το ότι καταγγέλθηκε ένα περιστατικό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει απλώς να ληφθεί απόφαση γύρω από τον έναν και μοναδικό σεξιστή της ομάδας –ένα είδος μαύρου πρόβατου– που υπάρχει στην ομάδα. Η αντίληψη ότι όλους τους άνδρες των ομάδων τους αφορούν τα σεξιστικά περιστατικά, από την άλλη, δεν θα έπρεπε να κάνει την ομάδα να χάνει την εστίασή της από το συγκεκριμένο περιστατικό που καταγγέλλεται εκάστοτε. Κανείς δεν θα έπρεπε να χαθεί στη μία ή την άλλη θέση. Σε προηγούμενό μας τεύχος δώσαμε χώρο, για παράδειγμα, σε μια καταγγελία για έναν βιασμό που συνέβη στον πολιτικό χώρο της Πάρμα. [1] Εκεί, υπήρξε φανερό πως οι δράστες δεν ήταν οι μόνοι που έπρεπε να στιγματιστούν. Ολόκληρες ομάδες ‘συντρόφων’ υποστήριξαν τους βιαστές και αυτή η συνθήκη από μόνη της δείχνει ακριβώς το βάθος του προβλήματος της ανδρικής πατριαρχικής αλληλεγγύης μέσα στους πολιτικούς χώρους. Η εγρήγορση και η αυτοκριτική σε όλη την κοινότητα θα έπρεπε μάλλον να είναι όσο δεδομένη είναι και η αντιμετώπιση του όποιου περιστατικού. Με αυτή την έννοια, η αποπομπή ενός μέλους της ομάδας δεν αποτελεί την πανάκεια για κάθε τέτοια περίπτωση. Οι αυτόνομες ομάδες είναι υπεύθυνες να εφεύρουν και να δοκιμάσουν μια σειρά εναλλακτικών μέτρων που γυρεύουν την αποκατάσταση. Δεν υπάρχει πιστεύουμε, για παράδειγμα, άνδρας των αυτόνομων δομών που δεν θα έπρεπε να περάσει από μια ανδρική ομάδα αυτοσυνείδησης ώστε να χτίσει μαζί με τους συντρόφους του μια συνείδηση αντι-πατριαρχική, μέσα από μια διαδικασία που θα τον κάνει να κατανοήσει το απεχθές βάρος των προβληματικών ανδρικών συμπεριφορών τόσο για τις συντρόφισσες του όσο σε ένα βαθμό και για τον ίδιο. Κανείς άνδρας δεν θα έπρεπε να ξεχνάει τις δομικές έμφυλες διαφορές, ακόμα και εντός μιας συνέλευσης υπέρ του φεμινισμού, αποκτώντας κύρος για τον εαυτό του με βάση αυτή την πιο ευαίσθητη τοποθέτησή του στο ζήτημα και, ταυτόχρονα, θα έπρεπε να δίνεται στον καθένα ένα παράθυρο από το οποίο να μπορεί να αξιοποιήσει δημιουργικά για τον εαυτό του και τη συνέλευσή του τον αναστοχασμό του.

Δεύτερον, ενώ μια αυτόνομη ομάδα σε μια τέτοια περίπτωση καλείται να πάρει συχνά μια δύσκολη –ή ακόμα και οδυνηρή– απόφαση, καθιστώντας τα μέλη της ένα είδος ‘κριτών’ με αρμοδιότητα να κρίνουν μια αποδοκιμαστέα πράξη ή συμπεριφορά, η εκάστοτε παρόλα αυτά απόφαση θα έπρεπε πάντοτε να παίρνεται για χάρη της αποκατάστασης μιας πολιτικής κοινότητας που πληγώθηκε, για χάρη μιας έμπρακτης αποτύπωσης του ότι «είμαστε αυτό που κάνουμε για να αλλάξουμε αυτό που είμαστε». Όση πόλωση, λοιπόν, κι αν φέρνει μια τέτοια απόφαση, ο κανονιστικός χαρακτήρας μιας όποιας απόφασης για τέτοια περιστατικά έχει αυταπόδεικτη αξία μιας και θεσπίζει το τι είναι αποδεκτό και τι όχι στα πλαίσια της ζωής των αυτόνομων ομάδων. Μια πρακτική αποδοκιμασία μιας παρενόχλησης έχει νόημα να δείξει το ασυμβίβαστο των παρενοχλήσεων με την ένταξη σε αυτόνομες ομάδες.

Τρίτο σημείο. Το φεμινιστικό σύνθημα «το προσωπικό είναι πολιτικό» αποτελείται από τέσσερις λέξεις που προκαλούν εγρήγορση και συνειδητοποίηση, καλούν δε σε επεξεργασία και πολιτικοποίηση του προσωπικού βιώματος. Είναι ένα σύνθημα περιεκτικό, σημαίνον, γενεαλογικό σχεδόν για τη γυναικεία πολιτική συσπείρωση. Μέσω της πρακτικής που προϋποθέτει αυτό το σύνθημα, πλευρές της πραγματικότητας μέχρι πρότινος αθέατες από την πολιτική κριτική –προσωπικές συμπεριφορές, γεγονότα που συμβαίνουν μέσα σε κοινωνικές σχέσεις διαφόρων τύπων– πλέον γίνονται αντικείμενο πολιτικοποίησης. Η διαδικασία σαν τέτοια είναι προσωπική και για το κάθε μέλος μιας συνέλευσης και, μάλιστα, αποκαλυπτική, με όλη τη σημασία της λέξης. Κάθε σχεδόν συμπεριφορά, στάση και λόγος περνάει ή θα μπορούσε να περάσει μέσα από ένα τέτοιο φίλτρο πολιτικοποίησης εφόσον η έμφυλη συγκρότηση του υποκειμένου είναι θεμελιώδης για κάθε υποκείμενο στον πλανήτη. Ταυτόχρονα, η ματιά αυτή, ενώ είναι αποτέλεσμα πολιτικοποίησης με βάση τις έμφυλες σχέσεις κυριαρχίας, είναι προφανές ότι στην πρακτική εφαρμογή της κινείται προς μια σφαιρική θέαση των πραγμάτων –και κυρίως των προσώπων– με βλέμμα ολοκληρωτικό. Όπως κάθε επιστήμη που γυρεύει να εξηγήσει τον κόσμο μόνο μέσα από τα δικά της εργαλεία, ας πούμε η νομική ή η ψυχολογία, που δομούνται ως κλειστά συστήματα ερμηνείας, αναλύοντας κάθε κοινωνική εκδήλωση και κάθε ατομική αντίδραση με νομικούς και ψυχολογικούς όρους αντίστοιχα, είναι προφανής ο κίνδυνος αυτές οι ματιές να θεωρηθούν καθαυτές επαρκείς για να αποδώσουν την πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων στο σύνολό τους. Το πολιτικό, εξάλλου, όπως και το νομικό και το ψυχολογικό –όλοι δηλαδή οι λόγοι που γυρεύουν να μιλήσουν για τα πάντα– μέσα στην ψευδαίσθηση της αυτάρκειάς του, δεν είναι ‘αμόλυντο’ από προσωπικές ποιότητες (ανταγωνισμούς, ψυχικές ταυτίσεις, επιλεκτική ‘ευαισθησία’ κ.τ.λ.). Δεν υπήρξαν λίγες φορές, με άλλα λόγια, στην ιστορία των κινημάτων, των εναλλακτικών θεσμών κ.ο.κ. που προσωπικοί ανταγωνισμοί, για παράδειγμα, εκφράστηκαν με γλώσσα πολιτική και μάλιστα εκβιάζοντας τον χρόνο παραγωγής μιας απόφασης εναντίον κάποιου, αφού μάλιστα το διακύβευμα ήταν να αποδειχθεί η συνέπεια πολιτικών λόγων και έργων, εξοβελίζοντας εν τέλει το τάδε πρόσωπο ή την τάδε συμπεριφορά. Αυτή είναι, ας πούμε, μία σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων την οποία πρέπει να έχουμε υπόψη. Και ίσως και μόνο για αυτό τον λόγο αξίζει η σκέψη επί των καταγγελιών να διευρύνεται πέραν των συναισθηματικών και ηθικών διπόλων και των συνοπτικών διαδικασιών (εκδίωξη ή μη του ατόμου εις βάρος του οποίου τίθεται το ζήτημα).

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις καταλαβαίνουμε ως συνέλευση ενός αυτόνομου περιοδικού πως το κύμα καταγγελιών που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια είναι ένας πρακτικός τρόπος που έχει επιλεγεί ώστε να ορατοποιηθούν εξουσίες μέσα από λόγους και πρακτικές που μέχρι πρότινος περιφρουρούσαν ασυζητητί την ανδρική εξουσία στους πολιτικούς μας χώρους.

Είναι μια νέα συζήτηση για τα όρια του πολιτικού μέσα στις κοινότητές μας. Είναι, ταυτόχρονα, μια αφορμή για εμάς να κάνουμε το κάτι παραπάνω για τις πολιτικές και προσωπικές μας σχέσεις. Έπειτα, οι κοινωνικές σχέσεις στον κόσμο στον οποίο ζούμε, κάθε άλλο παρά διάφανες είναι. Αντιθέτως, είναι τόσο σάπιες όσο και αυτός. Με αυτό δεδομένο, μια πολιτική ερμηνεία –και στην προκειμένη, φεμινιστική– είναι απαραίτητη συνιστώσα προκειμένου να αναγνωριστούν στην κοινωνική πραγματικότητά μας σχέσεις εξουσίας μέχρι πρότινος αθέατες. Με αυτή την έννοια, μια καταγγελία δίνει το έναυσμα για την αρχή –και όχι το τέλος– αυτής της συζήτησης. Δεδομένης της ανυπαρξίας των τέλειων θέσεων, η ίδια η διερώτηση οφείλει να είναι στο κέντρο της διαδικασίας. Η ανεύρεση ενός τρόπου να μιληθεί το ζήτημα του σεξισμού στις ομάδες και τους πολιτικούς χώρους, ενός τρόπου που δεν θα είναι ούτε πρακτικίστικος ούτε υπερ-θεωρητικός, έχει να κάνει εξάλλου με τη δέσμευση των αυτόνομων ομάδων ως προς την άρνηση του καταστροφικού και βίαιου κόσμου που τις περιβάλλει. Εξάλλου, αυτή η ποιότητα είναι που τις διακρίνει, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, από τον δικαιωματικό λόγο, τον τρόπο που τα κόμματα, οι Μ.Κ.Ο. και οι υπόλοιποι μηχανισμοί διαμεσολάβησης, ο κόσμος του θεάματος και το κράτος μιλούν για το πρόβλημα με έναν τρόπο υποκριτικό.

 

 

[1] Ολόκληρο το κείμενο της καταγγελίας, με τίτλο “Σχετικά με τα γεγονότα της Πάρμα μέσα στο στέκι της RAF. Πώς να αποκαταστήσετε 4 θραύσματα πριν κάτι σπάσει ολοκληρωτικά.”, μπορεί να βρεθεί εδώ: http://0151.espivblogs.net/2017/03/18/parma/