Στη σκιά των σημαιοφόρων της πλατείας

(στήνονται οι ‘λευκοί φρουροί’ του ελληνικού μέλλοντος)

Όχι ότι είχαμε καμιά όρεξη να γράφουμε νεκρολογίες ‘κινημάτων’, αλλά μιας και άρχισαν οι σωρηδόν απολογισμοί του ‘κινήματος των πλατειών’, μας γεννήθηκε η επιθυμία να πούμε δυο λόγια σε σχέση με τα ζητήματα που συναντούν τη δική μας αντιφασιστική δραστηριότητα. Και το κάνουμε αυτό όχι γιατί κριτικές – και συστηματικές – του φαινομένου των ‘αγανακτισμένων’ φαίνεται ότι πέρασαν και δεν ακούμπησαν αλλά κυρίως γιατί αυτοί οι όψιμοι απολογισμοί του ‘κινήματος’ φαίνεται να ενισχύουν, συνειδητά ή μη, ένα άλλο καλπάζον φαινόμενο, πολύ πιο σημαντικό που λέγεται ‘σύγκλιση δεξιού και αριστερού λόγου’ και είναι βούτυρο στο ψωμί κάθε λαϊκιστή σε κάθε ‘κρίση’. Που την εντοπίσαμε αυτή τη ‘σύγκλιση’; Σε πάμπολλες περιπτώσεις. Πρόκειται για παραθυράκια στην ανάλυση των διάφορων αναλυτών-ακολούθων των ‘αγανακτισμένων’ (ακόμη κι αυτών που εμφανίστηκαν κριτικοί στο κίνημα[1]) που αφήνουν να χωρέσει όχι απλά κανα σαμιαμίδι αλλά ολόκληρος ελέφαντας εθνικοφροσύνης, δικαιολογώντας έτσι και την εξαρχής καχυποψία πολλών απέναντι στους ‘αγανακτισμένους’ και τις εθνικές τους αναφορές, ανεξαρτήτως πάνω ή κάτω πλατειών, από πέρυσι το Μάη. Δεν είναι μυστικό ότι το νόμισμα εισόδου αυτού του ελέφαντα, λοιπόν, στην πολιτική ανάλυση κάθε φορά αλλάζει, ανάλογα με τις μόδες. Αυτή τη φορά λεγόταν ‘επανανοηματοδότηση των εθνικών συμβόλων’ και κυκλοφόρησε αθρόα, ρητά ή άρρητα, από την άνοιξη του 2011 μέχρι και  το κύκνειο άσμα του κινήματος στις 28 Οκτώβρη του ίδιου έτους. Και πετώντας στην άκρη όλα τα άλλα που θα πούμε εδώ, η αναγνώστρια θα μπορούσε να κατανοήσει το κείμενο ως άσκηση για το πώς η ελληνική αριστερά, άθελα της στην καλύτερη περίπτωση, δανείζει προτάγματα στο άλλο μισό της, το ελληνικό κράτος.

Ο εθνικισμός σαν καταφύγιο (αυθόρμητο όμως!) των αδίστακτων

Πολύ πέρα από το να συζητηθεί ο εθνικισμός των ‘πλατειών’, πάνω και κάτω, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, μία από τις ομάδες που έγραψαν απολογισμούς για το ‘κίνημα’ διατύπωσαν την άποψη πως το φαινόμενο του σηκώματος ελληνικών σημαιών στο Σύνταγμα έπρεπε να αποτιμηθεί προσεκτικά[2], γιατί στην τελική:

“...οι σημαίες ήταν η ορατή πλευρά του, το νόημα τους δεν είναι τόσο εύκολα αποκρυπτογραφουμενο. Μέσα σε διαδικασίες αγώνα τα σημεία αλλάζουν γρήγορα επανανοηματοδότηση, νέες αντιλήψεις δημιουργούνται και κάθε ανάγνωση με γνώμονα το παρελθόν είναι καταδικασμένη να μείνει στην επιφάνεια και να χάνει την ουσία. Με αυτό το νόημα, δεν θεωρούμε όποιον σηκώνει μια ελληνική σημαία νεοναζί χρυσαυγίτη που μαχαιρώνει, μπορεί να είναι χιλια δυο πράγματα…” (οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Το ότι, όμως, ‘όποιος σηκώνει ελληνική σημαία, δεν είναι χρυσαυγίτης’ μάλλον άμυνα αποτελεί σε μια αντεθνική κριτική των ‘αγανακτισμένων’ (και των όποιων ‘αγανακτισμένων’) παρά καμιά φοβερή αναλυτική παραδοχή. Εξάλλου, ποιος ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο; Σε ποιον απαντούν; Το σημαντικότερο, όμως, εδώ ήδη σε αυτό το απόσπασμα είναι η λέξη ‘σημεία’ που έντεχνα υπονοεί και αντικαθιστά τη λέξη ‘σημαίες’. Και παρά τα κοινά τρία πρώτα γράμματα των δύο αυτών λέξεων, μήπως θα έπρεπε εμείς να υπενθυμίσουμε ότι τις χωρίζει ένα τεράστιο χάσμα, σαν φαράγγι, νοημάτων; Θα έπρεπε μήπως κάποιος να υπενθυμίσει στους συντάκτες του κειμένου ότι το γαλανόλευκο κουρελόπανο, αφού ταυτίστηκε με την ιστορία του ελληνικού έθνους και κράτους, ποτίστηκε πολλάκις με αίμα, αίμα ξένων και ντόπιων, όταν ακόμα και η λέξη ‘έλληνας’ δήλωνε τη σημασία και τη συνοχή ελάχιστων πραγμάτων; Μήπως θα έπρεπε εμείς να παίξουμε το ρόλο των γκρινιάρηδων αντιεθνικιστών υπενθυμίζοντας πως αυτό το κουρελόπανο μπήκε παντιέρα μπροστά στη διεξαγωγή των χειρότερων εγκλημάτων, όχι μόνο 200 χρόνια πριν αλλά και πρόσφατα, π.χ. στο αντιαλβανικό πογκρόμ του 2004; Και, μάλιστα, πόσο εύκολα ξέχασαν κάποιοι πως οι φρεσκοδαρμένοι αλβανοί μετανάστες τότε (αλλά και διαχρονικά) κατηγορήθηκαν από την πλειοψηφία της αριστεράς και του ‘χώρου’ για στυγνή εθνικιστική υστερία; Μήπως εμείς πάλι θα έπρεπε να θυμίσουμε πως ‘δούλεψε’ η ελληνική σημαία, όχι μόνο στο Σύνταγμα αλλά και στην Ηπείρου & Γ’ Σεπτεμβρίου τον τελευταίο μήνα της άνοιξης του 2011, δηλαδή ένα χιλιόμετρο μακριά από το Σύνταγμα; Μήπως εμείς θα έπρεπε να θυμίσουμε τι ρόλο έπαιξε το κουρελόπανο στη γιουροβίζιον και στο euro2004, στην υπόθεση Τσενάϊ στη Θεσσαλονίκη ή και τον ατόφιο λόγο των ίδιων των μεταναστών[3] το Δεκέμβρη του 2008; Και ποια επανανοηματοδότηση διάολε – ρωτάμε εμείς οι ντεμοντέ, οι παλιακοί, οι ξεπερασμένοι και οι καταδικασμένοι να μείνουμε στην επιφάνεια των πραγμάτων – έλαβε χώρα όταν αυτοί που κουνούσαν τις σημαιούλες στο Σύνταγμα δεν κούνησαν το δαχτυλάκι τους για να αποτρέψουν τους άλλους που κουνούσαν τις σημαιούλες στην Ηπείρου πάνω από τα κεφάλια ξένων; Γιατί, ‘επανανοηματοδότηση’ εμείς καταλαβαίνουμε και στην πράξη, όχι μονάχα στη θεωρία και τη σημειολογία.

Η αυτονόητη ερώτηση, λοιπόν, ‘για τι είδους επανανοηματοδότηση μιλάτε’ επιχειρείται να απαντηθεί παρακάτω:

“… η ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας υπήρξε για πολλούς, που δεν είχαν μια πρότερη πολιτικοποίηση, μια πρώτη αυθόρμητη απάντηση στο ερώτημα “ποιοι ειμαστε εν τελει εμεις εδώ”. Μια μικρότερη μερίδα ήταν οι μικροαστοί… […] Υπάρχει όμως και μια μεγάλη μάζα που έχει γαλουχηθεί με τον αντιιμπεριαλισμό και τον πατριωτισμό της μεταπολεμικής αριστεράς, και που αντιμετωπίζει την κρίση σαν φαινόμενο εθνικό, που κάποιοι κακοί ξένοι επέβαλλαν στην Ελλάδα. Αυτές οι φωνές δεν είναι χωρίς καθοδήγηση καθώς το μεγαλύτερο φάσμα των αναλύσεων ακόμα και αριστερών, μια τέτοια οπτική γωνία υιοθετεί. Με αυτό κατά νου ίσως να καταλήξουμε και στο συμπέρασμα ότι τελικά (με μια τέτοια πολιτικοπολιτιστική κληρονομιά και σε ένα τέτοιο πλαίσιο) ίσως και να ήταν λίγες οι σημαίες που σηκώθηκαν στην πλατεία συντάγματος.” (οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Απλό, παλιό, καλό, δοκιμασμένο γλύψιμο του φτωχού πλην τίμιου ελληνικού λαού; Ο εθνικισμός, εδώ, δεν αναγνωρίζεται σαν σχετικά αυτόνομο κίνητρο και επιδίωξη που προσφέρει απόλαυση στο φορέα του αλλά μάλλον ως (σχεδόν αναγκαίο) κακό που έχει επιβάλει (“καθοδήγηση“) η αριστερά στον άμαθο από τέτοια λαό μας. Brilliant! Ε, αν ήταν λίγες οι ελληνικές σημαίες, γιατί δεν κουβαλούσαμε όλοι μας και όλες μας και μερικές ακόμα για να γίνουν περισσότερες ; Στο επόμενο επεισόδιο θα μπορούσαμε να απο(επανα)νοηματοδοτησουμε και το στοχάδι – εξάλλου ανήκει στην κέλτικη μυθολογία, κλεμμένο είναι βρε! Μην πούμε για το ασιατικό σύμβολο της σβάστικας και την καπήλευσή της από το τρίτο ράϊχ.

Πέρα από την πλάκα. Εδώ μπορεί να παρακολουθήσει κανείς πως η ιδεολογία κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Και αντί να καταλάβει κανείς πως ό,τι αυθόρμητο και ελληνικό είναι καταρχήν εθνική συνείδηση (1 + 1 = 2), καταλαβαίνει πως ό,τι αυθόρμητο είναι και ελληνικό! Έτσι, άκριτα. Έτσι, απροβλημάτιστα. Λες κι η απουσία των μεταναστών από το Σύνταγμα ήταν απλά κάτι αυθόρμητο. Λες και το αυθόρμητο, ούτως ή άλλως, σαν τέτοιο, είναι συγχωρεμένο ή πάντα καλό. Ή λες και το ότι περιγράφοντας  τ α  σ υ μ π τ ώ μ α τ α  μόνον του εθνικισμού – δηλαδή το γεγονός ότι το εθνικό παρουσιάζεται ως απλώς αυθόρμητο – σημαίνει ότι κάνεις ανάλυση για τον εθνικισμό. Αμ δε! Μάλλον για κατάφαση στη φετιχοποίηση του συμβόλου και στη φυσικοποίηση της λογικής του συμβόλου μας ακούγεται εμάς. Γιατί, βέβαια, δεν εξηγείς πως τελικά αυτό το αυθόρμητο πήρε αναγκαστικά χρώμα μπλε και άσπρο. Γιατί παρουσιάζεις το ζητούμενο ως εξήγηση.

Αλλά και ποιο είναι το νόημα στην τελική αυτού του απολογισμού για τις σημαίες; Δύο τα νοήματα που τον εμπερικλείουν. Ο πρώτος μας λέει τι δεν είναι η σημαία (ο μαχαιροβγάλτης χρυσαυγίτης) και στον δεύτερο ενώ θα περιμέναμε να διαβάσουμε τι τελικά είναι η σημαία στις ‘πλατείες’, τι μας δίνεται αντ’ αυτού; Μια ταξική σύνθεση των όσων κουβαλούσαν ελληνικές σημαίες: αφενός οι μικροαστοί, αφετέρου η … πλειοψηφία των άκακων προλεταριοποιημένων προβάτων που τα παρέσυρε η αριστερά.

Φυσικά, είμαστε οι τελευταίοι που θα αρνηθούμε τον αριστερό εθνικισμό – ως αντιιμπεριαλισμό, ως καλοκάγαθο πατριωτισμό, ως αγάπη για τον λαό κοκ. Αλλά το ουσιωδέστερο ερώτημα εδώ είναι το εξής: πως χτίζει η αριστερά τον πατριωτισμό της; Μήπως και με το να επανανοηματοδοτεί στα μυαλά των επιτελείων της κάθε τρεις και λίγο έννοιες και λόγους, ‘σημεία’ και αμαρτήματα του παρελθόντος; Μήπως έτσι χτίζεται ο πατριωτισμός; Ή, μάλλον, και έτσι; Με το να ονομάζεις και να μιλάς για τον φόρο ακινήτων ως ‘χαράτσι’ της ΔΕΗ, με το να θεωρείς ‘αναχρονιστικό κόλλημα’ την ένσταση για τις ελληνικές σημαίες, με το να μιλάς για ‘χούντα, τρόϊκα, κατοχή, δωσιλογισμό’ στις προκηρύξεις σου, με το να κρεμάς σβάστικες στο γερμανικό προξενείο, με… με… με…;

Αντιεθνικιστική κριτική χωρίς αντιεθνικιστική ανάλυση.
Γίνεται; Αμέ!

Σε έναν ακόμη απολογισμό που κατατέθηκε[4], ο προσανατολισμός της ανάλυσης είναι παρόμοιος. Σπάνε το κεφάλι τους να καταλάβουν γιατί σηκώθηκαν οι σημαίες, φυσικά αγνοώντας το προφανές.

Το συγκεκριμένο κομμάτι παραθέτει, μεταξύ άλλων, άκριτα δύο απόψεις, μία ενός αριστερού που ερμηνεύει τις σημαίες ως δείγμα «λαϊκής κυριαρχίας, κοινωνικής συνοχής και συλλογικής κοινωνικής αξιοπρέπειας» και μία ενός αναρχικού που βρίσκει τον αντιφασιστικό αγώνα στο Σύνταγμα και τη στοχοποίηση των φορέων των ελληνικών σημαιών άνευ νοήματος. Κι αυτό γιατί – η συνήθης καραμέλα – αυτοί πολιτικά «δεν υπάρχουν» και αναγκαστικά θα αφομοιωθούν από τις φοβερές κινηματικές διαδικασίες των συνελεύσεων ή θα αναγκαστούν να φύγουν μόνοι τους. Το κείμενο συνεχίζει αναφερόμενο στις επιθέσεις που έλαβαν χώρα στο Σύνταγμα εναντίον μεταναστών αλλά τις ισοφαρίζει με έναν απολογισμό και των αντιφασιστικών πεσιμάτων στις 28-29 Ιούνη 2011. Από κει και πέρα αρχίζει η δικαιολόγηση του εθνικισμού – με ένα εργαλείο μάλιστα που χρησιμοποίησε και ο προηγούμενος απολογισμός: την υποβάθμιση των εθνικιστικών λαϊκών κινήτρων:

Μια προσπάθεια να ερμηνευθεί η εθνικοποίηση του κινήματος στην Ελλάδα πρέπει να λάβει υπόψη της: α) την κοινωνική δομή (υπεραναπτυγμένη μικροαστική τάξη) και την ιστορία των ταξικών αγώνων στην Ελλάδα (εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στον Β’ Π.Π., τον εμφύλιο πόλεμο, την πρόσφατη επτάχρονη δικτατορία, που αναγνωρίζεται από την αριστερά ως επιβεβλημένη από τους Αμερικάνους) η οποία έχει δημιουργήσει και συντηρήσει πολύ σημαντικά αντιιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά στην ελληνική κοινωνία. β) Το γεγονός πως τα μέτρα λιτότητας θεωρούνται ως επιβεβλημένα από ξένες δυνάμεις/συμφέροντα, με μια θέαση των πραγμάτων που παρερμηνεύει την κυριαρχία του (κυρίως οικονομικού) φύσει διεθνούς κεφαλαίου ως κυριαρχία ξένων, δυνατότερων εθνών και των συμφερόντων τους πάνω στο κυρίαρχο έθνος ‘μας’ και το λαό του. Αυτό το δεδομένο ενισχύει τις φαντασιώσεις πως η ρήξη του ελληνικού κράτους με την ευρωζώνη μπορεί να επιτρέψει μια αυτάρκη ανάπτυξη η οποία θα βαδίζει παράλληλα με τα συμφέροντα και τις ανάγκες του ελληνικού λαού. γ) Τα παραπάνω σχετίζονται με τη θέση του ελληνικού κράτους στην παγκόσμια ιεραρχία των καπιταλιστικών εθνικών σχηματισμών (είδαμε την παρουσία των εθνικών σημαιών τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην Ελλάδα – αν και στην Ελλάδα δεν κυριαρχούσαν τόσο όσο στην Αίγυπτο – αλλά όχι στην Ισπανία). δ) Η κρίση μετανάστευσης στην Ελλάδα σε ένα πλαίσιο όπου ο υπερπληθής πληθυσμός αυξάνει, αποτελεί μόνο ένα μέρος της ευρωπαϊκής και εν τέλει παγκόσμιας κρίσης μετανάστευσης.”

Το συγκεκριμένο κείμενο ανιχνεύει τα εθνικιστικά κίνητρα α) στην ταξική σύνθεση στην ελλάδα, β) σε κάτι που παρουσιάζεται ως ψευδής ιδεολογία – μια λανθασμένη επικρατούσα αντίληψη περί κρίσης, γ) στην υποδεέστερη θέση του ελληνικού κράτους στην παγκόσμια κρατική ιεραρχία και δ) στο μεγάλο κύμα μετανάστευσης στο οποίο αποδίδουν – στη συνέχεια – το ρατσισμό. Οι μετανάστες, σε αυτό το τελευταίο, εμφανίζονται ως υπεύθυνοι για τη δημιουργία γκέτο και no-go-areas κυριαρχούμενων «από την ανεργία, το μικροέγκλημα, τα ναρκωτικά και την πορνεία. Αυτό με τη σειρά του έχει οδηγήσει στην άνθηση των ακροδεξιών/φασιστικών ομάδων στην περιοχή». Καταλαβαίνουμε ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός χρεώνει στους ίδιους τους μετανάστες τον ρατσισμό που υφίστανται. Είναι το γνωστό θεώρημα: «χωρίς μετανάστες δεν θα υπήρχε ρατσισμός» το οποίο σε παραπλήσια βερζιόν υποστηρίζουν και οι ίδιοι οι φασίστες εξάλλου: «δεν είμαστε ρατσιστές, απλά η χώρα δεν χωράει άλλους ξένους» ή και κάποιοι αριστεροί κοινωνιολόγοι που ξεκινάνε τη διερεύνηση του ελληνικού ρατσισμού στις αρχές του ’90 – και αφού πρώτα παρουσιαστούν τα πρώτα μαζικά κύματα Αλβανών μεταναστών. Η ανάλυση συνεχίζει με την παρουσίαση της Αθήνας ως του νέου Μπρονξ και Χάρλεμ μαζί και παρατίθεται κείμενο το οποίο περιέχει τη φράση «Η ρατσιστική βία είναι στα ύψη, όπως και οι δολοφονίες αντεκδίκησης και οι πόλεμοι διεκδίκησης μιας περιοχής».[5] Το άρθρο παρατίθεται άκριτα άρα πρέπει να συμπεράνουμε ότι η ρατσιστική βία μπαίνει στην ίδια ζυγαριά, για τον συγγραφέα, με την γενική μητροπολιτική βία, ίσως τα λεγόμενα ‘εγκλήματα πάθους’ και γιατί όχι τον χουλιγκανισμό. Έπειτα, από το ίδιο άρθρο παρατίθενται ατάκες ενός ‘νέου’ που δραστηριοποιείται σε ομάδες κρούσης των φασιστών. Ο μονόλογος ενός έμπρακτα φασίστα.

Αλλά ας πάμε και στους άλλους λόγους επεξήγησης του εθνικού φαινόμενου στις πλατείες. Η κατώτερη θέση του ελληνικού κράτους στην παγκόσμια διακρατική ιεραρχία, λέει, είναι λόγος που εθνικοποιείται το κίνημα. Μα τέτοιο ‘που ναι αυτό το κίνημα, αν σκέφτεται το κράτος του ή εκ μέρους του κράτους του, λογικό είναι όχι να εθνικοποιείται τώρα τελευταία αλλά να είναι ήδη εθνικό στο χαρακτήρα του. Αντιλαμβάνεται, λέει, την κρίση ως ξενόφερτη. Μα κι αυτό πάλι, είναι αποτέλεσμα της πρότερης εθνικοποίησης του, πολύ πριν κατέβει στις πλατείες και όχι όψιμη εξέλιξη. Κι αυτοί οι δύο λόγοι που εδώ παρατίθενται τάχα μου για να εξηγήσουν τον εθνικισμό δεν είναι παρά  σ υ μ π τ ώ μ α τ α, αποτελέσματα του διαδεδομένου εθνικισμού και όχι πηγές του, όχι αιτίες του. Και το καλύτερο για το τέλος: πρέπει, λέει, να συνυπολογίσουμε την ιστορία των ταξικών αγώνων στην ελλάδα. Σε αυτούς συνυπολογίζεται κατοχή, εμφύλιος, χούντα. Ναι μεν, αλλά… στην κατοχή και στον εμφύλιο καταρχήν δε σηκώνονταν μόνο εθνικές σημαίες αλλά και αμερικάνικες και αγγλικές και βέβαια πολλές κομμουνιστικές – κάτι σαν πορεία anti-deutsch κομμουνιστών ήταν που λέτε. Όσο για την ελληνική σημαία στο πολυτεχνείο, έχει απαντηθεί (από άλλους) το θέμα και δεν θα το πάμε πιο πέρα.[6]

Τα κείμενα είναι ενδεικτικά και εκφράζουν το μεγάλο κομμάτι μιας διαδεδομένης ανάλυσης στους ριζοσπαστικούς χώρους. Όλο το πακέτο μακριά από το να εξηγεί ή να περιγράφει κριτικά το λεγόμενο ‘εθνικό φαινόμενο’ στις πλατείες – όπως σημειολογικά πάλι ονομάστηκε το πλήθος των σημαιών – απλώς το μεταθέτει σε άλλες συνθήκες, σε άλλους, άσχετους παράγοντες (όπως η παρουσία μεταναστών ή τους ταξικούς αγώνες κατά τη γερμανική κατοχή!) και, γενικά, σε άλλα-λόγια-να-αγαπιόμαστε. Εκτός αν έγιναν οι μετανάστες τώρα υπεύθυνοι και για τη δημιουργία εθνικισμού στην ελλαδίτσα. Αν παραδέχεται κανείς αυτό – το ξανάπαμε – τότε η αναλυτική απόσταση που θα τον χώριζε από τον ‘άλλο’ πατριωτισμό, αυτόν που παίρνει καδρόνια και βαράει ξένους, θα ήταν ελάχιστη μιας και αυτή η οπτική βλέπει το (όποιο) ‘πρόβλημα’ να ξεκινάει με την έλευση των μεταναστών (ή του ‘πολυεθνικού προλεταριάτου’, όπως τους αρέσει να λένε σε άλλες περιστάσεις). Δεν θα σήμαινε, λοιπόν, κι αυτό με τη σειρά του μια σύγκλιση δεξιού κι αριστερού λόγου τουλάχιστον, για να μην πούμε τίποτα βαρύτερο;

Κάγκουρες, κανίβαλοι και ντεμοντέ ανθέλληνες

Να εξηγηθούμε για να μην παρεξηγηθούμε. Της πατρίδας μας η σημαία είναι και αυτή ένα σημαίνον που μπορεί να επανανοηματοδοτηθεί, με την έννοια ότι ο πατριωτισμός/ εθνικισμός έχει διάφορες χρήσεις, γεγονός που έχει στιγματίσει την μετα-αποικιακή ιστορία. Και αυτό έχει κάποια σημασία. Το ερώτημα ωστόσο είναι: τι σχέση έχει η σημερινή ελλάδα με τους αντι-αποικιοκρατικούς εθνικισμούς; Εδω διακρίνουμε μια υφέρπουσα φαντασίωση που αναπαράγει στο παρόν το δίπολο “κέντρο-περιφέρεια” με την ελλαδά στην θέση της αποικιοκρατούμενης, εξαρτώμενης χώρας. Παλιά ήταν η δύση και οι “υπόλοιποι”,[7] τωρα είναι η δύση  και οι κατά τόπους ντόπιες ελίτ (βλ.διεθνοποιημένο κεφάλαιο). Κάτι τέτοιο δεν διακρίνουμε στην εξήγηση των Blaumachen όταν επικαλούνται τη θέση της ελλάδας στην ιεραρχία του διεθνοποιημένου καπιταλισμού (ότι δηλαδή η ελλάδα ανήκει στην περιφέρεια); Δεν είναι η σημαιοφόρος αντίσταση, η ‘αυθόρμητη’ εναντίωση κατά τη λογική της Σ.ΚΥ.Α. (όπως θα μπορούσαν να είναι σε μια περίπτωση οι αντι-αποικιοκρατικοί εθνικισμοί ας πούμε); Τόσο αυθόρμητη και ‘λογική’ μάλιστα που θέτουν το ζήτημα γιατί οι σημαίες δεν ήταν περισσότερες στο Σύνταγμα. Για εμάς, καθαρά κ ξάστερα, η ελλάδα ΔΕΝ είναι περιφέρεια, τουλάχιστον όχι με τέτοιο τρόπο που καθιστά δικαιολογημένη/ κατανοητή την έπαρση της σημαίας. Στο φόντο τέτοιων συμπερασμάτων, λοιπόν, βλέπουμε μονάχα ξαναμασημένες θεωρίες εξάρτησης, οι οποίες παράλληλα έχουν κάτι το αυτονόητο και γοητευτικό, κάτι που καθαυτό χρήζει εξήγησης, και αυτό δεν είναι άλλο απο την ιδέα της εθνικής ενότητας. Αυτές οι θεωρήσεις, θελημένα ή άθελα, αδυνατούν να δουν ότι καθαυτές ειναι υπο-προϊόντα του εθνικού λόγου, ενώ πλασάρονται ως εξηγήσεις του εθνικού φαινομένου.

Έστω κι αν παίρναμε αποστάσεις από τους προαναφερθέντες απολογισμούς, δεν θα μπορούσαμε να πούμε κάτι αντίστοιχο για τις χρήσεις του σημείου “ξένοι” στον αριστεροδεξιό λόγο και στον ‘λόγο περί εξάρτησης’[8], για το πώς, ανάλογα με το συγκείμενο, το νόημα εναλλάσσεται μεταξύ των ‘ελίτ’ ξένων και των ‘μεταναστών’ ξένων; Στα πλαίσια αυτών των λόγων οι ‘ξένοι’ δεν είναι αντικείμενο επανανοηματοδότησης, αλλά ενα σημαίνον κενό αρκετά για να χωρέσει και τους μεν και τους δε – όλους τους ξένους που μας επιβουλεύονται. Αμέ, ξέρουμε και εμείς κάτι απο τις αμφισημίες και δυνατότητες της γλώσσας του μεταμοντέρνου εθνικισμού!

Αυτό, δε, συνεπάγεται γνήσιο ιστορικισμό, με την έννοια ότι διαφαίνεται ένα υποκείμενο, ο ‘έλληνας’, ο οποίος αντιμάχεται αλλότριες δυνάμεις στην ιστορική του προσπάθεια να επιβιώσει (φυσικά θέτοντας στον εαυτό του το ερώτημα “ποιοι είμαστε εμείς εδώ”, αλλά δίνοντας και την αναμενόμενη απάντηση “μα φυσικά ο ελληνικός λαός!“) ; Τα υποκείμενα όμως του ιστορικισμού, εν προκειμένω, είναι τόσο ο ίδιος ο ελληνικός λαός στις πλατείες, όσο και οι ποικίλοι αναλυτές-απολογητές του φαινομένου.

Το πρόβλημα μας δεν είναι ότι δεν ισχύουν “αντικειμενικά” ορισμένα προβληματικά ζητήματα και σχέσεις εξάρτησης/ανισότητας και διακρατικών παιχνιδιών, αλλά το πως εγγράφονται στον εθνικό λόγο, και επιπλέον τις λύσεις που προβάλλονται (‘επιστροφή στη δραχμή’, ‘κλειστά σύνορα’, ‘εθνική αξιοπρέπεια’ κι ‘ανεξαρτησία’…), δηλαδή οτι η εξύφανση του εθνικού λόγου είναι η αυτονόητη αντίδραση που θα φέρει πρόοδο κ ανάπτυξη. Γίνανε όλοι υπουργοί εθνικής ανάπτυξης, αλλά κανείς δεν μιλάει για άλλες – ντόπιες – σχέσεις εξάρτησης/ανισότητας ή για το τι στο διάολο πια είναι η ανάπτυξη και η πρόοδος (και σε ποιούς αφορά), αν όχι εθνικές υποθέσεις. Άρα υποθέσεις που δεν μας αφορούν! Με αυτή την έννοια είναι δίκαιο να δειχθεί οτι ισχύουν και άλλα πράγματα… “αντικειμενικά” – ο ελληνικός ρατσισμός, ας πούμε, απέναντι στους μετανάστες. Όχι σαν απότοκο της “κρίσης”, αλλά ως θεσμίζον χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας εν ώρα κρίσης.

Εν ολίγοις, αφενός η ελλάδα δεν είναι περιφέρεια, γεγονός που μας κάνει καχύποπτες σε σχέση με το τι προσπαθούν να κάνουν και απο ποια θέση μιλάνε αυτοί που προκρίνουν μια τέτοια αντίληψη περί της θέσης της ελλάδας στον παγκόσμιο καπιταλισμό (φυσικοποίηση του εθνικού λόγου ως μόνη δυνατή λύση σε αυτό που θεωρούν ως πρόβλημα της νεο-αποικιοκρατίας), αλλά και σε σχέση με αυτούς που προσπαθούν με μεταμοντέρνες θεωρίες περί της αυτονομίας του σημαίνοντος να εξορθολογίζουν, παρότι απο κριτική δήθεν σκοπιά, την έπαρση της σημαίας. Αφετέρου, μας φαίνεται οτι πρόκειται ξεκάθαρα για ζήτημα οπτικής γωνίας (μια οικονομικής θεώρησης που αναγνωρίζει τον εαυτό στην θέση του θύματος αντι της θέσης του θύτη).

Και τα παραπάνω μπορεί να τα διαπιστώσει κανείς και με έναν άλλο σταθερό δείκτη που πάντα εμείς λαμβάνουμε υπόψη μας: από το πώς δρα, αντιδρά και συμπεριφέρεται ο άλλος, εννοούμε τον Άλλον, που βρίσκεται σταθερά και με το μαστίγιο εκτός ‘λαϊκών αγώνων’ και παιχνιδιών ‘επανανοηματοδότησης-ξεπλύματος’ που βρωμοκοπάνε εθνικισμό. Αυτοί οι ντεμοντέ ξένοι, λοιπόν, που χαλάνε τη σούπα, επιμένουν να βλέπουν – ξέρετε – έναν ορκισμένο εχθρό μπροστά στο γαλανόλευκο πανί. Με εντεινόμενα εχθρική διάθεση το τελευταίο τρίμηνο. Και ελπίζουμε να συνεχιστεί αυτή η ένταση.[9]


‘Μαύρα Μέτωπα’ (στα μπατζάκια σας)

Ας πούμε και το εξής για επιδόρπιο. Το που οδήγησαν αυτοί οι προχώ απολογισμοί της σημαιοφόρου ‘αγανάκτησης’ – και όχι μόνον αυτοί, το ξαναλέμε – φάνηκε πεντακάθαρα κι από την κατάληξη των κινητοποιήσεων ‘αγανακτισμένων’ (και μη) κατά τον εορτασμό της εθνικής επετείου της ελλαδάρας στις 28 Οκτώβρη 2011.[10] Εκεί, ανοργάνωτος όχλος μαζί με οργανωμένους αριστερούς, οπαδούς του Ηρακλή και φασίστες (πάντα σύμφωνα με το αστυνομικό δελτίο της τοπικής ασφάλειας, τουλάχιστον στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης) συνέχισαν το παιχνίδι των… ‘επανανοηματοδοτήσεων’. Δεν τους έφταναν τα στημένα ραντεβού ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, φαίνεται, κι είπαν να επιταχύνουν τη σύγκλιση δεξιού και αριστερού λαϊκισμού και πάνω στο παραδοσιακό πεδίο του δεξιού θεάματος: τις παρελάσεις. Διέκοψαν, λοιπόν, τις παρελάσεις πανελλαδικά για να μιλήσουν για το ‘λαό’ μας[11], την κρίση που πλήττει ‘τον τόπο μας’ και ‘την πατρίδα μας’ και άλλα τέτοια.[12]  «Το μήνυμα ήταν σαφές», για το Συνασπισμό: «να σταματήσει η εξόντωση της κοινωνίας, να σταματήσει ο κατήφορος της πατρίδας μας, να αγωνιστούμε για την αξιοπρέπεια μας. Η μετατροπή τελικά της παρέλασης σε μια αυθόρμητη λαϊκή εκδήλωση ιερής αγανάκτησης και  οργής  είναι αντάξια  των καλύτερων αγωνιστικών παραδόσεων  του λαού μας για εθνική αξιοπρέπεια , κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Οι σημερινές αυθόρμητες λαϊκές αντιδράσεις σε όλη την Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοηθούν. Αποτελούν το καλύτερο φόρο τιμής σε αυτούς που έδωσαν τη  ζωή  τους για αυτό το  τόπο» (υπογραμμίσεις δικές μας), έγραψαν οι κοινοβουλευτικοί καραμπελιάδες του Συνασπισμού.[13] Από κοντά κι όλα τα μεγάλα ή μικρά εθνομπολσεβίκικα ΚΚΕ: «Η κυβέρνηση και όλο το αστικό πολιτικό προσωπικό επιχειρούν να καπηλευτούν τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του λαού μας, να διαστρεβλώσουν τους στόχους της εθνικής απελευθερωτικής Αντίστασης και να τους ταυτίσουν με τις σημερινές επιδιώξεις της κυβέρνησης. Και αυτή είναι μια μεγάλη προσβολή για το λαό μας, για τους εργαζόμενους και για τη νεολαία»[14] (υπογραμμίσεις δικές μας). Αυτά, βέβαια, για την ελληνική αριστερά έχουν επιπλέον ενδιαφέρον όχι γιατί εσχάτως ανακαλύψαμε εθνικιστικά στοιχεία στον αριστερό λόγο (π.χ. χαρακτηρισμό των αριστερών μετώπων ‘κατά της κρίσης’ ως ‘εθνικοαπελευθερωτικών’), αλλά κυρίως αν εξεταστούν υπό το φως των μόλις προχθεσινών τους απόψεων. Ήταν το ίδιο κόμμα, ο συνασπισμός, που ανερυθρίαστα δύο μέρες πριν την αναγνώριση της επανανοηματοδότησης των παρελάσεων ως ‘εθνική αξιοπρέπεια’ και άλλα τέτοια, είχε βγάλει μια ανακοίνωση που ζητούσε κατάργηση των παρελάσεων … ως αναχρονιστικού θεσμού![15]

Το σίριαλ ‘η επανανοηματοδότηση’ έπαιξε, βέβαια, και σε αναρχική εκτέλεση: «Δεν ήταν απλώς ότι οι τάσεις οριστικής αποστοίχισης και ενεργού συμμετοχής έπαιρναν πάνδημο χαρακτήρα, αλλά γιατί φάνηκε η ικανότητα του πλήθους, μέσα από την καθολική συμμετοχή του, να αναδιαμορφώσει ταυτότητες, συνειδήσεις, να αλλοιώσει το μήνυμα εθνικών και άλλων επετείων, και στην ουσία αναδείχθηκε μια ικανότητα να επανακτήσει το δικαίωμα ορισμού της πραγματικότητας», έγραψε η ΑΚ Αθήνας[16]. Τώρα ποια αλλοίωση υπήρξε όταν ένα εθνικό μήνυμα απλώς αντικαταστάθηκε από ένα άλλο, δεν το καταλάβαμε.

Αλλά να πούμε και το άλλο. Μέχρι κι οι μπάτσοι είδαν με καλό μάτι το στοίχημα της ‘επανανοηματοδότησης’, μέσω μιας ωραίας και πολιτικότατης ανακοίνωσης που έβγαλαν τη μέρα εκείνη, έδωσαν κι εκείνοι ένα νέο νόημα στις παρελάσεις:[17] «Οι χώροι τέτοιων εκδηλώσεων, όπου τιμώνται εθνικοί αγώνες και οι πεσόντες στο καθήκον, δεν μπορούν να αποτελούν πεδίο αστυνομικής επιχείρησης αποκατάστασης τάξης». Για κακή τύχη της αριστεράς βέβαια, η ασφάλεια αποκάλυψε πως δίπλα στους 11 διωκόμενους αριστερούς και τους 4 διωκόμενους οπαδούς του Ηρακλή, διώκονταν και δύο φασίστες.[18] «Ακροδεξιά συνθήματα», λέει, φώναζαν, σε «εθνικιστικούς χώρους», λέει, ανήκαν. Λέτε να έκαναν λάθος οι μπάτσοι; Μπορεί. Εμείς θα πειθόμασταν παραπάνω για την εκδοχή λάθους αν βλέπαμε καμιά δημόσια αγανακτισμένη ανακοίνωση των περί ων ο λόγος ή των υπόλοιπων ‘15’ από τους διωκόμενους που να το διέψευδαν περίτρανα. Δεν είδαμε όμως τέτοια δημόσια διάψευση. Πιστεύουμε ότι οι μπάτσοι μάλιστα που δεν μας έχουν συνηθίσει σε διώξεις φασιστών, αναγκάστηκαν στην προκειμένη να τραβήξουν αυτιά γιατί τους ανάγκασε να το κάνουν το μπινελίκωμα[19] που έφαγαν λόγω της εσκεμμένης αδράνειας τους εκείνη την ημέρα. Βέβαια η αστυνομική διεύθυνση θεσσαλονίκης εξήγησε σε άπταιστα ελληνικά γιατί δεν επενέβη στις παρελάσεις για συλλήψεις[20], αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Εμείς, λοιπόν, δεν είδαμε δημόσια διάψευση των 17 για το ότι δύο από αυτούς είναι φασίστες. Κάποιες φήμες αναφέρουν την κωδική λέξη ‘αγανακτισμένοι’ για αυτά τα δύο άτομα. Μπερδεύτηκε, λέει, η ΓΑΔΘ – πήρε τους αγανακτισμένους για φασίστες. Ας το αφήσουμε εδώ το ζήτημα. Τι καλύτερη απόδειξη, λοιπόν, για το ότι το κίνημα ‘αγανάκτησης’ λειτούργησε σαν κολυμπήθρα του Σιλωάμ και … της άμεσης δημοκρατίας για φασίστες με τα όλα τους; Ούτε οι μπάτσοι πια δεν ξέρουν ποιοι είναι ποιοι! Τι κακό κι αυτό.

Άρα μήπως στην τελική μιλάμε για κάτι παραπάνω από ‘σύγκλιση δεξιού κι αριστερού λαϊκισμού’; Μήπως τώρα θα πρέπει να μιλάμε για χοντρό ποντάρισμα στον εθνικισμό, από όλες τις μπάντες; Μήπως για αυτό τα χώνουν στα κυβερνητικά ‘μαύρα μέτωπα’ οι ΣΥΝασπισμοί, τα μεγάλα και τα μικρά ΚΚΕ και ο καθένας; Τα ζηλεύουν; Η συνεργασία με φασίστες δεν είναι εξάλλου μόνο σκέψη και πρακτική που τριγύρισε στα κυβερνητικά επιτελεία, κυκλοφόρησε με επιτυχία και στην αριστερά του κράτους! Για να δούμε, όμως, και τη συνέχεια του έργου ανενόχλητοι, θα πρέπει προς το παρόν να συνεχίσει ανενόχλητο και το ανέμισμα της γαλανόλευκης κουράδας. Και, όπως είπαμε, όχι μόνον αυτού.

AntifaCasadelCampo,

 05/01/2011


[1] Επιλέγουμε δύο απολογισμούς, από τους πολλούς που διαβάσαμε, έναν που κατέθεσε η ομάδα της Σ.ΚΥ.Α. (συνέλευση για την κυκλοφορία των αγώνων) και έναν που κατατέθηκε μέσω του κομμουνιστικού περιοδικού Blaumachen στο διεθνές περιοδικό Sic. Δεν παίρνουμε ολόκληρους τους απολογισμούς αλλά ένα πολύ συγκεκριμένο μα κρίσιμο κομμάτι τους: τους απολογισμούς που γράφτηκαν για το σήκωμα ελληνικών σημαιών στο Σύνταγμα και αλλού σε ολόκληρη τη χώρα, στις περίφημες κινητοποιήσεις των αγανακτισμένων. Και δίχως να παραγνωρίζουμε ότι έχουμε ήδη ένα δομικό πρόβλημα αντίληψης και για την επιλογή αυτών των απολογισμών να περιορίσουν το ‘εθνικό φαινόμενο’ των πλατειών στις κραχτές σημειολογικές του αναφορές, δηλαδή το γαλανόλευκο πανί. Έτσι, αναγκαστικά, περιορίζεις και την όλη κουβέντα, μιας και το «έθνος», η ελλάδα σαν τέτοια, δεν απουσίασε ούτε από τα κείμενα των πλατειών, ούτε από τις πρακτικές τους. Αλλά ούτε και από τις σιωπές τους. Δηλαδή; Δηλαδή, είναι ένα ερώτημα που άξιζε να τεθεί και δεν τέθηκε: θα είχαμε πογκρόμ το Μάη του 2011 στην Αθήνα χωρίς ‘Σύνταγμα’ και ‘πλατείες’; Το ένα με το άλλο συνυπήρξαν, ισχυριζόμαστε – και όχι μόνο χρονικά.

[2] Σφήκα, τεύχος 1, Νοέμβρης 2011, της Σ.ΚΥ.Α., «Τα Ζητήματα», σελ. 2-3 από το κείμενο «Τεθλασμένες του Ανταγωνισμού».

[3] Τότε, τις άγιες εκείνες μέρες, που δεν είχαμε προβλήματα αυθορμητισμού με λάβαρα, είχαν κυκλοφορήσει προφανώς από μετανάστες και μετανάστριες τα τρικάκια «Δε μας θέλατε σημαιοφόρους, θα μας έχετε κουκουλοφόρους!». Και, κατά τα άλλα, στο βιλαμπάχο… ακόμα αναρωτιούνται τι νόημα φέρει η σημαία.

[4] Το μέρος «No Flags but the Greek flag» από το κείμενο The ‘Indignados’ movement in Greece, του Ροκαμαδούρ, στο περιοδικό SIC, Νο 1, November 2011 http://www.blaumachen.gr/2011/11/the-%E2%80%98indignados%E2%80%99-movement-in-greece/

[5] Greece in debt, eurozone in crisis, The Nation, June 2011, http://www.thenation.com/article/161685/greece-debt-eurozone-crisis

[6] Πως τους ενώνει και πως τους δονεί το εθνικό πανί, Sarajevo, τεύχος 53, Ιούλιος 2011,  http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_53/i53_p09_fla.html

[7] Και πράγματι, όταν την δεκαετία του ’70 το μέλλον της ελλάδας διαγραφόταν λαμπρό, κανείς δεν αμφέβαλλε πως “ανήκομεν εις την δύσιν”. Κοτζάμ ελλάδα, πως θα μπορούσαμε να συνταχθούμε με τους υπόλοιπους;

[8] Για ενα μεγάλο κομμάτι της αριστερής (βλ.πατριωτικής) διανόησης, τα “ανοιχτά σύνορα” και η παρουσία μεταναστών στην Ελλάδα, ισοδυναμούν με εκπλήρωση των επιταγών του κεφαλαίου. Για αυτούς τους φοβερούς τύπους η πραγματικότητα είναι σκληρή και επιβάλλει είτε σύνταξη με τον εθνικό κορμό είτε δωσιλογισμό (ανοιχτά σύνορα για μετανάστες και κεφάλαιο; για παραπέρα εμετό βλ. http://www.tsantiri.gr/koinonia-kinimata/ichitiko-kazakis-opios-ine-iper-ton-anichton-sinoron-ine-dosilogos.html).  Ωστόσο αυτά τα καθάρματα έχουν την λύση και σε αυτό: “δεν έχουμε πρόβλημα με τους μετανάστες (δεν είμαστε ρατσιστές, αλλά η μετανάστευση είναι πρόβλημα”… Έτσι, άνετα η παρουσία των μεταναστών ως “πρόβλημα” χρεώνεται στην άκρα δεξιά, ενώ οι οικουμενιστές διανοούμενοι μπορούν ήσυχοι στη συνέχεια να στοχαστούν αντικειμενικά πάνω στο γενικό πρόβλημα που δήθεν συνιστά η σύγχρονη μετανάστευση. Και για να πάμε και παραπέρα, άνθρωποι που πάνω που συνηθίσαμε με την ιδέα πως αποτελούν τους σύγχρονους εκφραστές της αγνής εθνικοφροσύνης (βλ. Μίκυ Θεοδωράκης) πρόσφατα σπέρνουν την διχόνοια εντός του εθνικού κορμού, διαχωρίζοντας μεταξύ των εαυτών τους (γνήσιοι πατριώτες) και των άλλων (εθνικόφρονες του ΛΑΟΣ). Εκεί, βέβαια, ίσως βρίσκεται και η μόνη μας ελπίδα. Οτι ο εθνικός κορμός δεν είναι (ακόμα) ενιαίος μέχρι αηδίας.

[9] Δεν τα είδε κανείς αυτά; 18χρονος πολωνικής καταγωγής σε μια βόλτα με σπαθί που έκανε στο σχολείο του στο Μαρούσι κατέβασε και έσκισε και τρεις ελληνικές σημαίες (στις 15 Νοέμβρη), άγνωστοι δράστες έσκισαν ελληνική σημαία στο δημοτικό σχολείο του χωριού Λεβαία Φλώρινας (στις 6 Νοέμβρη), 22χρονος Αλβανός μαζί με δύο φίλους του έσκισαν ελληνικές σημαίες στο χωριό Νεοχώρι Κυλλήνης της Ηλείας στις 17 και 21 Σεπτέμβρη. Δυστυχώς, κάποιοι δε λένε να εννοήσουν πως τα εθνικά σύμβολα πλέον επανα-νοηματοδοτήθηκαν. Αλλά που να καταλάβουν, θα μας πείτε, αυτοί από τη ρευστότητα της σημειολογίας όταν ζουν στο πετσί τους καθημερινά τη συμπαγή μπότα του ελληναριού: στο σχολείο, στη δουλειά, στο δρόμο, στην πλατεία.

[10] Παρέλαση λαϊκής οργής κατά του χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος, 28/10/2011, http://www.enet.gr/?i=news.el.ellada&id=321809 αλλά και Ή με τους ήρωες του «ΟΧΙ» ή με τους φαύλους του «ΝΑΙ σε όλα», 28/10/2011, http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=321996

[11] Και πάλι φυσικά χωρίς μετανάστες ανάμεσα τους. Και πάλι φυσικά χωρίς καμιά αναφορά στους μετανάστες στις προκηρύξεις τους – δηλαδή χωρίς καμιά αναφορά σε αυτούς που βιώνουν πρώτοι την κρίση και με τον χειρότερο τρόπο. Και βέβαια οι μετανάστες τι δουλειά έχουν με τις εθνικές επετείους των ελλήνων;

[12] Ήμουν κι εγώ εκεί στην παρέλαση του Λαού στις 28 Οκτώβρη https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1356734

[13] Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη ματαίωση της στρατιωτικής παρέλασης στη Θεσσαλονίκη,

http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=24858

[14] Ο λαός μετέτρεψε τις παρελάσεις σε λαϊκές διαδηλώσεις,

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1348738

[15] Να καταργηθούν οι παρελάσεις ζητά ο Συνασπισμός,

http://www.protothema.gr/politics/article/?aid=154748

[16] 6 ΔΟΣΕΙΣ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ,

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1353367

[17] Αστυνομία: Γιατί δεν κάναμε επέμβαση στην παρέλαση, 28/10/2011 http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4668856

[18] Δικογραφία κατά 17 ατόμων για τα επεισόδια της Θεσσαλονίκης, 15/11/2011 http://www.tovima.gr/society/article/?aid=430318

[19] Οργισμένη δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας, 28/10/2011, http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4668836

[20] Το ότι κανείς δεν πρέπει να μασήσει μπροστά στην όψιμη ευαισθησία της ΓΑΔΘ για τις παρελάσεις είναι κάτι αυτονόητο μιας και ήταν η ίδια ΓΑΔΘ που τον Οκτώβριο 2006 σε συγκέντρωση ενάντια στις παρελάσεις – που διοργανώθηκε από την Α.Κ. Θεσσαλονίκης – είχε φιλοδωρήσει με ουκ ολίγα χημικά και ξύλο (και μαχαίρια από φασίστες) τους παρευρισκόμενους, παρόλο που βρισκόνταν ακριβώς απέναντι από την εξέδρα των επισήμων και πήρανε κι αυτοί μια εσάνς. Το ίδιο έγινε και το Μάρτιο του 2006. Τότε, η ΓΑΔΘ φαίνεται μπορούσε και ψέκαζε άνετα τους χώρους όπου τιμούνται οι… πεσόντες. Για τη φαινομενική ή μη ‘αυτονόμηση πυρήνων της αστυνομίας’ τα τελευταία δυο χρόνια στην ελλάδα θα μιλήσουμε σε επόμενο κείμενο, αρμόζει θεματικά στα των μετατοπίσεων της δεξιάς εθνικοφροσύνης.

PDF