…για έναν πούστικο αντιφασισμό!
Πέρσι, τέτοια εποχή. Οι πλατείες γεμάτες. Ο κόσμος; Ο κόσμος είχε αφήσει τον καναπέ του και κατέβηκε στους δρόμους. Συζήτηση. Ζύμωση. Άμεση Δημοκρατία. Ο κόσμος γνώρισε από κοντά το αληθινό, το ανθρώπινο πρόσωπο της αναρχίας κι όχι αυτό που παρουσιάζεται στα δελτία των 8. Εκείνες οι μέρες ήταν μια ρωγμή. Από κει μέσα θα εφορμούσαμε στον ουρανό. Μας την χάλασαν οι μπάτσοι. Τα κατασταλτικά γουρούνια. Με τα ισραηλινά δακρυγόνα. Εκεί, λοιπόν, λίγο πριν την στραπατσαριμένη έφοδο προς τον ουρανό, έπαιξε και μια στιγμή αμηχανίας. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που πατήσαμε το ποδαράκι μας – η αλήθεια είναι – σύνταγμα μεριά. Ήταν όταν, στις 4 Ιουνίου του 2011, το gay pride συναντήθηκε με τους ‘αγανακτισμένους’. Δεδομένης της εποχής, η παγωμάρα αυτής της συνάντησης, είχε και κάτι το όμορφο. Μια γιορτή ομοφυλόφιλης περηφάνιας συναντούσε ένα τσίρκο εθνικής γκρίνιας και λογικό ήταν να υπάρχει μια κάποια δυσφορία. Αλλά αυτό το κείμενο δεν θα μιλήσει για ένα τόσο εύκολο να αποδειχτεί ζητούμενο: τον διάχυτο ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μη ετεροκανονικούς. Θέλουμε, πιο συγκεκριμένα, να πάμε στο πεδίο της ομοφοβίας στον αντιφασισμό, άμεσο ενδιαφέρον μας. Κι όχι να επιχειρηματολογήσουμε γιατί δεν «μας» συμφέρει να την διατηρούμε. Εξάλλου, ποιον αφορά αυτό το «μας»; Απλά, θέλουμε να την εκθέσουμε και να βάλουμε τα άλλα θεμέλια στην κουβέντα, τα δικά μας.
Δεν θα προκαλέσει έκπληξη σε κανέναν αν διατυπώσουμε την αντίληψη ότι πολλά στερεότυπα, προκαταλήψεις και ιδέες μίσους έχουν επιβιώσει και ταξιδέψει μέχρι τον 21ο αιώνα από τα βάθη του μεσαίωνα και πιο πίσω ή και από τον ύστερο 19ο αιώνα και πιο μετά. Το μίσος ταξιδεύει, γενικά μιλώντας. Αυτό που είναι διαφορετικό στην εδαφικοποίηση αυτού του μίσους, όμως, σε σχέση με τον 19ο αιώνα ή το απώτερο παρελθόν πάντα, είναι ο ραγδαία αναπτυσσόμενος νομαδισμός του. Μια προκατάληψη που παλιότερα θα παρέμενε εγκλωβισμένη σε μια ορισμένη γεωγραφική επικράτεια, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης μέσων για να διαδοθεί πιο πλατιά, σήμερα διαδίδεται ευκολότατα. Και το πιο απομακρυσμένο χωριό ή πόλη μπορεί να ενημερωθεί για τις τελευταίες εξελίξεις στη σύγχρονη μόδα του μίσους που συνήθως πάει αγκαζέ με την κυρίαρχη λήθη. Στο παζάρι των στερεοτύπων, αυτών των αγκαζέ με τη λήθη πάντα, έχουμε προσέξει ότι εξέχουσα θέση έχει η ψυχολογικοποίηση του φασισμού (και των φασιστών επομένως) και η, συνεπακόλουθη με αυτήν, εμφιλοχώρηση ρατσιστικών προς την ομοφυλοφιλία αντιλήψεων. Αναφερόμαστε στην ‘ιδέα’ πως οι φασίστες διακατέχονται από μια καταπιεσμένη ομοφυλοφιλική επιθυμία. Σε δεύτερο χρόνο, το ότι διακατέχονται (υποτίθεται) από αυτή την επιθυμία έχει άμεση σχέση με αυτά που κάνουν και χαρακτηρίζονται ως ‘φασίστες’, τη βία δηλαδή που ασκούνε. Να το κάνουμε πιο συγκεκριμένο; Δεν πρόκειται περί περιθωριακής ιδέας, πρόκειται περί εξέχουσας αντίληψης υποκειμενοποίησης του φασισμού. Έχει μιληθεί, έχει διαδοθεί, έχει τραγουδηθεί.
“Στο σώμα ασφαλείας κάποιου επισήμου
θα κρύβεται η gay ψυχοσύνθεσή μου
τη δασκάλα που με χτύπαγε δεν θα κατηγορώ,
αφού το γκλομπ μου τώρα θα ’ναι συνέχεια σκληρό”.
[Πολισμανία, συγκρότημα ‘Βαβυλώνα’ 1999]
Έχει, επίσης, όψιμα, απεικονιστεί.
Έχει απεικονιστεί προκειμένου να πατήσει πάνω στα ευρέως διαδεδομένα πατριαρχικά και ετεροσεξιστικά πρότυπα της ελληνικής κοινωνίας και να τα συμμεριστεί, για να ταχθεί – υποτίθεται – ενάντια στον φασισμό. Μα, τι οργή να επιδείξει κανείς απέναντι στους νεοναζί όταν για αυτό το σκοπό κινητοποιεί το μηχανισμό του αποκλεισμού/στιγματισμού κάποιων ‘διαφορετικών’ αυτής της κοινωνίας, των ‘πούστηδων’; Μήπως για να μισήσουμε τους νεοναζί χρειαζόμαστε στο οπλοστάσιο μας τις χειρότερες ιδέες της συνάντησης του μαρξισμού και της ψυχανάλυσης: ότι, δηλαδή, τα μπράτσα των φασιστών δεν είναι παρά μια βιτρίνα που κρύβει την καταπίεση της δικής τους σεξουαλικότητας; Για άλλη μια φορά ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αριστερή μεταφυσική, μα κυρίως το ρατσισμό τους προς τους μη ετεροκανονικούς. Λες κι αν οι ή κάποιοι φασίστες είναι ‘πούστηδες’, τι; Είναι αυτό κάποια συμπληρωματική ή αλληλένδετη κατηγορία στον φασισμό τους άραγε;
Προφανώς και μιλάμε για έναν (στρέιτ πάντα) μύθο που αρέσκεται να αυτο-επιβεβαιώνεται υποκριτικά κι από ‘αριστερά’. Το υποκριτικό έγκειται στο εξής: όταν ο φασίστας απειλεί ότι θα σηκώσει το χέρι στον ομοφυλόφιλο, δεν πρόκειται παρά για ‘καταπιεσμένο ομοφυλόφιλο’, όταν πράγματι όμως σηκώνει το χέρι στη λεσβία βουλευτίνα του ΚΚΕ, τότε έφταιγε ότι αυτή ανήκε στο ΚΚΕ, έφταιγε ότι είναι βουλευτίνα ή, βέβαια, και πιο κυνικά – δεν μας νοιάζει.
Πρέπει κι αυτή η «αντιφασιστική» συμπεριφορά να καταχωρηθεί μέσα στο μακρύ κατάλογο των τρανταχτών «αντιφασιστικών επιχειρημάτων» που ψέγουν τους νεοναζί για το ότι δεν είναι ‘συνεπείς’ εθνικοσοσιαλιστές. Εδώ πρέπει να κατανοήσει κανείς ότι αυτό ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι: αντιφασισμός. Όταν λαμβάνει κανείς δεδομένο τον εθνικοσοσιαλισμό σαν σώμα ιδεών – παρά σαν συνωστισμό δολοφονικών ενστίκτων – και τον κριτικάρει με όρους συνέπειας και ασυνέπειας (άλλα παραδείγματα: είναι αγράμματοι, είναι ανορθόγραφοι, είναι μαφιόζοι,ο άρχηγος τους είναι μελαμψός κτλ, λες και απαγορεύεται να είναι όλα αυτά οι νεοναζί), κάνει ταυτόχρονα το πρώτο βήμα σχετικοποίησης και συνδιαλλαγής με τον ‘δολοφόνο’. Να το συζητήσουμε το πράγμα βρε παιδί μου… αλλά με τέτοια ελληνικά, δεν πας μπροστά… Με μια τέτοια τακτική, θα έπρεπε σύντομα να καταλάβουμε – κι όσο πιο σύντομα τόσο το καλύτερο, ιδιαίτερα για όσους από εμάς είμαστε και εν δυνάμει θηράματα των νεοναζί και δευτερευόντως των συγκεκριμένων «αντιφασιστών» – πως οι τελευταίοι και τα σχετικά επιχειρήματά τους, για συγκυριακούς και μόνον λόγους βρίσκονται να χρησιμοποιούν την ταμπέλα του ‘αντιφασισμού’ και να στέκονται πλάι μας, ηγεμονεύοντας πάνω στην ταμπέλα αυτή νοηματικά με στιγματιστικές και ρατσιστικές, βέβαια, αντιλήψεις. Επειδή, όμως, αντιφασισμός – τουλάχιστον οργανωμένος και συλλογικός – σημαίνει και να θέλεις και να προσπαθείς να περάσεις από την κατάσταση του εν δυνάμει θύματος και στην κατάσταση του εν δυνάμει θύτη των δημίων σου, είμαστε αναγκασμένες να γράψουμε αυτές τις αράδες εδώ, τόσο για να ξεκαθαρίσουμε τις δικές μας θέσεις πάνω στο ζήτημα, όσο και για να δείξουμε σε αυτούς που θέσει βρίσκονται στο πλάι μας πως δεν έχουν κανένα συμφέρον (επιβίωσης) να συστρατεύονται σε έναν αντιφασισμό που δεν είναι τουλάχιστον υπερήφανος που είναι πούστικος (και όλα τα άλλα κακά…). Το να βρει κανείς, κάποια από τα ιστορικά-ιδεολογικά νήματα αυτής της συγκεκριμένης ιδεοληψίας που συζητάμε εδώ, λοιπόν, θα ήταν ωφέλιμο για την ανάδειξη της ιστορικής διαδρομής του μύθου και άρα το ξεμπρόστιασμα του, για αυτούς που έχουν αυτιά και μάτια ανοιχτά.
Βρίσκουμε όλο και συχνότερα σε απολίτικους μαλάκες μπλόγκερ ή και – εν είδει υπονοούμενου – στον ριζοσπαστικό λόγο αυτό που με συμπαγή τρόπο εξέφρασαν οι Βαβυλώνα, το παλιό χιπ χοπ (low bap) συγκρότημα στο στίχο που παραθέτουμε στην αρχή του κειμένου και ο οποίος μιλάει για την gay ψυχοσύνθεση ενός μπάτσου. Ήδη ο όρος ‘gay ψυχοσύνθεση’ μυρίζει βιολογικοποίηση αλλά και γενικότερα η γενίκευση του τραγουδιού,φαίνεται να κάνει μια αθέμιτη τουλάχιστον σύγκριση μεταξύ ομοφυλόφιλης επιθυμίας και (φαντασιώσεων) εξουσίας. Το συγκεκριμένο κομμάτι παίζεται και σε πολλές αναρχικές ή αριστερές μικροφωνικές ή πάρτυ μιας και θεωρείται ένα από τα πιο πετυχημένα αντι-μπατσικά τραγούδια – έτσι ο ύποπτος στίχος περνάει σχεδόν απαρατήρητος ή καλύτερα απολύτως νομιμοποιημένος. Το στρέιτ, εξάλλου, σε μεγάλο βαθμό κοινό του τραγουδιού και κοινότητα των ριζοσπαστικών χώρων δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα.
Αν όλη η αντιπαράθεση περιοριζόταν, όμως, γύρω από ένα τραγούδι, το πράγμα θα ήταν σχετικά απλό βέβαια: βάζει ή δεν βάζει κανείς το τραγούδι να παίξει, μετά από τη σχετική καταγγελία κάποιων και ο καθένας και η καθεμιά γνωρίζουν που βρίσκονται σε αυτή την αντιπαράθεση, δηλαδή με τον ετεροσεξισμό ή εναντίον του.[1] Δυστυχώς, όμως, η αντιπαράθεση δεν αφορά μόνο στο συγκεκριμένο κομμάτι. Το στερεότυπο πως όποιος ασκεί εξουσία – κυρίως μπάτσοι και φασίστες – είναι ομοφυλόφιλος που καταπιέζει την σεξουαλική του επιθυμία κι αυτή με τη σειρά της ως αντεστραμμένη πια επιθυμία μετατρέπεται σε επιθυμία εξουσίασης των άλλων και ίσως εξουσίασης του εαυτού από κάποιον άλλον, είναι αρκετά διαδεδομένο και εντός των λεγόμενων ριζοσπαστικών κύκλων γενικότερα – έστω κι αν το αναλυτικό background του μύθου δεν δηλώνεται με την αντίστοιχη ευγλωττία. Αντίστοιχα, το «πούστη μπάτσε» δεν είναι μόνο στίχος των terror-x-crew αλλά και κοινή πεποίθηση και πολλές φορές βρισιά, συχνά απευθυνόμενη σε μπάτσους (και φασίστες)[2]. Το ίδιο το Indymedia Athens, από την άλλη, αφήνει στα ηλεκτρονικά του δωμάτια να βρίζει κανείς τους χρυσαυγίτες και τον Μιχαλολιάκο ως «πούστηδες» κτλ[3], δηλαδή να επιτίθενται στους φασίστες εκθηλύνοντας τους, κάνοντας χρήση δηλαδή κλασικών στρατηγικών των ηγεμονικών αρρενωποτήτων όταν οι τελευταίες προσπαθούν να … μειώσουν ή να εξευτελίσουν, απομονώσουν κτλ άλλες αρρενωπότητες, κάνοντας τες ίσως να αισθανθούν ντροπή (;) ή φόβο (;). Αυτό που καταφέρνει κανείς εκεί, είναι όχι μόνο να αποδώσει την ομοφυλόφιλη επιθυμία ως στίγμα σε κάποιον αόρατο φασίστα ο οποίος πιθανόν να είναι εξίσου ετεροσεξιστής με όλη την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά και αρθρώνει την ίδια την επιθυμία ως στίγμα κάνοντας την εξίσωση ‘gay = φασίστας’. Πολύ βολικό ε; Δηλαδή η ετεροφυλόφιλη επιθυμία που φαίνεται να είναι η κυρίαρχη σήμερα, η πλειοψηφική δηλαδή (και στους πολιτικούς αριστερούς ‘χώρους’), θα ‘πρεπε να συμπεράνουμε ότι έχει να κάνει με την υγιή σεξουαλικότητα του αντιφασίστα; Πάλι οι ετερό- ως οι μόνοι ‘υγιείς’;
Η αναβίωση αυτών των ετερό- μύθων φαίνεται να γνώρισε μια πρόσφατη αναζωπύρωση τη δεκαετία του 2000, μετά τους σύντομους θριάμβους και θανάτους δύο φασιστών ηγετών της Ευρώπης οι οποίοι ήταν ομοφυλόφιλοι: του Γκέοργκ Χάϊντερ στην Αυστρία και του, ανοιχτά ομοφυλόφιλου, Πιμ Φόρτουιν στην Ολλανδία. Αμέσως, δύο ή δέκα φασίστες που ήταν ομοφυλόφιλοι ήταν η αφορμή για να φυσικοποιήσει κανείς στο πρόσωπο του φασίστα την ομοφυλοφιλία και να τη συνδέσει με αυτό που ήπια λέγεται ‘ολοκληρωτισμός’. Καμία σκέψη, φυσικά, σύνδεσης της τεράστιας πλειοψηφίας των φασιστών και μη βουλευτών και υπουργών και αρχηγών κρατών που είναι ξεκάθαρα δηλωμένοι ετερό- και μάλιστα κάνουν πολιτική πάνω σε αυτή τους τη σεξουαλική ταυτότητα… (π.χ. Μπερλουσκόνι, Σαρκοζύ αλλά και στα δικά μας το 99% όλων των … πολιτικών ανδρών), έτσι; Για παράδειγμα, να σκεφτεί κανείς ότι αυτός ο μαφιόζικος μπερλουσκονισμός που ασκήθηκε πρόσφατα στην Ιταλία και, ίσως, συνεχίζει να ασκείται είναι μια συνεπής στρέιτ πολιτική, με κυρίαρχα στρέιτ πρότυπα στη βιομηχανία των ιταλικών ΜΜΕ αλλά και με κυρίαρχα στρέιτ πρότυπα, γενικότερα, που συνοδεύουν τον πρώην ‘πρώτο άνδρα’ της χώρας να φλερτάρει αλλά και να αναπτύσσει τις σχέσεις του με την ιταλική βιομηχανία της πορνείας. Αλλά που σκέψεις για τέτοια…
Ιστορική Αναδρομή
Ακόμη κι οι μύθοι, όμως, έχουν τις δικές τους ιδεολογικές πηγές και ακρούλες στη ριζοσπαστική σκέψη (και την αντιφασιστική): στον Freud, το Μαοϊσμό και ίσως τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις αποχρώσεις των κομμουνιστικών κομμάτων από αυτό του Τσε στην Κούβα μέχρι τους σύγχρονους νομιμόφρονες κομμουνιστές του ΚΚΕ[4]. Εδώ, δεν έχουμε το χρόνο να πάμε να ψάξουμε προς τα πίσω την πηγή αυτού του στερεοτύπου χωρίς να γράψουμε μια νέα ολόκληρη ιστορία της (αριστερής) διανόησης του πρώτου μισού του 20ου αιώνα και γιατί όχι και κομματιού του 19ου αιώνα (π.χ. τα γραπτά του Ένγκελς γύρω από την οικογένεια).
Πέρα από την διάχυτη ετεροσεξιστική διάθεση που χαρακτήριζε πολλές από αυτές τις τάσεις και πηγές, το στερεότυπο στο οποίο συντείνουν, φαινεται να είναι ότι: ο φασισμός, ως κοινωνικός (ολοκληρωτικός) σχηματισμός, και η ομοφυλοφιλία, ως… ψυχολογικό χαρακτηριστικό, αποτελούν και τα δύο σημάδια παρακμής του ύστερου καπιταλισμού.
Από τη μαρξιστική μπάντα: όσο ο φασισμός ερμηνεύεται ως ένα σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού, το τελευταίο καταφύγιο της αστικής τάξης για να τρομάξει το προλεταριάτο, κι όσο η ομοφυλοφιλία φυσικοποιούταν ως αστική ποιότητα αλλοτρίωσης από την ανθρώπινη (προλεταριακή) ουσία, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως συνδέθηκε ο αντιφασισμός και το μίσος ενάντια στους/στις ομοφυλόφιλους/ες.
Ο σταλινισμός ή ο μαοϊσμός ήταν τα ιστορικά κανάλια που δέχθηκαν να τρέξει αυτό το κουβάρι μύθων μέσα τους. Αλλά, επίσης, κι αυτά τα ποτάμια αίματος. Θα μπορούσε να ήταν και κάποια άλλα. Και ήταν. Και στην καπιταλιστική, φιλελεύθερη – κατά τα άλλα – Δύση. Ο στόχος ήταν ένας και κοινός. Η στοχοποίηση των ομοφυλόφιλων. Και η εξόντωση τους. Αυτή η σύμπνοια μεταξύ καπιταλισμού και υπαρκτού σοσιαλισμού ή, αν θέλετε ακόμη, και μεταξύ προτεσταντών και καθολικών στην Ιρλανδία, δείχνει πως ιστορικά αυτό που παγιώθηκε να λέγεται ετεροσεξισμός, έπαιξε ρόλο κοινωνικής συσπείρωσης και συνοχής ακόμα και μέσα σε εποχές που τα εθνικά κοινωνικά σώματα ήταν πολωμένα κάθετα για χίλιους δυο άλλους λόγους.
Κι αυτό μας λέει βέβαια, γενικά, ότι όση σχέση έχει η ομοφυλοφιλία με την αστική τάξη, άλλη τόση έχει κι ο φασισμός μαζί της. Ιστορικά, αντιθέτως, κοινές φαντασιακές διαδρομές φαίνεται να έχουν η κανονικοποίηση της ετεροσεξουαλικής κλίμακας (και το παρεπόμενο μίσος για το «Άλλο» της, τον μη-στρέιτ, τον μη- οικογενειάρχη) και η άνθιση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος με τα διάφορα υποκείμενα του (τον ‘επιχειρηματία’, τον ‘εργάτη’ κτλ), αλλά και βέβαια ο φασισμός με την υπεράσπιση της ‘αγίας οικογένειας (και ετεροσεξουαλικής αναπαραγωγής)’. Με λίγα λόγια, αν η ομοφυλοφιλία ‘ανακαλύφθηκε’ στα χρόνια του πρώιμου καπιταλισμού, αυτό έγινε γιατί σε αυτά τα ίδια χρόνια ανακαλύφθηκε η ετεροφυλοφιλία. Σε άλλες εποχές και άλλες κοινωνίες, η διάκριση ετεροφυλοφιλίας-ομοφυλοφιλίας δεν υπήρξε απαραίτητη και άρα δεν υπήρχε και η ανάγκη να εφευρεθούν κι αυτές σαν έννοιες. Η Δύση, λέμε, έβαλε το χεράκι της εκεί. Και να ‘ταν μόνο αυτό; Η αλήθεια είναι ότι αυτό το κείμενο εστιάζει, όμως, περισσότερο σε αυτούς που, όντας μέσα στη Δύση, της ασκούν μια κάποια κριτική. Και αφού, βέβαια, και οι ίδιοι, αυτοί οι τελευταίοι, της αριστεράς και του αντιφασισμού δηλαδή, έχουν δημιουργήσει και εφαρμόσει τα δικά τους στερεότυπα. Αλίμονο στους ομοφυλόφιλους που δεν θέλανε/θέλουνε να ρίξουν τον καπιταλισμό! Αλίμονο στα θύματα του φασισμού που δεν ασπάζονταν τη μαρξιστική ή όποια άλλη θεολογία.
Οι φασίστες δεν είναι κρυφο-αδερφές
είναι τα τσιράκια της ετεροφυλοφιλίας! [5]
Ας υπενθυμίσουμε ότι οι ναζί άρχισαν να γεμίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με ομοφυλόφιλους γερμανούς και αυστριακούς άνδρες από το 1933 – και με μεγαλύτερη ένταση από το 1937 – όπου μάλιστα τους φορούσαν το γνωστό ‘ροζ τρίγωνο’ στη στολή του κρατουμένου. Παραδόξως (;), την ίδια περίοδο περίπου ο Μαξίμ Γκόρκι έγραφε, επιβεβαιωτικά, από τη Σοβιετική Ένωση: «Αν εξαλειφθούν όλοι οι ομοφυλόφιλοι, τότε και ο φασισμός θα εξαφανιστεί» (1934).[6]
Χρόνια αργότερα και πριν τη λεγόμενη ‘νύχτα των μεγάλων μαχαιριών’, ήταν πάλι οι SS που σε μια απόπειρα έξωσης των SA από τον μηχανισμό εξουσίας, επικαλέσθηκαν ως κατηγορία και την ομοσεξουαλικότητα τους. Αυτό δείχνει πως, ξεκάθαρα, στο ζήτημα αυτό και στον ‘χώρο’ αυτό, η ομοσεξουαλικότητα ως αμάρτημα … δεν συγχωρούταν. Στις 30 Ιουνίου του 1934, ο χίτλερ συνέλαβε τον ηγετη των SA (= τάγματα εφόδου) Ernst Röhm. Η SA ηταν μια παρακρατική/ παραστρατιωτική οργάνωση του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην άνοδο του χίτλερ. Τη νύχτα εκείνη ξεκίνησε ένα κύμα εκτελέσεων των ηγετών της SA, καθώς και συλλήψεων των στελεχών της σε όλη την γερμανία. Ο Röhm, τελικά, εκτελέστηκε την 1η Ιούλη του 1934 μετά τις ακραίες αντιπαραθέσεις για τον ρόλο της SA στο 3ο ράϊχ, στα θέματα της οικονομίας αλλά και τον γενικότερο ανταγωνισμό μεταξύ SA και SS.[7] Οι εκτελέσεις πλασαρίστηκαν στην κοινή γνώμη με την κατηγορία της συνωμοσίας … και της ομοφυλοφιλίας, η οποία «υπονόμευε τον υγιή γερμανικό λαό» (παρεπιμπτόντως να πούμε ότι σε όλη την διάρκεια του εθνικοσοσιαλισμού, χρησιμοποιούταν συχνά η “κατηγορία” της ομοφυλοφιλίας για την εξόντωση των εκάστοτε αντιπάλων):
«Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι από μια συγκεκριμένη κοινή π ρ ο δ ι ά θ ε σ η, άρχισε να δημιουργείται στην SA μια φράξια, η οποία δεν αποτελούσε μονάχα έναν συνωμοτικό πυρήνα ενάντια στις φυσιολογικές αντιλήψεις περί υγείας του λαού αλλά και έναν πυρήνα ενάντια στην κρατική ασφάλεια.»
[ο χίτλερ στο ράϊχσταγκ (κοινοβούλιο) σε λόγο του για τις εκτελέσεις αυτές].
Σημείωση: τόσο οι ναζί όσο και η αριστερά χρησιμοποιούσαν τότε την λέξη «προδιάθεση» (γερμανικά: “Veranlagung”) για να χαρακτηρίσουν την ομοφυλοφιλία.
Όλα αυτά όχι μόνο δεν οδήγησαν στην αλλαγή των αντιλήψεων της αριστεράς για τους ομοφυλόφιλους – η οποία μέχρι τότε μιλούσε περί «τρίτου ράϊχ ομοφυλόφιλων» – αλλά έγινε το ακριβώς αντίθετο! Η γερμανική αριστερά μετά τη ‘νύχτα των μεγάλων μαχαιριών’ άσκησε κριτική στον χίτλερ, καταλογίζοντας του ‘υποκρισία’ για το ότι δεν «τους» εκτέλεσε όλους. Τον κατηγόρησε για ασυνέπεια, σα να λέμε! Για να το αποδείξει, μάλιστα, αυτό έδωσε στον χίτλερ ονόματα ομοφυλόφιλων ναζί ή αυτών που η αριστερά θεωρούσε ομοφυλόφιλους και δεν είχαν εκτελεστεί. Έτσι, η γερμανική αριστερά σε μια υψηλή στιγμή συνέπειας αποδείχτηκε περισσότερο πρόθυμη για ετεροσεξιστικές δράσεις παρά για αντιφασιστικές (ο ενημερωμένος αντιφασίστας αναγνώστης θα γνωρίζει ότι λίγα έχουν αλλάξει από τότε).
Δίνουμε ελάχιστα μόνον παραδείγματα από την πληθώρα των τότε κειμένων της αντιφασιστικής εξόριστης αριστεράς:
«Ναι, λοιπόν, αν απομακρύνονταν όλοι οι ομοφυλόφιλοι από το σώμα και την ηγεσία της SA, δεν θα έμενε στο τέλος τίποτα άλλο παρά το αξιοθρήνητο κατάλοιπο μιας μικρής ομαδούλας ανθρώπων, ναι λοιπόν, και παρόλο που υπάρχει η παράγραφος §175 [8] ο υπουργός Heß παραμένει αντιπρόεδρος του χίτλερ, ναι, ακόμα κι ο BaldurvonSchirach είναι μέχρι και σήμερα ηγέτης της νεολαίας, ναι, ο κύριος Kaufmann ακόμα και σήμερα διοικητής του Αμβούργου, ο HelmutBruckner μέχρι και σήμερα ανώτατος πρόεδρος στο Breslau, ο Koslo μέχρι και σήμερα ηγέτης των SA στο Liegnitz, ναι λοιπόν, είναι γενικά γνωστό ότι τα μέλη του γερμανικού θεάτρου, μόνο τότε μπορούν να κάνουν καριέρα στο θέατρο, μόνον αν έχουν την ‘ατυχή προδιάθεση’ του 3ου ράϊχ, ναι λοιπόν, στη νεολαία χίτλερ κυριαρχούν τρομακτικές καταστάσεις και χιλιάδες ομάδες της νεολαίας δεν αποτελούν παρά σχολειά της ομοφυλοφιλίας.»
[από τη σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα των γερμανών εξόριστων αντιφασιστών
«Ξανά Εμπρός»]
«Ενας παχύς, θηλυκός τύπος με ανάλογες προτιμήσεις», έγραφε το κομμουνιστικό στέλεχος Heinz Pol για τον ναζί Baldur von Schirach.
Κι όταν, παρά την κοινοποίηση των ονομάτων, δεν έγιναν οι πολυπόθητες εκτελέσεις, έγραφαν:
«Υπάρχουν ακόμα και σήμερα κάποιοι επίμονοι που το πιστεύουν ίσως, οι εφημερίδες του εξωτερικού κατονόμασαν, εξάλλου, στον γερμανό καγκελάριο καθαρά και ξάστερα τα ονόματα εκείνων των ηγετών, για τους οποίους ισχύει ότι απολαμβάνουν τα ίδια πάθη και σήμερα, με την ίδια ξεδιαντροπιά. Όλοι αυτοί, όμως, παραμένουν στις θέσεις τους, υπερήφανοι όσο ποτέ, στην υπηρεσία τους και με την αξιοπρέπεια τους.»
[στην «Νέα Εφημερίδα του Λαού», εφημερίδα εξόριστων γερμανών αντιφασιστών στη Νέα Υόρκη]
Βέβαια, με κάτι τέτοιες θεωρητικές βάσεις του στυλ «η ομοφυλοφιλία απεικονίζει ένα εξαιρετικά ισχυρό ψυχικό αγκυροβόλημα της φασιστικής ιδεολογίας» (Wilhelm Reich), τι άλλο να περιμένει κανείς; Όλα τα παραπάνω άρχισαν να κοπάζουν, όχι ότι σταμάτησαν οριστικά, μόνο όταν άρχισαν να γίνονται γνωστές και οι εξοντώσεις χιλιάδων (γερμανών και αυστριακών) ομοφυλόφιλων αντρών στα στρατόπεδα εξόντωσης. Έπρεπε, με λίγα λόγια, να υπάρξουν τόσες χιλιάδες θύματα για να το βουλώσει (τονίζουμε και πάλι: εν μέρει) επιτέλους η αριστερά!
Πως μίλησαν για την ομοφυλοφιλία αυτοί που θέλησαν να αλλάξουν τον κόσμο; (Όπως και οι άλλοι που τον θέλανε να παραμείνει ίδιος.)
Είπαμε στο ‘μανιφέστο για έναν ανθελληνικό αντιφασισμό’[9] πως παρόλο που στις πηγές μας βρίσκουμε την κριτική της ιδεολογίας (και από πλευράς κριτικής θεωρίας), δεν μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί της, τόσο γιατί είναι ανεπαρκής βέβαια όσο και γιατί – ως θεωρία που γυρεύει τη σφαιρική της ολοκλήρωση – καταντά προβληματική και μερικές φορές εχθρική ιδεολογία. Εδώ, έχουμε ένα καλό παράδειγμα περί του τελευταίου γύρω από τα πρώτα βήματα της κριτικής θεωρίας στην Ευρώπη: στη στάση δηλαδή που πήραν οι της κριτικής θεωρίας (Σχολή Φρανκφούρτης) γύρω από τη διάδοση των ετερό- μύθων. Η κριτική στον Αντόρνο, την κριτική θεωρία και τη Σχολή, βέβαια, που θα γίνει, δεν τους αναδεικνύει τόσο ως ‘πατέρες’ του ετεροσεξισμού όσο ακόμη μια θεωρητική τάση του μαρξισμού, από τις ποιοτικές και κοινά αποδεκτές μάλιστα, που συμμεριζόταν τις ετεροσεξιστικές προκαταλήψεις που κυκλοφορούσαν στην πιάτσα την εποχή: στην ακαδημία, στο μαρξισμό των κινημάτων και της θεωρίας, στην κοινωνιολογία.[10] Τα σκόρπια ετεροσεξιστικά σχόλια μέσα στη ‘Διαλεκτική του Διαφωτισμού’ αλλά και τα ‘Minima Moralia’ είναι ενδεικτικά για αυτό ενώ ο Έριχ Φρομ, επίσης εκπρόσωπος της κριτικής θεωρίας, θα μπορούσε να κατηγορηθεί ακόμα πιο στιβαρά ιδιαίτερα σε ένα από τα γνωστά κείμενα του που, ακολουθώντας τις παραπάνω διαδρομές του Βίλχελμ Ράϊχ, προσπάθησε να συνδέσει την ομοφυλοφιλία με το φασισμό.
Αλλά αν είναι να ξεκινήσει κανείς να ασχολείται με το θέμα, θα καταλάβει αρκετά νωρίς ότι ο ετεροσεξισμός ήταν ένα από τα αποπαίδια της δύσμοιρης συνάντησης μαρξισμού και ψυχανάλυσης, ή Μάρξ και Φρόυντ: “Η αγάπη [του άντρα] προς τη γυναίκα σπάει τους συλλογικούς δεσμούς της φυλής, του εθνικού διαχωρισμού και του κοινωνικού ταξικού συστήματος και, άρα, παράγει σημαντικές επιδράσεις ως πολιτισμικός παράγοντας. Και μοιάζει, βέβαιο, ότι η ομοερωτική αγάπη μοιάζει πολύ πιο συμβατή με τους δεσμούς μιας ομάδας, ακόμα κι όταν παίρνει τη μορφή των ανεμπόδιστων σεξουαλικών τάσεων” (Φρόϋντ, σελ. 123). Αυτό βέβαια επιβεβαιώθηκε και από τον γερμανικό φασισμό όπου η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην απροκάλυπτη και την καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία, όπως και με τον απροκάλυπτο και τον καταπιεσμένο σαδισμό, ήταν πολύ πιο αδρή από ότι στη φιλελεύθερη κοινωνία της μεσαίας τάξης”, λέει ο Αντόρνο, παραθέτοντας τον ‘πατέρα της ψυχανάλυσης’. [11][12]
Το παραπάνω επιχείρημα δίνεται από τον Αντόρνο μετά από συγκεκριμένη αναφορά στη θεωρία της προβολής του ίδιου του Φρούντ. Ο συνδετικός κρίκος είναι η αδυναμία των αμυντικών μηχανισμών του Εγώ να κατευθυνθούν προς τα καταπιεσμένα του στοιχεία: «Υπό την πίεση της ομοφυλοφιλικής επιθετικότητας, ο μηχανισμός της ψυχής ξεχνά την πιο πρόσφατη φυλογενετική του επιτυχία, την αυτογνωσία, και βιώνει αυτή την επιθετικότητα ως τον εχθρό του κόσμου που το καλύτερο για το Εγώ θα ήταν να τον αντιμετωπίσει» (Αντόρνο & Χορκχάιμερ, από το γερμανικό, 1988: 202). Οι συγγραφείς εδώ ερμηνεύουν την ομοσεξουαλικότητα εξολοκλήρου μέσω του Φρόυντ, όπως έγινε μέσα σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’40. «Το απαγορευμένο που μετατρέπεται σε επιθετικότητα είναι προπάντων ομοφυλοφιλικού χαρακτήρα», λένε λίγο πιο πριν (Διαλεκτική του Διαφωτισμού, Adorno & Horkheimer, από το γερμανικό, 1988: 201). Εδώ, ακόμα χειρότερα, δεν υπάρχει ομοσεξουαλικότητα χωρίς καταπιεσμένη οιδιπόδεια επιθετικότητα.
Στο ίδιο βιβλίο, στο κείμενο ‘Άνθρωπος και Ζώο’: «Αυτός [Mann] γίνεται γυναίκα [Weib], που στοχεύει στην κυριαρχία [Herrschaft]. Στη φασιστική συλλογικότητα, με τις ομάδες της και τα στρατόπεδα εργασίας της, ο καθένας είναι από την τρυφερή νεότητα του ένας αιχμάλωτος σε απομόνωση, εκεί εκτρέφεται η ομοφυλοφιλία».[13]
Στο ίδιο βιβλίο, στο κείμενο ‘Ενδιαφέρον για το Σώμα’ η εστίαση δεν γίνεται στον φασισμό αλλά στους τρόπους που η ομοσεξουαλικότητα αγκαλιάζει και μετασχηματίζει τις απωθήσεις και τις μνησικακίες των θυμάτων.
Το ‘πρόβλημα του ετεροσεξιστή’ συνεχίστηκε να φυτοζωεί στην ακαδημία και τον θεωρητικό μαρξισμό και με τον Hans-Jürgen Krahl, τον αγαπημένο μαθητή του Αντόρνο. Ο Krahl πέθανε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Αντόρνο, κι ενώ δεν είχε τελειώσει τη διδακτορική του διατριβή με επιβλέποντα τον ‘Τέντυ’. Ωστόσο, η διατριβή δημοσιεύτηκε αργότερα, ημιτελής, με τον τίτλο «Συγκρότηση και Ταξική Πάλη». Τα συμπεράσματα, όμως, που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε από αυτό το κείμενο δεν αφορούν μόνο στο θεωρητικό μαρξισμό, μιας και ο Krahl ήταν και μία από τις γνωστές φυσιογνωμίες της φοιτητικής εξέγερσης του 1968. Στη διατριβή του ο Krahl ταύτισε εκεί μέσα τους ‘καλούς’ στοχαστές της διαλεκτικής με την ετεροφυλοφιλία και τους ‘κακούς’ στοχαστές της διαλεκτικής, όπως π.χ. τον Πλάτωνα, με την ομοφυλοφιλία.
Μέσα στο τελευταίο κείμενο, όπως και στα προηγούμενα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια κάποια τουλάχιστον ομοιότητα στην άποψη του Αντόρνο για την ομοφυλοφιλία ως αποτέλεσμα της παρακμάζουσας υποκειμενικότητας του ύστερου καπιταλισμού με τη θέση των Μαοϊκών της ευρωπαϊκής και ασιατικής αριστεράς, σύμφωνα με την οποία η ομοφυλοφιλία αποτελούσε σημάδι της παρακμάζουσας καπιταλιστικής κοινωνίας – άλλωστε κι οι δυο τους από τις ίδιες πηγές αντλούσαν – Ράϊχ, Γκόρκι, Ένγκελς κλπ.
Φυσικά, ο Αντόρνο δεν επιδοκίμασε ποτέ ή υιοθέτησε βία κατά ατόμων, όπως έκανε σε πλατιά κλίμακα τόσο ο μαοϊσμός όσο οι λενινιστές της ρωσίας αλλά και οι του τσε γκεβάρα στην άλλη άκρη του ατλαντικού. Κι ανάμεσα στους τελευταίους, βέβαια, υπάρχουν διαφοροποιήσεις μιας και όπως ξέρουμε ο Τσε έκλεινε σε στρατόπεδα τους Κουβανούς ομοφυλόφιλους, οι μαοϊκοί τους εκτελούσαν στην Κίνα κατά την περίοδο της λεγόμενης ‘πολιτιστικής επανάστασης’, ενώ στη Σοβιετική Ένωση δεν έχουμε αντίστοιχα στοιχεία για μαζική στοχοποίηση. Ο Αντόρνο έφτασε να διαφοροποιηθεί από την έμπρακτη λήψη μέτρων κατά της ομοφυλοφιλίας όταν στα τέλη του ’60 έγραψε ένα άρθρο με το οποίο πιέζε να καταργηθεί το περιβόητο γερμανικό άρθρο § 175, δηλαδή ο προαναφερθείς γερμανικός νόμος ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας – μια θέση κοινή πάντως σε αριστερούς ή έστω προοδευτικούς διανοούμενους της εποχης στη γερμανία. Στην τελική, όμως, ακόμα και σε αυτό το κείμενο του, ο Αντόρνο υπέπεσε σε βιολογισμούς και φυσικοποιήσεις της ομοφυλοφιλίας βλέποντας τους ως ιδιαίτερα έξυπνους νευρωτικούς οι οποίοι, ως παιδιά, είχαν ‘ταυτιστεί’ με τις μάνες τους! [14]
Αν σας λέγαμε ότι η παραπάνω κληρονομιά του μαοσταλινικού αλλά και του μαρξιστικού ετεροσεξισμού έχει κληρονομηθεί και εμπεδωθεί εξίσου καλά και στην καθόλα νόμιμη και νομότυπη ελληνική αντιφασιστική αριστερά, μάλλον δεν θα πέφτατε από τα σύννεφα. Επίσης, αν σας λέγαμε πως ο ελληνικός αντρικός πληθυσμός είναι ένας κατά κανόνα (μάτσο και) ετεροσεξιστικός πληθυσμός, και πάλι δεν θα πέφτατε από τα σύννεφα μάλλον. Και πάλι καλά θα κάνατε. Σε μια κοινωνία, εξάλλου, που από γεννησημιού της, ό,τι το διαφορετικό είναι για αυτήν οριστικά ‘ξένο’, η ιστορία του ρατσισμού εναντίον των μη-ετεροκανονικών έχει πολλά κεφάλαια να γράψει. Κι ακόμα δεν έχει ξεκινήσει καν. Οι πρόσφατες εξελίξεις στον πολιτικό βόθρο όπου οι νεοναζί απέκτησαν κοινοβουλευτικό λόγο θα αποτελέσουν αρνητική εξέλιξη και για αυτό το ζήτημα – περισσότερες ετεροσεξιστικές χοντράδες προβλέπουμε ότι θα φιγουράρουν και ποντάρουμε μάλιστα πως οι περισσότερες από αυτές θα μείνουν και αναπάντητες από τους πολλούς (τους μη-ναζί). Μην ξεχνάμε αυτό που είπαμε πριν ότι ο ρατσισμός κατά των μη-ετεροκανονικών, ακόμα και σε καθεστώτα και κοινωνικές συνθήκες δύσκολες παγκόσμια, στάθηκε ίσως το μόνο ζήτημα συμφωνίας μεταξύ πόλων τελείως ακραία αντιθέτων, όπως π.χ. στις καυτές δεκαετίες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα στη βόρεια Ιρλανδία, όπου καθολικοί και προτεστάντες μολονότι αντάλλαζαν αίμα στους δρόμους, ίσως η μόνη τους ιστορική συμφωνία ήταν η στάση τους απέναντι στην ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας.
Έτσι – και με φόντο την εθνική και ετεροσεξιστική συνοχή – δεν εκπλήσσουν και πολλούς οι απόψεις του Ριζοσπάστη για τους ομοφυλόφιλους στην ελλάδα ως καπιταλιστικά υπο-προϊόντα, την ίδια στιγμή που κρίνουν το κίνημα των gay στις ΗΠΑ ως ένα εγωιστικό κίνημα «ευδαιμονισμού και προσωπικής ευχαρίστησης», των Εγώ δηλαδή που θρέφει ο άτιμος ο καπιταλισμός.[15]
Το είδαμε, δυστυχώς, υπόρρητα και σε αυτόνομη βερζιόν: «Όποιος φυλάει τον κώλο του, κάνει ζωή του κώλου» (αυτοκόλλητο antifa lab 2012). Εδώ στιγματίζεται, για όποιον δεν κατάλαβε, ο λεγόμενος ‘παρτακισμός’, ‘ο ατομικισμός’ ή, αλλιώς, όπως το διαβάσαμε πιο πριν και θεωρητικά… η ‘παρακμάζουσα υποκειμενικότητα του καπιταλισμού’. Αυτό σημαίνει να ‘φυλάς τον κώλο σου’. Η ‘μεταφορά’ ευανάγνωστη. Όχι άλλες καβάτζες και πουστιές, να το δούμε το πράμα σταράτα κι αντρίκια.
Το ακούσαμε χιλιάκις και σε αναρχική βερζιόν: οι ενστάσεις περί gay pride στην Αθήνα και οι αγανακτισμένες διερωτήσεις: «Γιατί να μην κάνουμε τότε κι εμείς ένα straight pride?» Αγνοώντας άραγε (;) πως κάθε μέρα είναι μια μέρα straight pride; Όχι, δεν είναι άγνοια. Αυτό που ενοχλεί σε αυτό το pride, το gay, είναι κι ότι είναι «λίγο καρναβάλι», ε; Πολύς χορός και χαρά βρε παιδάκι μου.
Αντισημιτισμός και Ετεροσεξισμός
Μια που είπαμε για ευδαιμονία, πρέπει να ανοίξουμε ένα άλλο κεφαλαιάκι εδώ. Όπως ίσως γνωρίζετε, τα στερεότυπα – όπως και οι επαγγελματίες δολοφόνοι ορισμένες φορές – κάνουν παρέα. Εκεί που κάνουν παρέα, λοιπόν, φαίνεται να τα λένε, να ‘ζυμώνονται’, να ανταλλάζουν εμπειρίες και να τις προμοτάρουν μαζί με νέα ορμή εκ νέου. Δύο τέτοιες αντιλήψεις – με συνδετικό κρίκο την ευδαιμονία – που κάνουν λοιπόν παρέα είναι και ο αντισημιτισμός και ο ετεροσεξισμός.
Οι συνεπείς αντισημίτες και ετεροσεξιστές, συνεχιστές της αριστερής παράδοσης, πάντα μπορούν να ξεχωρίσουν αυτό που τους ενοχλεί στην ομοφυλοφιλία. Το ρόλο του συνδετικού κρίκου, αναμφίβολα, ανάμεσα στα δύο αυτά μίση, θα αναγνωρίσει η έμπειρη αναγνώστρια στο φθόνο της ηδονής ή αλλιώς, στην καταδίκη του ηδονισμού που ταυτίζεται (από τον ετεροσεξιστή και τον αντισημίτη) τόσο με τον χαρακτήρα της ομοσεξουαλικότητας όσο και με αυτόν του εβραϊσμού. Τέτοιες κληρονομιές και ένστικτα της παλιάς καλής αριστεράς, βέβαια, δεν βρίσκονται μόνο στην αριστερά σήμερα.
Κι ο ρατσισμός, όμως, δεν δραπετεύει από αυτή τη σύνδεση. Λέγεται ότι στη γερμανία, στις αρχές του ’90, αφού μπουκάρανε και καίγανε καταυλισμούς προσφύγων από την αφρική οι ντόπιοι γερμανορατσιστές, δικαιολογούνταν έπειτα στα μίντια: «Αυτοί οι νέγροι χτες χορεύαν και γλεντούσαν ασύδοτα όλο το βράδυ». Μια προφανή αδυναμία να κατανοήσει τέτοιες ατάκες, θα είχε κανείς αν διέθετε ως αποκλειστικό εργαλείο για τον αντιφασισμό του, την ταξική ανάλυση. Γιατί εδώ μιλάμε ξεκάθαρα για ψυχικά οφέλη από την επίθεση στους ‘ξένους’. ‘Μας κλέβουν την απόλαυση’ φαίνεται να κραυγάζουν τα εθνίκια και οι ρατσιστές.
Αλλά δεν πρόκειται για κάτι αντίστοιχο όταν οι εβραίοι απεικονίζονται με αυτές τις μεγάλες κοιλιές να τρώνε τα δολάρια των τραπεζών «τους»; Δεν πρόκειται για κάτι αντίστοιχο όταν οικτίρουν τους gay για την υποτιθέμενη τρυφηλή ή μαλθακή ζωή; Και σε κάθε περίπτωση, μπορούν αυτοί, οι Άλλοι, να γιορτάζουν χωρίς την άδεια των πλειοψηφικών και του στρέιτ και χριστιανικού έθνους τους; Ο ηδονισμός είναι παράβαση στον χριστιανισμό – είναι γνωστό. Πόσο μάλλον σε ένα έθνος (το ελληνικό, ε;) που έχει μάθει να ζει με την μελαγχολία και την πρόσληψη του (όποιου / και φανταστικού) τραύματος του ως πυρήνα της εθνικής του ιδεολογίας. Ένας τέτοιος άσχημος συνδετικός κρίκος ετεροσεξισμού και αντισημιτισμού είχε προκύψει και στο περσινό Gay Pride στην Αθήνα [04/06/2011] όταν τα εθνίκια έσκασαν απέναντι από την Κλαυθμώνος με ένα πανό που καταδίκαζε ‘την παγκόσμια κυριαρχία των εβραίων’ (sic). «Που κολλούσε το πανό;», θα αναρωτήθηκαν κάποιοι. Μα φυσικά, όταν τέτοιες ηδονιστικές γιορτές ξεπηδάνε ασύντακτα από τμήματα του εθνικού σώματος, ο καθένας – και μόνον ως μέλος του έθνους – θα έπρεπε να εξεγερθεί. Τι κάνανε αυτοί απέναντι από την Κλαυθμώνος λοιπόν; Απολάμβαναν το έθνος τους ως τον εαυτό τους με μια απόπειρα ακύρωσης της ομοσεξουαλικής (και βέβαια εβραϊκής, με την έννοια ότι οι εβραίοι μας κόμισαν τον ηδονισμό) γιορτής περηφάνιας.
Κάπως έτσι προκύπτει, αντίστροφα δηλαδή, για εμάς ότι μια ιδιαιτερότητα του αντιφασισμού μας πρέπει να είναι η εναγκάλιση του δικαιώματος στην ηδονή, στην απόλαυση. Από τη μια, να αμύνεται για τη φυσική και πνευματική του ακεραιότητα και, από την άλλη, για το αναφαίρετο αυτό δικαίωμα. Και μην έχουμε αυταπάτες. Η πάλη αυτή αποκτά αντιπροσωπευτικό και πρωτοποριακό χαρακτήρα για κάθε άτομο, ομάδα, χώρο που θέλει να απολαύσει αυτό που ποθεί και της το αρνούνται, είτε οι θρησκείες είτε οι –ισμοί της ‘δευτέρας παρουσίας’. Στο χάρτη της απόλαυσης θα θέλαμε να έχουμε μια μίνι συνεισφορά, προσθέτοντας και το κυνήγι φασιστών, μιας και φέρνει ανακούφιση, χαρά και μακροπρόθεσμα ευτυχία, ξεπέρασμα της μυικής αδράνειας, της αρθρίτιδας και άλλων προβλημάτων του κινήματος. Εδώ, σε αυτό το σημείο, πιστεύουμε, συναντώνται ευχάριστα δύο ειδών απολαύσεις.
Έλληνας, στρέιτ κι αριστερός (πως το αντέχει;)
Έχουμε πει ότι η ελληνική ιδεολογία έχει τις ιδιαιτερότητες της. Αλλά, όχι σπάνια, αντλεί κι από τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό βόθρο για να εμπλουτίσει τις άσχημες αξίες της. Δεν είναι λίγος καιρός – τα τελευταία πέντε χρόνια βασικά, και ιδίως με ένταση από τη στιγμή της άγριας διαδήλωσης των μουσουλμάνων μεταναστών για το Κοράνι – όπου άρχισαν να ψελλίζονται κι εδώ, από δεξιά κι αριστερά, σε αυτό το χαντάκι του Διαφωτισμού κάποιες ευρωπαϊκές, λέει, αξίες ανεκτικότητας και άλλα τέτοια πολίτικαλι κορέκτ που τώρα, ξάφνου, παραβιάζονται από σκοταδιστές ιμάμηδες και πατριαρχικούς μουσουλμάνους. Το έργο είχε παιχτεί με μερική επιτυχία και πιο πριν, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου για την ιθαγένεια: το οξυδερκές ερώτημα που επέβαλε τότε η μετριόφρων δημοκρατικότης ήταν το εξής: μπορούν άραγε οι μουσουλμάνοι να γίνουν έλληνες;
Σε εκείνες τις όμορφες στιγμές όπου η ελλάς θυμόταν το ευρωπαϊκό της παρελθόν, παρόν και μέλλον, οι μουσουλμάνοι ανακατασκευάζονταν για να δικαιολογηθεί λίγο παραπάνω μαστίγιο στις πλάτες τους, από μπάτσους και μαφιόζους στις μανωλάδες και, βέβαια, ένα μεγάλο κομμάτι της ελ. κοινωνίας. Προφήτες δεν είμαστε αλλά δεν είναι, δα, και δύσκολο να δεις ότι αυτό το «χαρτί», του πολιτισμού έναντι του φανατικού Ισλάμ, θα παιχτεί και στο μέλλον εδώ, έστω και με μια δεκαετία σχεδόν καθυστέρηση από τα ευρω-αμερικανικά τεκταινόμενα. Για άλλη μια φορά, οι αριστεροί (και οι ιδεολογικές τους ουρές) αναμένεται να παραδώσουν ‘μαθήματα πολιτισμού’. Παίζει, μάλιστα, αφού σιγουρέψουν και τους μουσουλμάνους μετανάστες ως ‘ομοφοβικούς’, να εντάξουν έπειτα και τον ετεροσεξισμό στα πολύχρωμα φεστιβάλ τους. Νέες ωραίες εποχές έρχονται.
Αξίζει ο προσεκτικός αντιφασίστας να ‘χει στο νου του αυτά τα πράγματα, αυτές τις ιδεολογικές εξελίξεις, να τις μαρκάρει στο χάρτη και το ημερολόγιο και να θυμάται πότε προέκυψαν και πως και γιατί. Επίσης, αξίζει αντίστοιχα η προσεκτική αντιφασίστρια να έχει στο νου της πως οι νέοι μετανάστες από τις χώρες της ασίας και της αφρικής, μην έχοντας ευρωπαϊκή και ελληνική ετεροσεξιστική … ‘μόρφωση’ και ‘κουλτούρα’[16], τα πρώτα χρόνια της παρουσίας τους εδώ, είχαν ήδη φάει το δικό τους ετεροσεξιστικό bashing επειδή πιάνονταν χέρι-χέρι στους δρόμους της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, ή είχαν άλλες ενδυματολογικές αναφορές (π.χ. φούστες αντί για παντελόνια) και κάποιοι από αυτούς είχαν μεγαλώσει – και το επιδείκνυαν αυτό – με άλλα πρότυπα για το πως είναι οι σχέσεις (και οι φιλίες) μεταξύ αντρών.[17] Κι αυτά αξίζει να τα πούμε/γράψουμε έστω κι έτσι, σα νύξη, για ανθρωπολογική καταγραφή και μόνον, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι τέρατα θα προκύψουν στο μέλλον από το ελληναριό κι αν οι μετανάστες από τις χώρες της ασίας και της αφρικής τελικά, απειλούμενοι, αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις μη-ετεροκανονικές συνήθειες τους. Ελπίζουμε όχι. Κι αυτό γιατί σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή κάποτε πρέπει να ζήσουν και οι άλλοι: οι μη-έλληνες, οι μη-αριστεροί και οι μη-στρέιτ. Να επιζήσουμε κάπως κι εμείς. Και, άρα, να πεθάνει η ελλάδα.
«Απέναντι από τον φασίστα». Ο υποκειμενικός παράγοντας.
Η προηγούμενη συζήτηση που ανοίξαμε πως ο αντιφασισμός, άρα και μέρος του αντιφασισμού που εμείς σήμερα έχουμε κληρονομήσει, βασίζεται εν μέρει στον ετεροσεξισμό και τους μύθους του, μας ωθεί να συζητήσουμε τη δημιουργία ή την ενίσχυση ενός άλλου αντιφασισμού. Ενός αντιφασισμού του οποίου η επίθεση δεν βασίζεται στη ματσίλα αλλά στην ισότιμη και συλλογική οργάνωση των πολλών. Αλλά, επίσης, και ενός αντιφασισμού του οποίου το συνειδησιακό κομμάτι, ο υποκειμενικός παράγοντας, η οργή, δεν τροφοδοτείται από τις ετεροσεξουαλικές φαντασιώσεις («ποιος γαμάει ποιον» για παράδειγμα ή ποιος είναι ο πιο … φλώρος), αλλά ίσως από μια χρήσιμη μνησικακία, τη θέληση για ρεβάνς για όλα τα θύματα του φασισμού στον κόσμο, την ανάληψη μιας ηθικής επιταγής να μην αφήσουμε να επαναληφθεί – εφόσον ήδη έγινε – η Shoah, το προαναφερθέν πέρασμα από την κατάσταση του εν δυνάμει θύματος στην κατάσταση του εν δυνάμει θύτη των δημίων μας κ.ο.κ.
Στο θέμα της οργάνωσης δεν μπορούμε να πούμε πολλά από δω. Ολιγομελείς ή πολυμελείς πυρήνες ατόμων θα βρούνε πολλές και βασικές δουλειές να μοιραστούν, αγόρια, κορίτσια, αγοροκόριτσα και οτιδήποτε άλλο, κατά τη διάρκεια του κυνηγιού φασιστών. Κανείς και καμιά δεν είναι περιττή. Όπως και κανείς (μάτσο) δεν είναι αναντικατάστατος. Τα μπράτσα και το ξύλο, εξάλλου, του ενός ή των είκοσι τα ξεπερνάνε η στρατηγική σκέψη και οργάνωση και η αποφασιστικότητα των πολλών (ή και των λίγων μερικές φορές). Η μπροσούρα που εκδώσαμε τον Ιανουάριο του 2011 με αντιφασίστες από βόρεια ευρώπη (και) εκεί στόχευε: στην ανταλλαγή πρακτικών εμπειριών και απόψεων από ετερόκλητες αντιφασιστικές ομάδες.
Δρώντας αντιφασιστικά για χρόνια, ατομικά ή μέσα από συνεργασίες, λιγότερο ή περισσότερο ευκαιριακές, βρήκαμε πολλές και πολλούς σαν κι εμάς που πολέμησαν το φασισμό με κάθε μέσο. Κι αυτό το ευχαριστηθήκαμε, έστω κι αν δεν εκκινούσαμε από τις ίδιες πολιτικές αφετηρίες. Παρόλα αυτά, μας βρίσκουμε να παραδεχόμαστε πως οι «απόψεις» ή το περιεχόμενο, που λέμε, δεν είναι για πέταμα, ένα προπέτασμα δηλαδή που ούτως ή άλλως συγκλίνει στο ίδιο πρακτικό αποτέλεσμα απ’ όπου κι αν εκκινείς. Λέγαμε, π.χ., σε παλιότερο κείμενο πως στον αντιφασισμό θα έπρεπε να αναγνωριστεί η αυτονομία της ταυτότητας του, δηλαδή να ιδωθεί και να παλευτεί ανεξαρτήτως ιδεολογικών –ισμών (αναρχισμών, κομμουνισμών κτλ) που θα τον κρατήσουν έρμαιο μιας κλειστής θεωρίας της πραγματικότητας.
Λέγαμε, επίσης, πως τον αντιφασισμό που μας ταιριάζει τον βλέπουμε και αυτόνομο στην πράξη – πέρα από αντιφασισμό της πράξης – δηλαδή ανεξάρτητο από κομματικά δεκανίκια και επαναστατικά οράματα, συνδεδεμένο περισσότερο με το έργο και τη βοήθεια της επιβίωσης καθώς και τα συναισθήματα μας. Τους φασίστες δεν τους γουστάρουμε κιόλας, για να το πούμε απλά, κι αυτό δεν αλλάζει σε αυτή τη μικρή (σε διάρκεια χρόνων) ζωή.
Αυτό το περιεχόμενο που δίνουμε στον αντιφασισμό είναι κομματάκι διαφορετικό από αυτό που έχουμε παρατηρήσει να ισχύει αλλού. Για αυτό και από εδώ που μιλάμε εμείς, εξίσου σημαντικό είναι να τονίσουμε και το περιεχόμενο του αντιφασισμού αυτού, με την έννοια δηλαδή μιας αυτονομίας του λόγου μας. Για αυτό και προχωρούμε σε ένα τόσο θρασύ (και ‘θηλυκό’, από πλευράς ελαρ/ελαν) αίτημα όσο αυτό της παραδοχής των συναισθημάτων μας για τη διαμόρφωση των δράσεων μας αλλά και την όξυνση αυτών των συναισθημάτων, όπως αυτό της οργής που νιώθουμε σε σχέση με την πολύτιμη μνήμη που κάποιες/κάποιοι από εμάς κουβαλάμε (εδώ κολλάει το «είμαστε εδώ κομμουνιστών/μεταναστών εγγόνια…»). Η παραδοχή και κινητοποίηση σε υλική μορφή αυτών των συναισθημάτων μας, της οργής, του μίσους αλλά και της συμπάθειας στα εν δυνάμει θύματα, είναι το απόσταγμα της δικής μας προσπάθειας… Ακόμα κι αν αποτυγχάνουμε πάντως, θέλουμε τουλάχιστον σε ένα βαθμό να το έχουμε απολαύσει και ευχαριστηθεί.
Παράλληλα, βέβαια, κατανοούμε πως η οργή δεν μπορεί να υπάρχει, αν δεν υπάρχει και μια κάποια, βιωματική ή μη, γνώση των εγκλημάτων του φασισμού και του νεοφασισμού. Αυτό είναι ευθύνη του καθενός αλλά και των ομάδων στις οποίες ανήκουμε. Εκεί κολλάνε οι ομάδες αυτόμορφωσης και η μελέτη των σκοτεινών σελίδων της ιστορίας αυτής της χώρας αλλά και του φασισμού γενικά.
Κι, από την άλλη, ακόμα κι όταν υπάρχει σκέτη η οργή, ακόμα κι αν σίγουρα μπορεί να βοηθήσει ως τέτοια, λέμε ότι μπορούμε να την κάνουμε κάτι συλλογικά, κάπως να τη διαχειριστούμε, ώστε να μη μας γκρεμίσει όλους μαζί κάτω, σαν μονάδες που βιώνουν την ατομική τους μοναξιά «στην εποχή των πογκρόμ».
Με αυτή την έννοια μόνο, πιστεύουμε ότι η επεξεργασία της οργής αυτής μπορεί να βοηθήσει όταν ίσως αρχίσει ο φόβος να τρώει τα σωθικά. Με αυτή την έννοια, μπορεί η οργή και τα βιώματα των «άλλων» να βρουν έναν κοινό παρανομαστή με την οργή ενός συλλογικού αντιφασισμού.[18]
Αυτονόητη ιδιαιτερότητα, λοιπόν, του αντιφασισμού αυτού – όπως έχει προκύψει φανταζόμαστε κι από τα παραπάνω – είναι ότι σε αυτόν παίρνουν μέρος και θέλουμε να παίρνουν μέρος αυτοί, αυτές και αυτά τα άτομα που μπήκαν στο στόχο των φασιστών. Δηλαδή την πολυμορφία των μελών του δεν την καθορίζουμε εμείς αλλά τα φασιστοειδή – οι άτιμοι έχουν και πολλούς εχθρούς. Αυτό και μόνο που θέλουμε να καθορίζουμε, είναι ότι η πλατφόρμα αυτή προϋποθέτει ένα και μοναδικό κριτήριο: τον αλληλοσεβασμό και την εκτίμηση της διαφορετικότητας των μελών της. Π.χ. δεν έχει θέση εδώ ούτε ένας ετεροσεξιστής αντιφασίστας, ούτε ένας ισλαμοφοβικός γκέι, ούτε ένας αντισημίτης αναρχικός κοκ.
Από αυτή τη θέση μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα δικά μας οργισμένα πρότυπα, όχι μόνο στα πρακτικά αποτελέσματα τριών μπουνιών που προσγειώνονται στο κεφάλι ενός φασίστα, αλλά και στην συναισθηματική προέλευση και συλλογική ταύτιση με τους δικούς μας «αγίους» αντιφασίστες. Τι εννοούμε; Αντλώντας από τους επαναστατικούς χώρους, είναι δύσκολο να φτάσουν στα αυτιά του καθενός και της καθεμιάς λαμπρά αντιφασιστικά παραδείγματα ανθρώπων του παρελθόντος που, αν και δεν υποτάχτηκαν σε κομματικές σημαίες, μπόρεσαν σε εποχές δύσκολες να καθαρίσουν τις γειτονιές τους από πατριώτες δολοφόνους. Είναι χρέος να κάνουμε μια μικρή ιστορική-βιογραφική αναφορά εδώ, κλείνοντας έτσι το κείμενο, με έναν τέτοιο τύπο, κομμωτή μάλιστα, όχι μποντιμπιλντερά ούτε οικοδόμο, γιατί πέθανε πρόσφατα, πριν κάποιους μήνες, από λευχαιμία.
Ο γνωστός επιχειρηματίας Vidal Sassoon γεννήθηκε από Εβραίους γονείς στο Χάμερσμιθ του Λονδίνου. Ο πατέρας του, Τζακ Σασούν, ήταν από Θεσσαλονίκη, και η μητέρα του από οικογένεια Εβραίων μεταναστών της Ισπανίας. Στα 17 του ήταν πολύ μικρός για να υπηρετήσει στον Β’ Π.Π., όπως ήθελε, οπότε έγινε το νεαρότερο μέλος της ‘Ομάδας 43’, μιας μυστικής οργάνωσης Εβραίων βετεράνων. Πάλεψε ενάντια στον αντισημιτισμό, όμως, και μετά τον πόλεμο, διαλύοντας τις φασιστικές συγκεντρώσεις στο ανατολικό Λονδίνο, μια από τις πιο γνωστές «πρωτεύουσες» των Εβραίων σοσιαλιστών εργατών. Αγαπημένο του όπλο στις αντιφασιστικές μάχες σώμα-με-σώμα ήταν και το εργαλείο της δουλειάς του: το ψαλίδι. Μια αγγλική εφημερίδα τον αναφέρει σαν τον ‘αντιφασίστα μαχητή-κομμωτή’ που είχε στόχο να αποτρέψει το ακροδεξιό κίνημα του Sir Oswald Mosley στην αγγλία να διαδοθεί μεταπολεμικά. Το 1948, σε ηλικία 20 χρονών, εντάχθηκε εθελοντικά στον ισραηλινό στρατό και πολέμησε στον τότε πόλεμο, μετά την άρνηση των Αράβων να δεχτούν τη σύσταση του κράτους του Ισραήλ. Όταν έχτισε την επιχείρηση του, μέρος των εσόδων της πήγαιναν στη χρηματοδότηση του Ινστιτούτου Vidal Sassoon για την έρευνα πάνω στον αντισημιτισμό.[19] Πέθανε στις 9 Μάη του 2012, την 67η επέτειο της κατάληψης της γερμανίας από την ΕΣΣΔ.
Την ίδια ώρα στο γαλατικό χωριό…
Την ώρα που στη νομιμόφρονα ελληνική αριστερά σκέφτονται τους καλύτερους τρόπους για να καταδικάσουν τον ‘μαχητικό αντιφασισμό’ στους δρόμους και στην ελληνική αναρχία σκέφτονται πως να αποκλείσουν κάθε υπόνοια πούστικης περηφάνιας στον αντιφασισμό τους, ένα άτιμο κράτος, από εκεί που ξεπήδησαν και εκεί που κατέληξαν διάφοροι Sassoon αποδεικνύεται πιο υπονομευτικό κι από τους κατεξοχήν ‘υπονομευτές’.[20]
Ήδη ακούμε τις θλιβερές διαμαρτυρίες για το κράτος-δολοφόνο και για την καπιταλιστική αφομοίωση της ομοφυλοφιλίας. Αφήνοντας πίσω όλα αυτά – και τον κακοφωνίξ δεμένο στο δέντρο – σηκώνουμε τη σημαία του πούστικου αντιφασισμού…
Antifa casa del campo,
Ιούνιος 2012
[1] Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο όρος ‘ομοφοβία’ (ή της ‘ομοφυλοφοβίας’) αποτελεί μια γλωσσική σύμβαση, όπως κι άλλες λέξεις βέβαια, αυτή του ‘ρατσισμού’ ή του ‘αντισημιτισμού’ για παράδειγμα, που προσπαθεί να συστηματοποιήσει εννοιολογικά ένα μίσος διάκρισης και μια διάθεση εξόντωσης κάποιων ανθρώπων εναντίον κάποιων άλλων. Αποτελεί γλωσσική σύμβαση και με την έννοια ότι προσπαθεί να εξορθολογικεύσει και να συζητήσει την ανθρώπινη στάση ενός δολοφόνου με βάση κριτήρια λίγο-πολύ μερικά και ανιχνεύσιμα μόνο στο πλαίσιο μιας καθολικής (αντικειμενικής) εγκυρότητας. Σε αυτή την κόκκινη γραμμή πρέπει να φτάσει ένας gay, για παράδειγμα, για να δικαιολογήσει στους ‘έξω’ το ότι δέχεται καταπίεση, συμπληρώνοντας τα κουτάκια των στάνταρ στερεοτύπων απέναντι στα οποία έχει έρθει υπόλογος. Τι λέμε εδώ; Λέμε ότι πέρα από αυτά τα στάνταρ και καθολικά έγκυρα και αποδεκτά στερεότυπα, τουλάχιστον εντός μιας κοινωνίας ατόμων που τα έχει συζητήσει και τα έχει αποδοκιμάσει σε πρωταρχικό επίπεδο, καθώς και τα έχει γλωσσικά-εννοιολογικά εκφράσει/περιορίσει, αφενός, η γέννηση νέων ‘στερεοτύπων’ (δολοφονικών ‘ιδεών’, μέτρων διάκρισης κτλ) καταρχήν εναπόκειται στην αέναη δημιουργικότητα (= καταστροφικότητα) των ανθρώπινων κοινωνιών και, αφετέρου, ούτε μπορεί εξολοκλήρου ορθολογικά να προσπελαστεί ούτε και να εξαντληθεί σαν ‘κατάλογος στερεοτύπων’. Η έννοια της ομοφοβίας, όμως, είναι και μια ‘κακή’ γλωσσική σύμβαση, για εμάς, και για έναν ακόμη λόγο: το δεύτερο συνθετικό της λέξης, ο ‘φόβος’ – όπως και στην περίπτωση της ‘ξενοφοβίας’ ή της ‘ισλαμοφοβίας’ – φαίνεται να αφήνει ένα περιθώριο κατανόησης του εκάστοτε δράστη μιας και αυτός, όπως αφήνει η λέξη να υπονοηθεί, δεν μισεί ούτε δρα με μίσος, απλώς φοβάται, απόφανση βέβαια τελείως μυστικοποιητική και απολογητική για το ποιόν του εκάστοτε δράστη και το βόθρο του μυαλού του.
Προτιμούμε στο κείμενο τη χρήση του όρου ΄ετεροσεξισμός΄ αφενός γιατί τον εισήγαγε το ίδιο το κίνημα των ομοφυλόφιλων στα 70΄s και αφετέρου γιατί αναδεικνύει την ενεργή θέση του θύτη. Εναλλακτικά, χρησιμοποιούμε και το περιφραστικό ΄ρατσισμός προς τους μη-ετεροκανονικούς΄.
[2] Η εγχώρια μουσική underground παραγωγή βρίθει αντίστοιχων παραδειγμάτων. Ενδεικτικά, τα κομμάτια ΄Διαφυγή΄ των Σπείρα, ΄Πούστη Μπάτσε΄ από τα ΑποκαΪδια.
[3] Το ότι μέσα στην πρωτεύουσα του ευρωπαϊκού ριζοσπαστισμού, όπως κάποιες φορές λέγονται, τα … Εξάρχεια έλαβε χώρα μια ετεροσεξιστική επίθεση πριν κάποια χρόνια σε μπαρ της περιοχής δεν μπορεί να ιδωθεί ως άσχετο περιστατικό με το ότι μέσα στο Ιντιμίντια κανείς δεν «κόβει»/ απαντά σε δηλωμένους πρώην χρυσαυγίτες(και νυν και αει φασίστες) οι οποίοι κατηγορούν τον Μιχαλολιάκο ως υποκριτή ή μη συνεπή εθνικοσοσιαλιστή επειδή λένε… είναι ομοφυλόφιλος! Δείχνει ακριβώς τα ίδια όρια ανοχής του λεγόμενου ‘ριζοσπαστικού χώρου’ στον ρατσισμό απέναντι σε κάθε μη-ετεροκανονικό, από τους ηλεκτρονικούς μέχρι και τους ζωντανούς βόθρους του. Κι αυτή η τελευταία στάση θα μπορούσε, άραγε, να ιδωθεί ξεχωριστά από την πάγια θέση του Athens Indymedia να μην αναμεταδίδει νέα από το ετήσιο Athens Gay Pride γιατί κατά βάση αυτό θεωρείται ‘θεσμικό’ και υποστηριζόμενο από καπιταλιστικές εταιρείες; Ο «καπιταλισμός» θα αποτελεί ένα μόνιμο στίγμα για τους gay όσο αυτός συζητιέται αποκλειστικά στην αντισημιτική του βάση, δηλαδή ως … «εταιρείες» παρά ως «κοινωνική σχέση». Αλλά περισσότερα για το θέμα, βλέπε αργότερα.
[4] Παρά τις ΄προοδευτικές΄ κορώνες τους, οι ανανεωτικοί έχουν και αυτοί τις εκρήξεις ενός αγνού ρατσισμού να επιδείξουν προς τους μη-ετεροκανονικούς …
Τεκμήριο πρώτο. Η συνέντευξη του Γρηγόρη Ψαριανού, (τότε) βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, όπου δήλωνε «σε κάποιους εργασιακούς χώρους υπάρχει ένα κύκλωμα ανθρώπων που είναι γκέι και που λειτουργούν ρατσιστικά. Δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά υπάρχει. Και μπορεί να το είπα χοντροκομμένα, αλλά το είπα για να προφυλάξω τους ανθρώπους αυτούς. Είπα ότι ζητώ από τους γκέι, που είναι ευαίσθητοι, έχουν χιούμορ, έχουν υποφέρει πολύ από λοιδορίες κι έχουν υποστεί διωγμούς φοβερούς, κρεμάλες, φούρνους, μη βρεθούμε μετά από μερικά χρόνια με φούρνους όπου οι γκέι θα καίνε στρέιτ».
Τεκμήριο δεύτερο. Μετά την δήλωση της Ντόρας Μπακογιάννη ότι «την λένε (την καταγγελία του μνημονίου) λίγο κωλομπαρίστικα», ο κ. Παπαδημούλης του ΣΥΡΙΖΑ απαντά στο ετεροσεξιστικό diss λέγοντας «Μας κατηγορείτε για σεξουαλική διαστροφή!».
[5] Σπέσιαλ τρίμπιουτ: ‘Πουστιά & Όλεθρος #3’
[6] Κλάους Μανν: «Ομοφυλοφιλία και Φασισμός», 1934/35 στο W. Schwabenborn.
[7] Στην πρώτη επέτειο μάλιστα της σύλληψης του αρχηγού των SA αναβαθμίστηκε η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στο Τρίτο Ράίχ, τέλη Ιούνη του 1935. Βλέπε στο Legislating Homophobia in the Third Reich: the Radicalization of Prosecution against Homosexuality by the Legal Profession, Geoffrey J Giles, SAGE German History 2005: 23: 339. http://ghj.sagepub.com/cgi/content/abstract/23/3/339 Εκεί διαβάζουμε επίσης ότι ενώ οι συλλήψεις ομοφυλόφιλων στη γερμανία στην προ-χίτλερ περίοδο υπολογίζονταν στις 800 περίπου το χρόνο, στην τριετία 1937-1940, αφού ο χίμλερ απέκτησε και τον πλήρη έλεγχο της αστυνομίας οι συλλήψεις έφτασαν τις 95,000.
[8] §175: ο νόμος ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας στη γερμανία ο οποίος καταργήθηκε πλήρως μόλις το 1994! (ενδιάμεσα έγιναν 2 μεταρρυθμίσεις “άμβλυνσης” του νόμου) … το γράφουμε, για να μην έχει κανείς αυταπάτες για φιλελεύθερες κοινωνίες κλπ. Ταυτόχρονα, στην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ο ίδιος νόμος είχε καταργηθεί από το 1955. Στη γερμανική καθημερινή γλώσσα, τους ομοφυλόφιλους τους ονόμαζαν μέχρι πρότινος και ‘εκατον-εβδομηντα-πεντάρηδες’.
[9] Ένα μανιφέστο για τον ανθελληνικό αντιφασισμό! Antifa Casa del Campo, http://acdc.espivblogs.net/2012/05/30/
[10] Το παρακάτω κείμενο είναι διαφωτιστικό για τις σχέσεις ετεροσεξισμού-αντιφασισμού και Σχολής Φρανκφούρτης Between Marxism and Psychoanalysis: Antifascism and Antihomosexuality in the Frankfurt School, Journal of Homosexuality, 29: 4, Νοέμβριος 1995, σελ. 295 – 318.
[11] Adorno, T., “FreudianTheoryandthePatternofFascistPropaganda“,
http://solomon.tinyurl.alexanderstreet.com/cgi-bin/asp/philo/soth/getdoc.pl?S10023138-D000019 Το απόσπασμα του Φρόϋντ που χρησιμοποιεί ο Αντόρνο είναι από το Ψυχολογία των Μαζών και Ανάλυση του Εγώ, και πρόκειται βέβαια για ένα από τα αγαπημένα αποσπάσματα και του (μαρξιστή και φροϋδικού επίσης) Αντρέ Μπρετόν και του σουρεαλιστικού κινήματος εν γένει – το συγκεκριμένο σημείο αποτέλεσε μια κύρια έμπνευση για αυτούς τους τελευταίους πως ο (ετεροσεξουαλικός) έρωτας διαθέτει κοινωνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Ας σημείωσουμε πως και οι τελευταίοι – ιδιαίτερα ο Μπρετόν – δήλωνε φανατικός εναντίον της ομοφυλοφιλίας την οποία ταύτιζε και (ονόμαζε) με την έννοια της ‘παιδεραστίας’.
[12] Το απόσπασμα των Αντόρνο & Χόρκχαϊμερ, όπως και τα επόμενα από τη γερμανική εκδοση της διαλεκτικής του Διαφωτισμού, παρατίθεται στο WhathappenstoCountessGeschwitz? Revisiting Homosexuality in Horkheimer and Adorno, Kevin S Amidon, New York Journal of Sociology, 2008: 1.
[13] Διαλεκτική του Διαφωτισμού, Adorno & Horkheimer, από το ελληνικό, 1996: 402
[14] Εδώ φαίνεται, βέβαια, και πάλι να αντλεί από τον Φρόυντ, άποψη που εκείνος αναλύει στο βιβλίο του για τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
[15] «Εξυπακούεται πως κανένας δεν πρέπει να οδηγείται στο απόσπασμα γιατί είναι διαφορετικός. Αυτά είναι για τους Μεσαίωνες και για τους φασίστες.
Ομως, τα νομικά δικαιώματα του καθένα, που πρέπει να είναι αυστηρώς κατοχυρωμένα, δεν πρέπει να σκεπάζουν άλλες εξίσου ευαίσθητες διαστάσεις του ζητήματος. Διαστάσεις που έχουν να κάνουν με τις υποχρεώσεις. Με την αισθητική και την αξιοπρέπεια. Αλλά και με το παρόν και το μέλλον της ανθρώπινης κοινωνίας στο σύνολό της.
Το κίνημα των ομοφυλόφιλων στην Αμερική, αλλά και αλλού – φυσικά και στη χώρα μας -, όντας κίνημα ευδαιμονισμού και προσωπικής ευχαρίστησης, χωρίς να λαβαίνει υπόψη του άλλες παραμέτρους, σιγά σιγά εξελίχτηκε σε μια κακόγουστη, εγωιστική και αντιαισθητική καρικατούρα. […]
Καρικατούρες που προσβάλουν τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του. Το μέρος αυτό του κινήματος των ομοφυλόφιλων, μαζί με οπορτουνιστικούς πολιτικούς χώρους και άλλους φορείς και άτομα, που άκριτα υποστηρίζουν «κινήματα» που φέρνουν ψήφους και συμπάθειες, βάζει ζητήματα που δεν έχουν καμία λογική και καμία αξία (γάμος, υιοθεσία κλπ). Ζητήματα, τέλος πάντων, που δεν τα ζητάει καμία ανάγκη»
στο Αυτή τη φορά… περί ομοφυλοφιλίας ο λόγος, Ριζοσπάστης, 15/01/2009 http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=4900980&publDate=15/1/2009
[16] Περί ‘κουλτούρας’, βλέπε το τελευταίο κείμενο του Café Morgenland ‘Από την κουλτούρα του φύρερ στην κυρίαρχη κουλτούρα’, http://www.cafemorgenland.net/archiv/2012/.2012_03_05_kultur_gr
[17] Βλέπε Η Παγκοσμιοποίηση της Ομοφοβίας, Georg Klauda, http://www.terminal119.gr/show.php?id=529 και Ισλαμόφοβοι ενάντια στην Ομοφοβία; Georg Klauda, http://www.terminal119.gr/show.php?id=431
[18] Η σιωπή μας κρύβει μέσα της την οργή, Ανθελληνικές Ορδές Ξένων, http://ordes.squat.gr/
[19] Άρα, για άλλη μια φορά, είναι κατανοητό γιατί οι αντισημίτες κάνουν μποϊκοτάζ σε εβραϊκές επιχειρήσεις: τους ξεσκεπάζουν!
[20] Φωτογραφία-επανάσταση για τις Ισραηλινές ΕΔ!Στηρίζουν επισήμως τους ομοφυλόφιλους στρατιώτες, 11.06.2012 http://www.newsit.gr/default.php?pname=Article&art_id=145115&catid=7