Beyond Class War

614657_Untitled-49_3

Ι. Είναι κοινός τόπος, πριν ακόμα την εκλογή των νεοναζί βοθρολυμμάτων στη βουλή, πως κάθε ιεραρχικά και μη-ιεραρχικά, κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά αρθρωμένος αριστερός αντιφασισμός στην ελλάδα συνοδεύεται από μια ταξική ανάγνωση της πραγματικότητας, ένας δε απαράβατος όρος της λειτουργίας του αυτής είναι ακριβώς η διαφύλαξη του ταξικού χαρακτήρα τόσο στην ανάλυση όσο και στη δράση.

Παρόλο που το σύνολο των ομάδων και των οργανώσεων που (λένε πως) ασχολούνται με τον αντιφασισμό και αποδέχονται σα βάση της ενασχόλησης τους αυτής μια μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας και της κοινωνίας καταλήγουν να λένε (και να κάνουν!) αρκετά διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την συσχέτιση τους με βάση και μόνο την πεποίθηση τους πως μια θεωρητική προσέγγιση, όπως αυτή του μαρξισμού, είναι ικανή να παράσχει το έδαφος για μια επαρκή αντιμετώπιση, σε λόγια και πράξεις, του προβλήματος του ελληνικού ρατσισμού και φασισμού. Αυτό είναι και το πρώτο ζήτημα που μας φαίνεται περίεργο μιας και, απ’ όσο εμείς γνωρίζουμε τουλάχιστον, κανένας μαρξισμός δεν «προέβλεψε» το Ολοκαύτωμα και την εξόντωση των Εβραίων (ίσα-ίσα μάλιστα!) και κανένας κομμουνισμός δεν έσωσε τα θύματα από τους θύτες. Εδώ βέβαια εμφανίζεται και η ιδιαιτερότητα της δικής μας ανάλυσης η οποία είναι εμπειρική και πραγματιστική στον προσανατολισμό της, παρά ιδεολογική, μιας και ως σημαντικότερο αξίωμα μας ενσωματώνουμε την υπεράσπιση των θυμάτων των μειονοτήτων έναντι των θυτών.

Ο μαρξισμός δίνει, όμως, από μόνος του ένα τέτοιο ρόλο στους οπαδούς του, δηλαδή δημιουργεί μια σχέση «πίστης», μεταξύ του κήρυκα και του πιστού, εφόσον έχει διαδώσει την αντίληψη πως η βίβλος (σ.σ. το Κεφάλαιο) είναι ΤΟ εργαλείο για την κατανόηση της πραγματικότητας. Και μην ξεχνάμε πως δίπλα στην μαρξιστική ορθοδοξία, την οποία για δεκαετίες ολόκληρες αρμόδιο να εκφράζει ήταν το κατά τόπους κομμουνιστικό κόμμα, ξεφύτρωσαν – σχεδόν σε κάθε δεκαετία του 20ου αιώνα – και οι αιρέσεις, δηλαδή οι μικρο- και μεγαλο-διασπάσεις των Κ.Κ. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους κατεληγε ως ένας άλλοτε διανοητικός κι άλλοτε υλικός ανταγωνισμός γύρω από την σωστή πολιτική ηγεμόνευση πάνω στις έννοιες και τις πρακτικές ενός ριζοσπαστικού μαρξισμού. Έτσι, ένα δεύτερο κοινό στοιχείο μεταξύ των πολλών και διαφορετικών που χρησιμοποιούν τα μαρξιστικά εργαλεία της ταξικής ανάλυσης της πραγματικότητας στον αντιφασισμό τους είναι το γεγονός ότι συμφωνούν στη βάση της με την αντίληψη της ΕΣΣΔ για τον φασισμό, διά στόματος Ντιμιτρόφ, δηλαδή πως ο φασισμός είναι αποτέλεσμα ή μια ακραία φράξια του καπιταλισμού και θα καταρρεύσει μόνον μέσω του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.

Από ‘κει και πέρα αρχίζουν κι οι διαφοροποιήσεις. Λιγότερο ή περισσότερο αισχρές, λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινείς, λιγότερο ή περισσότερο πολιτικάντικες αντιφασιστικές ομάδες ή οργανώσεις με βάση τους την ταξική ανάλυση απλώνονται πάνω στον πολιτικό χάρτη του ελλαδικού αντιφασισμού. Το μυστικό είναι ότι ο βαθμός αισχρότητας, ειλικρίνειας και πολιτικαντισμού τους καθορίζονται και αντανακλώνται συχνά, για μας, πέρα από όποια υλικά συμφέροντα (π.χ. ψήφους ή άλλα παρόμοια), από υποκειμενικές κατά βάση αρετές των στελεχών τους. Έτσι π.χ. ενώ ο Δελαστίκ του κόμματος του ΝΑΡ θα μπορούσε άνετα να είναι αρθρογράφος και της εφημερίδας των νεοναζί βοθρολυμμάτων, μιας και ο μαρξισμός του καταλήγει συχνά στη γνωστή μαρξιστική ασθένεια της συνωμοσιολογίας, υπάρχουν άλλοι που δείχνουν μια αξιοπρεπή στάση, κυρίως σε σχέση με την αντιφασιστική τους δράση.

Αυτό το κείμενο απευθύνεται, λοιπόν, μάλλον στους τελευταίους παρά στους δελαστίκ και συνωμοσιολογίξ, και ίσως και σε άλλο κόσμο που είναι αντιφασίστας αλλά δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς δουλειά κάνει μέσα στον αντιφασισμό η ταξική ανάλυση. Ας σημειωθεί μόνον ότι σημειώνουμε τα βασικότερα μας προβλήματα με την λεγόμενη ταξική ανάλυση.

ΙΙ. Η ταξική ανάλυση που διατρέχει, βέβαια, το σώμα όλων των κειμένων, των αναλύσεων και των δραστηριοτήτων πολλών ομάδων αποτελεί την συνολική θεώρηση που υποτίθεται εξηγεί κάθε επιμέρους σχέση εξουσίας, όπως είναι π.χ. κι ο ρατσισμός. Αυτή η αντίληψη τείνει να υπονομεύει όλες τις σχετικά αυτόνομες σχέσεις καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο (όπως π.χ. τον ρατσισμό) και γυρεύει μια κοινή αιτία και πηγή πίσω απ’ όλα. Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, οι ομάδες αυτές προσπαθούν να εντάξουν τους θύτες και τα θύματα του ρατσισμού στο μαρξιστικό λεξιλόγιο και ανάλυση, συχνά μιλάνε λοιπόν για τους μετανάστες ως εκμεταλλευόμενους, καταπιεζόμενους, εργάτες κτλ δίνοντας τους συλλήβδην ένα όνομα που δεν έχουν επιλέξει οι ίδιοι, ίσως παραγνωρίζοντας το βίωμα τους και, σίγουρα, ψάχνοντας ιδεολογική ή υλική βάση και λόγους για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη τόσο του υπάρχοντα ρατσισμού/φασισμού όσο και του αντιφασισμού/αντιρατσισμού τους. Η ταμπέλα “μετανάστης εργάτης”, για παράδειγμα, αποκαλύπτει την “προβολή” κάποιων ελλήνων πάνω στους μετανάστες. Πρώτον, πως στην ελληνική κοινωνία (και στην αριστερά της) δεν αρκεί να είναι κανείς μετανάστης και να υφίσταται καταπίεση ρατσιστική, πρέπει να είναι απαραίτητα εργάτης και να υφίσταται καταπίεση καπιταλιστική. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει και αποδεκτός. Δεύτερον, προειδοποιεί τους μετανάστες πως για να χαίρουν της αλληλλεγγυης των ελλήνων αριστερών πρέπει να προσέχουν να μην απωλέσουν την εργατική τους ιδιότητα, μην τυχόν και ειναι μικροπαραβάτες, πόσο μάλλον μικρο-ιδιοκτήτες. Αν οι μετανάστες απωλέσουν την ιδιότητα του εργάτη θα πάψουν να συγκινούν τους έλληνες αλληλέγγυους ή χειρότερα θα πάψουν να φαίνονται χρήσιμοι σαν επαναστατικό υποκείμενο. Έτσι κάποιοι εργατιστές αντιρατσιστές συντάσσονται ακούσια με τα συμφέροντα του κάθε κωλοέλληνα αφεντικού μεταναστών.

Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με αυτό το σημείο, η ταξική ανάλυση και η θεώρηση της κοινωνίας/ιστορίας/πολιτικής με κεντρικό άξονα αλήθειας τη σχέση “εργασίας-κεφαλαίου” (δηλαδή, εργατικής τάξης και καπιταλισμού/αφεντικών) προσφέρει στην ταξική ανάλυση μια ολόκληρη κοσμοθεώρηση και φιλοσοφία, πράγμα όμως που φέρει μαζί του τον μόνιμο κίνδυνο αν δεν χωράει όλη η πραγματικότητα στη θεωρία, να χωρέσει με το ζόρι. Το δικό μας θέμα, από την άλλη, δεν είναι ότι “παραγνωρίζουμε” την εργατική πλευρά της καταπίεσης των μεταναστών στην ελλάδα ή λέμε ότι ο οικονομικός/εργατικός παράγοντας είναι λιγότερο σημαντικός από όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της καταπίεσης αλλά το ότι οι ομάδες/οργανώσεις αυτές βάσει αυτής της μορφής καταπίεσης θεμελιώνουν έναν τρόπο ανάγνωσης των πραγμάτων συνολικά και έτσι ΟΛΑ καθορίζονται με βάση αυτόν τον κεντρικό για αυτούς άξονα, παραβλέποντας ή υποτιμώντας όσα δεν χωράνε.

Κλασικό θύμα μιας τέτοιας ανάγνωσης είναι, όπως είπαμε, ο ίδιος ο ρατσισμός ο οποίος για τις ομάδες αυτές δεν αποτελεί παρά μια διαίρεση πάνω στο εργατικό σώμα. Έπειτα αναζητώντας ταξική θέση για τους ρατσιστές θύτες, στην ανάλυση τους πολλές απ’ αυτές τις ομάδες ονομάζουν τους ρατσιστές εργάτες ως “μικροαστούς” ενώ τους μη-ρατσιστές εργάτες ως “εργάτες”, εξιδανικεύουν άρα τον όρο “εργάτης”, θεωρώντας τον αυτόχρημα επαναστατικό ή κάτι τέτοιο, έστω κι αν η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών στην σημερινή ελλάδα δε νιώθουν έτσι, δηλαδή ούτε κοινότητα ως τάξη νιώθουν ούτε επαναστατικές ιδέες έχουν. Τους μικροαστούς, αντίθετα, τους ταυτίζουν με το κράτος. Επειδή τα υλικά συμφέροντα τους ταυτίζονται με τα κρατικά συμφέροντα. Μια τέτοια ανάλυση ποντάρει τώρα “με την κρίση” στο ότι το κράτος θα αναγκαστεί να πάρει από τους μικροαστικοποιημένους εργάτες αυτά που τους έδωσε την προηγούμενη 20ετία, αυτοί θα προλεταριοποιηθούν βίαια και θα πάρουν μια τζούρα του “πως είναι να είσαι μετανάστης”. Εξού και τα συνθήματα τύπου «μετανάστες θα γίνουν τα παιδιά σας…». Έτσι, όμως, δίνεται μια απόλυτα υλική βάση στον ρατσισμό αλλά και στον ενδεχόμενο αντιφασισμό των όσων θα εκπέσουν των υλικών προνομίων τους στο μέλλον. Έτσι, αφενός παραγνωρίζονται τα ψυχικά προνόμια και απολαύσεις που οι έλληνες κέρδισαν με την ολόψυχη συμμετοχή τους στο έθνος τους και τη σκατοψυχιά τους προς τους μετανάστες. Γιατί ο κάθε Μήτσος που σήκωσε το χέρι του στο πογκρόμ του ‘11 και η κάθε Μαρία που δεν αφήνει το παιδί της να παίζει με «Αλβανάκια» δεν είναι απλώς παραστρατημένοι προλετάριοι αλλά εξευτελίζοντας και ταπεινώνοντας τους Άλλλους ανεβάζουν τον εαυτό τους στο στάτους του εκλεκτού – και μάλιστα αυτό είναι υπεραρκετό αντίβαρο συνειδησιακά απέναντι και στην όποια, αλλά όχι απαραίτητη, υλική τους μιζέρια. Ο αντιφασισμός με τη σειρά του τίθεται ως απόρροια υλικών ανακατατάξεων στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και παραγνωρίζονται, βέβαια, σχεδόν απόλυτα τα συναισθηματικά και τα ηθικά κριτήρια τα οποία είναι βέβαια για εμάς και τα πιο ασφαλή, σταθερά και σίγουρα για να εμπιστευτεί κανείς. Εκεί οφείλεται, εξάλλου, και η ανησυχία που μας προκαλεί η αντίληψη ότι “υποστηρίζουμε τους μετανάστες, ως καταπιεζόμενους δηλαδή, γιατί υποστηρίζουμε έτσι και τον εαυτό μας”. Γιατί εκεί εμφιλοχωρεί δίκαια η υποψία ότι αν π.χ. κάποιοι μετανάστες απέφευγαν τον ταξικό πάτο της ελληνικής κοινωνίας ή, ακόμη χειρότερα, γίνονταν “αφεντικά”, θα κέρδιζαν την εχθρότητα από πλευράς των … μαρξιστών συντρόφων μας. Ενώ για εμάς, το να ανέβει κανείς κοινωνικά/ταξικά σκαλοπάτια (π.χ. γινόμενος «αφεντικό» ή «μικροαστός») όχι μόνο δεν σημαίνει ότι θα πάψει να είναι εν δυνάμει θήραμα ρατσιστών – γιατί ακριβώς ο ρατσισμός δεν είναι ζήτημα τάξης αλλά ζήτημα ρατσισμού – αλλά και είναι ευχή μας να ξεφύγουν οι μετανάστες από αυτόν τον ταξικό πάτο και να πραγματώσουν τα όνειρα για τα οποία πρωτοξεκίνησαν όταν ήρθαν στην ελλάδα.

Ένα άλλο ζήτημα που θα έπρεπε επίσης να απομακρύνει την ανάλυση και αντιμετώπιση του ρατσισμού μακριά από αντι-καπιταλιστικές και αντι-κρατικές θεωρίες είναι ότι ο ρατσισμός δεν είναι μονάχα επίτευγμα θεσμικό, του κράτους. Εξίσου συμπαγής και οργανωμένος θα μπορούσε να ονομαστεί ο καθημερινός κοινωνικός ρατσισμός (π.χ. στα λεωφορεία και αλλού) – και μάλιστα πιο συντεταγμένος από το κράτος μιας και κανείς δεν πληρώνει τους ρατσιστές των λεωφορείων για να λένε αυτά που λένε αλλά και κανείς δεν τους βάζει να προσυνεννοηθούν και παρόλα αυτά μοιάζουν να συνεννοούνται πλήρως, απόλυτα και αρμονικά όταν συγκροτείται ένας εύκαιρος όχλος που θέλει να στοχοποιήσει έναν μετανάστη.

Φυσικά, όπως διαφωνούμε στην ταξική ανάγνωση του “προβλήματος” του ρατσισμού, λογικό είναι να διαφωνούμε και στην ταξική λύση που προτείνεται. Όπου π.χ. κρίνεται πως χρειάζεται πολιτική οργάνωση για την εργατική τάξη για την αντιμετώπιση του φασισμού, για εμάς αρκεί η απλή ηγεμονία των μεταναστευτικών μαζών και μόνον με την παρουσία τους. Π.χ. μέσα στο λεωφορείο και πάλι, όταν πλειοψηφούν οι μετανάστες, τα ρατσιστικά σχόλια σταματάνε. Για τον απλό και καθόλου θεωρητικό λόγο ότι οι ρατσιστές φοβούνται να τα ξεστομίσουν. Με άλλα λόγια εκεί που οι μαρξιστικές/ταξικές αντιφασιστικές ομάδες και οργανώσεις βλέπουν τις παρέες και συμμορίες Αλβανών πιτσιρικάδων ως το πρόπλασμα του μελλοντικού ταξικού κινήματος ή άλλες φορές ως «την αλβανική μαφία», εμείς βλέπουμε την πρώτη γραμμή συσπείρωσης/ αυτοοργάνωσης των μεταναστών – ήδη υπαρκτή (!) και ευτυχώς, όχι μέσω της ελληνικής αριστεράς και αναρχίας – έτοιμη να σηκώσει κεφάλι σε ρατσιστικούς τσαμπουκάδες από ελληνάκια σε δρόμους, πλατείες και σχολεία.

Αυτά τα παραδείγματα είναι απλές περιπτώσεις διαφοροποίησης ανάμεσα σε μια συνολική θεώρηση που γυρεύει την ανάλυση κοινωνίας, ιστορίας και κράτους με κεντρικό παράγοντα την εργατική τάξη και μια εμπειρική αντιφασιστική θεώρηση στο “εδώ και τώρα”.

Αντίστοιχα, ένα άλλο παράδειγμα, είναι το βλέμμα που υιοθετεί ο καθένας μας γύρω από τους θύτες. Ενώ οι μαρξιστικές/ταξικές ομάδες καταναλώνουν ώρες και ώρες να αποδείξουν πως π.χ. οι φασίστες δεν είναι αντι-συστημικοί αλλά μάλλον παρα-κρατικοί, το ερώτημα που προκύπτει σε εμάς είναι το εξής: ποιος ο λόγος της διαφοροποίησης της χρυσής αυγής από άλλες ελληνικές πολιτικές δυνάμεις-κόμματα αφού κι αυτές έχουν τέτοιο (δηλαδή παρακρατικό) χαρακτήρα; Έτσι, βλέπουμε ότι για άλλη μια φορά υποκρύπτεται, παραγνωρίζεται ή υποτιμάται ο πράγματι ιδιαίτερος χαρακτήρας της χρυσής αυγής ο οποίος δεν είναι άλλος από το νεοναζιστικό!

Ένα δεύτερο σημείο διαφωνίας με τις αντιλήψεις αυτές έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον ρόλο και την λειτουργία του ελληνικού κράτους. Κάποιες ομάδες λειτουργούν με βάση αφηρημένες περιγραφές του κράτους, δανεισμένες από αναρχικά γραπτά του προηγούμενου αιώνα ή άλλες, μην έχοντας συγκεκριμένη άποψη για το θέμα, θεωρούν το κράτος είτε παντοδύναμο είτε έτοιμο να πέσει σαν τραπουλόχαρτο, λόγω κάποιων υποτιθέμενων ταξικών αγώνων, με την τελευταία άποψη να πλειοψηφεί φυσικά. Οι πρώτοι μέσα στο πλαίσιο της περιγραφής του κράτους και της κοινωνίας ως ενός μεγάλου χάσματος, χάνουν από τις εκτιμήσεις τους τους πολύπλοκους ή άλλοτε ξεκάθαρους τρόπους που τα δύο αυτά ‘σώματα’ (κράτος και κοινωνία) διαπλέκονται ή αλληλοστηρίζονται. Για τους δεύτερους η σκέψη τους είναι απόρροια της αντίληψης του ελληνικού κράτους, ή όποιου κράτους στην τελική, ως ΕΝΟΣ ατόμου, έναν πανίσχυρο και τα πάντα πληρών μηχανισμό που δουλεύει σαν καλοκουρδισμένο ρολόϊ. Ενώ στους τελευταίους κυριαρχεί και η πιο επιφανειακή και ματαιόδοξη οπτική μιας και αντιλαμβάνονται το ελληνικό κράτος όπως το αντιλαμβάνονται τα ελληνικά ΜΜΕ, δηλαδή σαν ένα προβληματικό μπακάλικο που με ένα φου θα πέσει λόγω των ταξικών ορδών. Όλες αυτές οι αναλύσεις παρόλα αυτά χρεώνουν τον ρατσισμό στα δημιουργήματα του κράτους και μ’ αυτό τον τρόπο υποτιμούν την κοινωνική σχέση του ρατσισμού, τόσο υπονομεύοντας τα μεταναστευτικά βιώματα όσο και ‘αθωώνοντας’ τους ρατσιστές αυτής της κοινωνίας, ως παρασυρμένα προβατάκια της κρατικής προπαγάνδας.

Συνοψίζοντας τις δύο αυτές κριτικές μας παρατηρήσεις γύρω από το πως γίνεται αντιληπτός ο ρατσισμος, ο φασισμός, ο αντιφασισμός αλλά και το ελληνικό κράτος στο πλαίσιο της ανάλυσης των περισσότερων, αν όχι ολων, των ομάδων με μαρξιστικό-ταξικο πολιτικό προσανατολισμό, καταλήγουμε στην έκθεση τριών βασικών διαφωνιων μας: α) τον οικονομισμό-κρατικισμό της ανάλυσης (Όλες οι κινήσεις και τα κίνητρα του φασισμού είναι οργανωμένα οικονομικά και κρατικά), β) τον εργατισμό της ανάλυσης (Όλοι, θύτες και θύματα του ρατσισμού και του φασισμού, είναι υποταγμένοι σε ιδεολογικά/υλικά συμφέροντα σχετικά με την εργασία η οποία αποτελεί την αλήθεια της κοινωνίας) και, τέλος, γ) τον αποκλεισμό του υποκειμένου από την ανάλυση («Όταν τα αφεντικά λένε “μουσουλμάνοι”, εννοούν “εργάτες”», έλεγε μια αφίσα παλιότερα αλλά εδώ εννοούμε και τον γενικότερο αποκλεισμό του λόγου περί προνομίων και ψυχικής/ιδεολογικής απόλαυσης του ρατσισμού).

Η πρακτική “στηρίζουμε τους μετανάστες γιατί είναι εργάτες” (σαν και μας βρε!) δεν είναι η μόνη θετική διατύπωση που μπορεί να σκεφτεί καμία προκειμένου να μη γουστάρει φασίστες. Κάποιοι από μας φυσικά είναι εκ των πραγμάτων (χωρίς μπλε ταυτότητα) εξ αρχής στην αντιπέρα όχθη, αλλά και για τις υπόλοιπες που δεν ισχύει το ίδιο δε χρειάζεται ούτε να διερευνούμε πόσο εργάτης (ή φεμινιστής ή ο,τιδήποτε) είναι ο κάθε μετανάστης για να τον “πάρουμε με το μέρος μας”, ούτε να οικειοποιηθούμε ταυτότητες (βλέπε “είμαστε όλοι μετανάστες”) φοβούμενοι οτι ύστερα “θα ρθούνε και για μας” όπως λέει το αγαπημένο ρητό. Πράγματι, μπορεί να ρθούνε (και έρχονται) και για μας αλλά και να μην ίσχυε ως δυνητική απειλή, δε γουστάρουμε εξαρχής. Με αυτή την έννοια ακόμα κι αν προσωπική αφετηρία για την αντιφασιστική δράση κάποιων από μας υπήρξε μια εμπειρία othering, είτε ως πούστηδες, είτε ώς γυναίκες σε ένα βασίλειο αναρχικής ματσίλας κ.ο.κ., σε καμία περίπτωση δε βλέπουμε τον αντιφασισμό μας ως κάτι που περνάει από αυτό το προσωπικό πρίσμα για να μας ταυτίσει με τα θύματα του ρατσισμού, καθημερινού και μη, στην παραπάνω λογική του «είμαστε και μεις (κάπως) μετανάστες». Αντίθετα, αντιλαμβανόμαστε και λατρεύουμε να μισούμε το ρατσισμό ως αυτό που είναι. Για να τον δούμε ως τέτοιο ανοίγουμε μάτια, αυτιά, ψάχνουμε αυτά που δεν ειπώνονται και ακούμε φωνές που δεν ακούγονται τόσο δυνατά όσο οι ρατσιστικές (βλέπε για παράδειγμα τον πρόσφατο κύκλο αυτομόρφωσης της ομάδας για τον αντισημιτισμό), στο τέλος τέλος μαθαίνουμε κιόλας η μια στον άλλο πώς να βλέπει από άλλες προοπτικές που δε χρειάζονται την προσωπική οικειοποίηση ή ταύτιση για να ξενερώσουν και να μισήσουν ανθελληνικά.

AntifaNegative