Μετά από έναν χρόνο της κρίσης του κορωνοϊού, το Ίδρυμα Γκρέτα Τούνμπεργκ στην Αθήνα με κάλεσε να συνεισφέρω με ένα άρθρο στον συλλογικό τόμο Αναταραχή του Κόσμου: η Αριστερά και η ανατροπή της ταυτότητάς της. Στο πλαίσιο των όσων είδαμε τον τελευταίο χρόνο να συμβαίνουν στα περισσότερα κράτη του πλανήτη –και με δεδομένο το πλαίσιο της δουλειάς μου για τις Σπουδές Φύλου– ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα των συντρόφων της Αθήνας και έγραψα το παρόν κείμενο.
Το 1990, ενώ στον πλανήτη γινόταν χαλασμός Κυρίου με τη Σοβιετική Ένωση να πέφτει και τον Ψυχρό Πόλεμο να λήγει πανηγυρικά υπέρ μας, εγώ εξέδωσα το βιβλίο Gender Trouble, κάνοντας καλά αυτό που γνωρίζουν να κάνουν οι αριστεροί πολιτικοί φιλόσοφοι: πέταξα την μπάλα στην εξέδρα. Ωστόσο, η μαστοριά του καθενός και της καθεμιάς φαίνεται στη λεπτομέρεια, στις τροπικότητες με τις οποίες κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει εφικτό. Ποια ήταν η μέθοδος; Πήγα και παρατήρησα στα μέρη που ακόμα δεν ξέρω γιατί αφήνουν αστές σαν και εμένα να έχουν πρόσβαση, τον τρόπο που δρούσαν κάποιες υπόγειες ριζοσπαστικές υποκουλτούρες, συγκεκριμένα οι drag-queens. Η παρατήρηση των ντραγκ-κουίνς, δηλαδή των ατόμων που υποδύονται εν μέσω θεατρικών σόου –αλλά και στην καθημερινότητά τους!– μια εναλλακτική ταυτότητα φύλου, υιοθετώντας σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά στοιχεία, με βοήθησε να επινοήσω έναν νέο ντεμέκ σταθμό στη φεμινιστική σκέψη.
Εκεί που η Σιμόν ντε Μποβουάρ είχε διατυπώσει τον κανόνα ότι «γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι» και άλλοι συνάδελφοι στο παρελθόν, όπως η Κρίστεβα και η Ιριγκαράι, η Βίτιγκ και ο Φουκώ, είχαν προχωρήσει αυτόν τον συλλογισμό προβάλλοντας νέες οπτικές πάνω στο ίδιο ζήτημα, την κατασκευή του φύλου, εγώ προσέθεσα το δικό μου λιθαράκι: «γυναίκα ή άνδρας ή οτιδήποτε γίνεσαι μέσω παραστασιακής επιτέλεσης» (performativity, στο πρωτότυπο). Τώρα η Ελλάδα βέβαια δεν έχει και καμιά φιλοσοφική σκέψη της προκοπής, όπως με ενημερώνει η συνεργάτιδά μου στην Ελλάδα, η Αθηνά Συριζαίου-Κουμουνδούρου, οπότε στα ελληνικά επιλέχθηκαν δύο λέξεις ώστε να μην πιάνετε ακριβώς την καταγωγή της έννοιας και της χρήσης της στα αγγλικά. Αλλά το «performativity» στα αγγλικά είναι πολύ κοντά στο θεατρικό «performance». Άμα έχετε ποτέ εσείς οι μπουρτζόβλαχοι δει περφόρμανς, θα έχετε καταλάβει ότι πρόκειται συνήθως για ένα σύντομο δίχως λόγια θεατρικό έργο που βασίζεται στο να πείσει τον θεατή διά της παράστασης –των χειρονομιών, του ντυσίματος, των μορφασμών κι ούτω καθεξής.
Συνεπώς, θα αντιλαμβάνεστε μέχρις εδώ πως η εμπειρία από το hood των slums της Αμερικής με βοήθησε να φτιάξω τζάμπα θεωρία και να γίνω διάσημη. Θα αντιλαμβάνεστε ήδη τα πιο έξυπνα από εσάς πως ξάφνου ξεδιπλώνονται –μέσω μορφασμών, μούγκας, ντυσίματος και χειρονομιών– οι πολλαπλές συνδηλώσεις των όσων έβλεπα και έλεγα εγώ με το τι πάθαμε όλοι και όλες μας φέτος. Και, τέλος, ίσως αντιλαμβάνεστε γιατί επέλεξα να μιλήσω σε αυτό το κείμενο για τις μάσκες: μάσκες διπλές-τριπλές-μονές, μάσκες φανταχτερές και χρωματιστές, μάσκες με σχεδιάκια και μάσκες βέβαια –μην το ξεχάσουμε!– υποχρεωτικές.
Πρέπει να σας θυμίσω ότι όταν έγραφα εκείνο το πετυχημένο βιβλίο είχα ένα βασικό άγχος. Επειδή και στις Η.Π.Α., όπως και εδώ, ο βασικός στόχος των βιβλίων των αριστερών διανοουμένων είναι να μην καταλαβαίνετε τίποτα και να νιώθετε μειονεκτικά, ξεχνώντας τα ταπεινά προβλήματα της καθημερινότητάς σας, θα σας το εξομολογηθώ σήμερα. Βασικά, το δήλωνα το άγχος μου και τότε στον πρόλογο, αλλά βασιζόμουν σε έναν βαθμό στο ότι δεν θα θυμάται κανείς τι έλεγα αφού έκανε πως διάβαζε το υπόλοιπο βιβλίο και αποκτούσε μυαλό-πουρέ. Έλεγα, λοιπόν, εκεί ότι έχω ένα άγχος ότι το φεμινιστικό κίνημα και το κίνημα της σεξουαλικότητας, μαζί με τις αντίστοιχες σπουδές τους –που για να ‘μαι δίκαιη σπουδές σεξουαλικότητας δεν υπήρχαν ακριβώς το 1990, εγώ το άνοιξα το μαγαζί– εμφανίζονται όλο και πιο πολύ διαχωρισμένες, όλο και πιο πολύ μαλωμένες, όλο και πιο πολύ τσατισμένες μεταξύ τους. Και ότι αυτό δεν είναι καλό για την ενότητα του κινήματος.
Το πρώτο γκέι μπαρ του Ντάλας άνοιξε τη δεκαετία του 1950 παρόλο που οι νόμοι απαγόρευαν και τους γκέι και το να φοράς ρούχα του άλλου φύλου. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε την εν λόγω σκηνή να ντυθεί όπως ήθελε. Κάπου στα 1980 άρχισαν οι μπάτσοι να φεύγουν και να έρχονται οι ανθρωπολόγοι.
Προσπαθούσα με αυτό τον ήπιο τρόπο να δηλώσω πόσο είχαν πάρει χαμπάρι τον αστικό φεμινισμό στις Η.Π.Α. αυτά τα άτιμα υποκείμενα στα σλαμς που ήταν κουίρ και βρίζονταν ως τέτοια, περιθωριοποιούνταν στον ταξικό πάτο και όλοι –ακόμα κι εμείς– τους φερόμασταν σαν σκουπίδια. Έλεγα, λοιπόν, ότι δεν συμφέρει κανέναν να μαλώνουμε. Ευτυχώς δεν έφαγα ντομάτες όταν εγώ αυτά τα υποκείμενα τα μελετούσα και έτσι μπόρεσα σαν γνήσια ανθρωπολόγος του 19ου αιώνα να πάω να μελετήσω τα ιθαγενή αυτά άτομα στις χαραμάδες του 4ου κόσμου, δηλαδή μέσα στις ίδιες μας τις πόλεις!
Προφανώς μέσα από τη χρήσιμη δουλειά μου απέκρυψα τελείως κάθε αναφορά σε ιεραρχίες, ταξικές ή άλλες, και απέφυγα όπως ο διάολος το λιβάνι να συνδέσω αυτά που παρατηρούσα εκεί με τον καπιταλισμό, το κράτος και άλλες ντεμοντέ αναλυτικές κατηγορίες. Το σημαντικότερο που είπα σε αυτό το βιβλίο είναι ότι οι κουίνς των σλαμς μάς δίνουν ένα χρήσιμο παράδειγμα για το πώς μπορούμε να ανατρέψουμε το φύλο μας· μέσω του ντραγκ. Είπα δηλαδή ότι «να πώς το κάνουν οι τελευταίοι, ας το κάνουμε κι εμείς που είμαστε πιο έξυπνοι». Με λίγα λόγια δεν έκανα και κάτι δα τόσο τρομερό για Αμερικανίδα. Όπως πριν κάμποσες εκατοντάδες χρόνια, πήγαμε και μάθαμε από τους Ινδιάνους πώς να επιβιώνουμε τον χειμώνα στην Αμερική, αλλάζοντάς τους μετά τα φώτα, έτσι και τώρα πήγα, εμπνεύστηκα, τους έβγαλα στο προσκήνιο και είπα μετά πώς να επιβιώσουμε, κάνοντάς τους να το μετανιώσουν, ή τέλος πάντων αφήνοντάς τους στην μίζερη ζωή του ταξικού πάτου. Όταν λέω «να επιβιώσουμε» εννοώ βέβαια και την Αριστερά, αυτόν τον διαφαινόμενο μεγάλο χαμένο παίκτη του τέλους του Ψυχρού Πολέμου.
Γυρνάω πάλι στο 1990. Το να υπάρχει αντίπαλος πόλος για εμάς στον δυτικό καπιταλισμό μάς έδινε ένα νόημα ζωής. Μπορούσαμε να είμαστε οι μόνιμοι «ναι μεν αλλά…» των κυβερνήσεών μας, ένα κάποιου είδους αντίπαλο δέος, ενεργά μέλη του συνόλου. Όταν εξέφραζα, λοιπόν, το άγχος περί σπασίματος των σχέσεων του κόσμου του φεμινισμού και του κόσμου της σεξουαλικότητας, κάτι ήξερα. Έβλεπα τις υποκουλτούρες της πόλης να μας γυρίζουν την πλάτη. Έβλεπα ακόμα και κάποια από τα κομμάτια της Act Up –και άλλων που τους έφαγε η μαρμάγκα της επίσημης ιστορίας– να αυθαδιάζουν αστόχαστα. Αυτά τα τυπάκια τότε υιοθετούσαν κάποια πρότυπα, αισθητικά, πολιτισμικά και υπογείως πολιτικά και κοινωνικά, τα οποία έρχονταν κόντρα τόσο στα αντίστοιχα πρότυπα της νεολαίας του Ρίγκαν όσο όμως και στα δικά μας φεμινιστικά αγωνιστικά πρότυπα. Κοινώς, μας είχαν πάρει χαμπάρι! Ε και αυτό δεν μπορούσε να περάσει. Αυτό είχαμε ξαναδεί να γίνεται με διάφορες υποκουλτούρες που αρχικά αντιστέκονταν και εν τέλει μπορέσαμε να ενσωματώσουμε στον εθνικό κορμό: τους γηπεδικούς, τους πάνκηδες, τους μοτοσικλετιστές, τους ρέιβερς.
Πρόσφερα, λοιπόν, έναν τρόπο να τα πλησιάσουμε κι εμείς αυτά τα τυπάκια, αφομοιώνοντάς τα –«το φύλο επιτελείται!»– και ρίχνοντας το βάρος από την τάξη στην κουλτούρα, ενώ παράλληλα έδωσα και έναν τρόπο αφοπλισμού τους –σε μια συνέντευξή μου κάπου το 1994 όρισα το κουίρ σαν απόρριψη του face control σε ένα κλαμπ, βάσει ταυτότητας φύλου. Το ξέρω, είμαι μεγάλη ρουφιάνα όταν κάνω ορισμούς, γι’ αυτό εξάλλου είμαι και η Τζούντιθ Μπάτερ, έτσι; Γιατί το face control είναι –όχι ότι το έχω ζήσει εγώ, αλλά…– μεγάλο πρόβλημα για αυτά τα τυπάκια και κάπως έτσι τα ανάγκαζα να μη μας ρίχνουν και εμάς face control όταν πηγαίνουμε στα δικά τους events. Ίσα-ίσα να χαίρονται και να μας εκτιμούν που τα μελετάμε!
Στήσαμε, λοιπόν, τότε μια μεγάλη δουλειά που λίγοι και λίγες μπορούσαν να καταλάβουν τη σημασία της –εξαιρούμενης ίσως της Μαντόνα. Η Μαντόνα, την ίδια χρονιά που έβγαλα το Gender Trouble, έβγαλε ένα από τα πιο γνωστά της κομμάτια, το «Vogue», στηριζόμενη σε παρόμοια μεθοδολογία με εμένα. Άνοιξε τον δρόμο και έμαθε στην καθεμιά μας τι είναι το ballroom και το voguing. Μέχρι τότε αυτά ήταν γνώσεις που είχαν οι χορεύτριες-αδερφές, μαύρες και λατίνες, που έκαναν τουρ με την Μαντόνα για την παρουσίαση του δίσκου της. Επρόκειτο για πολιτισμικές πρακτικές που αντλούσαν από τα 60s και ήταν διαδεδομένες σε αυτές τις λούμπεν κοινότητες. Η Μαντόνα χρησιμοποίησε τόσο το κομμάτι όσο και την τουρ που ακολούθησε για να αρχίσει να εμφανίζεται σαν αδερφο-μάνα και πως και καλά έχει άποψη για gay ζητήματα και για το AIDS. Οι συνοδές, βέβαια, της βραβευμένης από το MTV ως καλύτερης τραγουδίστριας της δεκαετίας του 1980, πέθαναν στην ψάθα, καθώς η σταρ άλλαξε θέμα ενασχόλησης στο επόμενο της άλμπουμ. Εγώ, από την άλλη, επέμεινα κατά βάση στα ίδια ζητήματα. Παρόλο που έσπευσαν οι μεμψίμοιροι να μου κάνουν κριτική ότι τάχα δεν είχε υλικό υπόστρωμα αυτό που έλεγα, ότι τάχα δεν είχε προοπτική αυτή η προτασάρα που είχα κάνει γύρω από το ντραγκ.
Δεν έχασα βέβαια τον χρόνο μου με αυτούς τους γκρινιάρηδες. Έβγαλα κι άλλο βιβλίο προκειμένου να επανατοποθετηθώ, βάσει των πολεμικών που δέχθηκα από κάτι λείψανα-μαρξίστριες (το ονόμασα, Σώματα που Έχουν Σημασία/Υλικότητα· εδώ να υπενθυμίσω πάλι τη φτώχεια της γλώσσας σας γιατί «σημασία» και «υλικότητα» στα αμερικάνικα εκφράζονται με μια μόνο λέξη, το «matter», το οποίο παρεμπιπτόντως προέρχεται από την πιο αρχαία λέξη στον πλανήτη Γη, το «mother» που σημαίνει τη «μητέρα» –άντε γεια δηλαδή!).
Εκεί, μέσα σε αυτό το βιβλίο, έλεγα ότι αυτή η ανατρεπτική αλλαγή ταυτότητας γίνεται πολύ επίπονα γιατί το γαμήδι το σώμα βασίζεται ακριβώς πάνω στη συνήθεια και στο πέρασμα του χρόνου. Εξάλλου αυτό ήταν και το πόιντ του πρώτου βιβλίου: αποκάλυψα το εύθραυστο των σωματικών μας κινήσεων και φορεσιών, δεν είπα ότι αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Όσο πιο πολλή έξη βάζεις σε ένα σώμα, τόσο αυτό θα ανταποκρίνεται και θα καλουπώνεται με βάση αυτήν. Δείτε τη φτωχολογιά, π.χ. έναν τσαγκάρη. Ένας τσαγκάρης από τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις που θα κάνει με το χέρι του πάνω σε μια σόλα παπουτσιού, τα χτυπήματα που θα κάνει κ.τ.λ., θα αναπτύξει συγκεκριμένους κάλους πιθανόν σε ένα σημείο στο δεξί του χέρι. Το ίδιο συμβαίνει με τους εργάτες των υπολογιστών που αναπτύσσουν προβλήματα σπονδυλικής στήλης και τενοντίτιδας ή μυωπίας. Στο σώμα εγγράφεται, λοιπόν, η εργασία του καθενός –εγώ θα το λέω «συνήθεια» γιατί τώρα δεν είμαστε να λέμε για εργασίες και μαλακίες. Εξάλλου και η εργασία τι είναι, αν την απογυμνώσουμε από τη δευτερεύουσα πλευρά της ως καπιταλιστικής κινητήριας δύναμης; Είναι μια μιμητική πράξη σε επανάληψη. Με άλλα λόγια μια υποχρεωτική περφόρμανς.
Μέχρι στιγμής άφησα να φανούν κάποια ψιχία από το μεγαλείο του έργου μου και πιστεύω ότι έδειξα τις προφανείς συνδέσεις με το σήμερα. Ας περάσουμε, όμως, σιγά-σιγά στο προκείμενο. Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω σχολιάζοντας μία-δυο φωτογραφίες που μου έστειλε η Αθηνά Συριζαίου-Κουμουνδούρου από την Αθήνα στις 25 Μαρτίου, ενώ κάνατε πως γιορτάζετε σε συνθήκες εγκλεισμού το μεγάλο έθνος σας. Στις φωτογραφίες απεικονίζονται τρανοί αξιωματικοί του ελληνικού στρατού να βάφονται με στρατιωτικό μέικ απ για να επιτυγχάνουν καλύτερο καμουφλάζ μέσα στα δάση και τα βουνά. Η επιμέλεια με την οποία γίνεται το μέικ απ στον καθρέφτη μιας οθόνης κινητού και με τη βοήθεια ενός συναδέλφου άνδρα παραπέμπουν σε πρακτικές που είθισται να χρησιμοποιούν οι γυναίκες για το μέικ απ και με αυτή την έννοια πάντα μας γαργαλάει το θέμα να το σχολιάσουμε από μια άλλη οπτική. Όπως έλεγε και η Μπάρμπαρα Κρούγκερ με το γνωστό έργο της, απευθυνόμενη στους στρέιτ άνδρες: «Κατασκευάζετε περίπλοκες τελετουργίες που σας επιτρέπουν να αγγίζετε το δέρμα άλλων ανδρών». Φυσικά, όχι μόνο για να αγγίζετε το δέρμα άλλων ανδρών, αλλά και για να πιάνετε στα χέρια σας και να χρησιμοποιείτε τα «γυναικεία» αξεσουάρ, εργαλεία, ρούχα. Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον πως μέσα στην τελετή ανάδειξης της πυγμής του έθνους, στα 200 χρόνια του, όπου παρελαύνουν κάθε είδους αρχιδάτοι τσολιάδες, κουμπουροφόροι μουστακαλήδες, μεγάλα φαλλικά κανόνια και υπερηχητικά αεροπλάνα, κάποιοι ένστολοι βρήκαν μια χαραμάδα να σπάσουν τον κανόνα, αγγίζοντας ο ένας τον άλλον, βοηθώντας τον να ντυθεί πριν το πάρτι, φροντίζοντας τον καλλωπισμό και προσέχοντας τη λεπτομέρεια του μέικ απ παρόλο που από την εξέδρα των επισήμων η λεπτομέρεια δεν θα φαινόταν και κανείς στην πραγματικότητα δεν θα νοιαζόταν.
Λίγο πριν την εθνική περφόρμανς, που λέγεται παρέλαση, στις 25 Μαρτίου 2021.
Σε μια άλλη φωτογραφία, ένα παιδάκι που δεν ξέρει να πει κάτι πέρα από «μαμ, κακά και νάνι» ποζάρει μπροστά από ένα πολεμικό άρμα του ελληνικού στρατού. Καταλαβαίνω γιατί έστησαν αυτό το παιδάκι εκεί, ωστόσο εδώ θα είμαι λίγο πιο αυστηρή. Τέτοιες φωτογραφίες δεν πρέπει να βγαίνουν προς τα έξω στη Δύση, γιατί εδώ και δεκαετίες οι χώρες μας προσπαθούν να αποδείξουν ότι τέτοια φανατική και πολεμοχαρής προπαγάνδα γίνεται μονάχα από τους ισλαμιστές. Συνεπώς, νομίζω πως εδώ κάποιος το παρατράβηξε, ανοίγοντας μια ρωγμή στο ιδεολογικό μας συνεχές περί πολιτισμένης Δύσης και οπισθοδρομικής Ανατολής που δεν δίνει σημασία στην υλικότητα (άτσα) των σωμάτων των παιδιών. Θα μου αντιτείνει ίσως κάποιος ότι και να γίνουν τέτοια λάθη, τους ακαδημαϊκούς τι τους έχουμε; Δεν τους έχουμε για να τα διορθώνουν με θεωρητικές αρλούμπες; Και θα ανταπαντήσω: πράγματι! Δεν πάνε χρόνια που προσπάθησα σκληρά να δείξω κάτι αντίστοιχο για τη Μέση Ανατολή. Αλλά γενικά πρέπει να προσέχουμε!
Πάμε τώρα στο ζήτημα του κορωνοϊού. Είδα τόση μάσκα φέτος –και φόρεσα είναι η αλήθεια– που νόμιζα ότι ανακηρύχθηκε χωρίς να με ενημερώσουν έτος-Τζούντιθ-Μπάτερ, ξέρετε περφορματίβιτι! Παρόλα αυτά, απογοητεύτηκα όταν είδα ότι κανείς δεν με θυμήθηκε. Έτσι ξανάρχεται η βασίλισσα επί γης να αναλάβει. Θέλω να σας θυμίσω ότι το γενικό πλαίσιο ανάγνωσης της πραγματικότητας είναι ότι δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση για το τίποτα. Τη σχέση αιτίου-αιτιατού την έχουμε πιο χεσμένη από ποτέ γιατί άλλωστε βασιζόταν πάνω σε ουσιοκρατικές θεωρίες συνωμοσιολόγων σαν τον Καρλ Μαρξ. Εδώ πρέπει να μείνουμε στην επιφάνεια των πραγμάτων. Ας ξεχάσουμε λοιπόν το ζήτημα του αν η μάσκα βοηθάει σε κάτι σε σχέση με τον ιό γιατί ούτως ή άλλως ούτε οι γιατροί δεν βγάζουν άκρη με αυτό το θέμα.
Στην αρχή η μάσκα δεν ήταν ενδεδειγμένη. Μετά ήταν υποχρεωτική. Ο προσωπικός μου πνευμονολόγος μου έλεγε μην τυχόν και βάλεις μάσκα. Πράγματι, για τους ανθρώπους με αναπνευστικά προβλήματα, οι γιατροί έλεγαν ότι μπορεί να γίνεται μια εξαίρεση. Γιατί τα στοιχεία της μάσκας που αποσυντίθεται μπαίνουν στους πνεύμονες και τους δυσκολεύουν να αναπνεύσουν ακόμα περισσότερο. Μετά τόσο οι υγιείς επιχειρήσεις όσο και εμείς οι κουίρ κάναμε τα δικά μας με τη μάσκα με τον γνωστό τρόπου του να πουλάς τα σκατά για λουκουμάδες: είπαμε ότι θα κάνουμε αβαβά την υποχρεωτικότητα της μάσκας και θα την πλασάρουμε σαν ατομικό αυτοπροσδιορισμό. Οι εταιρείες έβγαλαν μάσκες με σηματάκια διαφημιστικά του logo τους. Διάφοροι καμένοι άρχισαν να γράφουν συνθήματα, σλόγκαν ή ό,τι γούσταραν πάνω στις μάσκες. Και εμείς βάλαμε χρώματα, φτιάξαμε φτερά πάνω στη μάσκα, της δώσαμε ομορφιά. Κι όλα αυτά τα κάναμε όλοι, όλες και όλα συντονισμένα για να μη μιλάει κανείς για την υποχρεωτική διάσταση της μάσκας, το γεγονός ότι το αφεντικό δεν τη φορούσε αλλά οι εργάτες έπρεπε, το γεγονός ότι η μάσκα παρήγαγε ιεραρχίες στο μετρό και στο σούπερ μάρκετ εκεί που σκάνε και συνωστίζονται οι πληβείοι. Καταλαβαίνετε πόσο κορυφαίο έργο ήταν αυτό. Αποφύγαμε τη σύγκρουση του πληθυσμού με το κράτος, κάνοντάς τον να αγκαλιάσει τη μάσκα σαν να ήταν δικό του αίτημα –το ξαναλέω, αίτημα ατομικού αυτοπροσδιορισμού! Όπως ακριβώς ένας συνάδελφος σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη, Έλληνας κι αυτός, έδειξε πως η μάσκα αντί για υποχρεωτικό ντύσιμο είναι αυθόρμητο αξεσουάρ αλληλεγγύης των φτωχών.
Μην ξεχνάτε και το δικό σας παράδειγμα σε σχέση με την αστυνομία της μεταπολίτευσης· που είναι η αστυνομία που έφτιαξε η ελληνική αριστερά και σας έχει κάτσει ακόμα στο σβέρκο, όπως μου αποκάλυψε η συνεργάτιδά μου Αθηνά Συριζαίου-Κουμουνδούρου. Το 1984 το ελληνικό κράτος κατάργησε τα δύο παλιά του σώματα, την αστυνομία πόλεων και τη χωροφυλακή, για να ιδρύσει ένα καινούργιο σώμα: την Ελληνική Αστυνομία. Αντικείμενο ιδιαίτερου προβληματισμού αποτέλεσε η δημιουργία μιας νέας στολής για το σώμα, η οποία θα απέφευγε σε συμβολικό επίπεδο –και πως αλλιώς θα μπορούσε; Αφού ήταν οι ίδιοι άνθρωποι, μπάτσοι δηλαδή– την ταύτιση από πλευράς του κοινού της αστυνομίας του ’84 με την αυταρχική αστυνομία του παρελθόντος. Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης κάλεσε μάλιστα τον πιο διάσημο Έλληνα μόδιστρο της εποχής, τον Γιάννη Τσεκλένη, να σχεδιάσει τη στολή. Βρήκαν, λοιπόν, ένα χρώμα μπλε για να ενισχύει τα εθνικά αισθήματα, εν μέσω εθνικής συμφιλίωσης, αφήνοντας στην άκρη το blue-black και τα χακί των παλιών σωμάτων. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης δήλωσε για τις νέες στολές ότι «είναι προσαρμοσμένες στη σύγχρονη εποχή αλλά όχι ‘επαναστατικές’.» Στο σήμα της νέας αστυνομία ο Τσεκλένης σκέφτηκε στην αρχή να βάλει τον Ηρακλή με το ρόπαλο· αλλά μετά το ξανασκέφτηκαν και έβαλαν μια ζυγαριά, ένα κλαδί και ένα σπαθί. Μετά, το άλλαξαν και πάλι. Έβγαλαν το σπαθί γιατί δεν ήθελαν, λέει, να παραπέμπει σε βία. Τα λέω όλα αυτά γιατί νομίζω ότι ο λαός πιστεύει πως το κράτος είναι κάτι «απροετοίμαστοι μπαγλαμάδες», επειδή πιστεύουν πολύ σε αυτά που τους λέμε εμείς οι Αριστεροί, κάνοντας πολιτικό παιχνίδι. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι το κράτος έχει φτιάξει πολλές στολές στην ιστορία του –ακόμα και το δικό σας στα Βαλκάνια!– και έχει γνώση βασικών στοιχείων συμβολισμού και επιβολής του στον γενικό πληθυσμό.
Καλό θα ήταν αυτά να τα έχουμε υπόψη και για σήμερα, με την κρίση του κορωνοϊού. Αυτά δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον συμβολισμό που εκπέμπουν οι στολές αλλά και με την αίσθηση του κατεπείγοντος βλέποντάς τες. Ή βλέποντας όλους να φοράνε μάσκες! Ή ακούγοντας έντρομοι τον ήχο της σειρήνας, να αποστρέφουν το βλέμμα τυφλωμένοι από τους φάρους! Στις ήσυχες –χωρίς μηχανάκια– βρετανικές πόλεις, όπου ο γενικός θόρυβος που παράγεται στο αστικό κέντρο είναι πολύ μικρότερος από την Ελλάδα, η σειρήνα ενός μοντέρνου ασθενοφόρου ή περιπολικού μπορεί να αποτελέσει γεγονός για μια γειτονιά –επιβάλλεται αστραπιαία στα αυτιά και την προσοχή όλων. Τα φωτάκια των μηχανών που τυφλώνουν και αναβοσβήνουν από τις μηχανές της αστυνομίας στην Αθήνα, όπως μου λέει η φίλη μου η Αθηνά, είναι ικανά να σου προκαλέσουν επιληψία, σου έρχεται να στρέψεις το βλέμμα αλλού για να βρεις ηρεμία, το αίσθημα του κατεπείγοντος σου καρφώνεται πραγματικά στο μάτι! Όλες οι αισθήσεις καλούνται να συμμετέχουν στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης! Πόσο θα χαίρονταν οι φουτουριστές με κάτι τέτοια, ε; Ή ο φίλος τους, ο Μπενίτο Μουσολίνι!
Τώρα, όταν πάλι συζητάμε για τη μάσκα δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως και για την εργασία, ότι είναι σιωπηλή περφόρμανς, μια μιμητική επιτέλεση κατ’ επανάληψη που εν τέλει διαταράσσει ανατρεπτικά τις μέχρι πρότινος ταυτότητες που «φορούν» οι άνθρωποι. Τους μαθαίνει να μιλάνε λιγότερο: ούτως ή άλλως κυρίως μαλακίες λέτε. Τους μαθαίνει να φοβούνται τον διπλανό τους. Τους μαθαίνει να αστυνομεύουν τον διπλανό τους, ειδικά αν είναι σκουρόχρωμοι μετανάστες, εργάτριες κι εργάτες, γενικώς άνθρωποι ενταγμένοι στα χαμηλά στρώματα μιας ιεραρχικής κλίμακας. Η μάσκα φορεμένη από χιλιάδες προκαλεί επίσης μια εντυπωσιακή εικόνα που –δεν μπορώ να μην το πω, θα σκάσω– φέρνει την πολιτισμένη, δημοκρατική Δύση ένα κλικ πιο κοντά στην Κίνα. Η μάσκα έχει περάσει μέσω του κράτους να θεωρείται από εμάς σαν ζήτημα ατομικής ευθύνης και υγιεινής.
Εμείς, η Αριστερά το ‘χουμε πάει αλλού το πράγμα. Έχουμε κάνει τη μάσκα σύμβολο νίκης, πανηγυρισμού, φροντιστικής ανατροπής. Τα πολιτικά μας εργαλεία βέβαια ήταν έτοιμα από τα πριν. Το ότι έχουμε βάλει τον καθένα και την καθεμιά να σκέφτεται με βάση το μέγα ζήτημα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού του –λες και κανείς χέστηκε– είναι ένα μια μεγάλη παπάτζα που βασίζεται κυρίως σε δύο πυλώνες: αφενός ότι οι δυτικοί υπήκοοι νοιάζονται κυρίως και διά ροπάλου για τον εαυτούλη τους, αφετέρου ότι το κράτος μπορεί να συνεχίσει να χειρίζεται τα ζητήματα του «αυτοπροσδιορισμού» σαν βούτυρο στο ψωμί του. Φυσικά, κανείς δεν βλέπει πρόβλημα αυτοπροσδιορισμού όταν οι μετανάστες ονομάζονται «μετανάστες» ή «ροές» ή «λαθραίοι» –και μάλιστα υποχρεωτικά ονομάζονται έτσι για όλους. Γενικώς, κάναμε διανοητό να ασχολείται κανείς/καμιά με τον ατομικό του/της αυτοπροσδιορισμό –αφού όλα είναι ρευστά και επιτελέσιμα– και κανείς να μην ασχολείται με τον υποχρεωτικό προσδιορισμό όλων μας από το κράτος: το πώς θα λεγόμαστε, τι θα είμαστε, τι θα φοράμε και, εσχάτως, πώς θα στεκόμαστε, αν θα φιλιόμαστε και θα αγκαλιαζόμαστε.
Θα μου αντιτείνει κάποιος, ίσως κάποιος κολλημένος με τη σχέση αιτίου-αιτιατού που λέγαμε πριν: και τότε ποιο είναι το υλικό νόημα, η σημασία των στολών; Γίνονται όλα αυτά απλά για να ζούμε σαν παβλοφικά σκυλιά που με μιμητικά κόλπα κατ’ επανάληψη τους μαθαίνεις να πειθαρχούν, σαν να εργάζονται χωρίς να το ξέρουν; Φοράμε τόσες στολές και δεχόμαστε τόσες εντολές γιατί φάγαμε μόνο και μόνο την αριστερή παπάτζα; Και, στην τελική, τι είδους ανατροπή των ταυτοτήτων μας παράγεται σήμερα; Ποιο είναι το χειρότερο που μπορούμε να πάθουμε; Εντάξει πειθαρχήσαμε και λίγο αλλά όλο αυτό είναι λίγο φουκωικό για να τρομάξουμε. Ε όσο να ‘ναι, αν δεν φάμε ένα κλομπ στη μούρη, δεν μας προβληματίζει και τόσο μια τόση δα μασκούλα, έστω με απαγόρευση κυκλοφορίας.
Και θα ανταπαντήσω εγώ: γι’ αυτό εγώ είμαι η Τζούντιθ Μπάτερ κι εσείς η πλέμπα. Κοιτάξτε, οι αριστερές παπάτζες είναι εξίσου σημαντικές με τις δεξιές, αν και για να πω του στραβού το δίκιο, όλο και περισσότερο δεν καταλαβαίνω τη διαφορά μεταξύ τους. Τώρα όσον αφορά τα «βαθύτερα νοήματα» της πειθάρχησης, αν μου επιτρέπετε, θα έλεγα να μην υποτιμώνται. Δεν είναι και λίγο να παραιτείται κανείς απ’ την ερμηνεία του κόσμου με βάση την ουσιοκρατική σχέση αιτίου-αιτιατού. Δεν είναι και λίγο να πιστεύει ότι το κράτος νοιάζεται για την υγεία του και ότι πρέπει να κάνει ό,τι του λέει το κράτος του. Πρόκειται για σημαντικές παρακαταθήκες. Για όσους δεν με έχουν καταλάβει ακόμα, θα πω και μια ιστοριούλα απ’ τα παλιά, εν είδει παραβολής, για να το κλείσουμε κάπου εδώ.
Μπορεί εσείς στην Ελλάδα να νομίζετε ότι ο Οκτώβριος του 1940 είναι σημαντικός γιατί το κράτος σας μπήκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά την ίδια ακριβώς εποχή συνέβαινε και ο βομβαρδισμός του Λονδίνου από τη γερμανική αεροπορία. Μπορεί να μην το πιστεύετε αλλά το καλύτερο που μπορούσε να κάνει η βρετανική κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τη στάση της σε εκείνο τον αμυντικό κατά βάση πόλεμο, ήταν να πείσει τους Βρετανούς υπηκόους ότι τα… καρότα σού φτιάχνουν και σού βελτιώνουν τη νυχτερινή όραση μέσα στο απόλυτο σκοτάδι! What? Ακριβώς! Μάλιστα, αυτός ήταν ένας μύθος που επέζησε μέσα στον 20ο αιώνα, και κάποιοι τον πιστεύουν μέχρι και σήμερα. Η διαφορά με τη μάσκα ίσως είναι ότι από τον συμβολισμό μετακινούμαστε πια στον σουρεαλισμό με αυτό το παράδειγμα. Αλλά εντάξει, στην τελική, καθόλου σουρεαλιστικό δεν ήταν το βρετανικό κόλπο. Τα συστατικά που οδήγησαν στην κατασκευή του μύθου ήταν απλά: α) τα καρότα βοηθούν πράγματι την όραση αλλά όχι βέβαια τη νυχτερινή, β) μπορεί οι Βρετανοί να μην είχαν να φάνε το 1940 αλλά είχαν άφθονα καρότα στη βρετανική αγορά και τα οποία δεν χρειαζόταν να εισαχθούν εν μέσω πολέμου από κάποια άλλη χώρα, γ) η Βρετανία έπρεπε να προκαλέσει εσωτερικό τεχνητό μπλακ άουτ στις πόλεις της για να χάσουν οι Γερμανοί πιλότοι τους στόχους τους. Κάπως έτσι φτάσαμε στο σλόγκαν του βρετανικού Υπουργείου Γεωργίας το 1940 που ήταν το εξής: «Τα καρότα σε κρατάνε υγιή και σε βοηθάνε να βλέπεις στο μπλακ-άουτ!» Τον Ιανουάριο του 1942, οι δικοί μας New York Times ανέφεραν σε ρεπορτάζ ότι οι Βρετανοί καλλιεργούν πολλά καρότα και έτσι αποφεύγουν τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα στο σκοτάδι!
Πιστεύω ότι το παράδειγμα είναι ταιριαστό για γέλια και για κλάματα, δίνοντας με τις συνδηλώσεις του την απαραίτητη τροφή για σκέψη σήμερα. Κάνω εικόνα όλη τη μεγαλειώδη παραστασιακή επιτέλεση των Λονδρέζων που τους έβαλε το βρετανικό κράτος να τρώνε καρότα την ώρα που πέφτουν βόμβες δίπλα στα θεοσκότεινα σπίτια τους! Σκέφτομαι την επισημότητα των επιστολών, των διαταγών και των εσωτερικών αλληλογραφιών του βρετανικού κράτους μεταξύ της τοπικής του ΔΕΗ, του Υπουργείου Γεωργίας, του Υπουργείου Πολέμου, των μυστικών υπηρεσιών και ποιος ξέρει πόσων άλλων γραφείων προκειμένου να παραχθεί ένας τόσο γελοίος φαινομενικά μύθος με βάση τον οποίο οι άνθρωποι μπορούσαν με αρκετή μιμητική εργασία να αποκτήσουν όραση γάτας καταναλώνοντας καροτίνη! Διασκεδάζω με τις ποικίλες άσχετες συζητήσεις, διατροφικές μεταξύ άλλων, που λάμβαναν χώρα μέσα στην πειθαρχημένη αγγλική κοινή γνώμη, την ώρα που το κράτος της περίμενε να ακολουθήσει όλεθρος. Στέκομαι με δέος απέναντι στη μαεστρία των Βρετανών, όταν ακόμη ήταν οι πρώτοι στον κόσμο, γιατί τρεις μεγάλες πηγές εσωτερικής αντιπαράθεσης (βομβαρδισμός, έλλειψη τροφίμων, απόλυτο σκοτάδι) τις χρησιμοποίησαν έτσι (φάτε καρότα!) ώστε κανείς να νιώθει και καλά που το κάνει. Για κάποιο λόγο τώρα, όλα τα παραπάνω μου φαίνονται εξαιρετικά επίκαιρα!
Πάντα με υγεία
Τζούντιθ Μπάτερ