Φαντάσου να μην υπήρχε αριστερά! (ή γιατί και πως το 151 συνεχίζει) // Κείμενο [04.2021]

Φανταστείτε μια εποχή, μια χώρα, έναν πλανήτη όπου η λογοκρισία θα ήταν κανονικός θεσμός (τύπου να σου ρίχνουν τα βίντεο στο YouTube άμα κάνεις κριτική στην πολιτική, να κινητοποιούνται εισαγγελείς, να απειλούν πολιτικοί και δημοσιογράφοι και κουλ ευαίσθητοι αριστερούληδες στο fb για το τι πρέπει να λέγεται και τι όχι) και η αριστερά –μολονότι όλα αυτά συνέβαιναν υπ’ ευθύνη της (σ.σ. το λένε μεταξύ τους «κοινωνική ευαισθησία λόγω covid»)– να παρακινούσε τον κόσμο της να αντιδράσει για κάποιον νόμο λογοκρισίας στο ραπ. Φανταστείτε μια εποχή, μια χώρα, έναν πλανήτη όπου η αστυνομία θα ‘ταν ο καθημερινός μπαμπούλας (στα πάρκα, στις πλατείες, «σήκω απ’ το παγκάκι, πήγε 9 η ώρα», στους δρόμους, στις διαδηλώσεις, στις γειτονιές και στο κέντρο) και η αριστερά –μολονότι όλα αυτά θα συνέβαιναν υπ’ ευθύνη της (σ.σ. το λένε μεταξύ τους «μέτρα λόγω covid»)– να έκανε θέμα μονάχα την αστυνομία στα πανεπιστήμια. Φανταστείτε μια εποχή, μια χώρα, έναν πλανήτη όπου θα δεκαπλασιάζονταν οι εντολές προς τους μαθητές των σχολείων, δεν θα επιτρεπόταν να δουν τους φίλους τους από το άλλο τμήμα, θα τους απειλούσαν να μη βγαίνουν μετά το σχολείο και η αριστερά –μολονότι συνυπεύθυνη… λόγω μέτρων covid, το καταλάβαμε– θα έλεγε «15 μαθητές ανά τάξη». Φανταστείτε το πιο θρασύ σενάριο όλων: να είχαμε απαγόρευση κυκλοφορίας, μέχρι τις 9 ή ακόμα και μέχρι τις 6, να είχαν κλειδώσει οι μισθοί στο μισό και να μας έβριζαν και σαν «αντικοινωνικούς» αν ξεμυτίζαμε πουθενά και η αριστερά –μολονότι συνυπεύθυνη πατόκορφα… λόγω μέτρων κόβιντ– να μας έλεγε ότι νίκησε τον φασισμό με την καταδίκη δέκα νεοναζί. Φανταστείτε μια χώρα, μια εποχή, έναν πλανήτη όπου μια αριστερά που δεν έβγαζε κιχ για όλα τα παραπάνω, μιας και όχι μόνο θα τα ήθελε αλλά θα υπερθεμάτιζε, θα φορούσε και δεύτερη και τρίτη μάσκα εν ανάγκη… και θα ‘βγαινε του Αγίου Πολυτεχνείου με ένα σκισμένο πουκάμισο και λαλίστατη στις κάμερες για να πει ότι η κυβέρνηση μοιάζει με «χούντα»! Φανταστείτε μια αριστερά που κατηγορεί τους δεξιούς ότι είναι εθνοπροδότες (βλ. κείμενο Κοτζιά σε άλλο άρθρο αυτού του τεύχους) και που πρωτοστατεί σε εθνικιστικούς λεονταρισμούς κατά των Τούρκων. Φανταστείτε –τελευταίο– έναν πλανήτη, μια χώρα, μια εποχή με σταθερό ετήσιο ποσοστό βιασμών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων, να γίνεται θέμα από την αριστερά ένας βιαστής για πρώτη φορά στον αιώνα τον άπαντα για να γίνει τι; Για να ασκηθεί αντιπολίτευση με ομοφοβική σάλτσα. Δεν χρειάζεται να φανταστεί κανείς και καμιά τίποτε άλλο. Γιατί όλα αυτά συμβαίνουν από πέρσι και πράγματι δεν χρειάζεται κανείς να φέρνει στο μυαλό του εικόνες και σκέψεις για πράγματα που του κατεβαίνουν αυθαίρετα από την γκλάβα του. Το μόνο αισιόδοξο που μπορούμε να σας παραινέσουμε από δω και μπρος είναι να φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς αριστερά!

Ως συνήθως και αυτό το κείμενό μας ξεκινάει με αέρα το θράσος μας και κίνητρο να φωτίσουμε μια ελάχιστα αναφερόμενη γωνίτσα των σκοταδιών που ζούμε. Κατά βάση η όλη ιδέα μας (δεν είναι του 151 ιδέα αλλά τη στηρίζουμε ολόψυχα) είναι: να μην ξεχάσουμε ποτέ ότι δίχως αριστερά φέτος δεν θα είχε χούντα. Ξανά: Δίχως Αριστερά το 2020 και το 2021 δεν είχε χούντα! Είναι κάτι που ενστικτωδώς όλοι μας νιώθαμε χρήσιμο από τον Μάρτιο του 2020 που ξεκίνησαν οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας. Σε λόγια το έβαλε κάπου στις 12 Μαΐου του 2020 και το antifa scripta, σε σχέση με τον ρόλο καταστολής που ανέλαβαν οι αριστεροί ρουφιάνοι για όποιον είχε άλλη άποψη από το «σκάσε-πλύνε χέρια-και φρόντισε τους δίπλα σου»: «για πρώτη φορά, αυτό το πολιτικό σύστημα προχώρησε ένα ακόμα βήμα παραπέρα: επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία φόβου και συσκότισης και το κυριότερο, κατέστησε κάθε διαφωνία και κάθε επιφύλαξη ακραία. Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε ειδικά αυτό το τελευταίο. Ποτέ δεν πρέπει να το ξεχάσουμε.» Πράγματι αυτό ήταν ένα από τα τρία πράγματα που θα μας μείνουν αξέχαστα μέσα στο 2020-2021. Πρώτον, η «πολιτική σύμπνοια» όλων των συνιστωσών του κράτους, δεξιών και αριστερών, ακόμα και αυτών που καμώνονται πως είναι αντικρατικές, για να μας κλείσουν μέσα και να χεστούμε πάνω μας από τον φόβο. Η επιμονή τους να υπερασπιστούν τον κρατικό ιατρικό λόγο για να μας πούνε συνωμοσιολόγους και αντικοινωνικούς. Δεύτερον, η μετάθεση όλων των λειτουργιών αυτής της κοινωνίας στο ψηφιακό τους αντίστοιχο: από την εργασία ως την κοινωνική αναπαραγωγή και από τα κινήματα μέχρι την καταστολή. Τρίτον, βέβαια, η ίδια η εφαρμογή της απαγόρευσης κυκλοφορίας.

Εμείς πάλι, από ‘κει που ερχόμαστε, δηλαδή μια ομάδα και ένα περιοδικό που φτιάχτηκαν πριν από δέκα χρόνια περίπου, μπορούμε να καταλαβαίνουμε μάλλον τα πράγματα πολύ πιο αργά και σε πιο μικρή κλίμακα, βάσει των εμπειριών μας και των ανανεούμενων πολιτικών μας εργαλείων. Το 2015 για παράδειγμα, όταν βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση με τη βοήθεια και των Εξαρχείων, σε επίπεδο ψήφων αλλά κυρίως στελεχικού δυναμικού, μας μπήκε το θέμα να συζητήσουμε ξανά για το «τι είναι κράτος». Το κάναμε αυτό γιατί είδαμε, μεταξύ άλλων, τον αντικρατισμό και τον αντιπατριωτισμό του περιβάλλοντός μας να πηγαίνουν περίπατο, ενόψει αριστερής διακυβέρνησης. Συζητήσαμε σε αυτό το πλαίσιο απ’ την αρχή για την καταστολή των μεταναστών με αριστερό κλομπ, για τη δράση των ΜΚΟ και το ξεδίπλωμα του οργανωμένου ρατσισμού ως φιλανθρωπίας. Παρατηρήσαμε ότι ενώ στελεχωνόταν το κράτος από αφενός από τους Blaumachen αφετέρου από τους «κινηματικούς της πολιτικής της κουβέρτας», τόσο η αριστερά στραγγιζόταν σε επίπεδο οργανώσεων και πανεπιστημιακών σχημάτων όσο και η αναρχία. Η εκδήλωση του τελευταίου φαινόταν από το ότι τα πάλαι ποτέ αναρχικά συνθήματα παραδίδονταν σε άλλους ενώ από το 2011 και δώθε τους είχε πιάσει όλους μια μούρλα με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Άλλες δε παρέες το μάθημα της πολιτικής της ταυτότητας το μετέτρεψαν σε ό,τι πιο φιλελέ μπορούσαν: μαγαζιά, ΜΚΟ και σόσιαλ μίντια, εν ολίγοις ατομικές καβάτζες και κράχτη του πρόθυμου ποιμνίου της κρατικής αριστεράς. Υπακούοντας στους κανόνες λειτουργίας του φιλελευθερισμού, έσπασαν σε εκατοντάδες ατομικές απόψεις που όλες λένε το ίδιο ακριβώς πράγμα: αυτά που λέει το κράτος –τουλάχιστον το «προοδευτικό» του κομμάτι– αφήνοντας στην άκρη τις σκοτούρες ότι αυτό το κομμάτι είναι απλώς η άλλη όψη του νομίσματος του κομματιού που οργανώνει στρατόπεδα κράτησης, νόμους για ιθαγένειες, για στράτευση κ.ο.κ.

Κάτι τέτοιες συζητήσεις που κάναμε με βάση την εμπειρία και τα πολιτικά μας εργαλεία, τις ενημερώναμε εξάλλου με μια ιστορική ματιά. Η έκδοση του πέμπτου τεύχους του antifa negative, από την υπο-ομάδα fight back!, έλεγε την ιστορία των γυναικείων κινημάτων στην Ελλάδα από το 1880 έως το 1950 από τη σκοπιά μιας αντεθνικής, αντιφασιστικής και αυτόνομης προσέγγισης. Τον αποχαιρετισμό μας στην οπτική της πολιτικής της ταυτότητας που στείλαμε από εκεί μέσα, προσπαθήσαμε να τον εκφράσουμε κωδικά με την αναπαράσταση ενός «τρικύκλου»: σημασία δεν έχει να βλέπεις μονάχα κοινωνικές ταυτότητες ή πολιτικές ταυτότητες αλλά εξίσου σημαντικό είναι να βλέπεις τι θέση παίρνουν αυτές οι ταυτότητες μέσα στη συγκυρία, βάσει των βιωμάτων τους, της συνείδησής τους, του οργανωτικού τους επιπέδου. Το «τρίκυκλο» ήταν προφανώς κομμάτι των συζητήσεων μας για το κράτος –δεν ξέρουμε αν του φάνηκε, αλλά αυτό ήταν. Όπου συζητούσαμε εκείνη την εποχή: στο fight back!, στο negative, στο 151… η μία συνέλευση ενημέρωνε την άλλη για τα περιεχόμενά της με έναν τρόπο πολλές φορές ασυνείδητο.

Αυτή η συζήτηση για το «τι είναι κράτος» για παράδειγμα, που έκανε το negative, συνέβαινε παράλληλα με τη συζήτηση «τι είναι ταυτότητες στο πέρασμα της ιστορίας» που έκανε το fight back! και τη συζήτηση «τι είμαστε εμείς» που έκανε και παρουσίασε το περιοδικό 151 σε εκδηλώσεις πανελλαδικά. Ήταν τρεις συζητήσεις για το ίδιο αντικείμενο, με μια έννοια, αλλά από διαφορετική αφετηρία κάθε φορά. Διαβάζοντας ξανά αυτά τα κείμενα καταλαβαίνουμε ότι θέλαμε εκεί να φτιάξουμε μια αυτοαφήγηση αλλά και μια αφήγηση για το τι συνέβη τα τελευταία είκοσι χρόνια περίπου, από το 2003. Θέλαμε να μιλήσουμε πέραν των μερικών ζητημάτων. Θέλαμε να εμπλουτίσουμε αυτά που λέγαμε και να απορρίψουμε άλλα. Θέλαμε να φτιάξουμε κατά βάση μια άποψη για τον κόσμο, ενημερώνοντας τις παλιές μας συζητήσεις. Αυτό μας ανάγκασε να το κάνουμε η εποχή: η κρίση, η αριστερή της διαχείριση, τα προσωπικά μας ζόρια, το βλέμμα μας στον πάτο, το «διάβασμα» της διεθνούς συγκυρίας, οι δυσκολίες μας στη συνεννόηση στη συνέλευση, η ενεργοποίηση των εμπειρικών μας αισθητήρων σε κάθε επίπεδο.

Αλλαγές της τάξης αυτής την οποία συζητάμε δεν παρατηρούνται μόνο σε «κεντρικά» κείμενα και έντυπα. Στο κείμενο μας, για παράδειγμα, «Περί αντικοινωνικού προσανατολισμού. Καμία μέθοδος δεν είναι αθώα», αποφεύγουμε πια να μιλάμε για κοινωνία γενικά κι αφηρημένα. Αντ’ αυτού αντιλαμβανόμαστε το «κοινωνικό» ως ένα πολωμένο πεδίο, στο οποίο υπάρχει και η δική μας πλευρά. Ούτε εμείς είμαστε κάποιου είδους πρωτοπορία, ούτε οι μετανάστες είναι θύματα. Οι εχθροί των ντόπιων φασιστών είμαστε μπόλικοι και έχουμε συμφέρον να ηγεμονεύουμε τουλάχιστον στις γειτονιές μας, αν όχι και κάτι παραπάνω. Γι’ αυτό επιλέγουμε εξάλλου να απευθυνθούμε μέσα από έντυπα όπως το antifa beat σε μαθητές και μαθήτριες αλλά και σε όλη την πανίδα και τη χλωρίδα του μητροπολιτικού πεδίου.

Τα τελευταία δύο χρόνια οι συνελεύσεις μας, του περιοδικού και της ομάδας, ήρθαν ακόμα πιο κοντά, όχι μόνο γιατί πολλά άτομα είναι και εδώ και εκεί, αλλά και σε επίπεδο περιεχομένου, αντίληψης των πραγμάτων και αποτύπωσής τους στο χαρτί, στον τοίχο, σε εκδηλώσεις. Η συγκυρία της πανδημίας, δηλαδή της καπιταλιστικής κρίσης και της άσκησης δημόσιας τάξης που εφαρμόζεται με περιτύλιγμα έναν ιό, επιτάχυνε ακόμα περισσότερο αυτή την διαδικασία. Το σημάδι που μας έδωσε με αρκετά εκκωφαντικό τρόπο το ελληνικό κράτος δηλαδή, να επιβάλει λοκ ντάουν στα μικρο-αφεντικά του και εγκλεισμό και μασκοφορία σε εμάς, μας έκανε να το δούμε με αρκετή σαφήνεια εξαρχής ως κρίση που μόνο υγειονομική δεν ήταν. Η επέμβαση ενός κράτους ώστε να ρυθμίζει τις καπιταλιστικές σχέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, αν μη τι άλλο χτυπάει ένα καμπανάκι. Καμπανάκι ιστορικό, γιατί θυμίζει ότι οι αγορές δεν είναι γενικά αυτόνομες και σκέτα καπιταλιστικές, είναι εθνικές και άμα τα κράτη αποφασίσουν πόλεμο (ακόμη και εμπορικό), έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν. Καμπανάκι εμπειρικό, γιατί το βιώνουμε σαν έκτακτη ανάγκη του και… έκτακτη συμφορά μας. Αποφασίσαμε να πάμε λοιπόν με αυτό το περιοδικό ένα βήμα πιο πέρα. Τι σημαίνει αυτό; Το 151 από το 2013 εξυπηρετούσε το antifa negative ως μια δομή η οποία μας πρόσφερε χώρο και τρόπους να εκφράζονται οι «ανθέλληνες», ταμπέλα που μας φορτώθηκε από τον υπόλοιπο (πατριωτικό) χώρο και την οποία βέβαια δεν είχαμε και καμιά καούρα να απορρίψουμε, δεδομένου του γενικότερου πατριωτικού υδροβιότοπου που αναπτυσσόταν γύρω μας.

Όμως η συσπείρωσή μας απέναντι στους πατριώτες, δεν σημαίνει ότι λύνονται αυτόματα όλα τα προβλήματα. Σίγουρα δεν σου λύνει τα οργανωτικά προβλήματα. Αλλά, επίσης, πολλές φορές αυτή η αντιπαράθεση δεν σου λύνει και τα του περιεχομένου –καθώς, ως γνωστόν, ο ετεροπροσδιορισμός είναι κακό πράμα. Το 151 ταλανίστηκε, ωστόσο, κυρίως από δικά του προβλήματα, από κλασικά, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά προβλήματα, μέσα στα χρόνια. Αναφέρουμε εδώ τα σημαντικότερα. Καθώς ήταν ένα περιοδικό που απαρτιζόταν από συντρόφους στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, κάποτε και σε άλλες χώρες, εμφανίστηκε το θέμα του που και πώς παίρνονται οι αποφάσεις. Καθώς ήταν ένα περιοδικό που απαρτιζόταν από άτομα και ομάδες, εμφανιζόταν συχνά το θέμα του ποιοι και πώς αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας το περιοδικό. Καθώς ήταν ένα περιοδικό που είχε μέσα του μια ομάδα που έκανε πυκνές συζητήσεις κάθε εβδομάδα και εξελισσόταν, υπήρχε επίσης το πρόβλημα ότι αυτή η πορεία δεν συμβάδιζε πάντα με την αντίληψη των πραγμάτων που είχαν άτομα στη συνέλευση. Δεν πηγαίναμε όλοι και όλες προς την ίδια κατεύθυνση. Μετά από δύο χρόνια λειτουργίας με καλές προθέσεις και τυφλοσούρτη, άρχισαν αυτά τα ζητήματα να ξεσπάνε. Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες φυσικά που δεν μοιράζονταν την οπτική της πλειοψηφίας αποχωρούσαν, ξεκόβοντας με μνησικακία ή και διατηρώντας μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού. Φυσικά, ως συνήθως το πρόβλημα το είχε η δομή που είχαμε φτιάξει εξαρχής και όχι συγκεκριμένα άτομα ένθεν και ένθεν.

Είμαστε περήφανες και περήφανοι για αυτό το περιοδικό γιατί είναι ένα από τα τρία-τέσσερα περιοδικά που καταφέρνουν να βγαίνουν ακόμα με συνέχεια και (σχετική) συνέπεια έκδοσης μέσα στα τελευταία οκτώ χρόνια, με κύρια εμπόδια την καπιταλιστική κρίση και, βέβαια, τη διαμόρφωση ενός πατριωτικού περιβάλλοντος παντού και ειδικά στην αριστερά. Είναι δύσκολο πράγμα να βγάζεις ένα περιοδικό τηρώντας προθεσμίες, αναγκάζοντας δηλαδή τον συλλογικό σου εαυτό να έχει άποψη για μια επικαιρότητα που τρέχει ανεξαρτήτως των δικών μας ατομικών ή και συλλογικών αναγκών. Είναι δύσκολο πράγμα να κρατάς όρθιο ένα αυτοοργανωμένο εγχείρημα με το δικό του ταμείο, με λίγο κόσμο, και κάνοντας παράλληλα εκδόσεις, μεταφράσεις και εκδηλώσεις. Παρόλα αυτά, όσο αντέχει το στομάχι μας, θα το κάνουμε.
Ωστόσο, μέσα στους ζοφερούς καιρούς της πανδημίας σκεφτήκαμε ότι το περιοδικό πρέπει να αλλάξει επιτέλους και τη δική του δομή, ακολουθώντας και τα βήματα της ομάδας. Η συγκυρία της όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης που είπανε τα κράτη «πανδημία» έκανε περισσότερο ορατή την ανάγκη για μια πιο σφιχτή οργάνωση, που δεν έχει πια την πολυτέλεια κατανάλωσης χρόνου στα οργανωτικά θέματα μιας προηγούμενης εποχής. Η ανάγκη να έχουμε άποψη για όσα μας συμβαίνουν, μας αναγκάζει να πασχίσουμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Η σύγκλιση των αντιλήψεών μας, εξάλλου, σε περιοδικό και ομάδα τα τελευταία χρόνια μας έδειχνε ότι αυτό δεν είναι ανέφικτο. Σε αντίστοιχα συμπεράσματα εξάλλου κατέληγαν και άλλοι αντιφασιστικοί πυρήνες της πόλης ή πολιτικές συνελεύσεις, δημιουργώντας το Antifa Athens, στο οποίο ενταχθήκαμε και εμείς, έχοντας τη χαρά να συζητάμε με εκατοντάδες άλλους συντρόφους και συντρόφισσες. Έτσι καταλάβαμε ακόμα πιο ρητά ότι οι αποφάσεις θα πρέπει ούτως ή άλλως να παίρνονται στην Αθήνα και κατόπιν προτείναμε στους συντρόφους του περιοδικού που δεν ήταν στην ομάδα να ενταχθούν σε αυτήν. Έτσι, οι συζητήσεις πλέον για τη λειτουργία και το μέλλον του περιοδικού παίρνονται στη συνέλευση του antifa negative. Αυτή η οργανωτική αλλαγή μας φαίνεται ότι μας βάζει έναν υψηλότερο πήχη, να μάθουμε να βγάζουμε άκρη με άλλες ομάδες, και μεγαλύτερα αλλά και διαφορετικού είδους προβλήματα, δηλαδή να βγάζουμε άκρη με τα προβλήματα της εποχής μας, αφήνοντας στην άκρη τη μικροκλίμακα. Για την ακρίβεια, να πάμε από τη μικροκλίμακα του «χώρου» στη μικροκλίμακα αυτής της πόλης. Τα παραπάνω μπορεί να φαίνονται κολοσσιαία αλλά ταυτόχρονα είναι το είδος των ζητημάτων με τα οποία ασχολούμασταν από άλλη οπτική εδώ και δέκα χρόνια, εδώ και είκοσι χρόνια.

Η κρίση υπερσυσσώρευσης των εμπορευμάτων στον καπιταλιστικό κόσμο και οι εμπορικοί πόλεμοι μεταξύ των επιμέρους διακρατικών μπλοκ μπορεί να υπάρχουν στη μεταπολεμική πραγματικότητα από τη δεκαετία του ’70 και στα μυαλά μας γενικώς κι αορίστως, ωστόσο αναδύεται πια η ανάγκη να συζητήσουμε αυτή την περίοδο μέσα σε ιστορικές ενότητες. Μία υπόθεση εργασίας για μια τέτοια ενότητα είναι ότι η κρίση και οι εμπορικοί πόλεμοι αναπροσδιορίστηκαν με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ, καθώς και από την απώλεια όχι μόνον ενός αντίπαλου ιδεολογικού δέους στον δυτικού τύπου καπιταλισμό αλλά και ενός εναλλακτικού μοντέλου κρατικού (βλέπε «αριστερού») καπιταλισμού. Οι ενότητες υπό τις οποίες μπορούμε να σκεφτούμε το ζήτημα αυτό καθορίζονται βέβαια κυρίως, στα δικά μας κυβικά, από την ιστορία του ελληνικού κράτους και τον τρόπο που ρυθμίζει τις εντός του ταξικές σχέσεις, ακόμα και μεταξύ των εθνικών αφεντικών.

Η υπενθύμιση από το 2020 ότι ο κίνδυνος μετατροπής των εμπορικών πολέμων σε κανονικό παγκόσμιο πόλεμο μας φέρνει στο νου την ανάδυση νέων ψυχροπολεμικών ισορροπιών μεταξύ Κίνας και Η.Π.Α. Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να δούμε αλλιώς και τα «δικά μας» θέματα με μια νέα ματιά: α) τη δημιουργία του ευρωπαϊκού μπλοκ κρατών, στα πλαίσια της Ε.Ε., και τους τριγμούς αποσύνθεσης που βιώνει την τελευταία δεκαετία, β) την περιβόητη παγκοσμιοποίηση και την εξίσου διαβόητη απο-παγκοσμιοποίηση ως στρατηγικές στις οποίες είχε μεγάλο ρόλο να παίξει και η διεθνής αριστερά, γ) ακόμα-ακόμα και την ίδια την ανάγκη της ντόπιας αριστεράς να ανασυγκροτηθεί σε επίπεδο εθνικού λόγου και πολιτικών στα πλαίσια της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ ή δ) τους μετασχηματισμούς του διπόλου της αριστερής ανάλυσης περί «κράτους πρόνοιας (που φεύγει/πρέπει να ξανάρθει) / κράτους ασφάλειας (που αντικατέστησε το πρώτο)» και ε) την παράλληλη γιγάντωση του ρατσιστικού μιλιταρισμού και της ατζέντας ασφάλειας σε κάθε κράτος, τα κυνήγια των μεταναστών ως υποτιμημένων εργατών, την εξαγωγή των κρίσεων στους περιφερειακούς πολέμους, αυτό που λέγαμε παλιότερα «νεοανάδυση του έθνους».

Τα παραπάνω είναι θέματα με τα οποία είχαμε ασχοληθεί παλιότερα ή και πιο πρόσφατα, ζώντας κάποιοι από εμάς από κοντά τις εμπειρικές τους απολήξεις στην Ελλάδα: το αντιπολεμικό κίνημα για τον πόλεμο στο Ιράκ, το κίνημα αντι-παγκοσμιοποίησης, τις πολιτικές ασφάλειας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ, την επάνοδο των ακροδεξιών και έπειτα τους ναζί στη βουλή, τα πογκρόμ κατά των μεταναστών το 2004 και το 2011, την εθνικοποίηση της κρίσης το 2010-2012, το στήσιμο των στρατοπέδων κράτησης μεταναστών σε όλη τη χώρα, την επιθετική δραστηριοποίηση του ελληνικού ΥΠΕΞ που καταπιάστηκε με τα ζητήματα των συνόρων του προς κάθε κατεύθυνση μέσα στην τελευταία δεκαετία, το ξεδίπλωμα της «μεταναστευτικής κρίσης» ως λύσης για την ελληνική οικονομική κρίση και άλλα τέτοια ωραία. Με αυτή την έννοια δεν μας ήταν άγνωστα θέματα, αν και η ματιά των υλικών συμφερόντων μέσα σε όλα αυτά δεν εφαρμοζόταν πάντοτε εκ μέρους μας και με συνέπεια.

Συναφή με τα παραπάνω βλέπουμε ότι είναι όσα συνέβησαν και φέτος και πέρσι εν είδει εθνικής άσκησης δημόσιας τάξης. Ζήσαμε εν ολίγοις μια πρωτοφανή σύγκλιση των εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών ασφάλειας. Από τον διπλό πόλεμο με τον ιό και με την Τουρκία που «πολεμούσε στέλνοντας μετανάστες» είδαμε πολύμηνη καραντίνα για τους μειονοτικούς της Θράκης, τη δημιουργία του στρατοπέδου-χωραφιού για τους μετανάστες σε καραντίνα, την επισημοποίηση των γκέτο των Ρομά με 24ωρη αστυνομική φύλαξη, «τουρκική προκλητικότητα» να παίζει στο τέρμα και άλλα πολύ ωραία πράγματα για τα οποία σημειωτέον η ευαίσθητη και πολύ φροντιστική αριστερά έβγαλε φοβερή μούγκα.

Αν το κοιτάξουμε από μακριά, τα τελευταία τριάντα χρόνια από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ μέχρι τον κόβιντ, πράγματι η αριστερά είναι ένα θέμα συζήτησης. Πρόκειται για έναν πολιτικό χώρο ο οποίος έχει κάνει τόσο δεξιά στροφή που πλέον μάλλον είναι βίντατζ να τον λες «αριστερά» ή να εννοείς με αυτή τη λέξη κάτι που εννοούσες παλιότερα. Δεν είναι βέβαια ότι πάθανε κάτι παθολογικό οι οργανώσεις της αριστεράς. Η φάση τους πάει πακέτο με την περίοδο αυτή, μια περίοδο με όλο και λιγότερη «ελευθερία», με όλο και περισσότερη κρίση. Συζητάμε δηλαδή τώρα πια αν το υποτιμημένο εργατικό δυναμικό του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ μπορεί να σώσει πια την καπιταλιστική Δύση, ακόμα και με τους ρατσιστικούς όρους που το έβαζαν να δουλεύει εδώ και τριάντα χρόνια, παράγοντας κάποιο είδος καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Το βέβαιο είναι φυσικά ότι όσο περνάνε τα χρόνια μέσα στη δεκαετία του 2010 το τοπικό σκηνικό διεθνοποιείται. Κόβιντ είχαμε όλοι μαζί, κρίση έχουμε όλοι μαζί και πόλεμο, καθόλου απίθανα, θα έχουμε όλοι μαζί. Αυτά φαίνεται να είναι τα φετινά διδάγματα της κρίσης ως πανδημίας και ίσως είναι και τα διδάγματα της τελευταίας τριακονταετίας. Είναι τέτοια πράγματα που μας αναγκάζουν να έχουμε άποψη για αυτά που μας συμβαίνουν: η διεθνοποίηση των τοπικών συνθηκών, η επιτάχυνση της πραγματικότητας, η οριζόντια διάδοση του φόβου, η απουσία εναλλακτικού μέλλοντος ή παρόντος, η διευθέτηση των αντιδράσεων μέσα από έτοιμα κανάλια κρατικοποιημένου λόγου, η επιτακτική ανάγκη να ψάξουμε και να μιλήσουμε με τους φίλους μας, τα κοινωνικά κομμάτια που είναι «δικά μας», δηλαδή να μιλήσουμε και να δράσουμε για εμάς.
Ειδικά για το τελευταίο, πρέπει να έχουμε άποψη για αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο. Και έχοντας γνώση ότι από την αριστερά όχι μόνο δεν θα σωθούμε, αλλά θα σπρωχτούμε στα ήδη υπάρχοντα σκατά. Πρέπει να φανταστούμε ότι δεν υπάρχει αριστερά! Για να μη βρωμίζουμε το μυαλό μας με ηλίθιες ιδέες και κομματικές γραμμές. Για να σώσουμε τα μυαλά μας. Για να αναδείξουμε με τα δικά μας πολιτικά εργαλεία, ανάγκες και ιστορίες αυτά που βιώνουμε και τρόπους, προσπάθειες να τα ανατρέψουμε. Γιατί αυτόνομη πολιτική σημαίνει να στηρίζεσαι στις δικές σου πλάτες και των συντροφ(ισσ)ων σου, των συνελεύσεων και των δομών που στέκονται μέσα στον χρόνο.

Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνουμε για το αριστερό πτώμα στο δωμάτιο ή τον αριστερό βούρδουλα –διαλέξτε όποια αναπαράσταση θέλετε– που πότε ξεδιπλώνει «πολιτικές κουβέρτας» και πότε «στρατόπεδα κράτησης μεταναστών» είναι να το μελετήσουμε για να το αντιμετωπίσουμε πιο σωστά, μην υποτιμώντας το. Αυτή είναι μια υπο-συζήτηση με διεθνές αλλά και εγχώριο ενδιαφέρον για τα τελευταία τριάντα χρόνια: μια ιστορία της κρατικής αριστεράς. Δεν είναι η μόνη που έχει ενδιαφέρον. Μαζί της διαπλέκονται και άλλες ιστορίες: μια ιστορία της μεταπολίτευσης, μια ιστορία της μετανάστευσης στην Ελλάδα, μια ιστορία των μικροαστών, μια ιστορία των αυτόνομων και των antifa και πάει λέγοντας. Και πάλι, αυτές οι ιστορίες δεν είναι ότι αρχίζουν να γράφονται από εμάς από το μηδέν. Ασχολούμασταν περισσότερο ή λιγότερο συστηματικά με αυτά τα ζητήματα την τελευταία δεκαετία. Όταν υποψιαζόμασταν ότι αν δεν πούμε εμείς αυτές τις ιστορίες για εμάς, δεν θα τις πει κανένας και με έναν τρόπο που να βγάζει νόημα και να μας είναι χρήσιμος για το σήμερα. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένας φόβος από την έκλειψη της αριστερής βαλβίδας αποσυμπίεσης, ίσα-ίσα υπάρχει ο συνεχής φόβος για μας από την παρουσία της: τις κατασκευασμένες και θεαματικές ιστορίες της, τα δίκτυα των εξουσιών της παρέα με την καταστολή και τις διαμεσολαβήσεις της, τον πατριωτισμό της για τον οποίο ο καθένας πρέπει να θυσιάσει κάτι, όπως το έλεγε ο Κοτζιάς στο βιβλίο του, το εθνικό της όραμα, την φοβερή και τρομερή αντικειμενική επιστημοσύνη της που φέτος μας έκλεισε και μέσα στο σπίτι –και τόσες άλλες αρετές που θα έπρεπε να διατηρήσουμε στη συλλογική μας μνήμη.

Πρέπει να φανταστούμε ότι αυτό που λέγαμε και εννοούσαμε παλιά ως «αριστερά», απλώς δεν υπάρχει. Πρέπει να το κάνουμε αυτό γιατί, από μια σκοπιά, έτσι είναι. Τα σημεία διαφοροποίησής της από τη δεξιά εκλείπουν και εξαφανίζονται με ενδεικτικό το τι πάθαμε φέτος. Από την άλλη, πρέπει να το φανταστούμε με σκοπό να αποδεσμεύσουμε το μυαλό μας από τη μακρά κληρονομιά της γύρω από τα περιεχόμενα και τις πρακτικές της, τα αυτονόητά της, τους συμβολισμούς της και τις «ιστορικές» της φιγούρες.