Άη Βασίλης: Εργασία, Κράτος και Μαγεία

Κάθε Δεκέμβρη στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς εμφανίζεται ο Άη Βασίλης σε κάθε σπίτι μέσα από την καμινάδα και αφήνει τα δώρα του στα παιδάκια κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα παιδάκια γράφουν ένα γράμμα στον Άη Βασίλη, πριν τα Χριστούγεννα, και αναλόγως του πόσο καλά ήταν αυτά τα παιδάκια σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, ο Άη Βασίλης ικανοποιεί τις επιθυμίες τους. Αυτό είναι το κοινό μυστικό των ενηλίκων απέναντι στα παιδιά, τα οποία – σύμφωνα με τους ειδικούς παιδοψυχολόγους – καλό θα είναι να πιστεύουν στην ύπαρξη του Άη Βασίλη μέχρι να γίνουν αρκετά μεγάλα ώστε να συνειδητοποιήσουν μόνα τους ότι ο παντοδύναμος δωρητής των Χριστουγέννων είναι στην πραγματικότητα ο μπαμπάς, η μαμά κλπ. Οι ενήλικοι συνήθως μπαίνουν πρόθυμα σε αυτή την αγαθή συνωμοσία εις βάρος των παιδιών τους προς χάριν της συντήρησης της θεμιτής «μαγείας» και του «πνεύματος» των εορτών. Το αν «πιστεύει κανείς στον Άγιο Βασίλη» αποτελεί κάποιου είδους όριο εθελούσιας, διανοητικής αποδοχής ανώτερων δυνάμεων στην ανταλλακτική οικονομία.

Όμως από τις τετράχρωμες, ιλουστρασιόν διαφημίσεις παιδικών δώρων η απομάγευση δηλώνεται στιλιστικά με το πέρασμα στις κίτρινες σελίδες των εφημερίδων. Στα οικονομικά ένθετα που τα παιδιά και η πλειοψηφία των ενηλίκων δεν διαβάζουν εξίσου, η μαγεία υποβιβάζεται σε φτηνή μεταφορά: «Πιο φτωχός ο ‘Άγιος Βασίλης’ το 2023 – Υπό πίεση οι καταναλωτές» έγραψε το Fortune στις 16 Δεκεμβρίου του 2023. Εδώ ο Άη Βασίλης δεν εμφανίζεται καν ως μπαμπάς ή μαμά, αλλά ως οικονομική μονάδα, ο καταναλωτής. Παρόλα αυτά, ακόμη κι εδώ διατηρείται λίγη μαγεία που μάλλον απορρέει από μια βαθιά μυστικοποίηση που παράγει η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας στον καπιταλισμό εδώ και δύο αιώνες. Σύμφωνα με σκιώδεις στατιστικές μετρήσεις και δημοσκοπήσεις, των οποίων την πιστότητα αδυνατούμε να ελέγξουμε, η κατανάλωση τον Δεκέμβριο του 2023 εμφανίζεται ακατανόητα αυξημένη μέσα σε ένα άρθρο όπου οι λέξεις ‘ακρίβεια’ και ‘πληθωριστικές τάσεις’ εμφανίζονται τόσο συχνά όσο απουσιάζουν άλλες, όπως ‘εργασία’ και ‘μισθός’. Η δευτερογενής μαγεία που παράγεται εδώ, συζητάει την πορεία του χρήματος από την ακρίβεια (αιτία) στη «διστακτική κατανάλωση» (αποτέλεσμα), αποκρύπτοντας σαν τον λαγό στο καπέλο τον βασικό τρόπο απόκτησης χρημάτων για τον ‘καταναλωτή’: τη μισθωτή εργασία! Σύμφωνα με το Fortune, η ‘κυβέρνηση’, ως ουδέτερος παίκτης μεταξύ των καταναλωτών και των εμπόρων που πουλάνε (δώρα αλλά και τρόφιμα), υπόσχεται να κινηθεί εναντίον όσων ‘αισχροκερδούν’ στην αγορά, αποκαθιστώντας την «πίστη» των ενηλίκων στην κατανάλωση και την οικονομία εν γένει, μα στην ουσία στο ίδιο το κράτος.

Οι συνέπειες που φέρει μέσα της αυτή η δευτερογενής μαγεία, για τα μυαλά των μπαμπάδων και μαμάδων είναι πολύ σημαντικότερες απ’ αυτές που υφίστανται τα μυαλά των παιδιών στον μύθο του Άη Βασίλη. Ακόμη και αυτοί οι γονείς που κριτικάρουν τις γιορτές των Χριστουγέννων ως ‘σκέτο επιχειρηματικό μάρκετινγκ’ και ‘καταναλωτισμό’, κάνουν πως δεν βλέπουν ότι ο κεντρικός ρυθμιστής της αγοράς και της κατανάλωσης είναι ο ίδιος με τον κεντρικό ρυθμιστή της εργασίας και των μισθών. Το κράτος είναι ο πραγματικός «Άη Βασίλης». Οι μπαμπάδες, γινόμενοι για λίγο παιδιά, διαμαρτύρονται ότι ο καταναλωτισμός δεν έχει σχέση με το ‘πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων’, όμως η αλήθεια είναι ότι ούτε το κράτος ενδιαφέρεται ακριβώς σκέτα για την ‘τόνωση της αγοράς’. Εξαρτάται πάντοτε από το πλαίσιο, την εποχή, τη συγκυρία, εν τέλει τα κρατικά συμφέροντα.

Κόντρα στον μύθο ότι οι ‘κακές καπιταλιστικές επιχειρήσεις’ βρίσκονται σε κάποιου είδους αντίθεση συμφερόντων με το bona mano (‘καλό χέρι’) του κράτους, είναι μόνο το τελευταίο που μπορεί να ρυθμίζει το πότε, πως, γιατί και για ποιους θα υπάρχουν ‘Χριστούγεννα’. Εξάλλου, η γένεση του καπιταλισμού (18ο-19ο αιώνα) δεν σήμανε αυτόματα και τη μετατροπή των Χριστουγέννων σε ‘γιορτή της κατανάλωσης’. Επιπλέον, τα Χριστούγεννα ως γιορτή δεν έχουμε ιδέα πως γιορτάζονταν προτού υπάρξει εθνικό κράτος, αφού χωρίς ενιαία σύνορα και κοινή εθνική στρατηγική οικονομίας από πλευράς κράτους, οι γιορτές αποκτούσαν διαφορετικό περιεχόμενο σε διαφορετικά μέρη, ακόμα και αυτά που αργότερα βρέθηκαν εντός των συνόρων του ίδιου κράτους.

Συνεπώς, η ενοποίηση των ‘Χριστουγέννων’ έγινε μόνο μετά την ύπαρξη στρατηγικών κατανάλωσης από τα εθνικά κράτη. Μπορεί η σύγχρονη εικόνα του Άη Βασίλη να πλασαρίστηκε ως Santa Claus από μια διαφήμιση της Coca Cola το 1931, αλλά εδώ δεν θα έπρεπε να εστιάσει κανείς στην Coca Cola αλλά στο 1931. Ο καταναλωτισμός θριάμβευσε με την εμφάνιση του κεϋνσιανισμού, όχι ως θεωρίας της πολιτικής οικονομίας αλλά ως κρατικής στρατηγικής να αποδώσει στους εργάτες την ιδιότητα των καταναλωτών. Ήταν τότε, δηλαδή ανάμεσα στα δύο παγκόσμια σφαγεία που κάθε κράτος έβαλε στον δικό του Άη Βασίλη στοιχεία της δικής του εθνικής ιδεολογίας και των δικών του αναγκών. Ένα άλλο, εξίσου ενδιαφέρον ιστορικό παράδειγμα γι’ αυτό είναι η πολιτική της ΕΣΣΔ, η οποία από το 1918 και μέχρι το 1935 κατάργησε τον εορτασμό των Χριστουγέννων ως μια γιορτή που είχε σχέση με τον ‘καταναλωτισμό’ και τη ‘θρησκεία’. Σε μια φτωχή κοινωνία και οικονομία, όπως η πρώιμη σοβιετική, το να αγοράζεις δώρα ως γονιός στα παιδιά σου κάθε Δεκέμβρη δεν ήταν ούτε εφικτό ούτε επιθυμητό. Έτσι, οι μπολσεβίκοι κυνηγήσανε τον Άη Βασίλη, αυτόν τον παλιοπράκτορα της Δύσης!

Εξάλλου, εκείνη την εποχή ακόμη αυτό που λέμε σήμερα ‘παιδιά’ δεν ήταν καν κατανοητό όπως είναι σήμερα. Τα παιδιά, όχι μόνο στη Σοβιετική Ένωση αλλά σε πολλά μέρη του κόσμου, θεωρούνταν ακόμη κάποιου είδους μικροκαμωμένοι άνθρωποι, ανώριμα ανθρώπινα θηλαστικά γύρω από τα οποία δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα η σχετική ειδική βιομηχανία και αγορά (τα ‘παιδικά ρούχα’, τα παιχνίδια κ.ο.κ.). Παρόλα αυτά, ακόμα και ο Στάλιν δεν άργησε να αναγνωρίσει τη χρησιμότητα των πειθαρχικών διαστάσεων του μύθου του Άη Βασίλη για τα παιδιά. Η ετήσια επιβράβευση των ‘καλών παιδιών’ από τον πατέρα-κράτος εφαρμόστηκε στη Ρωσία, και έπειτα σε όλο το ανατολικό μπλοκ σε μια ιδιαίτερη, «κόκκινη» εκδοχή από το 1935 και ενόψει προετοιμασίας για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η διαφορά ήταν απλώς ότι αντί του Santa Claus, επιστράτευτηκε η προ-χριστιανική σλάβικη φιγούρα του ‘Πατέρα Παγετού’ (Ded Moroz, ή Morozko). Ο ‘Παγετός’ μπορεί να μην ήταν τόσο κοντός, χοντρός και χαρωπός σαν τον Άη Βασίλη – αλλά ψηλός, αδύνατος και λιγάκι απειλητικός – ωστόσο, ταξίδευε κι αυτός με ένα κάρο που το έσερναν τρία άλογα φέρνοντας δώρα στα ‘καλά παιδιά’! Προτού η ΕΣΣΔ πλασάρει τον Morozko, η ρωσική εκκλησία τον είχε ήδη εξημερώσει. Παλιότερα, ο Ded Moroz συνήθιζε να απαγάγει παιδιά. Οι γονείς ήταν που έπρεπε να του πάρουν δώρο για να τους επιστραφούν τα παιδιά τους! Επί ΕΣΣΔ, ο αυστηρός αλλά δίκαιος Morozko έλεγε ατάκες του είδους: «Δεν ξέρω πως να στο πω μικρέ Βαντίμ. Ο Θεός δεν είναι αληθινός και δεν γεννήθηκε ποτέ, αλλά όπως και να ‘χει σου έφερα μερικά δώρα!»[1] Σε αυτό το πλαίσιο, η πίστη στο πνεύμα των Χριστουγέννων και της αγοράς ήταν αδιάφορες, αν όχι εχθρικές. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τις «μαγικές» διαστάσεις της πίστης στο κράτος. Αυτό το τελευταίο είναι που αποφασίζει το περιεχόμενο αυτών των γιορτών, η σχέση μας με αυτό είναι που γιορτάζουμε στ’ αλήθεια κάθε Δεκέμβρη.

Απέναντι σε αυτή τη βαθιά μαγεία, τα ξόρκια μας αναγκαστικά θα απαιτούσαν λόγια και τελετές που θα αποδομούσαν τον μηχανισμό υποστήριξής κάθε «πίστης» – και βασικά της πίστης στο κράτος – προσφεύγοντας αντ’ αυτού στις παραδόσεις όλων όσων περισσεύουν από την αγκαλιά του Άη Βασίλη· των ‘κακών παιδιών’ της εργατικής τάξης αλλά και των μειονοτικών άπιστων που προσαρμόζονται στα Χριστούγεννα χάριν αφομοίωσης. Τίποτα δεν είναι πραγματικά μαγικό εκτός από όσα κάνουμε με τις συλλογικές μας δυνάμεις.

 

[1] Creepy Christmas Lenin [Ленин на ёлке], The Charnel-House, 24.12.2014.