Αν μας έλεγαν ένα χρόνο πριν ότι μπροστά στον συνοικισμό των Ρομά στο Χαλάνδρι θα παραμόνευαν μπάτσοι για να τους κρατάνε μαντρωμένους μέσα, υποτίθεται για το καλό το δικό τους και του υπόλοιπου κόσμου, λόγω κάποιου ιού, και κανείς δεν θα έβγαζε κιχ, θα απαντούσαμε ότι πρόκειται για σενάριο ταινίας. Το ίδιο θα σκεφτόμασταν αν μας έλεγαν ότι στο περίπτερο 13 της ΔΕΘ, εκεί που μέχρι τότε γινόταν έκθεση βιβλίου και στέκονταν οι εκδόσεις Πατάκη, Νεφέλη κ.τλ., τώρα στέκουν δωματιάκια χωρισμένα από νοβοπάν με στρατιώτες και στρατιωτικούς γιατρούς οι οποίοι συνοδεύουν, με αρκετή τακτικότητα και με πολλές δόσεις ανατριχίλας, τους άνω των 60 ετών πολίτες ώστε να εμβολιαστούν.
Το ίδιο θα σκεφτόμασταν αν μας έδινε κανείς προφορικά την εικόνα της ήδη άσχημης οδού Ερμού να έχει πια ελάχιστη κίνηση λόγω ενός πρωτότυπου βασανιστηρίου που επινόησε το κράτος για τους καταναλωτές: να στέκονται σε ουρές, να φοράνε μάσκες χωρίς να μπορούν να αναπνεύσουν, να τους ενημερώνει το κατάστημα από το μεγάφωνο ότι πρέπει να φύγουν, να πληρώνουν με κάρτες αντί χαρτονομισμάτων και άλλα τερτίπια ώστε τελικά να μην μπορούν/ θέλουν να ψωνίσουν. Θα έπρεπε να φανταστούμε, με βάση το ίδιο σενάριο ταινίας, ότι όλα αυτά γίνονται εξαιτίας κάποιου ιού από την Κίνα που αποδείχθηκε τόσο φονικός που να σκοτώνει έναν στους χίλιους ανθρώπους σε κάθε χώρα, έναν παππού ή γιαγιά άνω των 80 ή κάποιο άτομο με προβλήματα υγείας, που θα πέθαινε ούτως ή άλλως από κάποια γρίπη – σαν σε ένα κακό, μη-πειστικό σενάριο ταινίας δηλαδή απ’ αυτές τις καταστροφολογικές που φτιάχνει το Χόλιγουντ, πολύ καλύτερα όμως σε επίπεδο εφέ, διαλόγων και πρωταγωνιστών.
Και καπέλο σε όλα αυτά, θα έλεγε το σενάριο, ότι η αριστερά όλου του κόσμου θα προσπαθούσε να μας πείσει πως όλα τα παραπάνω «μέτρα», με υποχρεωτικό φόρεμα μάσκας και στους δρόμους, με απαγόρευση κυκλοφορίας άμα τη δύση του ηλίου και με μήνυμα SMS στο κράτος ότι θα βγούμε από το σπίτι μας για τον α’ ή τον β’ λόγο, είναι μέτρα λίγα, ανεπαρκή, που δεν πάρθηκαν έγκαιρα και που, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να ενισχυθούν εις βάρος μας.
Οι δυναμικές βέβαια για όλα αυτά τα τρομερά πράγματα υπήρχαν προτού ξεκινήσει αυτός ο διαμεσολαβημένος από εικόνες εφιάλτης που ζούμε – εικόνες με καμιόνια νεκρούς απ’ την Ιταλία, εικόνες με μασκοφόρους ηγέτες κρατών που δίνουν το παράδειγμα, εικόνες ελέγχου της αστυνομίας σε δρόμους των πόλεων, εικόνες με ντυμένους με ιατρικές στολές-σκάφανδρο από νοσοκομεία του πλανήτη. Οι Έλληνες εδώ που τα λέμε, τους είχαν χεσμένους τους Ρομά, όπως και τους μετανάστες, όπως και τους μειονοτικούς στη Θράκη – για την ακρίβεια, τους αντιλαμβάνονταν για δεκαετίες ολόκληρες σαν ξένους και σαν κατώτερους, άξιους για μάντρωμα.
Ο στρατός, από την άλλη, είχε επισημανθεί πολλάκις ως μια φωλιά αντι-παραγωγικών ανδρών εν καιρώ ειρήνης. Από τα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015, ο Πάνος Καμένος είχε βγάλει τον στρατό έξω για να βοηθάει, δηλαδή να επιτηρεί με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, τους μετανάστες. Τώρα ήταν η σειρά των γέρων. Και παράλληλα εμείς συνηθίζουμε το χακί ανάμεσά μας, από εκεί που ήταν εξορισμένο, στα εκτός πόλης στρατόπεδα.
Εδώ που τα λέμε και η οικονομία δεν τα πήγαινε καλύτερα. Η κρίση, ντυμένη σαν «μνημόνια» στην Ελλάδα για καμιά δεκαριά χρόνια, αποδεικνυόταν όλο και πιο επίμονη, πιο βαθιά και πιο διεθνής. Η λύση του πλαστικού χρήματος και η αποθάρρυνση της κατανάλωσης, ειδικά σε σχέση με τα εισαγόμενα προϊόντα σε μια χώρα, μπορεί να είναι μια ακραία λύση που μοιάζει καταστροφική για την υγεία του καπιταλισμού – ωστόσο, είναι μια λύση που υπάρχει στη βεντάλια των οικονομικών στρατηγικών των καπιταλιστικών κρατών, που μπορεί να εφαρμοστεί δημιουργικά σαν «πάγωμα» της οικονομίας όταν κάποιο εθνικό κράτος δεν έχει άλλο τρόπο να υπερασπιστεί την οικονομία του παρά μόνο κλεισμένο στον εαυτό του με γενναίες δόσεις «προστατευτισμού» και την πυγμή ενός αποφασιστικού κλεισίματος των συνόρων για τα εμπορεύματα των άλλων εθνικών κρατών-ανταγωνιστών του.
Και μπορεί το ξε-πάγωμα της ειδικής οικονομίας της πανδημίας να ξεβράσει άλλο μισό εκατομμύριο απολυμένους και ανέργους, αλλά τα κράτη – είναι η αλήθεια – από το τέλος του ψυχρού πολέμου και δώθε έχουν παίξει με ανανεωμένο ενδιαφέρον όλα τα σενάρια δημόσιας τάξης και πειθάρχησης ή βίαιας ώθησης/αναβολής της καπιταλιστικής κρίσης σε ένα απώτερο μέλλον: ο πόλεμος της τρομοκρατίας και ο οργανωμένος αντι-μουσουλμανισμός, οι πανδημίες και η κλιματική αλλαγή ήταν χαρτιά που δουλεύονταν μεθοδικά εδώ και τριάντα χρόνια. Εξάλλου έτσι και το δικό μας καλό κράτος που ανησυχεί δήθεν για την ζωή των παππούδων και των γιαγιάδων έχει κερδίσει μπόλικα αυτή τη χρονιά σε επίπεδο πειθάρχησης και τα βάζει παρακαταθήκη για το μέλλον, δεδομένου ότι τώρα πια μας έβαλε να τα κάνουμε όλα αυτά και δεν τα ξεχνάει ούτε αυτό ούτε εμείς που τόσο κυνικά τα συνηθίσαμε.
Πώς το πάθαμε αυτό; Το πάθαμε σίγουρα μέσω της συνεργασίας του μαγικού συνδυασμού αστυνομίας και γιατρών – η καταστολή πέρα από τα συνήθη μπλε, φόρεσε και τα αποκρουστικά λευκά, πατώντας πάνω στο τελευταίο συναισθηματικό ίχνος που ενώνει σε απομόνωση τους υπηκόους της Δύσης: τον ατομικό φόβο να πεθάνουν. Δεν είναι να το υποτιμάει κανείς αυτό. Να θυμόμαστε ότι όσο κατασκευασμένη κοινωνικά είναι η ζωή μας, άλλο τόσο είναι και ο θάνατός μας, δηλαδή ο φόβος αυτού του θανάτου και οι συνδηλώσεις του. Η μάσκα έτσι είναι μια μικρή στολή για τον καθένα μας.
Πώς αλλιώς το πάθαμε όλο αυτό; Δείχνοντας μια άνευ προηγουμένου εμπιστοσύνη στις οθόνες μας – παρά μεταξύ μας – στις οθόνες τηλεοράσεων και κινητών που βομβάρδιζαν ασταμάτητα με μηνύματα-εντολές, με μετρήσεις και στατιστικές θανάτου, με μέτρα και αντίμετρα, με προσωπικότητες στημένου κύρους από μια στολή ή έναν τίτλο. Η εκπαίδευσή μας, μια δεκαετία τώρα στην αλληλεπίδραση μας με τα μέσα «δικτύωσης», αποδείχθηκε αρκετά καρποφόρα όταν αυτά έβγαλαν μπροστά μας εντολές σε μορφή «ειδήσεων». Να κάτι για το οποίο πρέπει να έχουμε άποψη σήμερα, σε περίπτωση που δεν είχαμε.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ ότι αυτό που πάθαμε φέτος και πέρσι – και θα το ξαναπάθουμε – έγινε οφθαλμοφανώς με την αγαστή συνεργασία όλου του πολιτικού συστήματος, δεξιάς και αριστεράς. Η συντακτική ομάδα του περιοδικού που κρατάτε στα χέρια σας θεωρεί ότι η ελληνική αριστερά έχει ξεφτιλιστεί τόσο που έχει πάρει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Και δεν είμαστε οι μόνοι και οι μόνες που πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Σε κάθε γωνία υπάρχει αλητεία που φτύνει την αριστερά, όπως φτύνει τους γιατρούς και την αστυνομία, που λέει και το σύνθημα. Τους τελευταίους μήνες που η αριστερά προσπάθησε να μας βγάλει έξω από τα σπίτια για «επαναστατική γυμναστική» θεωρούμε ότι δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ξεπλένει τον ρόλο της μέσα σε αυτή τη μίνι-χούντα που ζούμε, ρόλος που εξάλλου συνεχίζεται. Δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να καναλιζάρει τις όποιες αντιδράσεις στο κράτος στο ελεγχόμενο πατριωτικό μαντρί της και να παριστάνει την αντιπολίτευση, αποδεικνύοντας τον εαυτό της χρήσιμο για το γενικό καλό του κράτους. Αυτό το τεύχος δουλεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Βαθαίνει ιστορικά τη συζήτηση για το τι σκατά είναι αυτή η αριστερά, ενισχύει τα επιχειρήματα και την εγρήγορσή μας απέναντι στις από παλιά δοκιμασμένες «κινηματικές» στρατηγικές της, φανερώνει τα ξεχασμένα νήματα της δικής μας ιστορίας, όσων περισσεύαμε και δραπετεύαμε από τους δοσμένους από τα πάνω τρόπους σκέψης και αντίδρασης, όσων δεν θέλαμε να γίνουμε κομπάρσοι στις ταινίες του κράτους μας. Μας βοηθά να επιβιώσουμε στην ζωή που συνεχίζεται με εκατοντάδες έξτρα μικροκανόνες πειθάρχησης.