Τον περασμένο Ιούλιο παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών ένα θεατρικό για την Αμάρυνθο από μια ερευνήτρια του Πάντειου με επιβλέπουσα την καθηγήτρια Αθηνά Αθανασίου. Πριν την παρουσίαση του θεατρικού η δημιουργός είχε προλάβει να δώσει το στίγμα του έργου της σε εφημερίδες της Αθήνας διατυπώνοντας την άποψη πως στην περίπτωση του βιασμού της Αμαρύνθου υπήρξαν δύο ακραίες γραμμές ανάμεσα στις οποίες ‘χάθηκε η αλήθεια’. Η μία ακραία γραμμή ήταν βέβαια οι βιαστές και οι ρατσιστές του χωριού. Η άλλη ακραία γραμμή ήμασταν εμείς που τότε είχαμε διοργανώσει μια διαδήλωση στο χωριό σε συμπαράσταση της μαθήτριας που είχε πέσει θύμα ομαδικού βιασμού και φωνάζαμε πως η μικρή κοινωνία της Αμαρύνθου αποτελούσε ένα βόθρο ρατσιστών και βιαστών. Για κακή τύχη της ερευνήτριας (και της επιβλέπουσας), κάποιοι και κάποιες από αυτούς που ήμασταν σε αυτή τη διαδήλωση και τη γευτήκαμε από πρώτο χέρι συνεχίζουμε να υπάρχουμε πολιτικά.[1] Έτσι, επισκεφτήκαμε το Φεστιβάλ Αθηνών μοιράζοντας ένα κείμενο που έλεγε ότι αυτό το θεατρικό αφενός ξεπλένει τους βιαστές, τηρώντας ίσες αποστάσεις, μεταξύ θυτών και θυμάτων, αφετέρου δεν ανεχόμαστε ακαδημαϊκούς και καλλιτέχνες να μας πούνε κάποια ‘αλήθεια’ για πράγματα που τα χουμε ζήσει και τα ζούμε από πρώτο χέρι: π.χ. τον ρατσισμό και τον σεξισμό αυτής της κοινωνίας. Η αντίδραση των δημιουργών του θεατρικού ήταν αναμενόμενη. Από τη μια εξεπλάγησαν με τις αντιδράσεις μας, καθώς δεν είναι συνηθισμένες να ακούνε αντίλογο από το υποκείμενο στο οποίο φέρονται σαν ‘ερευνητικό αντικείμενο’. Από την άλλη, κάνανε αυτό που συνήθως κάνουν: έβγαλαν ένα ακαταλαβίστικο κείμενο για να πούνε με έναν περίτεχνο τρόπο μπούρδες, βάζοντας έτσι κι ένα δεύτερο αυτογκόλ.[2] Όμως και το πρώτο αυτογκόλ ήταν αρκετό: κάποιες εκατοντάδες κόσμος, οργανωμένος σε ομάδες ή και όχι, που μέχρι πρότινος διάβαζε και εκτιμούσε τον Παντειακό φεμινισμό της Αθανασίου είχε πλέον καταλάβει ότι αυτός ακριβώς ο ‘φεμινισμός’ είχε παράξει κάτι αντι-φεμινιστικό per se κι αυτό δεν έμοιαζε να έχει γίνει λόγω ατυχήματος.
Πιστεύουμε ότι η υπόθεση του θεατρικού της Αμαρύνθου σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια νέα φάση διαμόρφωσης του πολιτικού λόγου των φεμινισμών με την έννοια της επαναδιαπραγμάτευσης των θεωρητικών αλλά και των πολιτικών εργαλείων με βάση το κριτήριο της υλικότητας της κριτικής. Τι διάολο σημαίνει αυτό; Σημαίνει εν ολίγοις ότι οι φεμινιστικές ιδέες – συγκρίνοντας την κατάστασή μας με δέκα και είκοσι χρόνια πριν – έχουν κυκλοφορήσει αρκετά, έχουν ενταχθεί αρκετά σε πανεπιστημιακά προγράμματα και μεταμορφωθεί σε ακαδημαϊκές εργασίες, έχουν επηρεάσει και διαμορφώσει αρκετά ανθρώπους αλλά και ολόκληρους πολιτικούς χώρους, έχουν πιάσει τον δικό τους χώρο στη δημόσια σφαίρα, τη φιλανθρωπία, τις θέσεις εργασίας και τις στατιστικές, τόσο που οι διαχωριστικές γραμμές όλων αυτών των πεδίων που γενικόλογα χαρακτηρίζονταν παλιότερα ως «ενδιαφέρον για τα ζητήματα φύλου», πλέον χαράσσονται απότομα με βάση τις υπάρχουσες υλικές ανάγκες και βιωμένες εμπειρίες. Να το πούμε κι αλλιώς. Αν ο φεμινισμός, είκοσι χρόνια πριν, αποτελούσε μια λίγο-πολύ άγνωστή λέξη πέραν κάποιων ολιγομελών ήδη υποψιασμένων κύκλων, ή μια έννοια άξια χλευασμού και εμείς αντίστοιχα θεωρούσαμε ‘φιλικό’ οποιοδήποτε περιβάλλον εξέφραζε λόγο φεμινιστικό, σήμερα φαίνεται ότι αυτή είναι μια ανεπαρκής αντίληψη των πραγμάτων. Ανάμεσα σε ΜΚΟ, πανεπιστήμιο, κρατικούς εκπροσώπους, πολιτικές ομάδες και άτομα που εκφράζουν τέτοιες ιδέες το κενό μοιάζει να μεγαλώνει. Όχι απλά λόγω διαφωνίας με κάποιες «κακές ιδέες», όχι λόγω διαφορετικών κοινωνικών ταυτοτήτων (τέτοιες μπορούν να βρεθούν σε κάθε ‘στρατόπεδο’), αλλά κυρίως λόγω τοποθέτησης στην πολιτική συγκυρία με βάση την υλική διαμόρφωση των καλών ή κακών απόψεων. Καταλαβαίνουμε, έτσι, ότι το ζήτημα της ανάδειξης/ορατοποίησης των κοινωνικών ταυτοτήτων ή της διαθεματικότητας, ως εργαλείων, μολονότι ακόμα χρήσιμων, δεν μας πάνε παραπέρα σε αυτό το σταυροδρόμι που έχουμε αναγκαστεί να έρθουμε. Καταλαβαίνουμε ότι προσθέτοντας ή αφαιρώντας ταυτότητες δεν θα βγάζαμε άκρη στο τι έγινε στην περίπτωση του θεατρικού της Αμαρύνθου, καθώς εκεί δεν υπήρξε απλά σύγκρουση ταυτοτήτων ή «πολιτικών γραμμών», αλλά σύγκρουση με βάση την υλική βάση των ανθρώπων που βρέθηκαν εντός και εκτός της αίθουσας του θεάτρου του Φεστιβάλ Αθηνών.
Όλα αυτά μας ανοίγουν δύο διακριτά πεδία συζήτησης. Το ένα έχει να κάνει με την υπενθύμιση στους εαυτούς μας και τις εαυτές μας του τι είναι αυτό, δηλαδή το Πανεπιστήμιο, που προετοίμασε και επιμελήθηκε το θεατρικό για την Αμάρυνθο. Να καταλάβουμε τι βρισκόταν απέναντί μας στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το άλλο έχει να κάνει με την υπενθύμιση των διαφορών που έχουν οι δικές μας διαδικασίες, ανάγκες, βιώματα και αλήθειες σε σχέση με αυτό που είχαμε απέναντί μας. Να καταλάβουμε τι είμαστε εμείς.
α) το Πανεπιστήμιο, ένα φιλικό περιβάλλον,
με καθηγητές ‘δικούς μας ανθρώπους’, ή μήπως όχι;
Ξεκινώντας, από την παραδοχή ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το πανεπιστήμιο ως θεσμό, χωρίς να μιλήσουμε για το κράτος, είδαμε συνδυαστικά την ιστορία και την αλληλεπίδραση αυτών των δύο στο ελληνικό περιβάλλον. Εξετάζοντας κανείς/καμιά το πως αναπτύχθηκαν επιστήμες όπως η αρχαιολογία, η λαογραφία κι η ιστορία, θα διαπιστώσει τον κεντρικό ρόλο που παίζει το πανεπιστήμιο στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας. Θα δούνε, δηλαδή, τους κλάδους αυτούς να συμβάλουν στον καθορισμό του τι αποτελεί ελληνικό, χτίζοντας μία αφήγηση για έναν λαό με κοινή πολιτισμική καταγωγή (ο λαός που προέρχεται απ’ τους «αρχαίους έλληνες»), κοινή γλώσσα και θρησκεία, που είναι συνδεδεμένος με συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές[3]. Με αυτό τον τρόπο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να αξιολογηθεί το συγκεκριμένο έθνος ανώτερο άλλων, ειδικά των γειτόνων του. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ακαδημαϊκές κοινότητες έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στο σχεδιασμό και νομιμοποίησαν τις επιχειρήσεις του ελληνικού κράτους εις βάρος οποιουδήποτε θεωρούταν «ξένος», είτε στο επίπεδο περιθωριοποίησης ή/και εξόντωσης μεινοτήτων, είτε στο επίπεδο διεξαγωγής επεκτατικών πολέμων.
Ταυτόχρονα, για τη διατήρηση της ελληνικής συνοχής του έθνους και της δημόσιας τάξης, φρόντισαν άλλοι κλάδοι όπως αυτοί της ιατρικής και της εγκληματολογίας. Ακαδημαϊκοί και ερευνητές μίλησαν και έγραψαν για τη δημόσια υγεία, καθορίζοντας τι μπορεί να θεωρηθεί υγιές και τι όχι. Έλληνες ευγονιστές κι οπαδοί του Λομπρόζο διακήρυτταν την «καταπολέμηση του εκφυλισμού» της ελληνικής κοινωνίας, στοχοποιώντας ομοφυλόφιλους, σεξεργάτριες και γενικότερα γυναίκες «ελευθέρων ηθών», χρήστες ναρκωτικών κ.α., προωθώντας την καταστολή των «περιθωριακών» στοιχείων με κάθε μέσο.[4]
Από τα παραπάνω και μόνο μπορούμε να πούμε ότι ο θεσμός του πανεπιστημίου στην ελλάδα, άμα τη ιδρύσει του, μακριά απ’ το να είναι ένας θεσμός προώθησης «μίας και μοναδικής, αντικειμενικής επιστήμης» (πως θα μπορούσε να υπάρξει κάτι τέτοιο άλλωστε), εργάζεται για την εθνική πρόοδο, ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Αυτό το συμπέρασμα μάλιστα, δεν είναι κάτι που το βγάζουμε εμείς από το κεφάλι μας, αλλά το έχει εκφράσει πριν από εμάς ο ιδρυτής του Παντείου Πανεπιστημίου, Γεώργιος Σ. Φραγκούδης. Ο Φραγκούδης, γόνος εύπορης οικογένειας από τη Λεμεσό, ήταν ο ιδρυτής της Εταιρίας «Εκπαιδευτική Αναγέννηση», απ’ την οποία προέκυψε η σχολή Πολιτικών Επιστημών (μετέπειτα Πάντειος), με δηλωμένο σκοπό «τη μόρφωση της ιθύνουσα τάξης» (κείμενο που δεσπόζει έως σήμερα στην ιστοσελίδα της σχολής).[5] Ο ίδιος διακήρυσσε ότι «Εάν είναι αληθές ότι δια της εκπαιδεύσεως και μόνον είναι δυνατόν να αναδημιουργηθή η Ελληνική πατρίς, η ίδρυσης της Σχολής (αυτή που αργότερα έγινε Πάντειος) θα δώση το σύνθημα της εθνικής αναπλάσεως δια της δημιουργίας εστίας μελετών των εθνικών ζητημάτων και βήματος ανωτέρας μεταρρυθμιστικής διδασκαλίας».
Σχεδόν έναν αιώνα μετά την ίδρυση του Παντείου, δεν περιμέναμε να αλλάξει η ιστοσελίδα του για να καταλάβουμε ότι οι στόχοι της ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης δεν πάνε και πολύ παραπέρα από τους διακηρυγμένους στόχους της. Το Πάντειο συνεχίζει να συγκροτεί προγράμματα σπουδών και σήμερα με «ερευνητικές» αιχμές γύρω από την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, παράγοντας γενιές επιστημόνων που μας εξηγούν επιστημονικά πάντα το πώς και το γιατί της διαχείρισης των περιθωριακών και των εθνικά επικίνδυνων αλλά επίσης συνιστά και έναν πόλο δημιουργίας ή επεξεργασίας κρατικών σχεδιασμών και για την εξωτερική πολιτική. Διάφορες αυτόνομες ομάδες στο πρόσφατο παρελθόν έχουν ασχοληθεί με τα παραπάνω, π.χ. τις έρευνες και τις ημερίδες εγκληματολόγων του Παντείου γύρω από το ζήτημα της ασφάλειας στο κέντρο της Αθήνας, την επεξεργασία λύσεων γύρω από το «πρόβλημα» (μετανάστες, χρήστες, σεξεργάτριες κ.λ.π.), τις δημοσιεύσεις και την αρθρογραφία[6] καθηγητών σε μεγάλες εφημερίδες γύρω από «λαθρομετανάστες που κατακλύζουν το κέντρο», την αύξηση εγκληματικότητας και τον «κίνδυνο θυματοποίησης των ελλήνων κατοίκων», κ.ο.κ.[7] Από κοντά πάνε και οι χρηματοδοτήσεις για όλα αυτά, ενώ οι από κοινού ημερίδες με τον Δήμο Αθηνών και την αστυνομία δίνουν και παίρνουν. Φανταζόμαστε ότι κανείς/καμιά διαβάζοντας τα παραπάνω, δεν έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ίσα-ίσα, και για κάθε ανοιχτό στόμα έκπληξης που συνιστά αντίδραση απέναντι στην παρουσία μπάτσων-φοιτητών στα πανεπιστήμια, εμείς θα έπρεπε να διαβάζουμε σε repeat καγχάζοντας το βιογραφικό του Κωνσταντίνου Γαρδίκα.[8] Και στην τελική είναι αναμενόμενο ότι ένα πανεπιστήμιο πολιτικών-κοινωνικών επιστημών, που έχει αιχμή την εθνική πρόοδο, δηλαδή την πρόοδο του ελληνικού κράτους, θα ασχολείται με ζητήματα ασφαλείας.
Δίπλα σ’ αυτά τα ζητήματα, ένας εξίσου βασικός πυλώνας των δυτικών κρατών από τον δεύτερο παγκόσμιο και μετά, αφορά τις πολιτικές πρόνοιας. Έτσι, δεν είναι δύσκολο να δούμε πως τις τελευταίες δεκαετίες εντάχθηκαν τα γυναικεία, αρχικά, και έπειτα τα ευρύτερα ζητήματα ‘φύλου’ στα ακαδημαϊκά προγράμματα. Ειδικά αν έχουμε στο μυαλό μας ότι η απαρχή αυτής της ένταξης δεν συνέβη σε μία ασήμαντη χρονική στιγμή, αλλά λίγο μετά την παρακμή των φεμινιστικών κινημάτων του ’70 (και του ’80 στην ελλάδα), όταν ο ριζοσπαστικός λόγος των τελευταίων βρέθηκε να συζητιέται στα αμφιθέατρα, με τη μορφή δικαιωματισμού και κοινωνικής ένταξης. Το γεγονός λοιπόν ότι ο φεμινισμός εντάσσεται στα προγράμματα σπουδών δεν αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα στον κατά τα άλλα συντηρητικό θεσμό του Πανεπιστήμιου. Άλλωστε, το έχουμε ξαναπεί. Δεν υπάρχει ένας φεμινισμός, αλλά πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις του, κάποιες απ’ τις οποίες μπορούν να τις ενσωματώνουν και να τις αναπαράγουν από φασίστες μέχρι κρατικοί μηχανισμοί. Τη στιγμή δηλαδή, που βλέπουμε ότι ένας κρατικός θεσμός έχει την ευχέρεια να οικειοποιείται μία φεμινιστική γλώσσα και να συζητάει για την ταυτότητα φύλου, το περίεργο θα ήταν τα ζητήματα αυτά να μην τα συναντούσαμε στο πανεπιστήμιο. Δεν είναι, λοιπόν, μονάχα η ενσωμάτωση ενός λείου, εθνικά βολικού φεμινισμού και ούτε μονάχα η ενσωμάτωση των ίδιων αυτών των φεμινιστριών του ’80 με τα της μεταπολίτευσης.[9] Είναι και το γεγονός ότι ο ταυτοτικός λόγος μπορεί να ενσωματωθεί σαν εργαλείο από μηχανισμούς διαμεσολάβησης που θέλουν να διαχειριστούν ή να ελέγξουν τις αντίστοιχες πληθυσμιακές μερίδες που βρίσκονται υπό συζήτηση. Στην τελική αν το ακαδημαϊκό έργο κάποιας καθηγήτριας δεν θίγει κεντρικά κάποιον μηχανισμό εξουσίας ή κάποιο ζήτημα ασφάλειας και εθνικής συνοχής, γιατί να μην αναγνωριστεί και το φύλο (και χίλια δυο άλλα) στο πρόγραμμα σπουδών;
Φυσικά, αν έχει αλλάξει κάτι εδώ κι έναν αιώνα, κάτι που κάνει ασυζητητί πιο εύκολη τη δουλειά του φιλτραρίσματος των ακαδημαϊκών ερευνών που αξίζουν και αυτών που… δεν, αυτό είναι και η ίδια η ανάπτυξη των γλωσσικών και διανοητικών εργαλείων που ευδοκίμησαν σε αυτά τα κακόφημα μέρη, τα πανεπιστήμια, μέσα στις δεκαετίες. Αν ας πούμε λες απλά ‘φύλο’, είναι και αρκετά γενικό ώστε να χωράει και κάθε είδους έρευνα. Έρευνες για το φύλο είναι κι αυτές για τις γυναίκες στο στρατό, έρευνες για το φύλο είναι κι αυτές που κάνει το περιοδικό της ελληνικής αστυνομίας, έρευνα για το φύλο είναι να ασχολείσαι και με την ενδο-οικογενειακή βία στις οικογένειες μονάχα των μεταναστών. Αυτά δεν είναι παραδείγματα από το μυαλό μας και κάθε άλλο παρά αποκλείουν, όπως καταλαβαίνουμε, τη συνύπαρξη σπουδών φύλου και πολιτικών περί δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας. Κεντρικό ενδιαφέρον, δηλαδή, των gender studies δεν αποτελούν οι έμφυλες εξουσιαστικές σχέσεις όπως αναπτύσσονται στο ελληνικό περιβάλλον, αλλά εστιάζουν συγκεκριμένα στις κοινότητες των μεταναστ(ρι)ών,[10] πράγμα που συνειδητοποιούμε βλέποντας και τη σελίδα των gender studies Παντείου. Εκεί θα δει τα δύο μεγάλα ερευνητικά προγράμματα, δηλαδή το Ge.M.IC (Gender, Migration and Intercultural Interactions in South-East Europe and the Mediterranean) και το MIG@NET (Transnational Digital Networks Migration and Gender), τα οποία ‘συμβαίνει’ να είναι προγράμματα της Ε.Ε. με κεντρικό θέμα το φύλο και τη μετανάστευση.
Όλα τα παραπάνω τα γράψαμε για να δείξουμε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι το πανεπιστήμιο είναι ένας κρατικός θεσμός, ταξικά και εθνικά τοποθετημένος, με έρευνες που εξυπηρετούν κρατικούς σκοπούς τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Δεύτερο, ότι δεν υπάρχει διάκριση καλών ή κακών σπουδών μέσα σε ένα πανεπιστήμιο αλλά σημασία έχει η κρατική τους χρησιμότητα. Το ζήτημα αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που το θίγουμε. Στο fight back! (2017) και πάλι δίναμε έμφαση για το πώς οι φεμινιστικές έρευνες που παράχθηκαν εντός ελλαδικού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος απέφυγαν να ασκήσουν κριτική στον εθνικισμό του ελλαδικού φεμινισμού, ενώ δεν συνέβη το ίδιο με τις εξω-ελλαδικές φεμινιστικές έρευνες. Άλλη μια απόδειξη ότι η ακαδημία έχει εθνικά σύνορα και μάλιστα αυστηρά περιφρουρούμενα είτε από την αριστερά είτε από τη δεξιά.
Το ελληνικό πανεπιστήμιο, σάρκα από τη σάρκα του ελληνικού κράτος, είναι ένας αυστηρά ιεραρχικός μηχανισμός με ανεβασμένο επίπεδο ανταγωνισμού, μακράν του να είναι – όπως θα το ήθελε το παραμύθι – ένας τόπος ελεύθερης κυκλοφορίας των ιδεών. Μέσα σε αυτό τον βιότοπο το γιατί αναδεικνύονται φιγούρες επιπέδου Συρίγος ή Αθανασίου δεν μας κάνει εντύπωση. Δεν πρέπει να περιμένουμε από τους Γαρδίκες του καιρού μας, με την εγγύτητα τους στα πολιτικά κέντρα εξουσίας, την εξασφάλιση τους σε μια σειρά θέσεων και payrolls και την παραγωγή ερευνών κρατικά χρήσιμων, να αποστασιοποιούνται από αυτές τις γραμμές πολιτικής, που παράλληλα κάνουν όλους κι όλες εμάς να περισσεύουμε: σαν μετανάστ(ρι)ες, σαν γυναίκες εργάτριες, σαν μειονοτικοί, σαν αυτόνομοι/ες αντιφασίστ(ρι)ες. Την ώρα, εξάλλου, που οι Γαρδίκες απολαμβάνουν τις προεδρείες τους σε διάφορα ιδρύματα, άλλοι τόσοι απορρίπτονται για το ότι παρήγαγαν ‘ανθελληνικές’ έρευνες, επειδή π.χ. είπανε το 1993 ότι υπάρχει μακεδονική μειονότητα, ή απλά τρώγανε πόρτα από τα ελληνικά πανεπιστήμια, επειδή διέδιδαν ότι υπήρχε ελληνικός κρατικός αντισημιτισμός.[11] Δεν είναι θέμα προσώπων, λοιπόν, αλλά ούτε και αν δουλεύει κανείς/καμιά ή όχι στο πανεπιστήμιο, είναι θέμα τοποθέτησης στην πολιτική συγκυρία. Η απαξίωση ή ο εναγκαλισμός της κάθε έρευνας θα λάβει χώρα μέσα στο φάσμα της εθνικής/κρατικής της χρησιμότητας.
Β) Οι εθνικά άχρηστοι στον αντίποδα της κρατικά οργανωμένης γνώσης.
Πριν από μια δεκαετία η Αμάρυνθος αποτέλεσε για μας μια επώδυνη υπενθύμιση του πόσο βαθιά διαπερνά τον ιστό της ελληνικής κοινωνίας η ουσία της ρατσιστικής, φασιστικής, σεξιστικής της ταυτότητας. Με τον ίδιο τρόπο, το πρόσφατο ξέπλυμα εκείνου του περιστατικού με την βοήθεια της ακαδημίας και της τέχνης αποτελεί μια υπενθύμιση εξίσου ζόρικη για το πως οι δομές και οι θεσμοί που αγκαλιάζουν την επικίνδυνη αυτή κοινωνία και είναι συνυπεύθυνες στους φόνους, τους βιασμούς και τα λιντσαρίσματα που τελούν τα περήφανα τέκνα της. Πρόκειται για ένα άλλοθι που χρειάστηκε να διανύσει 12 χρόνια και εκατοντάδες χιλιόμετρα (από την αθάνατη επαρχία ως την μητρόπολη) προκειμένου να χτιστεί, αλλά δεν έχασε απολύτως τίποτα από την άθλια ποιότητά του. Κι αν τελικά η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, τούτο δεν συμβαίνει επειδή υπάρχει κάτι αστείο σε αυτήν την υπόθεση, αλλά επειδή αυτήν την φορά ήμασταν προετοιμασμένες. Γιατί μέσα από αυτό και πολλά ακόμη παραδείγματα της ελληνικής σαπίλας καταφέραμε να βρούμε ως ομάδα τη θέση μας σε αυτήν την αιμοβόρο κοινωνία, το κράτος που την οπλίζει και τους θεσμούς που δικαιολογούν το αίμα που χύνει: Είμαστε μακριά κι απέναντί της.
Στον «Φάουστ» του ο Γκαίτε μιλάει για έναν ηλικιωμένο λόγιο που αφού αφιέρωσε ολόκληρη την ζωή του στην τέχνη και την επιστήμη, απογοητευμένος πουλάει την ψυχή του στον Διάβολο για να ξανακερδίσει την νεότητά του. Στο δικό μας ποίημα, το πανεπιστήμιο μοιάζει με τον καλό επιστήμονα που γεμίζει την γνωσιακή (και ποτέ ιδεολογική) φαρέτρα των καλών φοιτητών με τρόπο ισότιμο, οριζόντιο κι ανεξάρτητο, αποτελώντας την πεμπτουσία του ακαδημαϊκού θετικισμού. Για λόγους, ωστόσο, που συνδέονται με την αφηγηματική φόρμα, την μανιχαϊστική επιτέλεση των παραμυθιών και προκειμένου να μπορέσουν όλοι-ες οι παραπάνω να ζήσουν καλά και καλύτερα, το ποίημά μας χρειάζεται κι έναν Μεφιστοφελή. Ας αναλάβουμε, λοιπόν, εμείς τον άχαρο αλλά απαραίτητο ρόλο του κακού. Ο καλός μας Φάουστ ρωτάει, λοιπόν, τον δαίμονα: «Ποιός είσαι;»
Πώς διαφέρει μια αυτόνομη αντιφασιστική ομάδα από τον πολιτικοκοινωνικό θετικισμό της ακαδημαϊκής κοινότητας και πώς οργανώνει μεθοδολογικά τις αρνήσεις τις απομακρυνόμενη από θεωρητικά αξιώματα; Και τελικά, ποιά είναι η διαφορά μεταξύ μιας πολιτικής ομάδας και της ακαδημαϊκής δομής, τι έχει να αντιπροτείνει ο Μεφιστοφελής; Λίγο καιρό νωρίτερα, γράφαμε στην εισαγωγή του fight back! πως βασικό εφόδιο στην αυτοοργάνωση μιας αντιφασιστικής ομάδας αποτελεί η απόρριψη της καθολικότητας της πανεπιστημιακής γνώσης per se και η μεθοδική κι αποσπασματική εργαλειοποίηση συγκεκριμένων ιδεών με βασικό γνώμονα την υλικότητά τους, δηλαδή κώδικες, τεχνογνωσία, εμπειρικές συνάψεις και συνολικά την μεθοδολογία μιας συλλογικής δράσης, κοινωνικά ανταγωνιστικής.
Η συκοφάντηση του ακαδημαϊκού κύρους πρέπει να συντελεστεί και σε επίπεδο μεθοδολογίας όσον αφορά την γραμμική και αφαιρετική διάρθρωση της πανεπιστημιακής γνώσης, την αποσπασματικότητά της, την γελοία εξειδίκευσή της, τον απομονωτισμό της, τη σύμπλευσή της με το ρεύμα της εποχής. Ακόμα και στην «ριζοσπαστικότερη» έκφανσή της (όπως στο παράδειγμα της Αθανασίου), η ακαδημαϊκή νόρμα είναι ακριβώς αυτό: Νόρμα, δηλαδή ένα σύνολο κανονιστικών αξιωμάτων που ψηλαφούν την εικόνα μιας κάποιας καθαρότητας, γνωστικά, πολιτικά, κοινωνικά. Στη θεωρητική αυτή νόρμα, η αυτόνομη ομάδα αντιπαραβάλλει ένα σχήμα μπασταρδεμένο, όπου η υλικότητα των αντιφασιστικών στοχεύσεών της διαρρηγνύει την καθαρότητα των παραπάνω αναπαραστάσεων.
Δεν αναφερόμαστε σε καθαυτό το περιεχόμενο, στο ratio ή το ύφος. Και ειδικά στην περίπτωση της Αθανασίου, των gender studies και των μεταμοντέρνων εργαλείων, η διαλεκτική κάθε άλλο παρά «καθαρή» είναι. Η καθαρότητα την οποία στηλιτεύουμε αναφέρεται στην μεθοδολογία εργαλειοποίησης αυτού του Λόγου και τις ακαδημαϊκές συμπλεύσεις με το κράτος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ουσία του κεντρικού επιχειρήματος που πραγματεύεται αυτό το κείμενο: Όσο συναρπαστικά, γοητευτικά και προωθημένα είναι διάφορα στοιχεία του πανεπιστημιακού ratio, η μεθοδολογική τους αξία ως προς τον κοινωνικό ανταγωνισμό είναι μηδενική εάν η διαδικασία της εργαλειοποίησής τους δεν ενέχει τον αρνητισμό, την απόρριψη της προόδου αυτής της κοινωνίας και την αποσύνθεση των κυρίαρχων ταυτοτήτων και των αντίστοιχων σχέσεων εξουσίας. Και πάλι παράγουν δηλαδή μια καθαρότητα γραμμική και ντετερμινιστική ως προς την ομαλότητα, που αναλύει την απόκλιση χωρίς να την ενθαρρύνει, που κριτικάρει την νόρμα αποτελώντας κομμάτι της, που τις ίδιες τις αρνήσεις που παράγει τελικά τις ενσωματώνει στην κυρίαρχη αφήγηση.
Εμείς από την άλλη δεν δίνουμε πτυχία με την απόδειξη της αγχωμένης αποστήθισης μιας σειράς πληροφοριών και τρόπων σκέψης για λογαριασμό των deadlines ανάμεσα στις καλοκαιρινές, τις πασχαλιάτικες και τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Στόχος μας είναι η απορρύθμιση, το σαμποτάζ και προοπτικά η διάλυση της κοινωνικής κανονικότητας. Δεν κλείνουμε τις πληγές αυτής της κοινωνίας, ούτε και τις γλύφουμε προκειμένου να τις αφήσουμε οριακά ανοιχτές (όπως στην περίπτωση της κριτικής των ίσων αποστάσεων στην παράσταση για την Αμάρυνθο). Η μέθοδός μας είναι το σαμποτάζ κι ο στόχος μας είναι σε κάθε ευκαιρία η διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης και των θεωρητικών θεμελίων της που οι κρατικοί θεσμοί αναδεικνύουν κι επικυρώνουν ως καθεστώτα αλήθειας.
Τα φίλτρα μας απέναντι στις καλές ή κακές τους ιδέες, δεν προκύπτουν αυθαίρετα, δεν υπάρχουν a priori, αλλά κατακτώνται συλλογικά. Γίνονται συλλογικό κτήμα μέσα από αυτοοργανωμένες, κοπιώδεις διαδικασίες· προκύπτουν μέσα από σχέσεις εμπιστοσύνης, από την συνύπαρξη σε κοινές εμπειρίες, από την συμμετοχή της μιας στο βίωμα του άλλου. Αυτά τα φίλτρα αποτελούν κομμάτι της αυτόνομης μνήμης μας. Τίποτα από αυτά δεν είναι θεωρητικό: Μπορεί να γίνει κατανοητό στον τρόπο που μιλάμε και γράφουμε, στον τρόπο που αναλύουμε την πραγματικότητα και οργανωνόμαστε για να την αλλάξουμε, στον τρόπο που κανονίζουμε τις πορείες και τις συναυλίες και στήνουμε τις αφίσες μας, στον τρόπο που κοιτάμε και συμπεριφερόμαστε στις/στους συντρόφους μας. Αυτή η δράση άλλωστε αποτελεί την μεθοδολογικά εκφρασμένη ποιότητα της υλικότητας των «ιδεών» όπως αναλύθηκε παραπάνω. Αποκομμένη από τα καθεστώτα αλήθειας, την καθαρότητα, την γραμμικότητα της ακαδημαϊκής γνώσης, η υλικότητα αυτή ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στο πεδίο του αντι-πολιτικού: στον αρνητισμό, την επιθυμία και την καύλα. Στην απροθυμία μας να προοδεύσει αυτός ο ρατσιστικά οργανωμένος κόσμος και την απόλυτη ικανοποίησή μας από την προοπτική της οριστικής του διάλυσης.
antifa negative
[1] Για το τι συνέβη στην Αμάρυνθο εκείνες τις μέρες της διαδήλωσης βλέπε το κείμενο «#το πρόβλημα» στον παρόν τεύχος του 0151 αλλά και το κείμενο «Η Αμάρυνθος από τα κάτω», στην ιστοσελίδα του Terminal119.
[2] Θεωρούμε αυτο-υποτίμηση να ασχοληθούμε με αυτό το πράγμα που εκδόθηκε σαν ανακοίνωση και το χει φάει ήδη η λήθη. Εξάλλου για κάποια πράγματα ισχύουν ακόμα κάποια παλιά κείμενα, βλέπε «Περί της αθλιότητας των φοιτητικών κύκλων» (2004), Situationniste Internationale.
[3] Ο Κλέων Στεφάνου, για παράδειγμα, υπήρξε γιατρός, ανθρωπολόγος και πρώτος διευθυντής του Ανθρωπολογικού μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών και η δουλειά του ήταν ακριβώς αυτή. Συνεργάστηκε στενά με αρχαιολόγους, επιδιώκοντας να συγκροτήσει, μέσω των αρχαιολογικών ευρημάτων, μια τυπολογία φυλετικών χαρακτηριστικών, που να τεκμηριώνει τη διαχρονική φυλετική καθαρότητα των ελλήνων και ειδικά σε σχέση με τους Σλάβους.
[4] Στην πρόσφατη έκδοση του fight back!, Έθνος, Φύλο και Γυναικεία Κινήματα, 1880-19249 (2017) γίνεται αναφορά στην Άννα Κατσίγρα, την πρώτη γυναίκα καθηγήτρια πανεπιστημίου, που τοποθετούταν ενάντια στην ομοφυλοφιλία.
[5] Θεωρείται ο πατέρας του εθνικού κινήματος στην Κύπρο. Όταν φτάνει στην Αθήνα, εργάζεται ως δημοσιογράφος για να «γνωστοποιήσει τα ελληνικά ζητήματα» και διαβάζει ιστορία για να «μπορεί να ερμηνεύσει τις συμφορές ελλάδος και κύπρου». Το 1901 διοργανώνει μάλιστα και έκθεση για την Κύπρο στο Ζάππειο «με στόχο την προβολή της ελληνικής της ταυτότητας, της ιστορίας και της σύγχρονης ζωής και δημιουργίας στο νησί». Βενιζελικός και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου, πίστευε ότι μόνο αυτός μπορεί να πετύχει το όραμα των Κυπρίων για Ένωση. Μετά τον θάνατο του Βενιζέλου ο Φραγκούδης αλλάζει κατεύθυνση και προτείνει την αυτονομία του νησιού.
[6] Σε κάποια άρθρα, μάλιστα, θα δούμε ακόμα και την ενθάρρυνση για «δραστηριοποίηση της τοπικής κοινωνίας για την ανάληψη κατάλληλων πρωτοβουλιών ώστε το κέντρο της Αθήνας να μη μετατραπεί σε γκέτο», ενώ υπάρχουν ακόμα και περιπτώσεις καθηγητών που συμμετέχουν οι ίδιοι σε τέτοιες πρωτοβουλίες, όπως αυτή της Έφης Λαμπροπούλου, που υπήρξε ενεργό μέλος επιτροπής κατοίκων.
[7] Βλ. και ‘Σπασμένα Τζάμια’, την έκδοση της αυτόνομης πολιτικής ομάδας στο Πάντειο, Unfair Play.
[8] Ο Κωνσταντίνος Γαρδίκας, γιος καθηγητή της Φιλοσοφικής, υπήρξε ο πατέρας της Εγκληματολογίας στην ελλάδα. Μίλησε για τις βιολογικές βάσεις του εγκλήματος, την κληρονομικότητα και την καταγωγή, ενώ στα μέτρα που πρότεινε για την πρόληψη του εγκλήματος ήταν ο ευνουχισμός κι η στείρωση. Ο Γαρδίκας, όντας βενιζελικός, υπήρξε πολιτικός διευθυντή της αστυνομίας στο Υπουργείο Εσωτερικών τη δεκαετία του ’20. Στις Νέες Χώρες και στη Σμύρνη, πιο πριν, είχε οργανώσει το σωφρονιστικό σύστημα. Αργότερα, οργάνωσε στην Αθήνα αυτό που σήμερα λέγεται Διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών, γραφείο που διηύθυνε για τέσσερις περίπου δεκαετίες. Σε αυτόν οφείλουμε την εισαγωγή στην ελλάδα του συστήματος των δακτυλικών αποτυπωμάτων αλλά και την πειραματική χρήση των ατομικών δελτίων ταυτότητας. Η φήμη του, ωστόσο, δεν μένει εντός συνόρων. Θεωρείται μαζί με άλλους από δέκα ευρωπαϊκές χώρες ως ένας από τους εμπνευστές της INTERPOL, της οποίας την ιδρυτική πράξη υπέγραψε. Ψυχροπολεμικά αποτελούσε ειδικό του ελληνικού κράτους στα θέματα τρομοκρατίας.
[9] Η γενεαλογία των Gender Studies στην ελλάδα είναι ένα ζήτημα που ήδη μας απασχολεί και θα προσεγγίσουμε σε επόμενο κείμενο μας μέσα από το περιοδικό, μέσα στο 2019.
[10] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε από το συγκεκριμένο τμήμα πριν ενάμισι χρόνο, με θέμα «Ενδοοικογενειακή βία και κρίση στις μετανάστριες». Το τι ειπώθηκε είναι λίγο έως πολύ αναμενόμενο: ότι οι μετανάστες, λόγω της περιθωριοποίησης και της εξαθλίωσής τους, πίνουν και ξεσπούν στις γυναίκες τους, χτυπώντας τες. Το κλασικό επιχείρημα περί “απολίτιστων, βάρβαρων μεταναστών αντρών” που’ χει νομιμοποιήσει στο παρελθόν ρατσιστικά πογκρόμ, ντύνεται τώρα με επιστημονικό και, δη, φεμινιστικό μανδύα, νομιμοποιώντας έτσι τους κρατικούς μηχανισμούς να επέμβουν στις ζωές των μεταναστ(ρι)ών με μία επιπλέον πρόφαση, την “προστασία” των γυναικών. Όταν μάλιστα οι υπεύθυνοι ρωτήθηκαν γιατί δεν έκαναν την ίδια έρευνα σε οικογένειες ελλήνων, απάντησαν «γιατί τέτοιες έρευνες δε χρηματοδοτούνται». Βλέπε και την προκήρυξη της Μιγάδας «Για να ‘χουμε καλό ερώτημα: Τα Gender Studies του Παντείου για ποιους κάνουν δουλειές; Για τα φύλα ή για τις πολιτικές δημόσιας τάξης;» (Απρίλιος 2017).
[11] Όταν βέβαια το 1999 το ελληνικό κράτος δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη σημασία του να λέει «έχω έναν φίλο εβραίο (το Ισραήλ)».