Ενάντια σε κάθε τι ελληνικό!

Πυκνώνοντας τις καθημερινές μας εμπειρίες και βαθαίνοντας την κριτική μας ανάλυση μας απέναντι στην ελληνική κοινωνία, με λίγα λόγια, επιβιώνοντας μέσα στον ελληνικό εθνικό ζόφο, καταλαβαίνουμε όλο και περισσότερο πως η ανάγκη χτισίματος ενός αντιφασιστικού κινήματος είναι όλο και πιο κρίσιμη. Οι αντιφασίστες/τριες που κινούνται με μια συνέχεια και συνέπεια στο χρόνο, αργά ή γρήγορα, συνειδητοποιούν την ύπαρξη, όπως και σε πολλές άλλες αιχμές του πολιτικού λόγου, δύο ή και περισσότερα είδη αντιφασισμών. Αν τα παρουσιάζαμε αυτά χοντρικά, θα καταλήγαμε στις εξής όμως δύο τάσεις: έναν αντιφασισμό που αφενός γυρεύει να ασχολείται με τον εαυτό του, άλλοτε μοστράροντας κονκάρδες, ραφτά και λάιφσταιλ και ξεστομίζοντας μεγάλα λόγια και άλλοτε ονειρευόμενος μεγάλες οργανώσεις και έναν αντιφασισμό, αφετέρου, που γυρεύει τη μεθοδική και επίμονη αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου στην ουσία του. Αν το πρώτο είδος αντιφασισμού, που είναι και πιο προσφιλές και πλατύ στον ελλαδικό χώρο, δεν μας ενδιαφέρει καθόλου – βάζουμε αυτό σαν πήχη της σημερινής συζήτησης – αυτή η εισήγηση βρίσκεται στην υπηρεσία του να θέσει και να συζητήσει ιδέες για το πώς θα διαδώσουμε αυτό τον δεύτερο, επίμονο και μεθοδικό αντιφασισμό που ούτε μπορεί να ειδωθεί σαν χόμπι, ούτε σαν έκθεση μάτσο ιστοριών.

Πρόβλημα μας δεν είναι βέβαια αυτό καθαυτό να φοράει κανείς – γερμανικά συνήθως – αντιφασιστικά ραφτά διακινδυνεύοντας τη σωματική του ακεραιότητα σε κάποιο σταθμό του ηλεκτρικού ή στο δρόμο, αναλόγως με την περιοχή που κινείται, αλλά πρόβλημα είναι ο αντιφασισμός μας να αρκείται σε αυτά. Κι όταν ακριβώς αυτά τα ραφτά είναι γερμανικά, αυτή η λεπτομέρεια «καταγωγής» προδίδει λιγάκι και την ποιότητα του αντιφασισμού της. Αυτό που γυρεύει ο lifestyle αντιφασισμός δεν είναι τόσο να δημιουργήσει μια Antifa ενάντια στον εδώ εθνικό ζόφο αλλά μάλλον να αντιγράψει ή να μιμηθεί την ‘εικόνα’ των άρτια συγκροτημένων, μαυροφορεμένων και ‘σημαιοστολισμένων’ διαδηλώσεων κάποιων γερμανικών Antifa. Και μιλώντας για ‘εικόνες’, μιλάμε για θέαμα, ό,τι κι αν συμπυκνώνουν αυτές οι εικόνες.

Από την άλλη, υπάρχει πράγματι σε κάποιες πόλεις σήμερα ένας σοβαρός αντιφασισμός, που γυρεύει την εναντίωση, δίχως αναστολές, τόσο στο φασίζον παγόβουνο της ελληνικής κοινωνίας όσο και στην κορυφή αυτού του παγόβουνου, τους οργανωμένους φασίστες της. Αυτός ο σοβαρός αντιφασισμός έχει εδώ και κάποια χρόνια επιδείξει τα αντεθνικά δείγματα του με πολλούς τρόπους: είτε – για να δώσουμε δύο παραδείγματα μόνον – ωθώντας πολλούς ανθρώπους στο να βαθύνουν την εναντίωση τους στον ελληνικό στρατό, είτε επιπλέον κάνοντας άλλους να αναπτύξουν έναν σταθερό λόγο ενάντια στον ελληνικό (στρατιωτικό/εμπορικό) ιμπεριαλισμό των ελλήνων, κυρίως στα Βαλκάνια αλλά και αλλού. Άλλες αιχμές του λόγου αυτού ήταν βέβαια και μια συνεχής προσπάθεια αναχαίτισης δημόσιων φασιστικών δραστηριοτήτων, συνήθως βέβαια στο πλαίσιο της αντιμετώπισης τους ως παρακρατικών συμμοριών, αλλά και μια ‘αλληλεγγύη στους μετανάστες’ – κι αυτή η αλληλεγγύη βέβαια πάλι στο πλαίσιο της εναντίωσης στις ‘μεταναστευτικές’, δηλαδή ρατσιστικές, πολιτικές του ελληνικού κράτους. Ο αντιεθνικισμός αυτός, πιο σταθερά ενσωματωμένος στην ατζέντα των πολιτικών χώρων μετά το 2000 παράχθηκε προφανώς σαν αντίδραση στην κορύφωση του ελληνικού εθνικισμού, που βιώσαμε εδώ και μια δεκαετία με όλο και πιο επιταχυμένους ρυθμούς. Από τις Eurovision, τα ποδόσφαιρα και τους Ολυμπιακούς αγώνες που οι ελληνικές σημαίες γίνανε λάιφσταιλ ποπ μπλουζάκι, ακίνδυνο υποτίθεται, μέχρι το οργανωμένο αντιαλβανικό πογκρόμ της 4ης Σεπτέμβρη του 2004 – με 300 τραυματίες και έναν τουλάχιστον νεκρό – ήταν … ένα τσιγάρο δρόμος.

Αν ήταν για κάτι σημαντικό, όμως, αυτό το πογκρόμ της 4ης Σεπτέμβρη, τότε, κι αν γενικότερα έπρεπε να σηματοδοτήσει κάτι για τον αντιεθνικισμό και τον αντιφασισμό στην ελλάδα, αυτό ήταν το εξής κατά τη γνώμη μας: το αντιαλβανικό πογκρόμ της 4ης Σεπτέμβρη 2004 ήταν ένα θανάσιμο σινιάλο όχι του κράτους αλλά της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας προς όλους και όλες. Το 2004 άφησε σε ένα οριστικό τέλμα τον όποιο αντιφασισμό υπήρχε στην ελλάδα: παρόλο που μέχρι τότε δηλωνόταν από όλους μας αυτή η «αλληλεγγύη στους μετανάστες» και παρόλο που προσπαθούσαμε να αναχαιτίζουμε σχεδόν κάθε δημόσια δραστηριότητα των φασιστών, το μεγαλύτερο πογκρόμ μεταπολεμικά, εναντίον των ξένων, μας βρήκε γεμάτους πολλά λόγια και ελάχιστες πράξεις συμπαράστασης. Το πογκρόμ έλαβε χώρα στην αυλή αυτού του αντιφασισμού. Αν επόμενα στάδια αυτής της εξέλιξης ήταν οι μαζικές σκούπες και η αναβάθμιση της αντιμουσουλμανικής βίας, με αφορμή τις μεγάλες μουσουλμανικές διαδηλώσεις για το σκίσιμο του κορανίου από έναν μπάτσο το 2008, καθώς και το «τριήμερο του τρόμου» στη νομική, κατά την περίοδο της απεργίας πείνας των 300 μεταναστών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη το 2011, πιστεύουμε ότι ο αντιφασισμός στην ελλάδα έχει αργήσει ήδη να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα για τις επόμενες κινήσεις του.

Δική μας απάντηση σε αυτό τον τρόμο, στην αναβάθμιση των όπλων της ρατσιστικής και φασιστικής βίας που υιοθέτησε ο ελληνικός κορμός είναι ξεκάθαρα η όξυνση ενός πολέμου απέναντι σε ό,τι συνηθίσαμε να αποκαλούμε ‘ελληνικό’ και το οποίο στις μεγάλες αυτές ιστορικές συγκυρίες επιβεβαίωσε την ελληνικότητα του στιγματίζοντας, αποκλείοντας, καταδιώκοντας και συχνά σκοτώνοντας τον όποιο Άλλο. Όλο και περισσότερο αυτή η αντίθεση – μεταξύ ντόπιων και ξένων – ξεπροβάλλει σαν το σημαίνον ζήτημα της ελληνικής πολιτικής αλλά και το κύριο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Η αντίθεση δεν απουσιάζει – ίσα-ίσα – από τις τάξεις της ελληνικής αριστεράς και αναρχίας που υιοθετούν αντίστοιχα είτε τον κατ’ όνομα είτε τον λάιφσταιλ αντιφασισμό για τον οποίο μιλήσαμε στην αρχή. Όλο και περισσότερο βλέπαμε τουλάχιστον στην Αθήνα – στην περίπτωση της απεργίας πείνας των 300 μεταναστών – ότι το χάσμα μεταξύ ξένων και ελλήνων αναρχικών, αυτόνομων, αριστερών διευρυνόταν. Χαρακτηριστικά, την ώρα που τα media και το κράτος διεξήγαν τη συντονισμένη επίθεση τους ενάντια στους 300 μετανάστες, μιλώντας για αυτούς ως «λαθρομετανάστες», ως «βόμβα για τη δημόσια υγιεινή», ως ανθρώπους «χωρίς κουλτούρα» κι άλλα τέτοια, κάποιοι έλληνες των κινημάτων, ανεξαρτήτως ιδεολογικού χώρου, σε προσωπικές ή και δημόσιες συζητήσεις, έφταναν να αναρωτιούνται ξεδιάντροπα για το «πόσοι όντως μετανάστες μπορούν να χωρέσουν στην ελλάδα» και να βάζουν στις συζητήσεις τα «ναι μεν… αλλά». Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, τις οποίες βέβαια είχαμε διαγνώσει πολύ νωρίτερα, πιστεύουμε ότι μπορεί να αντιπαρατεθεί εξίσου καλά – όσο και ενάντια στα media και το κράτος δηλαδή – ένας αυτόνομος, ανθελληνικός αντιφασισμός.

Για να το κάνουμε τα παραπάνω πιο συγκεκριμένα, προκρίναμε τη μέθοδο των ‘σπουδών στο ελληνικό’, όχι με την έννοια της λαογραφικής ή αρχαιολογικής ανίχνευσης κάποιων προαιώνιων χαρακτηριστικών των ελλήνων αλλά με την έννοια του ξεσκεπάσματος παγιωμένων, θεσμισμένων θα λέγαμε, ελληνικών συμπεριφορών και αντιδράσεων που σε καθοριστικό βαθμό έχουν εισχωρήσει και διαμορφώσει τη στάση ακόμη και ή κυρίως των αντιρατσιστικών και αντιφασιστικών κινήσεων.

Σπουδή στο ελληνικό Ι: Η αγάπη για τη συνοχή του λαού και του τόπου

Μια τέτοια ποιότητα η οποία σπάνια γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης και περνάει ίσως στα μουλωχτά μέσα σε αναλύσεις είναι και η διαφαινόμενη αγάπη για τη συνοχή του ελληνικού λαού και τόπου, λίγο-πολύ αυτό που οι φασίστες λένε «πίστη στο έθνος» και οι ‘λιγότερο ακραίοι’ το λένε «αγάπη για την πατρίδα». Ευτυχώς βέβαια ακόμα η λέξη πατρίδα είναι λέξη-ταμπού για την πλειοψηφία των όσων κινούνται σε αντιφασιστικούς χώρους. Ωστόσο, συχνά η συμπεριφορά και η πολιτική στάση κάποιου/κάποιας προδίδει τις πεποιθήσεις του/της.

Το πιο τρανταχτό και πρόσφατο παράδειγμα για εμάς σήμερα είναι η στάση που κράτησε η ελληνική αριστερά κυρίως κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας των 300 μεταναστών απέναντι σε ένα πανικόβλητο ελληνικό κράτος και πιο συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια των γεγονότων της νομικής. Το ελληνικό κράτος είχε επιλέξει την πλήρη και σαρωτική επίθεση ενάντια σε κάθε τι παραδοσιακά αριστερό: αφενός το άδειασμα της αριστεράς στο θέμα της ‘διαμεσολάβηση των αγώνων των μεταναστών’ και αφετέρου το άδειασμα της αριστεράς στο θέμα ‘άσυλο’. Για πρώτη φορά ίσως, on camera μάλιστα, η πατριωτική αριστερά αλά Αλαβάνος έμοιαζε τόσο ανήμπορη και γελοία μπροστά στη λύσσα του ελληνικού κορμού, την ώρα μάλιστα που η μία φράξια μετά την άλλη (Συν, ναρ, Ανταρσύα κτλ) λιποτακτούσαν σε ένα ματς που το κράτος τους είχε μονότερμα. Και για πρώτη φορά, επίσης, υπήρχαν τόσο πολλοί λόγοι για να φερθεί κανείς αξιοπρεπώς, συμπυκνωμένοι μέσα σε λίγες μέρες: μεταξύ των οποίων λόγων να αναφέρουμε μονάχα τη στρατιωτική κατοχή του κέντρου από χιλιάδες μπάτσους όλων των ειδών, με όπλα μάλιστα όλων των ειδών, που απειλούσανε φανερά και δίχως άλλο τους 250 ξένους απεργούς πείνας εντός του κτιρίου της νομικής. Η καφρίλα κορυφώθηκε στο τελευταίο βράδυ που οι απεργοί πείνας έζησαν μέσα στη νομική. Παρακολουθούσε τότε κανείς τα media να φτιάχνουν τηλεπαιχνίδια με θέμα τους «λαθρο-μετανάστες» και δώρο κινητό, ενώ ο ελληνικός κοινωνικός ιστός περνούσε έξω από τη νομική βρίζοντας μαινόμενος. Ήταν ακριβώς εκείνες οι στιγμές που η ελληνική αριστερά επέλεξε να πουλήσει τόσο τα άσυλα που υποτίθεται «ανήκουν σε όλο το λαό» – εκτός των ξένων – καθώς και τα δήθεν «είμαστε όλοι μετανάστες».

Αλλά το κρίσιμο συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κανείς δεν είναι απλώς η ξεφτίλα και η ανημποριά ενός κινήματος να αναλάβει τις ευθύνες του. Το κρίσιμο συμπέρασμα είναι κυρίως η χρεωκοπία μιας λογικής που υποστηρίζει ότι θα βρει τα κονέ (τις διαμεσολαβήσεις δηλαδή) για να σώσει την παρτίδα στο τέλος και θα φροντίσει τους «ανήμπορους μετανάστες». Υπήρχαν κατά τη γνώμη μας κι άλλες λογικές που χρεωκόπησαν, εκεί ειδικά που έλλειπαν η συγκρουσιακή διάθεση και η στρατηγική, δήλαδη έξω από τη νομική, στα μπατσοστρατιωτικά μπλόκα που είχε στήσει η κρατική χουντοπανήγυρις. Αλλά αυτό δεν είναι επί του παρόντος. Για εμάς η αποτυχία κινηματικής διαχείρισης της «κρίσης της νομικής» από την ελληνική αριστερά στην προκειμένη, η οποία αυτόκλητη βέβαια αποφάσισε να διαχειριστεί αυτή την κρίση από πλευράς των μεταναστών, δεν υπήρξε λόγω φόβου, αδυναμίας ή απειρίας, μα κυρίως λόγω έλλειψης βούλησης. Όταν η πλάστιγγα έγειρε τόσο πολύ εις βάρος των 250 ξένων της νομικής τα πολύ αφηρημένα συνθήματα για «Ανατροπή, Ανυπακοή, Αντίσταση» και άλλα τέτοια που κοσμούν τις αφίσες και τα πανό, πήγανε περίπατο… Σημαντικότερο όλων κρίθηκε το να μην τα σπάσουνε με τον ελληνικό εθνικό κορμό ο οποίος σύσσωμος απαιτούσε «διώξιμο από τη νομική», «μαζικές απελάσεις» και, βέβαια, το γνωστό «τείχος στον Έβρο». Έτσι έγειρε η ζυγαριά, ειδικά βέβαια ενόψει του ότι οι 250 διάλεξαν να κάνουν τον αγώνα τους αυτόνομα και δίχως να μπορεί να εξασφαλιστεί η κεφαλαιοποίηση ούτε του 1% για λογαριασμό κάποιου αριστερού κόμματος.

Αν αυτή η αριστερά, λοιπόν, από το ΚΚΕ μέχρι τους αριστεριστές, ήθελε πράγματι να ρίξει το κράτος τις μέρες της νομικής, να προκαλέσει έναν ή δύο «γενάρηδες», να κάνει τον περίφημο «σεισμό» για τον οποίο μας έχει ζαλίσει εδώ και δεκαετίες, εκεί, στη νομική, είχε την ευκαιρία της. Αντιθέτως, όχι μόνο δεν επεδίωξε κατά τα γεγονότα της νομικής να ρίξει ένα κράτος το οποίο κινούταν με εμφανή πανικό, τροφοδοτούμενο από ακροδεξιά σενάρια και σε συνεργασία με ακροδεξιούς συνεργάτες, αλλά βοήθησε μάλιστα – και κατά τις υπόλοιπες μέρες της απεργίας πείνας, δηλαδή στην Υπατία – να επιβεβαιώσει τους λόγους ύπαρξης του κράτους αυτού, επιβεβαιώνοντας βασικά και τη δική της θέση στο μηχανισμό, ως «αριστερά χείρα» του κράτους. Αν έχει νόημα, λοιπόν, ένας ανθελληνικός αντιφασισμός στην προκειμένη, για εμάς αυτός είναι ότι επιλέγουμε μια κάθετη ρήξη με μηχανισμούς τους οποίους κρίνουμε ότι δεν έχουμε ανάγκη για να συνεχίσουν να υπάρχουν [όπως πχ οι διαμεσολαβήσεις και το κράτος] και βέβαια ότι τα συνθήματά μας από βαρύγδουπα και αφηρημένα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα και απειλητικά. Η απειλή νομιμοποίησης, για παράδειγμα, όλων των μεταναστών στην ελλάδα τρόμαζε τον εθνικό κορμό στις πιο υπαρξιακές του ρίζες. Η πολύ συγκεκριμένη παραχώρηση άδειας παραμονής, αντίστοιχα, στους 300 απεργούς πείνας δημιουργούσε αμέσως την απειλητική υπόνοια ότι κι άλλοι μετανάστες θα ακολουθούσαν το μέσο της απεργίας πείνας για να νομιμοποιηθούν, αυξάνοντας τους πονοκεφάλους αυτών που θέλουν να πιστεύουν και να ποντάρουν στην ελληνική πλειοψηφία και ομοιογένεια του πληθυσμού. Μια τέτοια πίστη καταλάβαμε ότι διακατέχει και έναν τέτοιο πονοκέφαλο πιάνει και την ελληνική αριστερά η οποία σε σειρά αγώνων, μα ιδιαίτερα τώρα, στα δύσκολα, όταν ο διχασμός και η κοινωνική όξυνση κορυφώθηκε, διάλεξε να οπισθοχωρήσει «για το καλό του τόπου». Έτσι, έλαμψε διά της απουσίας της.

Η αγάπη για τη συνοχή του λαού και του τόπου, ως στείρο πατριωτικό κίνητρο, έχει αναδειχθεί σε δεκάδες «αγώνες» μέχρι σήμερα. Για να αναφέρουμε τους πιο προσφιλείς και διάσημους: α) πρώτον, «αγώνες» όπου αναλαμβάνει κανείς με μόνο κίνητρο να στηρίξει την οικονομική ευμάρεια του λαού, πχ «ενάντια στα διόδια», β) δεύτερον, «αγώνες» όπου αναλαμβάνει να υποκαταστήσει κανείς το κράτος εκεί που το κράτος το ίδιο δεν τα καταφέρνει καλά, πχ αναδασώσεις και, γ) τρίτον, «αγώνες» συμπαράστασης σε επιτροπές κατοίκων αμφιβόλου προέλευσης και με αντιδραστικά αιτήματα, πχ η συμπαράσταση στις «ενάντια στους ΧΥΤΑ» επιτροπές πολιτών που μέχρι χτες κάνανε εκδηλώσεις ενάντια στους ξένους και δεν έτρεχε κάστανο. Είναι φανερό μέχρι τώρα ότι οι περισσότεροι τέτοιοι «αγώνες» βρίσκουν μια ευκαιριακή ανάδειξη ενός αόριστου υποκειμένου της κοινωνίας των πολιτών, συνήθως με πρόσχημα οικολογικά κριτήρια (το νέο πασπαρτού του εθνικού λόγου), το οποίο υποτίθεται είναι καταρχήν ακομμάτιστο, άοσμο, άχρωμο και ίσως και αντικρατικό. Αντικρατικό βέβαια θεωρείται τώρα, όταν ρίχνει δύο μολότοφ στους μπάτσους για να υπερασπιστεί τα σπίτια και τα ξενοδοχεία του, όχι όταν πέρυσι λάδωνε την πολεοδομία για να μην γκρεμίσει το αυθαίρετο. Αυτό το υποκείμενο βέβαια πάνω από όλα είναι ‘λαϊκό’, κάτι που στην ελληνική κινηματική γλώσσα σημαίνει το ‘φύσει καλό’. Όταν, λοιπόν, η ελληνική αριστερά μας έχει συνηθίσει στο νορμάλ της να μας βουίζει τα αυτιά «με τους χιλιάδες πολίτες» που ανακαλύπτει να εναντιώνονται στις κρατικές επιλογές, δεν προκαλεί έκπληξη, αυτή η ίδια αριστερά, στις «καταστάσεις εξαίρεσης», όπως ήταν αυτή της νομικής, να αρνηθεί να στηρίξει τους 300 ξένους με όλες τις δυνάμεις της. Αντιθέτως, αυτή η αριστερά φυσικό ήταν να κάνει το αναμενόμενο: να τους γυρίσει την πλάτη. Δεν πήρε όμως αυτή την απόφαση ενόψει του φόβου της υπεροπλίας του κατασταλτικού μηχανισμού – το ξαναλέμε – μα αντιθέτως λόγω του φόβου της αποστασιοποίησης της από τους «χιλιάδες ανυπάκουους πολίτες» που ανακαλύπτει κάθε φορά και οι οποίοι, υπό νορμάλ συνθήκες – καλώς εκτίμησε πως – θα τάσσονταν ενάντια σε αυτούς τους 300 «βρωμο-ξένους λαθρο-μετανάστες» (μια δημοσκόπηση στην Κερατέα για τον αγώνα των 300 μεταναστών θα έπειθε τον καθένα…).

Το να νομίσει κανείς/καμιά πως αυτή η αγάπη για το λαό και τον τόπο είναι αποτέλεσμα παραστρατήματος ή ιδεολογικής τύφλωσης θα ήταν μεγάλο σφάλμα. Πρόκειται για αγάπη, μάλλον ρομάντζο, το οποίο δικαιολογείται προφανώς με επαναστατική ρητορική: κατά τον προσφιλή μεταμνημονιακό μύθο όπου να ‘ναι γιγαντώνεται στην ελλάδα ένα κίνημα ανατροπής το οποίο είναι έτοιμο να αποτινάξει τους ζυγούς της «κατοχής του Δ.Ν.Τ.» και «της χούντας του μπατσόκ». Ο ίδιος μύθος λέει πως οι πεφωτισμένες πρωτοπορίες θα καταφέρουν να καθοδηγήσουν σωστά το λαό και έτσι όλοι και όλες μαζί θα καταφέρουν να δραπετεύσουν της εθνικής κατάθλιψης που έπεσε στη χώρα.

Αν η οικολογία που αναφέραμε προηγουμένως σα νύξη είναι το mainstream ζήτημα-παγίδα για την εμφιλοχώρηση πατριωτικών ιδεών και αντιλήψεων, τότε αυτό που λέμε «η κρίση» είναι η γυάλα μέσα στην οποία κολυμπάνε άνετα όλα τα εθνίκια. Αν οι έλληνες κινηματίες αγαπούν, λοιπόν, το λαό τους, επόμενο είναι να έχουν προβάλει και επενδύσει αυτή την αγάπη με κάποιο DNA αντίστασης και να μεγιστοποιήσουν τις αντιστασιακές ικανότητες αυτού του λαού, χρίζοντας τες σε «μεγαλειώδη ταξικό αγώνα». Έτσι μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος.

Σπουδή στο ελληνικό ΙΙ:
Η μικροαστική γκρίνια ως αυτό που είναι: ‘ταξική ζήλια’

Κανείς δεν πρέπει να μπερδευτεί: παλιότερα οι απολυμένοι του ΟΤΕ, πέρυσι οι απεργοί και οι απολυμένοι των διάφορων κλάδων που φώναζαν την 5η Μάη 2010 το δεξιό αντιδραστικό σύνθημα «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η βουλή», οι εργαζόμενοι της ΕΘΕΛ που σαρώνουν τα Εξάρχεια με τις ελληνικές τους σημαιούλες και τα «ή ταν ή επί τας», οι Σπίθες του Θοδωράκη, οι διάφοροι συμβασιούχοι του δήμου αθηναίων που ψήνονταν με Μιχαλολιάκο και Ψινάκη κι άλλα πόσα θα δούμε … δεν είναι άνθρωποι μπερδεμένοι ιδεολογικά, είναι απλά έλληνες. Οι γαλανόλευκες σημαίες που κρατάνε ξέρουν πολύ καλά ότι είναι σημαίες που φτιάχτηκαν με αίμα και κυνήγι ξένων, όπως πολύ καλά γνωρίζουν ότι αυτές οι σημαίες, στους «αγώνες» τους, τους θέτουν σε προνομιακή θέση διαπραγμάτευσης με το ελληνικό κράτος: δεν είναι ξένοι, «λαθρομετανάστες» και άγνωστοι στο κράτος αυτό, είναι τα «δικά του» παιδιά. Η αυτονομία και ο αντιφασισμός, όπως τα έχουμε στο κεφάλι μας, δεν αντιμετωπίζουν τους προαναφερθέντες «αγωνιζόμενους» σαν παραπλανημένα παιδιά που «μας τα προλάβανε οι φασίστες» και τι κρίμα, τι κρίμα…

Και στη δική μας κουλτούρα, γενικότερα, το βρίσκουμε αντιφατικό αφενός να αντιμετωπίζουμε κάποιους ως αγωνιζόμενους – δηλαδή ως ώριμα υποκείμενα που διεξάγουν έναν αγώνα – και αφετέρου να τους θεωρούμε άβουλα όντα, όταν η κουβέντα πάει γύρω από το έθνος και κάποιες φορές το κράτος.

Έτσι, ενώ σήμερα βλέπουμε ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού χώρου να απολαμβάνει ένα είδος περιθωριοποίησης του στο ζήτημα μονάχα του στιλ, πολιτικά η σύγκρουση με τις βαθιές κοινωνικές προκαταλήψεις και τα εξοντωτικά αισθήματα έχει υποχωρήσει. Απέναντι σε τόνους προπαγάνδας που απευθύνουν καθημερινά τα ΜΜΕ καθώς και τις βλακείες που θα πει και θα κάνει στη δουλειά ο μέσος μικροαστός και εργάτης, δεν υπάρχει καμία άμυνα. Η εξουσία σαν έννοια εξορίζεται στο κράτος, αν όχι στους μπάτσους, και προς αποφυγήν της απομόνωσης όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά κομμάτια θεωρούνται φύσει «καλά» ή παραπλανημένα. Οπότε κάποιος είτε σιωπά μπροστά τους, όταν ακούει έναν εργάτη να λέει ρατσιστικές καφρίλες, είτε αναλαμβάνει να τον διαφωτίσει.

Προφανώς τέτοιες λογικές υπάρχουν ακόμα πιο πλατιά στην αριστερά, η οποία έχει χάσει πλέον πλήρως τον αντιφασιστικό της χαρακτήρα τον οποίο μοιράζονταν κάποιες οργανώσεις μέχρι και τη δεκαετία του ’90. Σήμερα αυτή η συνθήκη έχει άμεσο αντίκτυπο στον ελλαδικό αντιφασισμό και αυτό το βλέπουμε είτε όταν η αριστερά επιδιώκει να αφαιρέσει κάθε συγκρουσιακό χαρακτηριστικό από την αντιπαράθεση με τους φασίστες (και τα αιτήματα πχ για να βγει στην παρανομία η χρυσή αυγή από το ΣΕΚ μονοπωλούν τον αντιφασισμό τους, παραβλέποντας και τη σημερινή συνεργασία κράτους και φασιστών), είτε όταν κομμάτι της αναρχίας υποβαθμίζει πολιτικά τους φασίστες σε μια «ανεγκέφαλη φασιστική μειοψηφία» που δήθεν δεν επηρεάζει και δεν επηρεάζεται από την πλειοψηφική «καλή κοινωνία». Η παρατεταμένη υποβάθμιση των φασιστών (η οποία φαίνεται και από την ισχνή περιφρούρηση στις αντιφασιστικές πορείες) ή η πολιτική χρήση των φασιστικών επιθέσεων με σκοπό τη διεξαγωγή πολιτικών παιχνιδιών στις πλάτες αυτών που δέχονται τις επιθέσεις τους είναι τελικά οι πρακτικές που αφήνουν τα εθνίκια να συνεχίζουν να δρουν. Μια από τις πιο διαδεδομένες δικαιολογίες για αυτή την πρακτική είναι ότι πρέπει να καταπολεμήσουμε τις ρίζες του αντιφασισμού με σοβαρή ανάλυση και προτάσεις. Αυτή η δικαιολογία-πασπαρτού φοριέται ιδιαιτέρως τώρα μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεγόμενης κρίσης όπου καραμέλα κάθε «κινηματικού ανθρώπου» έχει γίνει πως η κρίση είναι εύφορο έδαφος για τη νέο-ανάδυση ενός φασισμού και γενικότερα όλες οι αναλύσεις που δεν χρεώνουν το φασισμό και τον εθνικισμό στα υποκείμενα που τον φέρουν αλλά υποστηρίζουν πως σε περιόδους οικονομικής κρίσης, οι φασίστες ξεπηδάνε σχεδόν από φυσικές αιτίες – «ο κόσμος πεινάει οπότε είναι πιο εύκολο να πέσει στην παγίδα της φασιστικής μειοψηφίας». Με λίγα λόγια ο φασίστας, το εθνίκι, ο ρατσιστής, ο αντισημίτης δεν θεωρούνται ότι κάνουν μια επιλογή – όταν επιλέγουν να είναι φασίστες, εθνίκια, ρατσιστές, αντισημίτες – μα παρασύρονται λόγω της θολούρας που τους φέρνει η πείνα. Λες και το αντιφασιστικό κίνημα στην ιστορία αποτελούταν από πλούσιους πρίγκιπες ενώ το φασιστικό αποτελούταν από φτωχαδάκια…

Αν ζηλεύουμε για κάτι το αναρχικό ρεύμα των δεκαετιών του ’70 και του ’80 ήταν οι αντικοινωνικές του τάσεις οι οποίες εκφράζονταν τότε μέσω μιας περιθωριακής κουλτούρας που λειτουργούσε από μόνη της απομονωτικά και αντεθνικά, έστω και έμμεσα. Η κουλτούρα αυτή, από αυτά τα λίγα που έχουμε καταλάβει εμείς σήμερα, δεν ήταν η κουλτούρα «ναι, αλλά πρέπει να εξηγήσουμε στον κόσμο με απλά λόγια» αλλά ούτε και η κουλτούρα του «να πυκνώσεις τις γραμμές σου» με οποιοδήποτε κόστος. Μια καθημερινή αντιπάθεια για τους μικροαστούς της ελληνικής κοινωνίας εδραζόταν στο γεγονός πως ένας αναρχικός ή αυτόνομος μπορούσε να διακρίνει πότε βγαίνει ένας πολιτικός λόγος και πότε αναμασιέται μια κλαψιάρικη, γκρινιάρικη μπούρδα ενάντια στο κράτος. Σήμερα, ωστόσο, ακούγοντας τις αερολογίες περί «εργατικών δεκέμβρηδων», μια ρητορική πανικόβλητου αυθορμητισμού που όμως στην πραγματικότητα ούτε πανικόβλητος ούτε αυθορμητισμός είναι – καθώς αέναα επαναλαμβάνεται σε κάθε στημένο ραντεβού της ΓΣΕΕ με το κράτος, βλέπουμε ότι δεν ισχύει πια το ίδιο. Αντιθέτως, κάθε φορά η ίδια έκπληξη, ο ίδιος ενθουσιασμός απέναντι σε κάτι νέο που όμως μοιάζει τόσο παλιό. Τόσο παλιό δηλαδή που κάπου στα 1910 [100 χρόνια πριν!] ο ποιητής Γ. Σουρής το διακωμωδούσε ως κάτι ήδη τότε παγιωμένο στο ποίημα του ο Ρωμηός, όπου περιέγραφε φυσικά το μέσο έλληνα:

αφήνω το καπέλλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική

[…] κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές
.

[…] Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ
.”

Η διαφορά με τα χρόνια του Σουρή είναι προφανώς ότι τότε υπήρχε παράλληλα κι ένα εργατικό κίνημα στην ελλάδα, το οποίο φυσικά ούτε ελληνικές σημαίες κουβαλούσε και συχνά ούτε καν μιλούσε την ελληνική γλώσσα. Είμαστε από αυτούς και αυτές που πιστεύουν – βλέπετε – στην ιστορική μνήμη και ότι η ιστορία δεν συγκροτείται από τυχαία γεγονότα ή ατυχήματα. Να δώσουμε ένα παράδειγμα για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης: ο εθνικισμός και ο αντισημιτισμός που ήταν υπόλογοι στο να διαλυθεί το ιστορικά αυθεντικό διεθνιστικό κίνημα της Φεντερασιόν που είχε η Θεσσαλονίκη στις αρχές του αιώνα καθώς και η με ελληνική συνεργασία εξόντωση του σαλονικιώτικου προλεταριακού εβραϊσμού την περίοδο της γερμανικής κατοχής και το πέταγμα στα σκουπίδια όλης αυτής της εμπειρίας έχουν ιστορικά καταγραφεί στη μνήμη. Η Θεσσαλονίκη και το όποιο μέλλον κίνημά της κατά τη γνώμη μας δεν θα μπορούσε να τα ξεπεράσει αυτά σαν ασήμαντα ιστορικά επεισόδια, δίπλα σε όλα τα άλλα. Το κενό στη μνήμη και οι βρωμιές που θάφτηκαν καθηλώνουν έναν πληθυσμό, μια πόλη στο παρελθόν της. Ένα κομμάτι της ιστορίας λείπει.

Πάμε παρακάτω. Ένα χρόνο πριν, Αιγύπτιοι ψαράδες, στη Ν. Μηχανιώνα Θεσ/νίκης διεκδίκησαν δυναμικά μισθούς και αξιοπρεπή μεταχείριση με αποτέλεσμα να παίξουν και ξύλο με ντόπιους μαφιόζους και φασίστες. Για άλλη μια φορά η απουσία των αλληλέγγυων ντόπιων «εργαζόμενων» ήταν εκκωφαντική. Προφανώς το πρόβλημα που προσπαθούμε να περιγράψουμε δεν είναι απλά η αδυναμία άρθρωσης μιας αντικαπιταλιστικής ανάλυσης και πρακτικής που θα στοχοποιεί τον ελληνικό καπιταλισμό και κράτος, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την ανάθεση της επίλυσης των προβλημάτων σε τρίτους «άλλους».

Όπως έχουμε ξαναπεί, όποιος είναι αντιφασίστας και αντιεθνικιστής, κουβαλά αυτή την ταυτότητα μαζί του 24 ώρες το 24ώρο και δεν την αφήνει πίσω του, μαζί με τα παλιά του τα παπούτσια, όταν κατεβαίνει σε μια εργατική πορεία. Η αντιφασιστική συνείδηση έχει ρόλο να παίξει σε μια εργατική πορεία και η ατζέντα κάθε άλλο παρά καταμερισμένη πρέπει να είναι. Αν το γενικό αίσθημα στις μέχρι τώρα πορείες είναι ότι «οι πολιτικοί είναι πουλημένοι και ότι έχουν εξευτελίσει τη χώρα», ένας αντιφασίστας μπορεί να αναγνωρίσει σε αυτά τα λόγια έναν κλασικό μικροαστικό αντικαπιταλισμό, πράγμα δηλαδή που υπήρχε και «πριν την κρίση». Αντίστοιχα, όπως έχουμε ξαναπεί, τα χτεσινά τομάρια της ελληνικής κοινωνίας, ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης, δεν πρόκειται φέτος να γίνουν σούπερ-επαναστάτες. Για αυτό ούτε να τους γλείψουμε πρέπει ούτε να τους πούμε τα αυτονόητα.

Σήμερα δυστυχώς αυτή η διάκριση μεταξύ ταξικής πάλης και ταξικής ζήλιας όλο και ξεθωριάζει, κάτι που είναι εμφανές τόσο σε περιπτώσεις κινητοποιήσεων που εργαζόμενοι παλεύουν για να μην πάρουν τις θέσεις τους άλλοι εργαζόμενοι (συνήθως ξένοι) ή για να μην αναλάβουν τις επιχειρήσεις τους άλλα αφεντικά (συνήθως ξένα), όσο και σε κινητοποιήσεις φοιτητών που γυρεύουν πχ τη μη περαιτέρω υποβάθμιση των πτυχίων των ΑΕΙ, επιδιώκοντας ουσιαστικά την περαιτέρω υποβάθμιση των πτυχίων των ΤΕΙ. Η ριζοσπαστική πολιτική, έτσι, έχει καταντήσει να προσκυνάει απλώς μεγάλες μάζες, τις οποίες συνήθως μεγαλοποιεί ακόμη πιο πολύ μέσω ιντιμίντια και άλλων τέτοιων μέσων, ανεξαρτήτως περιεχομένου και μορφής οργάνωσης, πχ ούτε ενδιαφέρει η συνέχεια και η συνέπεια αυτοοργάνωσης των … αγωνιζόμενων αλλά ούτε και τι περιεχόμενο παίρνουν οι διεκδικήσεις τους. (αρκεί ίσως να πέσουν δύο μπουκάλια)

Ο αντικαπιταλιστικός λόγος έχει ταυτιστεί με αναλύσεις επιπέδου Zeitgeist, δηλαδή 5-10 αδίστακτοι τοκογλύφοι (βλέπε τράπεζες ή, γιατί όχι, οι λεγόμενοι ‘νέο-συντηρητικοί’ των ΗΠΑ ή το εβραϊκό λόμπι των ΗΠΑ, σε μια άλλη παραλλαγή) κινούν τα νήματα του κόσμου ολόκληρου, καταπιέζοντας τις φτωχές λαϊκές μάζες. Δίχως να το καταλάβει κανείς έχει μπει ήδη σε ένα παιχνίδι συνωμοσιολογίας όπου εχθρός αναδεικνύεται η φετιχοποίηση των τραπεζών, στο ρόλο του κεφαλαίου, αλλά και οι ‘μπάτσοι’, όχι ως κοινωνικό σύμπλεγμα ασφάλειας, μα ως προσωποποιήσεις του κράτους. Σε αυτό το παιχνίδι οι φασίστες δεν είναι κάτι σχετικά αυτόνομο μα πάντα οι ‘συμμορίες του κράτους’. Ο αντιφασισμός έχει μια θέση απέναντι σε αυτό τον αντικαπιταλισμό. Αν αντικαπιταλισμός σημαίνει το να εναντιώνεσαι στους 5-10 τυράννους της Goldman Sachs, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της Κόκα Κόλα οι οποίοι στις γελοιογραφίες εμφανίζονται με γαμψές μύτες και κοιλιές μεγάλες – κλασική δηλαδή ναζιστική αντισημιτική απεικόνιση των εβραίων – τότε βρίσκουμε πως ένας ανθελληνικός αντιφασισμός θα συγκρουόταν μετωπικά με αυτό τον αντικαπιταλισμό.

Σπουδή στο ελληνικό ΙΙΙ: Ο βλάκας σοφός

Με τέτοια κριτήρια για το τι είναι και τι δεν είναι το ‘επαναστατικό’, δεν θα έκανε σε κανέναν μάλλον εντύπωση η αστοχία στο να εντοπιστεί το τι είναι το ‘αντιδραστικό’ και το ‘φασιστικό’. Αφιερώνουμε το τελευταίο μέρος της εισήγησης σε μια εξέλιξη που κοντεύει να συμπληρώσει μια δεκαετία: την κυνική υποβάθμιση της ανόδου και της εισόδου του κόμματος του ΛΑΟΣ στη βουλή αλλά και την καθημερινή πολιτική πραγματικότητα. Δε μιλάμε γενικά για το ΛΑΟΣ, για το πόσο ανίσχυρο, επικίνδυνο, αφελές ή ικανό κόμμα είναι. Μιλάμε για μια πάγια ελληνική αντιμετώπιση του ΛΑΟΣ και το ‘ελληνική’ πρέπει να τονιστεί γιατί στην ουσία έτσι αντιμετωπίστηκε αυτό το κόμμα από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα στην ελλάδα: υποτιμώντας τα λόγια του και την πολιτική του προέλευση. Όταν το ΛΑΟΣ μπήκε στη Βουλή, το 2007, ήταν κοινό μυστικό πως η λέξη «ακροδεξιοί» έπρεπε να κρυφτεί από τα δελτία ειδήσεων, τις πολιτικές ανακοινώσεις, τις πολιτικές αναλύσεις. Ενώ τα ιταλικά, για παράδειγμα, μέσα μαζικής ενημέρωσης – σε ανταποκρίσεις τους για τις ελληνικές εκλογές – έλεγαν τα πράγματα με το όνομα τους: ότι δηλαδή στην ελληνική βουλή εισχώρησε ένα ακροδεξιό κόμμα το οποίο έγινε γνωστό λόγω των ακραίων θέσεων του για τους μετανάστες και τον αντισημιτισμό του, στην ελλάδα αυτή η συζήτηση απουσίαζε. Στη mainstream πολιτική κάνανε λες και δε βλέπανε το ΛΑΟΣ – κυριαρχούσε η τακτική της άγνοιας, δηλαδή η ίδια τακτική που κυριαρχούσε και πριν το ΛΑΟΣ μπει στη βουλή – η τακτική του «αγνοώ τους ακραίους για να μην τους νομιμοποιώ». Το μόνο ζήτημα που μπορούσε κανείς να συζητήσει σε σχέση με το ΛΑΟΣ ήταν τα κομματικά παιχνίδια που έπαιζε, αφενός συνεργαζόμενο με το ΠΑΣΟΚ, αφετέρου κλαδεύοντας τη Ν.Δ. Η πολιτική συζήτηση για το τι λέει το ίδιο το ΛΑΟΣ για τους μετανάστες, τους εβραίους κλπ είχε καταδικαστεί να περιοριστεί στις κομματικές του απλά λοβιτούρες. Κι αφού κόμμα είναι, κομματικές λοβιτούρες θα κάνει, τι περιμένατε;

Παράλληλα, και παραδόξως, η είσοδος του ΛΑΟΣ αρχικά στην ευρωβουλή κι έπειτα στη βουλή, αγκαζέ με τη γενικότερη υποβάθμιση της συζήτησης περί ρατσισμού του κόμματος – και βέβαια αγκαζέ με τη γενικότερη υποβάθμιση της συζήτησης περί ρατσισμού των ελλήνων – μείωσε και την αντιπαράθεση που το κόμμα αυτό δεχόταν κι από τα αριστερά ή τα ακροαριστερά. Θυμόμαστε μια ολόκληρη προσπάθεια από τάσεις της αυτονομίας να πασχίζουν να αποδείξουν ότι «εντάξει, δεν μπήκαν και τίποτε χίτλερ στη βουλή, κάποια λαμόγια μπήκαν που είναι ακροδεξιοί αλλά πάνω από όλα είναι λαμόγια» όπως και… όλα τα υπόλοιπα κόμματα της βουλής εξάλλου. Big deal! Η βουλή έγινε πεντακομματική!

Και σε ιδιωτικές συζητήσεις, βέβαια, εντός ή εκτός πολιτικών χώρων ακούς συχνά να μιλάνε για βουλευτές του ΛΑΟΣ «έλα μωρέ, είναι γραφικός, είναι τρελός, είναι καιροσκόπος, είναι τραμπούκος με γραβάτα – ποιος να του δώσει αξία; και, φυσικά, το γνωστό – να πουλήσει βιβλία θέλει!». Για κάποιο περίεργο λόγο, λοιπόν, είτε υποβαθμίζεται ο λόγος των ακροδεξιών σε βλακεία, καιροσκοπισμό και γραφικότητα είτε ανάγεται σε ένα «εμπορικό ψέμα» – πρόκειται για το επιχείρημα δηλαδή ότι οι φασίστες δεν είναι φασίστες, είναι απλώς έμποροι που πουλάνε φασισμό.

Και ποιος μας είπε, όμως, ότι κατά την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού, για παράδειγμα, στη γερμανία δε στελέχωσαν το ναζιστικό κίνημα και έμποροι και καιροσκόποι και τρελοί και λαμόγια και όλος ο συρφετός; Ο γερμανοεβραίος φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο έγραψε για το πόσο αυτές οι δήθεν «ενημερωμένες, διορατικές κρίσεις» και προγνώσεις και γενικά όλοι οι δήθεν «έξυπνοι διευκόλυναν παντού» το παιγνίδι των φασιστών. Με εμπεριστατωμένα επιχειρήματα και το ύφος του παντογνώστη αναλυόταν τη δεκαετία του ‘30 το γιατί ο χίτλερ δεν θα μπορούσε ποτέ να ανέβει στην εξουσία. Προφανώς, δε λέμε ότι ο Καρατζαφέρης είναι ο χίτλερ και ούτε ότι το ΛΑΟΣ είναι το γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός – αν και πολύ θα ήθελε – ωστόσο είναι η ίδια δήθεν εξυπνάδα που κάνει το φασιστικό λόγο αόρατο.

Το κυνικό επιχείρημα που ακούγεται συχνά πως όταν ασχολείσαι με τους φασίστες, τους κάνεις διαφήμιση, παραβλέπει ότι οι φασίστες έχουν ήδη παρουσία – πριν από εμάς – και παρουσία μάλιστα με στόχους δολοφονικούς. Οι φασίστες είτε θα βγούνε για καρτέρι εναντίον κάποιου ξένου μετανάστη είτε για χτύπημα εναντίον κάποιου αυτοσχέδιου τζαμιού, κάποιας συναγωγής ή κάποιου νεκροταφείου. Επίσης οργανώνουν τακτικά χτυπήματα εναντίον αριστερών ή αναρχικών, συνήθως αντιφασιστών. Όταν δεν διοργανώνουν τέτοια χτυπήματα, τα προετοιμάζουν με τις ‘ειρηνικές’ τους ανοιχτές συγκεντρώσεις όπου έχουν τη δυνατότητα να σκορπίζουν δημόσια το ιδεολογικό τους δηλητήριο. Έτσι, αν είναι να τους αφήσουμε ήσυχους, επειδή τους κάνουμε διαφήμιση, ποιο είναι το αντίδοτο; Για να μην τους κάνουμε διαφήμιση, να τους αφήσουμε να ανοίγουν κεφάλια ξένων; Αυτή η δικαιολογία, περί «διαφήμισης» των υποτίθεται 10 γραφικών φασιστών, δεν αποτελεί μόνο φυγομαχία, αποτελεί και ιδεολογική συκοφάντηση του αντιφασισμού, της ύστατης δηλαδή άμυνας που μπορεί να συγκροτήσει ένας πολιτικός / κοινωνικός χώρος. Αντίστοιχη δικαιολογία είναι και η όψιμη υπεράσπιση της ελευθερίας έκφρασης των φασιστών η οποία επανήλθε από την αριστερά του Συνασπισμού στο πρόσφατο νομοσχέδιο που θέλει να περάσει το κράτος ποινικοποιώντας την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Πρώτος ο συνασπισμός κι ύστερη η υπόλοιπη αριστερά έχουν αναδείξει σκοπό της ζωής τους να υπερασπιστούν το δικαίωμα των φασιστών να λένε ό,τι θέλουν αγνοώντας (;) πως ο φασιστικός λόγος είναι απλά ένα προ-στάδιο της εξόντωσης του Άλλου.


Αντι-εθνικιστές και Ανθέλληνες: από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο

Κλείνουμε με το εξής σχόλιο:

Βασική πίστη των όσων πλησιάζουν τον αναρχικό χώρο και ασπάζονται κάποιες αναρχικές ιδέες είναι πως λούστηκαν στο επαναστατικό φως του πιο προχώ κινήματος αν όχι στον κόσμο, τουλάχιστον στην ελλάδα. Ένα από τα άσχημα συμπαρομαρτούντα του Δεκέμβρη ’08 αλλά και γενικότερα του διαιωνισμένου μύθου των Εξαρχείων είναι βέβαια κι αυτή η αυνανιστική εικόνα της προβολής του εαυτού, του εαυτού στα μαύρα με το κράνος στον αγκώνα. Κι αφού όποιος φοράει μαύρα και περιφέρεται στα Εξάρχεια μπορεί να είναι εν δυνάμει αναρχικός, γιατί να μην είναι και κάθε αναρχικός ένας εν δυνάμει αντιεθνικιστής; Ζούμε εξάλλου εδώ όπου ό,τι δηλώσεις είσαι και όπου το στιλ προκαθορίζει το περιεχόμενο.

Υιοθετώντας περήφανα μια ανθελληνική στάση, θέλουμε επαναφέρουμε το κόστος των επιλογών στις λέξεις και τις πράξεις που χρησιμοποιούμε και οικειοποιούμαστε. Όσα περιγράψαμε και αποδώσαμε – και φυσικά το θέμα δεν εξαντλείται σήμερα – ως βασικούς κόμβους της ελληνικής ταυτότητας: α) η αγάπη για τη συνοχή του λαού και του τόπου, β) η ταξική ζήλια και κακομοιριά (πχ «Φτωχοί στα όπλα!») καθώς και γ) η «βλακώδης εξυπνάδα του παντογνώστη», με το αποτέλεσμα της υποβάθμισης του φασισμού, είναι απλά στοιχεία που έχουν μπολιάσει στους ελληνικούς ριζοσπαστικούς χώρους. Υποστηρίζουμε ότι για να αποκτήσει ο αντιφασισμός ένα νέο περιεχόμενο, απαλλαγμένο από όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να αμφισβητήσει ευθέως την ελληνικότητα, δηλαδή την εθνική ταυτότητα, και τα προνόμια ή τα κουσούρια που προκύπτουν απ’ αυτήν.

 

PDF

[Βόλος, 15/04]