Τι μένει στη Βρετανία;

 

Το κείμενο που ακολουθεί το βρήκαμε στο/ και το μεταφράσαμε απ’ το/  εγγλέζικο site Φίλοι του Café Morgenland. Δημοσιεύτηκε στις 13 Γενάρη και κρίναμε πως η κεντρική του ιδέα συνίσταται στην πρωτοτυπία μιας μη-πρωτότυπης –αλλά παρόλ’ αυτά ξεχασμένης– κριτικής: εκκινώντας από τις εκλογές και το Brexit εκθέτει την αγγλική άκρα αριστερά ως μια κοινότητα ανδρών πατριωτών. Αναλύοντας τους αποκλεισμούς στους οποίους προβαίνει αυτή η αριστερά το κείμενο αναδεικνύει το γιατί αυτή δεν μπορεί να είναι ριζοσπαστική. Αντίθετα, τα χαρακτηριστικά που τη συνέχουν (εθνικό συμφέρον, αντισημιτισμός, αναζήτηση των ξένων που ευθύνονται για τα ‘δεινά’ της κοινωνίας, σεξισμός, τρανσφοβία) είναι εκείνα που συγκροτούν και το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα. Ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών με τον αποκλεισμό των μειονοτικών ομάδων και την εργαλειακή χρήση της εργατικής ταυτότητας επικυρώνει το ότι λειτουργεί ως ένας εναλλακτικός μεν, εθνικός δε τρόπος πολιτικής οργάνωσης και παρέμβασης. Με λίγα λόγια, το κείμενο μας υπενθυμίζει γιατί να επιδιώκουμε να οργανωνόμαστε αυτόνομα από το κράτος, την αριστερά, τον κυρίαρχο λαό (για όλους τους λόγους του κόσμου!).

Τι μένει στη Βρετανία;                                                                                                            

 

Η Βρετανία ήταν η πρώτη χώρα που εισήγαγε τον σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτό διαμόρφωσε ολόκληρη την κοινωνία. Οι βρετανικές επιχειρήσεις είναι υψηλά ανταγωνιστικές, συχνά ανήθικες και κάποιες φορές δρουν εκτός νόμου. Η βρετανική πολιτική ορίζεται από τον διπολικό της ανταγωνισμό μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Η αίθουσα της Βουλής έχει χτιστεί με έναν τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές να παρουσιάζονται αντιτιθέμενες η μία στην άλλη. Αυτή η αντίθεση κάποιες φορές περιλαμβάνει αληθινές διαφορές, αλλά συχνά δεν υπάρχει καμιά αντίθεση άλλη πέρα από το ότι συνιστούν διαφορετικές φράξιες που παλεύουν για την εξουσία και τον έλεγχο.

Κοιτώντας τις πολιτικά περισσότερο φορτισμένες εκλογές από οποιεσδήποτε άλλες τον Δεκέμβριο του 2019, γίνεται αμέσως ξεκάθαρο το πώς τα κόμματα των Εργατικών και των Τόρις έχουν καταδικάσει το ένα το άλλο, το πώς ολόκληρη η κοινωνία κατάλαβε ότι έπρεπε να αποφασίσει θεμελιακά μεταξύ δύο αντίθετων επιλογών, το πώς τα ΜΜΕ έχουν πάρει πλευρές και πέταξαν στην άκρη κάθε άλλη σκέψη για την αλήθεια ή για το νόμο. Ωστόσο, όταν δούμε τις πολιτικές υποσχέσεις των Εργατικών και των Τόρις, είναι εκπληκτικό το πώς και οι δύο πλευρές δεν έχουν και μεγάλες διαφορές. Ο Corbyn και ο Johnson δεν έχουν και πολλές πολιτικές διαφορές. Στα περισσότερα πολιτικά θέματα και οι δύο τους θα συμφωνούσαν. Και οι δύο θέλουν να υπάρχει καπιταλισμός, να προστατεύσουν τα βρετανικά σύνορα και το βρετανικό λαό από τους μετανάστες, θέλουν να υπάρχουν η πυρηνική απειλή και οι στρατοί και δεν εμπιστεύονται την Ε.Ε. Και οι δύο τηρούν μια εθνική στάση σε όλα τα πολιτικά ζητήματα. Ο υπόλοιπος κόσμος τους μοιάζει έτσι ακριβώς όπως τον βλέπουν τα βρετανικά ΜΜΕ και ο βρετανικός λαός. Σχεδόν δεν υπάρχει, παρά μόνο ως ζήτημα αντιπαράθεσης για το αν και πότε πρέπει να στείλουν στρατεύματα. Κανείς τους δεν τρέφει κάποιο ενδιαφέρον για την ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας η οποία εξουσίαζε, καταπίεζε και δολοφονούσε το ένα τέταρτο του κόσμου για αιώνες ολόκληρους. Δεν τους νοιάζει, πέρα από κάποιες εξαιρέσεις, πόση ζημιά έχει κάνει η Βρετανία σε όλο τον κόσμο. Την αριστερά των Εργατικών την ενδιαφέρει βασικά μόνο αν αυτές οι πολιτικές συνδέονταν με τις Η.Π.Α. ή το Ισραήλ. Η αριστερά των Εργατικών συνήθως καταδικάζει τους πολέμους που ξεκινούν από ή γίνονται για τα αμερικανικά και τα ισραηλινά συμφέροντα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι καταδικάζουν εξίσου και τους πολέμους που ξεκινάνε ή γίνονται για τα βρετανικά συμφέροντα. Αν ανατρέξουμε στους πολέμους που πραγματοποίησε η Βρετανία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, τότε θα δούμε ότι μόνον ελάχιστοι καταδικάστηκαν από την αριστερά. Ο πόλεμος ενάντια στο Ιράκ ήταν ένας από αυτούς, καθώς σε αυτόν ηγούνταν οι Η.Π.Α. Ο πόλεμος ενάντια στη Λιβύη από την άλλη, δεν καταδικάστηκε σχεδόν από κανέναν στη βρετανική αριστερά, καθώς σε αυτό τον πόλεμο ηγούνταν η Βρετανία και η Γαλλία. Οπότε η δεξιά και η αριστερά, οι Εργατικοί και οι Τόρις, ο Κόρμπιν και ο Τζόνσον κατά βάση συμφωνούν στους περισσότερους πολέμους που κάνει η Βρετανία.

Η ριζοσπαστική αριστερά είναι κομμάτι του διπόλου της αριστεράς και της δεξιάς. Πιστεύουν πως οι Εργατικοί είναι χαζοί, ωστόσο έχουν μεγάλη σημασία σαν φίλοι τους. Πιστεύουν, αντιθέτως, πως οι Τόρις και οι Φιλελεύθεροι είναι εχθροί τους. Αλλά ακόμα και μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά αναπαράγουν τους ίδιους μηχανισμούς που υπάρχουν στην ευρύτερη κοινωνία. Ο ίδιος φατριασμός υπάρχει και εκεί, όπως οπουδήποτε αλλού στη Βρετανία. Οι διαφορετικές φράξιες στη ριζοσπαστική αριστερά, συχνά μέσα στις ίδιες ομάδες, παλεύουν μεταξύ τους για την εξουσία, την επιρροή, την κυριαρχία στις δράσεις, την ηγεμονία στα ιδεολογικά ζητήματα. Χρησιμοποιούν τις ίδιες εκστρατείες λάσπης που χρησιμοποιεί και ο κίτρινος Τύπος, αναμειγνύοντας ψέματα με αλήθειες, αντιστρέφοντας και αλλοιώνοντας το μήνυμα με σκοπό να ηττηθεί η αντίπαλη φράξια. Χρησιμοποιούν οποιοδήποτε μέσο εύκαιρο στο οπλοστάσιό τους για να καταστρέψουν τις εχθρικές φράξιες. Ακόμα και αν οι διαφορές μεταξύ τους είναι συχνά αμελητέες, το ζήτημα είναι ποιος θα έχει την εξουσία και τον έλεγχο πάνω σε κάθε ζήτημα ή στην ομάδα. Καταλαβαίνουν τα πάντα μονάχα μέσα από αυτή την προοπτική του πολέμου της φράξιας ενάντια στη φράξια. Αυτό συμβαίνει εξίσου στο κόμμα των Εργατικών και τη ριζοσπαστική αριστερά.

Για τους περισσότερους ριζοσπάστες αριστερούς, είναι τελείως εκτός συζήτησης το ότι ο αντισημιτισμός θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από λάσπη εναντίον τους που προέρχεται από τον δεξιό Τύπο. Καταλαβαίνουν τον αντισημιτισμό, το ρατσισμό, το σεξισμό και την τρανσφοβία μονάχα ως θέματα με βάση τα οποία μπορούν να επιτεθούν στις εχθρικές φράξιες. Η κακοποίηση και η σεξουαλική βία γίνονται κατανοητές από πολλούς με τον ίδιο τρόπο. Αν κάποιο άτομο μιλήσει για κακοποίηση ή σεξουαλική βία μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά τότε βλέπουν αυτό το άτομο ως εχθρό που προσπαθεί να τους βλάψει. Η ριζοσπαστική αριστερά έχει σε πολλές περιπτώσεις δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο τείχος γύρω της που την αποτρέπει να εμπλακεί με ζητήματα όπως ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η τρανσφοβία. Αυτό το γεγονός προκαλεί σε πολλές περιπτώσεις ανθρώπους που νοιάζονται για αυτά τα θέματα είτε να μην ενταχθούν καν στις οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς είτε, αν ενταχθούν, να δέχονται εκφοβισμούς μέχρι να αποχωρήσουν αργότερα.

Ακόμα και η ριζοσπαστική αριστερά κατανοεί ότι κάτι πάει στραβά. Αλλά δεν μπορούν να δουν ότι είναι ο φραξιονισμός τους και η ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε ζήτημα εκτός αυτού που είναι στραβά και προκαλούν μεγάλη δυσκολία στην ικανότητά τους να εμπλακούν με ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τις ριζοσπαστικές αριστερές ιδέες. Καθώς δεν μπορούν να δουν το σφάλμα τους, προσπαθούν να αποζημιωθούν δημιουργώντας εμμονές γύρω από την «εργατική τάξη». Ό,τι κάνει η ριζοσπαστική αριστερά, πρέπει να δικαιολογείται μέσω της «εργατικής τάξης», αλλιώς θεωρείται φιλελεύθερη ιδέα και καθώς οι φιλελεύθεροι είναι εχθροί τους, πολεμούν αυτή την ιδέα. Συχνά άνθρωποι από το περιβάλλον της μεσαίας τάξης χρησιμοποιούν το επιχείρημα της «εργατικής τάξης» ενάντια σε ανθρώπους του περιβάλλοντος της εργατικής τάξης. Η «εργατική τάξη» ως επιχείρημα είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για να εγκαθιδρύσει μια ηγεμονία ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αλλά ακόμα και αν αυτή η κακοποίηση της εργατικής τάξης για τα παιχνίδια εξουσίας τους, επέτρεπε κάποια λογική επιχειρηματολογία, πολλές φράξιες της ριζοσπαστικής αριστεράς το έχουν τραβήξει ακόμα περισσότερο. Έχουν αφομοιώσει αυτό που θεωρούν εκείνοι ως κουλτούρα της εργατικής τάξης και το χρησιμοποιούν ως όπλο ενάντια στις άλλες φράξιες. Η κουλτούρα της εργατικής τάξης που ενσωματώνουν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια καρικατούρα μιας κοινότητας ανδρικής κουλτούρας, κενής από οποιοδήποτε πολιτικό περιεχόμενο εκτός από θετικές στάσεις απέναντι σε κάποια επίπεδα αντισημιτισμού, ρατσισμού, σεξισμού και τρανσφοβίας.

Ενώ η βρετανική εργατική τάξη έχει μεταστραφεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες από την υποστήριξη ενός κοινωνικά συντηρητικού κόμματος Εργατικών στην υποστήριξη του συντηρητικού κόμματος των Τόρις, ως πραγματικό ζήτημα έχει αναδειχθεί η στάση απέναντι στις μειονότητες, συμπεριλαμβανόμενων των ξένων, των εθνοτικών μειονοτήτων, των θρησκευτικών μειονοτήτων, των έμφυλων και βασισμένων στη σεξουαλικότητα μειονοτήτων, καθώς και τις γυναίκες. Αντί να απευθύνει αυτά τα ζητήματα και να συγκρουστεί, για παράδειγμα, με τον αντισημιτισμό, το ρατσισμό, το σεξισμό και την τρανσφοβία, η ριζοσπαστική αριστερά σε πολλές περιπτώσεις τα παρακάμπτει, ενσωματώνοντας την κουλτούρα μιας ανδρικής κοινότητας. Αν εμφανίζονται ως κοινότητα ανδρών, τότε μπορούν ακόμα να νιώθουν συνδεδεμένοι με τη λευκή βρετανική εργατική τάξη. Κομμάτι αυτής της διαδικασίας είναι και η κλίση της ριζοσπαστικής αριστεράς προς τον εθνικισμό. Ισχυρίζονται ότι πρόκειται για αριστερό εθνικισμό, υπερασπίζοντάς τον ως θεμιτό, με τον ίδιο τρόπο που είναι ο ιρλανδικός εθνικισμός. Αλλά παραβλέπουν ότι ο ιρλανδικός εθνικισμός ήταν βασισμένος στην πάλη για την απελευθέρωση από την ιμπεριαλιστική καταπίεση, ενώ ο βρετανικός είναι ο εθνικισμός του καταπιεστή. Αυτή η εσφαλμένη αντίληψη ενός αριστερού βρετανικού εθνικισμού προδίδει στην πραγματικότητα το ότι η ριζοσπαστική αριστερά έχει παρατήσει τις κεντρικές της αντιλήψεις, με σκοπό να κερδίσει την υποστήριξη αυτών που αντιλαμβάνεται ως αληθινή εργατική τάξη, δηλαδή τους λευκούς Βρετανούς. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική φυσικά, γιατί η εργατική τάξη δεν είναι λευκή και ούτε είναι βρετανική. Οι κομμουνιστές ενός μακρινού παρελθόντος γνώριζαν ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα». Σήμερα η ριζοσπαστική αριστερά στη Βρετανία πιθανόν να ήθελε να το ξαναγράψει αυτό ως εξής: «οι Βρετανοί εργάτες έχουνε τη Βρετανία», βάζοντας λίγο από τον αριστερό τους εθνικισμό, ή ίσως τον προοδευτικό τους πατριωτισμό, επικεντρώνοντας παράλληλα αποκλειστικά στους άνδρες.

Προσπαθώντας να εστιάσουν στη μάχη κατά της λιτότητας, το πράγμα δεν πάει και πολύ διαφορετικά. Τα επιχειρήματα ότι οι ξένοι είναι ο λόγος για τη λιτότητα ή ότι υπάρχει κάποια συνωμοσία (Εβραίων;) τραπεζιτών από πίσω, είναι πολύ κοντινά. Και ακόμα και αν αποφύγει κανείς να πει κάτι ρατσιστικό ή αντισημιτικό με τα παραπάνω, τότε θα είναι δύσκολο να εξηγήσει γιατί οι μειονότητες θα έπρεπε να υποστηρίξουν αυτό που συμφέρει περισσότερο τη λευκή βρετανική εργατική τάξη, ενώ η λευκή βρετανική εργατική τάξη νιώθει εντάξει με όλο και περισσότερη λιτότητα, στο βαθμό που η τελευταία χτυπάει κυρίως τις μειονότητες.

Αυτά τα άτομα που αποκλείονται από όλα αυτά είναι τα άτομα που η ριζοσπαστική αριστερά θα έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη, αν ήθελε να αντιπαρατεθεί με το σύστημα. Αλλά δεν θέλει. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό σφάλμα κρίσης. Αυτή η αποτυχία της ριζοσπαστικής αριστεράς εξασφαλίζει ότι μεγάλοι αριθμοί ανθρώπων δεν έχουν φωνή, περιθωριοποιούνται και ενθαρρύνονται να μην απαντάνε σε όσα γίνονται εναντίον τους. Και αποτελεί απόδειξη ότι η ριζοσπαστική αριστερά στη Βρετανία συνιστά μέρος του συστήματος. Ισχυρίζονται ότι μάχονται το σύστημα αλλά στην πραγματικότητα δεν δείχνουν καμία τάση να του αντιπαρατεθούν ριζικά. Είναι καιρός οι άνθρωποι να απαντήσουν μόνοι τους σε όσα γίνονται εναντίον τους. Το να το κάνουν αυτό έξω από τη ριζοσπαστική αριστερά ίσως είναι η μόνη τους επιλογή.

 

Φίλοι στη Βρετανία, 13/01/2020.