Antifa Cinema # 003 [Geheimsache Ghettofilm]

 

Geheimsache Ghettofilm (Yael Hersonski, 2010). Η σκηνοθέτρια, εγγονή ενός επιζήσαντα από το γκέτο της Βαρσοβίας, επισκέπτεται το θέμα της έκθεσης της ναζιστικής προπαγάνδας και επιχειρεί την ανασκευή της προπαγάνδας αυτής, 65 χρόνια μετά το οριστικό κλείσιμο των στρατοπέδων εξόντωσης των εβραίων. Το ντοκιμαντέρ αξιοποιεί ένα 60λεπτο υλικό που τράβηξαν οι ναζί στο γκέτο της Βαρσοβίας και το αντιπαραβάλλει με μαρτυρίες επιζώντων του γκέτο ή και ημερολόγια κατοίκων του γκέτο. Το πρωτότυπο ναζιστικό φιλμ, προκύπτει ότι δημιουργήθηκε για δύο βασικούς λόγους. Αφενός ήθελε να αντικρούσει τις φήμες που διαδίδονταν στον δυτικό Τύπο πως οι ναζί σκοτώνουν εβραίους στα γκέτο. Αφετέρου, ήθελε να επιβεβαιώσει αντισημιτικά στερεότυπα βάσει των οποίων οι ναζί στόχευαν στους εβραίους. Στην πραγματικότητα, αξιοποιεί αυτά τα στερεότυπα για να εξηγήσει γιατί οι εβραίοι ζούσανε όπως ζούσανε στα γκέτο – και με αποκλειστικά δική τους ευθύνη. Για να μείνουμε σε κάποια από τα σημαντικότερα σημεία του ημιτελούς φιλμ των ναζί, απεικονίζονται τα μέλη της εβραϊκής αστυνομίας να εξασκούν αστυνομικά καθήκοντα εις βάρος άλλων εβραίων του γκέτο, οι ‘εβραίοι αστοί’ να γευματίζουν πλουσιοπάροχα μέσα σε εστιατόριο του γκέτο, ενώ άλλοι εβραίοι πιο δίπλα πεθαίνουν της πείνας, και φυσικά κάποιες κόσερ (παραδοσιακές εβραϊκές) σφαγές ζώων που δείχνουν τη… βαρβαρότητα του εβραϊκού λαού. Η στρατηγική των ναζί ήταν, λοιπόν, όχι μόνο να αντικρούσουν τις φήμες περί εξόντωσης των εβραίων αλλά και να λοιδορήσουν τα θύματά τους. Να δείξουν πως τελικά τα μέτρα κατά των εβραίων δεν είναι τελικά και τόσο αδικαιολόγητα. Το φιλμ των ναζί παρουσιάζεται σιωπηλό, όπως κατασκευάστηκε, αλλά παρεμβάλλουν αποσπάσματα σύγχρονων συνεντεύξεων της σκηνοθέτριας με επιζώντες εβραίους οι οποίοι εκθέτουν το πώς κατασκευάστηκαν οι σκηνές μέσα στο γκέτο, πως σκηνοθετήθηκαν με ξύλο και πυροβολισμούς, πως στήθηκαν έτσι ώστε να πείθουν το κοινό. Φαίνεται μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία πόσο καλά είχαν αντιληφθεί οι ναζί,  τις ‘μαγικές ιδιότητες’ της κινηματογραφικής προπαγάνδας. Έτσι, το ντοκιμαντέρ στέκει ως καλή αφορμή για προβληματισμό σε πρώτο επίπεδο για την κατασκευή εικόνων προπαγάνδας. Αλλά επιπλέον, όπως είπαμε, αναζητά και μια εκδίκηση στον αγώνα των αντισημιτικών αφηγήσεων που πλημμύριζαν τον πλανήτη. Αλλά και συνεχίζουν να τον πλημμυρίζουν. Γιατί, αν το σκεφτούμε καλά, όσα οι ναζί διέδιδαν –και δεν ήταν οι πρώτοι – γύρω από τον πλούτο των εβραίων, τον τρόπο που εξασκούν την εξουσία τους ακόμα και ‘στους ομοίους τους’, ή ακόμη-ακόμη και η στοχοποίηση των κόσερ σφαγών και των υπόλοιπων εβραϊκών εθίμων, δεν είναι φήμες για τους εβραίους που απλώς έχουν σταματήσει να υπάρχουν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα.

Αρκεί να θυμηθούμε ότι ειδικά σε σχέση με το τελευταίο, ότι συγκεντρώσεις ενάντια στις κόσερ (εβραϊκές) και τις χαλάλ (μουσουλμανικές) σφαγές ζώων έχουν προωθηθεί από ένα σύγχρονο ρεύμα φιλό-ζωων ή οικολόγων ευρείας κλίμακας, που περιλαμβάνει από αριστερούς μέχρι φασίστες διαμαρτυρόμενους αλλά και θεσμικά όργανα ακόμη, χωρών της ευρωπαϊκής ένωσης. Το κόσερ και το χαλάλ φαγητό, είναι ένα σχετικά νέο πεδίο, όπου δοκιμάζονται οι λόγοι που δοκιμάστηκαν σε επίπεδο πολιτισμικού ρατσισμού εξάλλου και για τη μουσουλμανική μαντήλα, μολονότι φυσικά οι πρακτικές διαφορές με την (ελληνική-)χριστιανική σφαγή ζώων είναι ανύπαρκτες.

Για να γυρίσουμε στο ναζιστικό φιλμ, οι εικόνες αυτές βρίσκονται σε μια συνέχεια με άλλες ναζιστικές παραγωγές του Γκέμπελς, γερμανικές ταινίες και ντοκιμαντέρ, όπως π.χ. το γνωστό ‘ο Αιώνιος Εβραίος’ (Der Ewige Jude) το οποίο πέρυσι είχε προβληθεί στην κατάληψη Ανάληψη στον Βύρωνα από συντρόφους εκεί και είχε ακολουθήσει σχετική συζήτηση για τον αντισημιτισμό και την προπαγάνδα. Έτσι, το ντοκιμαντέρ της Hersonski αναδεικνύεται ως μια καλή αφορμή όχι μόνο για να συζητηθεί το ιστορικό ζήτημα του αντισημιτισμού αλλά και το βάρος του αγώνα εναντίον του σήμερα.

Κάτι που θίγεται, επιπλέον, στο ντοκιμαντέρ της Hersonski και έχει ακόμα και σήμερα σημασία βέβαια είναι το ζήτημα των εβραϊκών διοικήσεων (ή, αλλιώς το ζήτημα Judenrat) που είχαν διορίσει οι ναζί για τους εβραϊκούς πληθυσμούς υπό κράτηση και, τελικά, υπό εξόντωση. Όπως φαίνεται από το ντοκιμαντέρ οι ναζί στόχευαν ήδη από τα χρόνια της γενοκτονίας ότι πρέπει να ρίξουνε τις ευθύνες στις ίδιες τις εβραϊκές διοικήσεις για την εξόντωση του λαού τους, προκειμένου βέβαια να αποφύγει το Τρίτο Ράϊχ την ευθύνη για το Ολοκαύτωμα ή, τουλάχιστον, οι δολοφόνοι να σχετικοποιήσουν τις δικές τους ευθύνες, καταλογίζοντας τελικά ευθύνη και στα ίδια τα θύματα. Το ζήτημα αυτό που μεταχειριζόταν με μαεστρία η ναζιστική προπαγάνδα επανήλθε στη δημόσια σφαίρα στη δεκαετία του ’60 όταν η Χάνα Άρεντ το ανέδειξε μέσα από το βιβλίο της ‘Ο Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ’. Και είναι ένα θέμα το οποίο είχε τη δική του ελληνική εκδοχή, εφόσον η εθνική αφήγηση στην ελλάδα ρίχνει ακόμα και σήμερα μέρος της ευθύνης για την εξόντωση του σαλονικιώτικου εβραϊσμού στον τότε αρχιραβίνο της Θεσσαλονίκης Τσβι Κόρετς, μια αφήγηση φυσικά βολική μιας και απομακρύνει κάθε συζήτηση από τις ευθύνες των ελλήνων, σε επίπεδο κράτους και κοινωνίας. Και μια αφήγηση βέβαια την οποία έχουν αντικρούσει σθεναρά και τεκμηριωμένα οι ανεξάρτητοι –από το ελληνικό κράτος και τα ελληνικά κόμματα– ιστορικοί Ρένα Μόλχο και Ιακώβ Σιμπή. Ειδικά, δε, στο πρόσφατο βιβλίο του Ι. Σιμπή με τίτλο ‘Η Διάσωση’ υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο το οποίο πραγματεύεται αναλυτικά το ζήτημα των Judenrat, δείχνοντας πως η συντριπτική πλειοψηφία των εβραϊκών διοικήσεων σε κάθε χώρα, αν δεν συμμετείχε η ίδια σε μορφές αντίστασης στην εκάστοτε ναζιστική κατοχή, είχε τουλάχιστον την ίδια ακριβώς κατάληξη με όλους τους υπόλοιπους εβραίους. Συνεπώς, η μεταπολεμική αγωνία να επιμεριστούν οι ευθύνες της γενοκτονίας μεταξύ ναζί και εβραίων δεν γυρεύουν παρά μία σκοπιμότητα, να ‘γκριζάρουν’ το ζήτημα της ευθύνης για τους πρωτεργάτες και κύριους εκτελεστές της εξόντωσης.

Αξίζει να ειπωθεί πληροφοριακά ότι το γκέτο της Βαρσοβίας υπήρξε το μεγαλύτερο γκέτο για εβραίους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. ‘Φιλοξένησε’ γύρω στο μισό εκατομμύριο εβραίους, κυρίως Πολωνούς αλλά και Γερμανούς. Όλοι αυτοί οι ουσιαστικά κρατούμενοι της ναζιστικής πολεμικής μηχανής έπρεπε να επιζήσουν σε μόλις 7,5 τετραγωγικά χιλιόμετρα –μια έκταση μικρότερη δηλαδή από τον Δήμο Χαλανδρίου– και με το ελάχιστο δυνατό φαγητό, με αποτέλεσμα ο θάνατος λόγω πείνας και ασθενειών να θερίζει. Είναι ενδεικτικό πως 92.000 από τους κατοίκους του γκέτο εξοντώθηκαν μέσω του υποσιτισμού αλλά και των εκτελέσεων που συνόδευαν πιθανά… παραπτώματά τους, όπως η λαθρεμπορία καρότων, πατάτας κτλ. Η μεγάλη πλειοψηφία των εβραίων του γκέτο της Βαρσοβίας, 265.000 άτομα, εξοντώθηκε βέβαια στους θαλάμους αερίων της Τρεμπλίνκα και άλλοι 42.000 εβραίοι εξοντώθηκαν στο στρατόπεδο του Μάϊντανεκ.