στον M.a.n.T.
Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου. 7μμ. Θέατρο Ρεματιάς στο Χαλάνδρι. Μια εκδήλωση στην οποία καλούν μερικές ψιλοσκισμένες αφίσες και ένα πανό στην πλ. Χαλανδρίου. Εκδήλωση που περιλαμβάνει βραβεύσεις μαθητ(ρι)ών Ρομά και Ρομνί και διοργανώνεται από το σύλλογο Ρομά Νέοι Ορίζοντες (που εδρεύει στο Πάτημα Χαλανδρίου). Υψηλού κύρους παρευρισκόμενοι. Από το δήμαρχο Χαλανδρίου μέχρι τη Θεανώ Φωτίου, από τη Ραχήλ Μακρή μέχρι τον αστυνομικό διοικητή του α.τ. Χαλανδρίου. Όλοι οι αντιδήμαρχοι της τωρινής διοίκησης, ένας-δυο τσιγγανολόγοι. Δέκα με δεκαπέντε μπαλαμοί (εκτός από τους διάσημους, δεξιούς κι αριστερούς). Εκατόν πενήντα Ρομά. Η διακόσμηση λιτή. Δύο σημαίες της γενοκτονίας των Ρομά από τους ναζί είναι κρεμασμένες. Του Porajmos η μνήμη.
Η εκδήλωση ξεκινάει. Δίπλα στις βραβεύσεις όλοι βρίσκουν την ευκαιρία να πουν και δυο λογάκια για τους Τσιγγάνους. Οι περισσότεροι θα αναμασήσουν τα κλασικά αντι-τσιγγανικά σχήματα σκέψης.[1] Ο αντιτσιγγανισμός τους είτε είναι ρητός είτε έχει ‘διδακτική’ αφήγηση. «Ένταξη» και «αφομοίωση» είναι οι δύο λέξεις που βρίσκονται στα χείλη όλων. Οι Ρομά και οι Ρομνί πρέπει να εκπαιδευτούν (aka πρέπει να στείλουν να παιδιά τους στο σχολείο) –«δείτε πως τα κατάφεραν αυτά τα παιδιά που βραβεύουμε σήμερα»· «πρέπει να πιστέψετε στις δυνατότητες των παιδιών σας»· «στόχος μας είναι η ένταξη και η ενσωμάτωση των Ρομά στον κοινωνικό ιστό μέχρι τη στιγμή που δεν θα χρειάζεται να επιβραβεύσουμε το αυτονόητο».
Υπάρχει, φυσικά, ένα ερώτημα-φάντασμα που πλανάται πάνω από τη συζήτηση: πώς γίνεται να είναι ήδη έλληνες και να πρέπει ταυτόχρονα να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία;
«Η φυλή». Μια ακόμη μαγική λέξη –που αποτελεί κοινό τόπο για τους αριστερούς και τους δεξιούς της εκδήλωσης. «Αντιμετωπίζουμε πολλές διαφορετικότητες της φυλής» μας ενημερώνει μια αντιδήμαρχος καθώς αναλύει τη σπουδαιότητα των δράσεων του δήμου Χαλανδρίου. «Όλη η ιστορία είναι να ανοίξουν οι πόρτες της γνώσης και κυρίως της εργασίας, να ανοίξει ο χώρος στη φυλή σας» συμπληρώνει η αριστερή βουλευτίνα εξηγώντας τα οφέλη που θα έχουν οι Ρομά αν πειστούν[sic] να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Πρέπει να πάνε οι Ρομά σχολείο για να ξεπεράσουν οι μπαλαμοί το ρατσισμό τους: να η φαεινή ιδέα του αριστερού/ακροδεξιού μας κράτους. Εκτός από την ανατριχίλα που προκαλεί η λέξη ‘φυλή’, πιο σημαντικό ίσως είναι ότι (ακόμη κι εκεί που αναγνωρίζεται) η ευθύνη του ελληνικού ρατσισμού απέναντι στους Ρομά μοιράζεται ισόποσα ανάμεσα στους ρατσιστές και στα θύματά τους. Ξέπλυμα του ελληνικού αντιτσιγγανισμού με βρώμικο τρόπο.
Αποκορύφωμα της κρατικής λογικής ήταν η τοποθέτηση του αρχι-μπάτσου από το α.τ. Χαλανδρίου. Μας ανακοίνωσε πως οι μπάτσοι είναι «αρωγοί στην προσπάθεια του δήμου», η οποία είναι πρωτόγνωρη γι’ αυτούς. Δεν απέφυγε να χρησιμοποιήσει το μαστίγιο και το καρότο: «θα είμαστε διαλλακτικοί με τη Ρομά κοινότητα του Χαλανδρίου και θα ‘συγχωρήσουμε’ κάποια ‘λάθη’ τους». Για να καταλήξει να ευχηθεί να ενταχθούν σύντομα στην ελληνική κοινωνία, να γίνουν παρόμοιες προσπάθειες και στην πολύπαθη δυτική Αττική. «Μέχρι να δούμε Ρομά συναδέλφους [sic]»…
Τέλος, ένα στοιχείο που προσέδωσε αέρα προοδευτισμού ήταν οι παραινέσεις για τις γυναίκες Ρομνί.[2] Να γίνουν ισότιμες με τους άντρες Ρομά. Να κάνουν δικούς τους, γυναικείους, συλλόγους. Εδώ, φυσικά, κυριάρχησε η αριστερά του Χαλανδρίου. Υποδείξεις που δείχνουν πως ο θεσμικός φεμινισμός μπορεί να γίνει ένα από τα άλλα ονόματα του ρατσισμού. Της εργαλειοποίησης των Τσιγγάνων στα πλαίσια της πειθάρχησής τους. Και την ίδια στιγμή, η επιβεβαίωση πως οι μπαλαμοί αριστεροί έχουν κάνει τα σωστά βήματα και τώρα είναι σε θέση να εξηγούν στον τσιγγάνικο πληθυσμό τι πρέπει να κάνει για να μην θεωρείται οπισθοδρομικός. Όπως είπε μια άλλη δημοτική σύμβουλος, «να σπάσουμε τα στερεότυπα και να δημιουργήσουμε θετικά πρότυπα». Έτσι, στην πραγματικότητα, οι Τσιγγάνοι είναι τα άτακτα μικρά παιδιά που πρέπει να μάθουν να μεγαλώνουν. Είναι τα αγόρια που δεν είναι ακόμη άντρες, με όλες τις συνδηλώσεις σεξουαλικοποιημένης και ρατσιστικής υποτίμησης που κουβαλά αυτή η αναπαράσταση. «Χαίρομαι επειδή σας θυμάμαι από παιδιά με κοντά σορτσάκια στις λαϊκές και τώρα σας βλέπω με γραβάτες στην αποψινή εκδήλωση» αναφώνησε λίγο πριν το τέλος της εκδήλωσης ένας διάσημος μπαλαμός. Έτσι χτίζεται η ελληνική οικειότητα, εξάλλου. Με τακτικές επιβολής της αδυναμίας (των άλλων)…
—-*—-
Δευτέρα 23 Ιουλίου. Απογευματάκι. Πάτημα Χαλανδρίου. Περήφανος μπαλαμός φέρεται να έχει εκνευριστεί από την κοπή χόρτων από γείτονά του Τσιγγάνο. Τα χόρτα, βλέπετε, λόγω του καλοκαιρινού αέρα έρχονται στην αυλή του μπαλαμού. Τι πιο λογικό, λοιπόν, για έναν εκνευρισμένο έλληνα από το να πάρει την καραμπίνα του, να βγει στο μπαλκόνι, να οπλίσει και να πυροβολήσει κατευθείαν τον Τσιγγάνο. Αποτέλεσμα αυτού του ‘εκρηκτικού’ ελληνικού ταμπεραμέντου ήταν η οριστική απώλεια της όρασης του Τσιγγάνου. Μια απόπειρα δολοφονίας που δεν πήρε πολύ μεγάλη έκταση. Λίγο η καλοκαιρινή ραστώνη, λίγο η κοινωνική απαξίωση των ζωών των Τσιγγάνων, λίγο οι μικρο- και μεσο-αστικοί ρυθμοί στο προάστιο του Χαλανδρίου, λίγο ο αριστερός δήμαρχος, λίγο ότι «οι Τσιγγάνοι στο Πάτημα δεν είναι παραβατικοί», λίγο ότι «δεν αντέδρασαν βίαια και δεν χρειάστηκε να έρθουν τα ματ». Ψυχραιμία πάνω απ’ όλα.
—-*—-
Πώς μπορεί να συνδέονται αυτές οι δύο ιστορίες; Είναι μάλλον προφανές ότι το κοινό τους υπόβαθρο είναι ο αντιτσιγγανισμός.[3] Είναι αυτό που αναγνώρισε ένας από τους βραβευθέντες στην εκδήλωση των Νέων Οριζόντων. Ο αντιγυφτισμός, είπε, είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Ρομά. Η μορφή που παίρνει αλλάζει. Διατηρεί, ωστόσο, μια κοινή ελληνική γραμμικότητα: από τις δημόσιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους μέχρι τα θρανία της ελληνικής επικράτειας η εγκληματοποίηση και η εργαλειοποίηση των Ρομά είναι ένα σοβαρό χαρτί στα χέρια του ελληνικού κράτους. Στο Χαλάνδρι συγκεκριμένα η απαίτηση εκδίωξης των Τσιγγανόπουλων από το 7ο και 10ο δημοτικό σχολείο το 2012 και η απαίτηση για μη μετεγκατάσταση του καταυλισμού εντός των ορίων του δήμου σε συνδυασμό με την απόπειρα εκκένωσης του καταυλισμού το 2013 ήταν δύο στιγμές που συμπύκνωσαν το ξεδίπλωμα των αρετών του ελληνικού βούρκου –τόσο των κοινωνικών όσο και των κρατικών. Τα περιεχόμενα εμπλουτίστηκαν: η ‘όχληση των απλών κατοίκων’, οι ‘οικολογικές ευαισθησίες’, η ‘δημόσια υγεία/υγιεινή’, η ‘παραβατικότητα’, η ‘κλοπή των επιδομάτων’, η ‘οικονομική υποβάθμιση της περιοχής’. Όλα χρησιμοποιήθηκαν –και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται– σε καθημερινές και επίσημες κουβέντες. Στο δημοτικό συμβούλιο, στις λαϊκές αγορές, στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών απέναντι από τον καταυλισμό, στα καφενεία, στο διπλανό γήπεδο ποδοσφαίρου.
Ένα δεύτερο κοινό σημείο είναι η επιβολή της λήθης. Ή, μάλλον, η προσπάθεια επιβολής της λήθης στους Ρομά. Μια κοινωνική επιβολή που μας δείχνει ότι η ελληνικότητα χτίζεται και αναπαράγεται πάνω στη βία που ασκείται στις μειονότητες. Κι αν ιστορικά αυτό το έχουμε δει να συμβαίνει από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, να αποκτά ζωτική σημασία με την επέκταση στις Νέες Χώρες στις αρχές του 20ου αιώνα και να επανέρχεται στις διαδικασίες παρανομοποίησης των μεταναστ(ρι)ών από τη δεκαετία του ’90 κ.εξ., οι Ρομά συνιστούν ένα παράδειγμα διαχρονικό. Και θα σας σκοτώνουμε όποτε θέλουμε και θα πρέπει να σας αφομοιώσουμε (τους λένε). Για να γίνει αυτό πρέπει να επιτευχθεί η υποτίμηση των ζωών των Τσιγγάνων. Και όσοι από τους τελευταίους έρθουν στην εκδήλωση πρέπει να ξεχάσουν ότι δύο μήνες πριν ένας φιλήσυχος μπαλαμός πολίτης πυροβόλησε με καραμπίνα έναν Τσιγγάνο επειδή ενοχλήθηκε από την κοπή ξερόχορτων –ένας πολίτης σαν όλους αυτούς που είναι γύρω από τους καταυλισμούς, σαν όλους αυτούς που δεν ψήνονται να έχουν Ρομά γειτόνισσες, σαν όλες αυτές που κρύβουν τα πράγματά τους όταν μέσα στο λεωφορείο μπουν Τσιγγανάκια.
Ένα τρίτο σημείο: είναι ενοχλητικό για τους έλληνες το γεγονός πως οι Ρομά συγκροτούν τις δικές τους κοινότητες, τις δικές τους παρέες, τις δικές τους συμμορίες, τους δικούς τους τρόπους να την παλεύουν στην ελληνική πραγματικότητα, τις δικές τους μεθόδους να αμφισβητούν τον ελληνικό (κρατικό ή/και από-τα-κάτω) έλεγχο. Γιατί είναι κομβικής σημασίας για την ελληνικότητα ως σχέση εξουσίας ο διαχωρισμός ανάμεσα σε καλούς, ‘αφομοιωμένους’ και σε κακούς, ‘παραβατικούς’ Ρομά.[4] Το αριστερό story λέει: φτωχοί πλην τίμιοι Ρομά που προσπαθούν να ξεφύγουν από την εγκληματική ζωή που κυριαρχεί στη φυλή αυτή και δείχνουν το δρόμο στους υπόλοιπους για το πως «να γίνουν σαν όλους εμάς». Έτσι, όχι μόνο η ταύτιση των Ρομά με την εγκληματικότητα δεν αναδεικνύεται ως μια αντιτσιγγάνικη μαλακία αλλά ναρκοθετεί την ίδια την υπεράσπιση των τρόπων με τους οποίους εκείνοι επιλέγουν να δράσουν.
Τέταρτο και τελευταίο σημείο: η απουσία της σύγκρουσης. Με τα λόγια ενός συμμετέχοντα στην εκδήλωση «να αναδείξουμε τη σύνδεση του πολιτισμού μπαλαμών και ρομά και όχι την αντίθεση». Γι’ αυτό και οι ευχαριστήριες δηλώσεις μετά την απόπειρα δολοφονίας στο Πάτημα, πως ευτυχώς οι Τσιγγάνοι δεν απάντησαν με βία. Η απάλειψη της διαφοράς εδώ δεν είναι το ζητούμενο. Ζητούμενο είναι να αναδειχθεί ότι δεν υπάρχει σύγκρουση, ότι δεν υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα, ότι δεν υπάρχει η κόντρα. Αυτή η απουσία εξυπηρετεί μόνο ένα σκοπό: να δημιουργηθεί ένας κοινός τόπος, ένα πεδίο ανάμεσα στα κοινωνικά υποκείμενα που συγκρούονται. Αυτός ο τόπος δεν είναι άλλος από το ελληνικό έθνος. Όπως πάσχιζαν να μας πείσουν κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης οι αριστεροί και οι δεξιοί «μια σημαία έχουν οι Τσιγγάνοι την ελληνική»· «οι Ρομά είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα έλληνες με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Ρομά». Η ελληνική οικογένεια δεν πρέπει να αμφισβητηθεί επ’ ουδενί. Από την άλλη μεριά, αυτή η αμφισβήτηση είναι η δική μας αντιφασιστική χαρά. Η χαρά του να διαπιστώνουμε πως ό,τι αγαπήσαμε σ’ αυτόν τον (ελληνικό) κόσμο, ήταν πάντα εναντίον του. Πόσο μάλλον όταν αυτή η χαρά μοιράζεται. Ακόμη κι αν αυτό δεν ισχύει παρά μόνο για κάποιες αισχρές μειοψηφίες, έχει την ομορφιά (της όξυνσης) των δομικών ανταγωνισμών.
Η ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΒΡΩΜΑΕΙ ΑΝΤΙΤΣΙΓΓΑΝΙΣΜΟ
μιχάλης
ΥΓ.1 Μετά τις βραβεύσεις ακολούθησε η προβολή ενός βίντεο του 2013 παραγωγής του καποδιστριακού πανεπιστημίου της Αθήνας αναφορικά με την ύπαρξη των πληθυσμών Ρομά στην ελλαδική επικράτεια και την ιστορία αυτής. Εκεί είχαμε την τύχη να πάρουμε γεύση από μερικά άλυτα ζητήματα του ελληνικού ρατσισμού (aka μπορούμε να κάνουμε ένα ντοκυμαντέρ χωρίς ρατσιστικό λόγο;). Μόνο που αυτή τη φορά το επίκεντρο ήταν ένα άλλο –εξίσου κλασικό– ελληνικό μίσος. Μια ιστορικός μας είπε πως υπάρχουν ενδείξεις ότι στον πληθυσμό των Τσιγγάνων της Κέρκυρας (στα μέσα του 18ου αιώνα) υπήρχαν πολλοί που ήταν εβραϊκής καταγωγής. Η εξήγησή του πως συνέβη αυτό ήταν η εξής: «οι συγκεκριμένοι τσιγγάνοι ήταν εβραίοι επειδή είχαν 1023 πρόβατα. Είναι δυνατόν να είναι νομάδες και να έχουν τόσα πρόβατα;»
ΥΓ.2 Έξτρα ευχαριστίες στον Α. για την ανταλλαγή απόψεων πάνω στον ελληνικό αντιτσιγγανισμό και στο Θ. για το σημείο #3.
[1] Μια μικρή κινηματική συνεισφορά στην αναγνώριση του αντιτσιγγανισμού στο Χαλάνδρι, μέσα από την κριτική στους αριστερούς και δεξιούς λόγους (καθώς και τις όποιες κινηματικές απαντήσεις δόθηκαν) βρίσκεται στα κείμενα “Για την (πολιτική) οργάνωση του σύγχρονου ελληνικού ρατσισμού: το παράδειγμα του Χαλανδρίου (μέρος α΄)” και “Για την (πολιτική) οργάνωση του σύγχρονου ελληνικού ρατσισμού: το παράδειγμα του Χαλανδρίου (μέρος β΄)” στο 0151#2 και 0151#4, αντίστοιχα.
[2] «Κοίτα την Ρ. Είναι ντυμένη σαν μπαλαμή!» ψιθύρισε μια Ρομνί 13 χρονών στη μικρότερη αδερφή της κατά τη διάρκεια της βράβευσης. «Μα γιατί το λες;» «Δεν βλέπεις ότι φοράει γόβες και όχι πέδιλα;» ήταν η αφοπλιστική της απάντηση.
[3] Για ένα overview (από αυτόνομη αντιφασιστική σκοπιά) της ιδιαιτερότητας του αντιτσιγγανισμού ως ελληνικού μίσους, βλ. την μπροσούρα του antifa negative Αντιτσιγγανισμός – ιστορίες ρατσισμού από τη χώρα των μπαλαμέ (Αθήνα, 2014).
[4] Γράφει ο antigreek_emigre: «Το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, έτσι όπως είναι διαμορφωμένη σήμερα, κάθεται αναπαυτικά στη λογική της αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας της μπλε ταυτότητας, σε μια υλική και συμβολική διαδικασία που προϋποθέτει το χαρτάκι αυτό που φυλετικοποιεί τη κοινωνική δομή, παράγει διακρίσεις και βία, ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις των μελών της. Με άλλα λόγια, ο ρατσισμός και η βία που αυτός συντηρεί είναι διαβατήριες τελετές στην κίνηση του ελληνισμού […]». Στο “Η ελληνικότητα ως σύστημα εξουσίας”, 0151 #10, σελ. 11.