Α. Ο Leo Max Frank γεννημένος σε αμερικανοεβραϊκή οικογένεια στο Τέξας, μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, πήρε το πτυχίο του από το Cornell και μετακόμισε στην Ατλάντα στα 24 του, όπου και παντρεύτηκε. Μεγαλωμένος σε εβραϊκή οικογένεια, ασχολήθηκε με τα κοινοτικά και λίγο μετά τον γάμο του εκλέχτηκε πρόεδρος του τοπικού παραρτήματος της B’nai B’rith. Στις 26 Απριλίου του 1913 στο εργοστάσιο μολυβιών όπου ο Φρανκ δούλευε σαν επιθεωρητής, βρέθηκε στραγγαλισμένη η ανήλικη εργάτρια Mary Phagan, 13 ετών. Ο Φρανκ κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε με τη θανατική ποινή από τα δικαστήρια των διαφόρων βαθμών στα οποία εμφανίστηκε σε ηλικία 29 ετών. Εν είδει επιείκειας μονάχα, ο κυβερνήτης της πολιτείας της Τζόρτζια εν τέλει του μετέτρεψε τη θανατική ποινή σε ισόβια κάθειρξη, γεγονός όμως που εξαγρίωσε πολλούς, μεταξύ των οποίων και την τοπική εφημερίδα The Jeffersonian που έγραψε υπέρ μιας προοπτικής λιντσαρίσματος του Φρανκ. Η συγκεκριμένη εφημερίδα στην αρχή της δίκης πουλούσε 14.000 φύλλα τη μέρα και μέχρι το πέρας της δίκης πουλούσε 87.000 φύλλα.
Πράγματι, ένας όχλος επιλέκτων δημιουργήθηκε το απόγευμα της 16ης Αυγούστου. Έδωσαν στον εαυτό τους το όνομα ‘Ιππότες της Mary Phagan’. Ανάμεσά τους υπήρξε ένας ηλεκτρολόγος, για να κόψει τα καλώδια της φυλακής, ένας μηχανικός αυτοκινήτων για να κρατήσει τα αμάξια σε λειτουργία κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ένας κλειδαράς, ένας τηλεφωνητής, ένας γιατρός, ένας δήμιος, ακόμη και ένας που εκτελούσε χρέη ιερέα. Ακόμη, με την ομάδα ταξίδεψαν ο Joseph Mackey Brown, πρώην κυβερνήτης της Georgia, ο Eugene Herber Clay, μετέπειτα πρόεδρος της Συγκλήτου της Georgia και πρώην δήμαρχος της Marietta, απ’ όπου καταγόταν η δολοφονημένη ανήλικη, ο E. P. Dobbs, δήμαρχος της Marietta, ο Moultrie McKinney Sessions, δικηγόρος και τραπεζίτης και διάφοροι άλλοι πρώην και νυν σερίφηδες του Cobb County. Τα οκτώ αυτοκίνητα, με τους 28 επιβάτες τους, έφτασαν στη φυλακή στις 10 το βράδυ και το σχέδιο πήγε όπως έπρεπε. Οι φύλακες δέθηκαν, τα καλώδια κόπηκαν, τα λάστιχα των αυτοκινήτων των φυλάκων ξεφουσκώθηκαν, ο Φρανκ απήχθη και έφυγαν. Διένυσαν έπειτα 282χλμ μέσα σε 7 ώρες με μέση ταχύτητα 29χλμ την ώρα, μέσα από πόλεις. Ο Φρανκ ήταν δεμένος με χειροπέδες χειροπόδαρα. Τρία χιλιόμετρα ανατολικά της Marietta είχε ετοιμαστεί το μέρος. Σε ένα κλαδί ενός δέντρου τον κρεμάσανε στις 7 το πρωί.
Ένα πλήθος ανδρών, γυναικών και παιδιών είχαν φτάσει ήδη νωρίτερα με τα πόδια και με αυτοκίνητα και άλογα. Ο καθένας έπαιρνε ένα σουβενίρ από τα μανίκια του Φρανκ. Ένας από τους παριστάμενους ήθελε το πτώμα του Φρανκ κομμένο σε κομμάτια αλλά ο δικαστής Morris επέβαλε την τάξη και ζήτησε ψήφο για το συγκεκριμένο αίτημα. Τελικά, επικράτησε πλειοψηφικά να μην κοπεί σε κομμάτια το πτώμα. Στην Ατλάντα χιλιάδες ζήτησαν να δούνε το πτώμα και δημιούργησαν επεισόδια πετώντας πέτρες. Έπειτα το πτώμα μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου και ενταφιάστηκε. Η πλειοψηφία των κατοίκων, σύμφωνα με τον τοπικό Τύπο, συμφώνησε απόλυτα με το λιντσάρισμα. Μολονότι δόθηκε υψηλή αμοιβή για να βρεθούν οι συμμετέχοντες στο λιντσάρισμα του Φρανκ, δεν βρέθηκε κανείς να δώσει στοιχεία. Ο Charles Willis Thompson των The New York Times είπε ότι οι πολίτες της Marietta θα προτιμούσαν να πεθάνουν από το να αποκαλύψουν ή έστω να ρίξουν τις υποψίες της αστυνομίας σε κάποιον από τους δολοφόνους.
Πολλές φωτογραφίες τραβήχτηκαν στο λιντσάρισμα και έπειτα δημοσιεύτηκαν και πουλήθηκαν ως καρτ ποστάλ σε τοπικά καταστήματα έναντι 25 σεντς η μία. Ακόμη, πουλήθηκαν κομμάτια από το σκοινί με το οποίο κρεμάσανε τον Φρανκ, το πουκάμισό του, ακόμα και κλαδιά από το δέντρο. Όλα αυτά τα αντικείμενα πουλούσαν τόσο γρήγορα που η αστυνομία ανακοίνωσε στους πωλητές ότι για την πώληση των αντικειμένων απαιτούταν πλέον άδεια από τον Δήμο.
Η υπόθεση Φρανκ μνημονεύεται στην ιδρυτική διακήρυξη της Anti-Defamation League, της αμερικανοεβραϊκής οργάνωσης που μάχεται τον αμερικάνικο αντισημιτισμό και ρατσισμό. Ήταν το γεγονός που έκανε την εβραϊκή οργάνωση B’nai B’rith να δημιουργήσει την ADL. Μετά το λιντσάρισμα του Φρανκ, 3.000 εβραίοι εγκατέλειψαν την πολιτεία. Σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς, οι εβραίοι άρχισαν να αρνούνται την εβραϊκότητά τους, την πίστη τους, άρχισαν να αφομοιώνονται γρήγορα, να αλλαξοπιστούν. Σταματήσανε να κάνουν γάμους και να διοργανώνουν γεγονότα που θα τραβούσαν την προσοχή των μη εβραίων. Πολλοί αμερικανοεβραίοι είδαν την υπόθεση Φρανκ σαν την αμερικάνικη εκδοχή της υπόθεσης Ντρέιφους στη Γαλλία. Στις 25 Νοεμβρίου του 1915, τρεις μήνες περίπου μετά το λιντσάρισμα του Φρανκ, ένας φλεγόμενος σταυρός στο Stone Mountain έδωσε το σύνθημα για την αναβίωση της Ku Klux Klan. Κάποιοι από όσους συμμετείχαν στο λιντσάρισμα του Φρανκ, ήταν εκεί.
Όλοι οι μετέπειτα ερευνητές των γεγονότων είναι ομόφωνοι ως προς το ότι η δικαστική καταδίκη του Φρανκ ήταν λάθος. Η πολιτεία της Τζώρτζια μετά από επίμονες προσπάθειες της Anti-Defamation League ζήτησε συγγνώμη το 1986. Το 2008 στήθηκε ένα ιστορικό μνημείο από ιδρύματα ιστορίας της πολιτείας κοντά στο σημείο που κρεμάσανε τον Φρανκ.
Β. Αν και ο αντισημιτισμός στις Η.Π.Α. λέγεται (από τους φιλελέδες) ότι δεν είχε συνήθως βίαιες προεκτάσεις, η δολοφονία 11 εβραίων στη συναγωγή του Πίτσμπουργκ, άνοιξε και πάλι αυτή την περίεργη συζήτηση (για το πόσο μακριά είναι η πραγμάτωση της ρατσιστικής βίας από την προπαγάνδισή της), αυτή τη φορά στη θεωρούμενη ως την πλέον ασφαλή χώρα για τους εβραίους σε όλο τον πλανήτη. Οι Η.Π.Α. θεωρούνται ως μια ασφαλής χώρα για τους εβραίους, τόσο γιατί στη χώρα μένουν οι μισοί σχεδόν εβραίοι όλου του κόσμου, όσο και γιατί οι αμερικανοί διατηρούν σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής φιλικές σχέσεις με το κράτος του Ισραήλ. Οι αμερικανοεβραίοι αριθμούν 5.3 εκατομμύρια άτομα, αποτελούν περίπου το 2% του συνολικού αμερικανικού πληθυσμού και περίπου το 40% του παγκόσμιου εβραϊκού πληθυσμού (στο Ισραήλ κατοικεί το 49% ενώ το υπόλοιπο 11% είναι μοιρασμένο στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου με προεξάρχουσες τις Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδά).
Μάλιστα στην αντισημιτική ρητορική, οι Η.Π.Α. αποτελούν «υποχείριο» του αμερικανοεβραϊκού λόμπι της AIPAC (ή, αντίστροφα, το κράτος του ισραήλ αποτελεί το ‘σκυλί-φύλακα’ των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή), η Νέα Υόρκη χαρακτηρίζεται και ως ‘Jew York’, το Χόλιγουντ θεωρείται εβραιοκρατούμενο, όπως και γενικά η αμερικάνικη βιομηχανία των Μ.Μ.Ε. και του θεάματος – και άρα η κοινή γνώμη πλήρως κατευθυνόμενη από… εβραϊκά μυαλά. Και αυτό όταν – επαναλαμβάνουμε – οι εβραίοι αποτελούν στην καλύτερη περίπτωση το 2% περίπου του αμερικάνικου συνολικού πληθυσμού… Και όλα ετούτα έχουν ξεκινήσει φυσικά από τις Η.Π.Α. Δεν είναι λίγοι, εξάλλου, οι συγγραφείς και οι μάρτυρες, εβραίοι και μη, των διαδεδομένων αντισημιτικών πεποιθήσεων στις Η.Π.Α. Μην ξεχνάμε ότι η εφημερίδα «Διεθνής Εβραίος» του βιομήχανου Φορντ ήταν μια αυθεντική αμερικάνικη δημιουργία του μεσοπολέμου. Μολονότι η βία εναντίον των εβραίων δεν έφτασε τα επίπεδα της βίας εναντίον των μαύρων, λιντσαρίσματα, σαν κι αυτό εναντίον του Μαξ Λέο Φρανκ, δεκάδες φυσικές επιθέσεις, πυροβολισμοί και βομβιστικές επιθέσεις λάμβαναν χώρα σχεδόν σε κάθε δεκαετία εναντίον εβραίων – με δράστες σχεδόν πάντοτε λευκούς εθνικιστές, οπαδούς των θεωριών της άριας φυλής.
Στην τελευταία εικοσαετία, βέβαια, δύο επιθέσεις κεφαλαιοποιούν σε συμβολικό επίπεδο τις καταλήξεις της αντισημιτικής ρητορικής. Μολονότι στην περίπτωση των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη και του Πενταγώνου δεν επρόκειτο για χτυπήματα σε κτίρια εβραϊκού χαρακτήρα, οι δράστες των επιθέσεων της 11ης Σεπτέμβρη 2001 δικαιολόγησαν τις πράξεις τους αναφερόμενοι στη «φιλο-ισραηλινή πολιτική των Η.Π.Α.». Η δεύτερη φυσικά περίπτωση είναι όλη η τελευταία διετία με τον Τραμπ πρόεδρο των Η.Π.Α. όπου οι απειλές και οι απόπειρες βομβιστικών επιθέσεων εναντίον εβραϊκών κοινοτήτων και ατόμων εβραϊκής καταγωγής φαίνεται να έχουν αυξηθεί ραγδαία, με αποκορύφωμα την επίθεση στη συναγωγή του Πίτσμπουργκ. Σε όλα αυτά τα τελευταία γεγονότα, οι δράστες – ως λευκοί νεοναζί συνήθως – κατηγορούσαν τους εβραίους για… την ‘παγκόσμια συνωμοσία τους’, ‘τον έλεγχο των Η.Π.Α.’, ‘τον έλεγχο των τραπεζών’ κ.ο.κ. Και οι δύο εκδοχές μας λένε πάντως πως ο αντισημιτισμός είναι μια ιστορία στενά δεμένη τόσο με την εσωτερική πολιτική των κρατών όσο και τους διακρατικούς τους ανταγωνισμούς. Να μην ξεχάσουμε φυσικά πως μέσα σε όλη σχεδόν την εικοσαετία, ο λεκτικός αντισημιτισμός ήταν όπως πάντα χρήσιμος για όποιον ήθελε να χτίσει κάποιου είδους μαζικό κίνημα, δεξιό ή αριστερό είναι αδιάφορο. Κατά τη μαζική επανεμφάνιση των νεοναζί στις Η.Π.Α. (και όχι μόνον) την τελευταία διετία τα αντισημιτικά συνθήματα αποδεικνύονται όλο και πιο κεντρικά στις διαδηλώσεις τους (‘You will not replace us’, κ.τ.λ.), αλλά ταυτόχρονα τα αντισημιτικά ίχνη δεν έλλειπαν και από τον λόγο των αριστερών που παρήλαυναν στα Occupy Wall Street και τις σχετικές μαζώξεις και στην προ-Τραμπ εποχή (‘We are the 99%’).
Αν συνοψίσει κανείς όλες τις εμφανίσεις του αντισημιτισμού στις Η.Π.Α. θα βγάλει, πιστεύουμε, κάποια χρήσιμα γενικά συμπεράσματα. Ο αντισημιτισμός ακόμα και στις χώρες που υποτίθεται ότι δεν είναι βίαιος, δεν υπολείπεται των βίαιων ξεσπασμάτων του. Είναι διαδεδομένος σε κάθε γεωγραφικό μήκος και πλάτος, ακόμα και εκεί όπου υποτίθεται αποτελεί το πιο ασφαλές έδαφος για να ζούνε εβραίοι σήμερα, 75 χρόνια μετά το Ολοκαυτώμα. Κατευθύνεται τόσο εναντίον φτωχών όσο και πλουσίων. Αγκαλιάζεται εξίσου από την αριστερά και τη δεξιά και όσο σπάνια προβληματοποιείται από την πρώτη, άλλο τόσο σπάνια προβληματοποιείται από την τελευταία. Διατηρεί το ουσιαστικότερο του ιδεολογικό κομμάτι και σε σχέση με τις προ-πολεμικές του εκδοχές: επενδύει στα θύματά του παντοδυναμία προκειμένου να κατοχυρώσει μια ‘επαναστατική’ χροιά. Οι μεταπολεμικές του εκδοχές περιλαμβάνουν τόσο τον λεγόμενο ‘δομικό αντισημιτισμό’ – που περιλαμβάνει συνωμοσιολογικές αντιλήψεις περί του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και της εξουσίας στον κόσμο – όσο και τον αντισιωνισμό, ως ρητή επιθυμία καταστροφής του ‘σατανικού’ κράτους του Ισραήλ (και μόνον αυτού!). Οι θύτες είναι σε κάθε χώρα κατά 99% ντόπιοι. Και, φυσικά, στο βάθος, μπορεί να ‘χουν λόγο και τα κρατικά τους κονέ και βλέψεις. Με λίγα λόγια, ο αντισημιτισμός και σήμερα μιλιέται σαν μια σύγχρονη φασιστική γλώσσα σε κάθε χώρα και με κάθε πρόσχημα. Για όλους τους παραπάνω λόγους – και δεδομένης της νέας ανάπτυξης των πατριωτικών μαζών ανά χώρα, φασιστών με ή χωρίς σβάστικα – καμία δυνατότητα δεν θα έπρεπε δοθεί, ωστέ να καλλιεργηθεί εκ νέου ή να χαϊδευτεί ξανά, αυτή η εξοντωτική μανία που περνάει για πολιτική άποψη (και στα μέρη μας!).
Stepanyan TSP, 11/2018