Αυτό το περιοδικό βγαίνει από το 2014 και σπάνια πετυχαίνει την επικαιρότητα. Καθώς βγαίνει κάθε 4 μήνες, τα θέματα που συζητάει έρχονται συνήθως από το προηγούμενο εξάμηνο και ακόμη παλιότερα, από ανησυχίες που έχουν σφηνώσει στο πίσω μέρος των κεφαλιών της συντακτικής του ομάδας. Τώρα δεν ξέρουμε τι έφταιξε και ξεφουρνίζουμε τρία μεγάλα κείμενα που συσχετίζονται με ζητήματα της επικαιρότητας, αλλά θα το κοιτάξουμε. Μπορεί να φταίει ότι τα «συμβάντα» επιταχύνονται τόσο που σε κάποια στροφή ακόμη κι εμείς τα προλαβαίνουμε. Αλλά μάλλον δεν πρόκειται για τύχη. Μπορεί να φταίει και ότι εδώ και δύο χρόνια ο κόσμος έχει παγώσει και με έναν τρόπο έχει αρχίσει να γίνεται προβλέψιμος στον στενό ορίζοντά του. Ή μάλλον να φταίει και ότι το περιοδικό άλλαξε τον τελευταίο χρόνο με τρόπο ωφέλιμο τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα.
Έτσι θα διαβάσετε εδώ δύο κείμενα που μιλάν ας πούμε για τη μεταπολίτευση («το ακροδεξιό χαρτί» και «ο συνδικαλισμός ως κρατικός έλεγχος της εργασίας»), τα οποία όμως δεν είναι διόλου αδιάφορα για το σήμερα. Για παράδειγμα, ενώ γραφόταν το κείμενο για την πρώτη απεργία της μεταπολίτευσης στη Νάσιοναλ Καν, στο μυαλό μας στριφογύριζαν δύο πράγματα. Το ελληνικό κράτος (η δεξιά του και η αριστερά του) υποσχόταν με διάφορους τρόπους την άνοιξη του 2021 ότι η κρίση της πανδημίας θα μετατραπεί σε οικονομική κρίση για άλλη μια φορά· οι αριστεροί ακόνιζαν τους διαμεσολαβητικούς τους μηχανισμούς (στο πανεπιστήμιο και τα συνδικάτα, για παράδειγμα), ενώ οι δεξιοί άρχιζαν να μιλάνε την όχι και τόσο παλιά γλώσσα της κρίσης του 2009. Το άλλο πράγμα ήταν το τι κάνουμε και που βρισκόμαστε εμείς. Σύντροφοι και συντρόφισσες δουλεύουν εδώ και κάμποσα χρόνια μέσα σε πολιτικές ομάδες, περιοδικά (ακόμη και πολιτικολογοτεχνικά!), ομάδες γειτονιάς, αλλά είναι αυτό αρκετό για να συναντήσουμε όλους και όλες τις φίλες μας, όλες και όλους όσους περισσεύουν; Πέρα απ’ τους χώρους αναπαραγωγής μας, που αλλού θα μπορούσαμε να συναντηθούμε; Ανάμεσα στις σκόρπιες αυτές ερωτήσεις προέκυψε το κείμενο για την απεργία στη Νάσιοναλ Καν. Παράλληλα, να θυμηθούμε και κάποια πράγματα, ή να μάθουμε και κάποια καινούργια για την ελληνική ιστορία. Να δείξουμε αυτά για τα οποία είμαστε σίγουροι, θέτοντας μια βάση για την όποια κουβέντα στο μέλλον.
Ένα τρίτο κείμενο συζητάει τα σόσιαλ μίντια, τα ατομικά Εγώ και τον τρόπο που το κράτος τα διαχειρίζεται, ένα ζήτημα από παλιά στα κεφάλια μας, το οποίο όμως αρχίσαμε να το σκεφτόμαστε και να το συζητάμε πιο εντατικά από «τα συμβάντα» στη Νέα Σμύρνη την άνοιξη του 2021, ενώ μας φάνηκε ότι έκατσε πολύ καλά και για το φθινόπωρο. Εντάξει, αυτό το τελευταίο κάπως το ξέραμε καλύτερα ότι θα είναι «επίκαιρο» γιατί οι ψηφιακές παπάτζες, οι «ευκολίες» των smart phones και ο διάλογος στον θαυμαστό κόσμο του διαδικτύου ήρθαν για να μείνουν· και για την ακρίβεια αργήσαμε πολύ να έχουμε ένα τέτοιο κείμενο στο περιοδικό, ένα κείμενο που το θεωρούμε πολύ βασικό για όποιον/όποια/όποιο θέλει να κάνουμε πολιτική παρέα. Αραδιάζοντας εν τω μεταξύ τα περιεχόμενα του 23ου τεύχους σ’ αυτή την παράγραφο, σας είπαμε και πώς τα δουλέψαμε.
Και τώρα, ίσως ο πραγματικός λόγος που τα κείμενα ετούτου του τεύχους γίνονται κάπως επίκαιρα. Κυκλοφορούσε η ιδέα μεταξύ μας εδώ και κάποια χρόνια ότι τα κείμενα αυτά δεν πρέπει να «βλέπουν» μόνο σε αυτό που λένε «επικαιρότητα»· πρέπει να έχουν μια άποψη για όσα γίνονται δημόσια και μας αφορούν και να μετατρέπεται αυτή η άποψη σε μια δημόσια υπερασπίσιμη γνώμη εκεί έξω. Πρέπει αυτά τα κείμενα να αντλούν από το παρελθόν, πρέπει να λειτουργούν ως «εργαλεία» για το παρόν, πρέπει να είναι χρήσιμα και στο μέλλον. Να μπορούν να λειτουργούν συνδυαστικά μεταξύ τους δίχως αντιφάσεις, να τα κάνουμε ταληράκια σε προφορικές κουβέντες σε στέκια και στον δρόμο, να ανατρέχει σε αυτά στο μέλλον η συνέλευση, να μαθαίνουμε και τίποτα όσο περνάει ο καιρός (αυτομόρφωση, που λένε), να τα χρησιμοποιούμε για εσωτερικούς λόγους με νέες συντρόφισσες και συντρόφους, να λειτουργούν ανταγωνιστικά βέβαια προς τα έξω, να εμπνέουν, να τα βλέπουμε πάλι, να τα διορθώνουμε, να τα εμπλουτίζουμε και άντε πάλι απ’ την αρχή. Με μια τέτοια μέθοδο, εκεί που τα «συμβάντα» επαναλαμβάνονται, αρχίζει να σχηματίζεται ένας μπούσουλας. Το περιοδικό είναι σημαντικό για τέτοιους λόγους: επειδή σου επιτρέπει σε έναν περιορισμένο όγκο χαρτιού να θυμάσαι τι λέγαμε πριν, πώς το λέγαμε, γιατί το λέγαμε, πώς συνδέεται με τα σημερινά. Εν τω μεταξύ, οι παλιές εμπειρίες ωριμάζουν μέσα μας και αποκτούν νέες συνδέσεις με το σήμερα. Οι νέες εμπειρίες μπαίνουν και αυτές στον ιμάντα της διαμόρφωσης γνώμης για το σήμερα.
Τώρα, το αναγνωστικό κοινό του 151 που βρίσκεται σε εγρήγορση θα δει και τις συνδέσεις μεταξύ των κειμένων αυτού του τεύχους. Έχοντας χωνέψει το κείμενο για την κρατική γραμμή μέσω σόσιαλ μίντια και το κείμενο για το «ακροδεξιό χαρτί» στη μεταπολίτευση και στο σήμερα, μπορεί κανείς να σκεφτεί τον τρόπο που αυτά σήμερα επανεμφανίζονται στα δυτικά της Θεσσαλονίκης το φθινόπωρο του 2021.
Ως αντιεξουσιαστές νεοσσοί στη Θεσσαλονίκη, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι στα δυτικά δεν πατούσαμε ποτέ, το μόνο δε που ξέραμε απ’ τη μακρινή Σταυρούπολη είναι το λεωφορείο με τον αριθμό 27 που ξέβραζε σάββατο βράδυ στο κέντρο τους περίεργους «κάγκουρες» και τα απογεύματα της ανοιχτής αγοράς κάποιες ταλαιπωρημένες φιγούρες εργατ(ρι)ών μεγάλων ηλικιών. Να σημειωθεί και ότι όποιος αντιεξουσιαστής έμπαινε στο 27 για να πάει στο κρατικό ψυχιατρείο Σταυρούπολης για το Ι5, φρόντιζε να γυρίζει μάνι-μάνι στο κέντρο, αφήνοντας πίσω του το απόκοσμο μέρος (όπως αποτυπώθηκε γλαφυρά και σε ραπ τετράστιχο το 2014:
«δεν είναι ψέμα πως αυτή η πόλη μ’ έχει τρελάνει/ ένα μεγάλο άντε γαμήσου από τη Θέρμη ως το Ποτάμι/ Θεέ μου τι λέω, μάνα ο γιος σου τα χάνει/ όλα οδηγούν Σταυρούπολη σαν το εικοσι-εφτάρι»).
Μια άλλη χώρα ήταν οριακά τα δυτικά. Εργατικές κατοικίες, ρώσικα να μιλιούνται στα μπαρ, αλβανικά στα σχολεία, οι κλασικές δυσκολίες κίνησης έξω απ’ τη γειτονιά με το 27 κτλ. Ο αντιεξουσιαστικός χώρος τότε, που ήταν σε μεγάλο βαθμό φοιτητόκοσμος απ’ όλη τη μακεδονία και τη θεσσαλία, ανέπτυσσε αυτή την μισοαπέχθεια, μισοαδυναμία να καταλάβει τι πλάσματα ζούσαν στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Όλο το βάρος της αντιεξουσιαστικής προπαγάνδας έπεφτε στο κέντρο, με δυτικά όρια τις Συκιές και ανατολικά την Τούμπα –πέραν αυτού ζούσαν βέβαια οι «φασίστες», δηλαδή κατά βάση αυτό που δεν ξέραμε και δεν καταλαβαίναμε, αυτό που όσο το βλέπαμε εχθρικά, αν και όποτε το βλέπαμε, άλλο τόσο μας έβλεπε κι αυτό, γιατί εξάλλου εκεί ήταν η γειτονιά του! Ο αντιεξουσιαστικός χώρος βέβαια δεν έκανε κάτι περισσότερο απ’ το να αναπαράγει αυτό που έκανε κι η υπόλοιπη αριστερά: βουτούσε στην ταξική υποτίμηση. Μόνο στον κόσμο της μικροπαραβατικότητας ξεπερνιούνταν αυτά τα όρια και σύνορα του κεκαλυμμένου ταξικού ρατσισμού και σκέτου ρατσισμού. Γιατί εκεί μιλούσαν μια γλώσσα κατανοητή απ’ τα δυτικά ως τα ανατολικά και πέραν Θεσσαλονίκης βάση κοινών βιωμάτων: τα ντίλια, οι φέρμες, τα ρούχα, οι μουσικές· και μετά ο κρατικός κιμάς: η πρέζα, οι εξακριβώσεις, τα δικαστήρια, τα ψυχιατρεία, τα μεταγωγών και πάει λέγοντας. Εν ολίγοις, θέλουμε να πούμε ότι το υπέδαφος ήταν έτοιμο από καιρό για να εμφανιστεί σήμερα οργανωμένο το πρόβλημα «φασίστες» στα δυτικά. Ήθελε απλά να βάλει το χεράκι της η ντόπια αριστερά και έπειτα να αναλάβει ο πολλαπλασιασμός των βίντεο και των κλικ. Τι χρησιμότητα έχει όλο ετούτο σήμερα; Χρειάζεται εθνική ενότητα/συσπείρωση σήμερα, τέτοια που να συμφωνούν όλοι απ’ την Καθημερινή ως την αριστερά ότι στα άγνωστα για όλους δυτικά παίζει «φασιστικό πρόβλημα» που χρήζει αντιμετώπισης; Ε, ναι! Η μεταπολίτευση λάμπει σε όλο το μεγαλείο της: «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά».
Οπότε τι; Θα το παίξει το κράτος και οι έλληνες φίλοι του ότι στα δυτικά η δεύτερη γενιά είναι ρατσιστές και φασίστες; Κοιτάξτε, όσο κι αν μας τσατίζει η φάση, η αλήθεια είναι ότι στη διαδικασία της διαχείρισης και της συκοφάντησης της λεγόμενης δεύτερης γενιάς μεταναστών είναι κι αυτό το κόλπο μέσα. Το είχαμε επισημάνει τον Ιούνιο του 2013 στο 2ο τεύχος του antifa negative “Greek History X: ο ρατσισμός, η δεύτερη γενιά και η
συκοφάντησή της” όταν μεταφράζαμε το παρακάτω:
«Ένα σαββατοκύριακο, κατά τα τέλη Μάη του 2001, ξέσπασε βία στους δρόμους του Γκλόντγουικ, στο Όλνταμ. Στα γεγονότα αυτά, που χαρακτηρίστηκαν οι πρώτες “φυλετικές ταραχές” στην Βρετανία, μετά την δεκαετία του ‘80, οι νεαροί Ασιάτες του Όλνταμ ήρθαν αντιμέτωποι με την αστυνομία και τους διαδηλωτές του Εθνικού Μετώπου, σε δύο νύχτες οργισμένης διαμαρτυρίας που επρόκειτο να αποτελέσουν το προανάκρουσμα παρόμοιων συγκρούσεων σε όλη την Αγγλία – στο Άϊλσμπουρι μια εβδομάδα αργότερα, στο Λίντς και το Μπέρνλεϊ τον Ιούνιο, στο Μπράντφορντ τον Ιούλιο. Η αναταραχή στο Όλνταμ είχε κι αυτή προαναγγελθεί από τις συγκρούσεις στο Λίτζετ Γκριν του Μπράντφορντ τον Απρίλιο, καθώς και από αρκετούς μήνες αυξανόμενης έντασης στο ίδιο το Όλνταμ. Η ένταση αυτή είχε άμεση σχέση αφενός με τους ισχυρισμούς της αστυνομίας της ευρύτερης περιοχής του Μάντσεστερ ότι στην πλειονότητά τους οι περισσότερες ρατσιστικές επιθέσεις στην περιοχή είχαν δράστες Ασιάτες και στρέφονταν κατά λευκών, ότι είχαν δημιουργηθεί “άβατες” περιοχές για τους λευκούς, ότι η επίθεση και ληστεία του ηλικιωμένου λευκού Γουόλτερ Τσάμπερλεν στις 21 Απριλίου είχε “φυλετικά κίνητρα”».
Φαίνεται λοιπόν ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Τώρα άμα θέλετε, ξαναδείτε αυτό το τεύχος – ίσως φανεί
χρήσιμο στην κουβέντα για το τι είδους κίνδυνο (και για ποιον) αναπαριστούν τα ΕΠΑΛ των εργατογειτονιών όλης της χώρας!