Όταν άρχισε να γράφεται αυτό το κείμενο, συνέβαινε μια πρόβα πολέμου στη Μαύρη Θάλασσα – στην επίσημη γλώσσα τη λένε «στρατιωτική άσκηση». Την κάνει το ΝΑΤΟ με συμμετοχή τριάντα χωρών και μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στα τέλη του περασμένου Ιουνίου συνέβη ούτε λίγο ούτε πολύ μια ανεπίσημη πρόβα πολέμου – στη δημοσιογραφική γλώσσα τη λένε «παραλίγο θερμό επεισόδιο». Ένα βρετανικό πλοίο που έφτασε αρκετά κοντά στα ρωσικά σύνορα δέχτηκε προειδοποιητικά πυρά για να οπισθοχωρήσει. Όπως έγινε γνωστό μετά, οι Άγγλοι έβαλαν πλάτη για να καταγράψει ένα αμερικάνικο ντρόουν – που πέταξε από την Κρήτη – τις ρωσικές αντιδράσεις απέναντι στο βρετανικό πλοίο. Ένας γελοίος που παριστάνει τον πρωθυπουργό της Αγγλίας αρκέστηκε να σχολιάσει για το περιστατικό: «ε εντάξει, είναι η αρκούδα» – δηλαδή αρκέστηκε να μη δώσει καν κάποιο πρόσχημα για τη δημιουργία πολεμικού επεισοδίου. Έχουμε την εντύπωση ότι η θερμοκρασία δεν ανεβαίνει μονάχα σε βαθμούς Κελσίου. Το παιχνίδι με τα σπίρτα περιλαμβάνει κράτη με ατελείωτους στρατούς, πυραύλους, πυρηνικά. Το παιχνίδι επίσης δεν είναι ουρανοκατέβατο. Αποτελεί έναν κρίκο στην αλυσίδα «ακατανόητων» εντάσεων σε μια ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει εκατέρωθεν απελάσεις Ρώσων, Τσέχων και Πολωνών διπλωματών, την «ανακάλυψη» τρομοκρατικών πυρήνων αποτελούμενων από Ουκρανούς και Ευρωπαίους υπηκόους στη Λευκορωσία, τις συλλήψεις νεοναζί δημοσιογράφων που περνιούνται για ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία επίσης και, γενικώς, μια ασταμάτητη κλωτσοπατινάδα γύρω από τη Βαλτική. Η Βαλτική δεν είναι η μόνη εστία έντασης.
Αν η φάση με το βίαιο κλείσιμο της αγοράς συνεχιστεί μάλιστα, δεν αποκλείεται να δούμε κι άλλες πιο απτές συνέπειες: κάτι εκατοντάδες χιλιάδες ανέργων από επιχειρήσεις που πηγαίναν ούτως ή άλλως για φούντο. Νέα προβλήματα για το ελληνικό κράτος. Απ’ αυτά μάλιστα που δεν λύνονται όσους μπάτσους κι αν προσλάβεις. Πολλές και διάφορες προτάσεις πέφτουν εδώ και δεκαετίες, πιο έντονα από το 2010 και δώθε, για το πώς θα ξεπεραστεί η ελληνική κρίση που αρμονικά δένει με την υγειονομική κρίση πια. Ίσως μία από τις πιο σοβαρές προτάσεις που έχει και δεξιά και αριστερή συνεννόηση είναι η ελληνική κοινωνία να επιζήσει πάνω στη δουλειά των μεταναστών για τρίτη φορά (μετά το 1991 και το 2015). Αυξάνοντας τον πληθυσμό της, να αυξήσει αυτούς που δουλεύουν σε παραγωγικούς τομείς που είναι απαραίτητοι. Η λύση αυτή είναι μάλλον και πιθανότερη από το να ρίξει η Ελλάδα το βάρος σε μια δική της αυτοκινητοβιομηχανία, ή ό,τι άλλη τρέλα γράφεται και λέγεται. Να βασιστεί δηλαδή στην εργασία του πάτου – θυμάστε; Αυτού που τρώει το περισσότερο ξύλο. Ό,τι και να κάνει το καλό μας κράτος πάντως – που ένα χρόνο τώρα πρόσεχε τους παππούδες – μαζί με τα αφεντικά του, το μήνυμα είναι ένα: η αστάθεια που παράγεται σε εξωτερικό του κράτους επίπεδο και αντανακλά μέσα του, πρέπει να εξισορροπηθεί με εσωτερική πειθάρχηση όσων δουλεύουν μέσα του. Τα σχέδια επί χάρτου λένε ότι πρέπει να αποκομιστούν τα μέγιστα οφέλη τόσο μέσα από τη συμμετοχή στους διακρατικούς ανταγωνισμούς όσο και μέσα από την εσωτερική πειθάρχηση.
Και από πειθάρχηση η φάση αν μη τι άλλο πήγε καλά φέτος και πέρυσι, έτσι δεν είναι; Το να υφίστανται οι κάθε είδους «ξένοι» στη χώρα ξύλο χωρίς οι Έλληνες να βγάζουν κιχ, το είχαν μάθει εδώ και δεκαετίες. Το να κάνουν οι Έλληνες ότι συμμετέχουν σε «απλώς στρατιωτικές ασκήσεις», χωρίς να προσφέρουν σε θυσίες και φέρετρα, είχε επίσης περάσει στο φόντο της μεταπολιτευτικά συμφιλιωμένης εθνικής συνείδησης. Αλλά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο μάθανε και ταχύρρυθμα πώς λειτουργεί μια λίγο-πολύ πολεμική οικονομία στο εσωτερικό, μάθανε πώς το περιβόητο Σύνταγμα και αυτό που λένε νόμους είναι κάτι κωλόχαρτα που ανακαλούνται ανά πάσα στιγμή αν το προστάξει η πατρίδα, μάθανε ακόμη-ακόμη να ζούνε παρέα με δεκάδες νέες πειθαρχήσεις και προσταγές (από οθόνες κινητού, από γιατρούς και ειδικούς) που τις επέβαλαν με μια φωνή η ενωμένη Δεξιά και Αριστερά του κράτους, ολάκερο το πολιτικό σύστημα, ζώντας σε μια κοινωνία που θυμίζει όλο και πιο πολύ στρατόπεδο! Όλα καλά λοιπόν για το ελληνικό κράτος και τους ρουφιάνους του; Ή όλα καλά προσωρινά. Είπαμε, τα σχέδια επί χάρτου δείχνουν ένα εκατομμύριο πιθανές λύσεις που είναι λίγο μούφα αν δεν εμπλέξεις μέσα στα νούμερα κανονικές κοινωνικές σχέσεις, ανθρώπους και την υλική πραγματικότητα που ζούνε. Οι εμπεδωμένες – λόγω κορωνοϊού – πειθαρχήσεις δεν είναι αρκετές για πάντα. Είναι αναβλητικές του ξεσπάσματος της κρίσης, λύσεις. Είναι πρόσκαιρα «μέτρα» που θεωρούμε ότι δεν αντέχουν σε μια όλο και πιο σκληρή υλική πραγματικότητα δίχως να αποκαλυφθούν ως νέτα-σκέτα πειθαρχήσεις που πατάνε πάνω σε οργανωμένες εκστρατείες διασποράς φόβου. Οι ρουφιάνοι του κράτους, μολονότι μπόλικοι στο φέισμπουκ, είναι ανίκανοι να κατεβάσουν την εκστρατεία τους στους δρόμους, τις πλατείες και τα σπίτια (αν δεν τους το πει και τους πληρώσει το κράτος δηλαδή, από τους Ατενίστας μέχρι τους κλασικούς Φασίστας). Ωστόσο πυροβολούν με φόβο, λάσπη, μεσοαστική ανωτερότητα και μίσος για τον ταξικό πάτο και τις μειονότητες του ελληνικού κράτους. Και τα παραδείγματα είναι πολλά μόνο από τον τελευταίο μήνα.
Παράδειγμα πρώτο. Το καλό μας κράτος που φροντίζει για τις ελευθερίες μας, για παράδειγμα, έχει εξαπολύσει εναντίον μας την «Επιχείρηση Ελευθερία». Το εμβόλιο δεν είναι υποχρεωτικό αλλά όποιος δεν το κάνει, δεν μπορεί να πάει σε μπαρ, διακοπές, γήπεδο και γενικώς είναι για κλωτσιές. Οι ρουφιάνοι εδώ σιωπούν γιατί έχουν πάει πρώτοι και έκαναν το εμβόλιο – δίχως να πληρωθούν μάλιστα ανέβασαν και φωτογραφίες στο φέισμπουκ για λόγους προπαγάνδας. Παράδειγμα δεύτερο. Οι μετανάστες προστατεύονται φυσικά από την αντιρατσιστική νομοθεσία (sic) και τη «δικαιωματική κουλτούρα» (δεύτερο sic) της αριστεράς, αλλά εδώ και μήνες βομβαρδιζόμαστε από κρατικής εμπνεύσεως φεμινισμό, έστω κι αν τον στηρίζουν άπασες οι δυνάμεις της αριστεράς, που κινητοποιείται σε επίπεδο δημοσιογραφίας και μπάτσων σε περιπτώσεις όπου βιαστές είναι μονάχα μετανάστες. Παράδειγμα τρίτο. Τελευταία, μάθαμε και ότι η δουλειά των Δήμων να ασπρίζουν τοίχους και να βάφουν καφάο με τα πορτρέτα του Καβάφη γίνεται για να μας ομορφύνουν το αστικό περιβάλλον (ξανά sic) και να μας μορφώσουν (κλαμα) – έστω και αν τελικά οι αριστεροί ρουφιάνοι ξεμπροστιάζονται επιδεικνύοντας το μίσος τους για την εργατική μικροπαραβατικότητα και αγκαλιάζουν τις πολιτικές μηδενικής ανοχής εις βάρος της.
Λυτοί και δεμένοι λοιπόν, αριστεροί και δεξιοί κάνουν ό,τι μπορούν για να μας μαντρώσουν, να φροντίσουν να πειθαρχούμε, να μας μάθουν τι είναι ελευθερία, τι είναι γυναικεία καταπίεση, πώς πρέπει να είναι διαμορφωμένες οι γειτονιές μας, προσπαθούν να μας μάθουν πώς να ζούμε και βασικά προσπαθούν να μας αλλάξουν τα φώτα. Ε, ας μείνουμε λίγο στη λέξη «προσπαθούν». Μολονότι συνεχώς θαυμάζουμε τα νέα βάθη της φαντασίας τους σε επίπεδο προσταγών που μας απευθύνουν, δεν αγανακτούμε κιόλας ακριβώς. Αγαλλιάζουμε μάλιστα που και που, γιατί βλέπουμε αυτούς να αγανακτούν. Αγανακτούν που ο προπαγανδιστικός πάταγος τρώει πόρτα από την πάρτη μας και χιλιάδες άλλους σαν κι εμάς. Αγανακτούν που θυμόμαστε και βάζουμε σε λογική σειρά αυτά τα ακατανόητα και ασύνδετα «γεγονότα» που μας συμβαίνουν. Αγανακτούν που παράγουμε συλλογικές γνώμες, τις αποτυπώνουμε σε αφίσες και χίλια δυο άλλα και τις κολλάμε έξω από τα σπίτια τους. Αγανακτούν που με αυτή τη δουλειά τσακίζουμε τους μύθους που τόσα χρόνια – τι χρόνια, δεκαετίες – καλλιέργησαν με μέθοδο.
Τον τελευταίο μήνα επισκεφτήκαμε και στηρίξαμε, για παράδειγμα, τρεις δράσεις σε γειτονιές-αλλοτινά «προπύργια» των φασιστών στην Πανόρμου, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη (Ξηροκρήνη, δυτικά της πόλης για όποιον δεν ξέρει). Ναι, εντάξει «φασιστικά προπύργια» κατά την αριστερή προπαγάνδα και την επιστημονική φαντασία, όχι αληθινά φασιστικά προπύργια. Στην ουσία αυτές οι περιοχές δεν είναι ούτε προπύργια ούτε γκέτο. Είναι γειτονιές ταξικά και εθνικά πολωμένες, σαν όλες – και αν τις «ξύσεις», βγαίνει κάτω από τη μπογιά το σκληρό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένες. Πώς τις «ξύσανε» αυτές τις γειτονιές οι σύντροφοι, που είναι σάρκα απ’ τη σάρκα τους; Με spray και γκραφίτι, με ανοιχτά μικρόφωνα και αφίσες, με πάγκους με έντυπα και βιβλία, με αυτοκόλλητα που κολλήθηκαν παντού, με μπασκετάκια οργανωμένα από εμάς για εμάς (μπορεί να μην είχε κύπελλο, αλλά είχε κερκίδα!). Και, ω του θαύματος, στις γειτονιές που τάχα κυριαρχούσαν οι φασίστες, έψαχνες φασίστα με το μικροσκόπιο. Για του λόγου το αληθές, ο φασίστας-σπρίντερ που πήγε να σβήσει ένα αντιφά γκραφίτι στην Ξηροκρήνη είναι βέβαιο ότι κατάλαβε τη ματαιότητα του έργου του: πήγε αγχωμένος, τσακώθηκε με τις κυρίες της πλατείας και απείλησε μια απ’ αυτές προκειμένου να υπερασπιστεί το δυσάρεστο έργο του και εν τέλει απέτυχε, γιατί το γκραφίτι είχε επανέλθει στη θέση του μια ώρα αργότερα κατόπιν ειδοποίησης. Αυτή είναι η δυστυχία του να είσαι φασίστας σε γειτονιές που είσαι βασικά μειοψηφία, σε γειτονιές που ανήκουν στις εργατικές φιγούρες που καταλαμβάνουν πρόθυμα τον δημόσιο χώρο, σε γειτονιές που ψάχνεις με το τουφέκι κανέναν να μιλάει ελληνικά. Περαστικά λοιπόν! Αλλά το παράδειγμα αυτό είναι ενδεικτικό για το πώς τα σχέδια επί χάρτου μπορεί και να τσακίσουν. Είναι παράδειγμα που μας γεμίζει ικανοποίηση. Παράδειγμα που μας δείχνει ότι καθόλου λίγοι δεν είμαστε, όταν μιλάμε μεταξύ μας, βρισκόμαστε, οργανωνόμαστε. Φυσικά, μένουν μπόλικα να κάνουμε. Όχι μόνο στις γειτονιές, στην οργάνωση μεταξύ μας, αλλά και απέναντι στη συνήθεια του φόβου, τη συνήθεια του να ζούμε σε μια κοινωνία-στρατόπεδο και έναν πλανήτη σε πόλεμο.
Antifa negative, 07.2021