Όλο το 2018 και η αρχή του νέου έτους μας δόθηκαν κάπως έτσι: μια κεντρική αντιπαράθεση γύρω από το πώς θα ονομαστεί το γειτονικό κράτος της Μακεδονίας έφερε αντιμέτωπες την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, συγκρούστηκαν οι «πιο» πατριώτες με τους λιγότερο, ή οι εθνικιστές με τους ρεαλιστές, και εν τέλει υπογράφηκε η Συμφωνία των Πρεσπών που ήταν και η καλύτερη επίλυση του χρόνιου προβλήματος που άκουγε στο όνομα «μακεδονικό». Ο λαός ξεσπάθωσε στα σόσιαλ μίντια και στα συλλαλητήρια, έκατσε και άκουσε και κυρίως μάλωσε –μια μέρα σκότωσε και έναν Αλβανό μετανάστη μετά από έναν τέτοιο τσακωμό– και εν τέλει έκανε τον εμπνευστή της Συμφωνίας των Πρεσπών, πρώην υπουργό εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά περήφανο, μιας και κάθε έλληνας ασχολήθηκε με την εξωτερική πολιτική της χώρας. Στο ερώτημα του αν είμαστε υπέρ ή κατά της Συμφωνίας που υπογράφηκε εμείς ανήκουμε –και όχι μόνον εμείς ευτυχώς– σε εκείνο το ξενέρωτο είδος ανθρώπων που αρνείται να απαντήσει (το έχουμε ξαναπαίξει αυτό το χαρτί και σε άλλες μεγάλες εποχές, όπως του δημοψηφίσματος). Είναι αυτή η ενστικτώδης απάντηση που έχουμε στο τσεπάκι γιατί ριζοσπαστικοποιηθήκαμε σε έναν αντι-κρατικής κατεύθυνσης πολιτικό χώρο, οπότε κουβαλούσαμε ανέκαθεν αυτή τη δυσπιστία προς τα ερωτήματα που βάζει το κράτος. Τώρα βέβαια πια, πεντέμιση χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία αυτού του περιοδικού και δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη ύπαρξη αυτής της τάσης, μπορούμε να επιστρατεύσουμε σε αυτό το κείμενο και δυο λόγια παραπάνω πέρα από το αλάθητο, πιστεύουμε, ένστικτό μας.
Το να πεις εξάλλου ότι δεν απαντώ σε κρατικά ερωτήματα που σου τίθενται πιεστικά δεν είναι δα και καμία ανθελληνική στάση. Θέλει πολιτικά εργαλεία που προκύπτουν από την επεξεργασία προηγούμενων εμπειριών για να μπορέσει κανείς ούτως ή άλλως να διαχειριστεί τον πανικό και το χάος πληροφοριών και βλακείας που εκτίθεται συνήθως στα μούτρα μας υπό συνθήκες πίεσης. Όταν κάποτε ωριμάσουμε και τελείως ίσως να μην μας ακουμπάει καν ο πανικός του κυρίαρχου λόγου και κρίνουμε άμεσα από τα μέχρι τώρα δεδομένα που έχουμε μαζέψει. Έστω τώρα, αργά, ας δούμε αυτά τα δεδομένα. Θυμόμαστε πως έχουμε γράψει ήδη δύο κείμενα για το λεγόμενο «μακεδονικό» μέσα στο 2018. Θυμόμαστε επίσης πως έχει γραφτεί ήδη ένα κείμενο για το ελληνικό κράτος και τις περιπτώσεις που αυτό δεν εμφανίζεται να έχει ενιαία πολιτική, όπως π.χ. στην περίπτωση της συζήτησης περί διάκρισης εκκλησίας κράτους (βλ. το κείμενο “Το κράτος δεν τρώει από τις σάρκες του!”, 0151 τ. 9, 10/2016). Ας πιάσουμε πρώτα αυτό το ζήτημα. Σε εκείνο το κείμενο λέγαμε πως το ελληνικό κράτος συνιστά έναν θεσμό που αποκρυσταλλώνει κοινωνικές συγκρούσεις, ενίοτε διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, και συμπυκνώνει τους τόπους συνεύρεσής τους. Ξεθάβαμε το παράδειγμα της ιστορικής πρόσδεσης της Εκκλησίας στο ελληνικό κράτος για να πούμε πως οι παπάδες άρχισαν να μισθοδοτούνται από την ελληνική πολιτεία όταν εκείνη τους χρειαζόταν σαν πράκτορες κατά την επέκτασή της στις Νέες Χώρες της Μακεδονίας, μιας και αυτό που συνέβαινε νωρίτερα ήταν οι παπάδες να άγονται και να φέρονται σε επίπεδο εθνικής ιδεολογίας με βάση ποιο ποίμνιο τους τα έσκαγε. Οι παπάδες έτσι συγκρότησαν μια επαγγελματική κατηγορία πια, προσδεμένη στα συμφέροντα του ελληνικού κράτους, λογοδοτώντας στην ιεραρχία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και εκπροσωπούμενη από αυτήν ενώπιον της πολιτικής ηγεσίας. Το ίδιο συνέβη και με λιγότερο κρίσιμες για τη διάδοση των εθνικών ιδεωδών ομάδες κατά τη μακρά ιστορία του ελληνικού κράτους: τους φαρμακοποιούς, τους καθηγητές σχολείων αλλά και πανεπιστημίων, τους οικοδόμους και άλλους. Κάθε επαγγελματική κατηγορία και κάθε κοινωνική ομάδα που αυτή εκπροσωπεί, κάθε πολιτική τάση που συσπειρώθηκε γύρω από κάποιον φιλόδοξο πολιτικό ή στρατιωτικό είχε το μερτικό της στο χτίσιμο αυτού του έθνους. Είναι προφανές ότι όλες αυτές οι ομάδες που σιγά-σιγά γίνονταν κράτος και εθνικός κορμός παράλληλα δεν τα έβρισκαν σε όλα μεταξύ τους. Αν, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του 2018 μια σειρά συλλόγων Ποντίων και Μικρασιατών που κάποτε είχαν πάρει οικόπεδο κατά τον εποικισμό της Μακεδονίας και έπειτα είχαν οργανωθεί εκ νέου στον εμφύλιο σε παρακρατικά τάγματα και έπειτα είχαν οργανωθεί ξανά από τη δεξιά επ’ ευκαιρία της άσκησης πίεσης στους σλαβομακεδόνες, αν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι έπαιρναν θέση κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών ακολουθώντας τη γραμμή που έπαιξε η ελληνική δεξιά, μάλλον δεν θα πέφταμε από τα σύννεφα ε; Αν από την άλλη, οι καθηγητές των σχολείων που στελεχώθηκαν από τη δεκαετία του ’80 και μετά από την κρατική αριστερά, δεν χαλιούνταν και τόσο από τη Συμφωνία των Πρεσπών και πάλι δεν θα έπρεπε να μας κάνει να πέσουμε από τα σύννεφα υποθέτουμε. Τα παραδείγματα είναι δεκάδες και αν τα συνοψίσουμε θα καταλάβουμε καλύτερα όσα λέγαμε σε εκείνο το κείμενο, αλλά και σε αυτό εδώ, γύρω από το ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει απαραίτητα μια πολιτική ή μία και μόνο τακτική ακόμα και σε ζητήματα εθνικά· και αυτό δεν σημαίνει διόλου πως η μία τάση είναι λιγότερο πατριωτική από την άλλη. Ας πούμε, το ζήτημα του αν οι Μακεδόνες γείτονες θα τρώνε bullying μέσω υπερ-εθνικών θεσμών και banks αντί για τανκς δεν αποτελεί σύγκρουση μεταξύ μιας εθνικιστικής και μιας αντι-εθνικιστικής γραμμής, αλλά διαφορετικές τακτικές μιας και μόνο εθνικιστικής γραμμής. Αυτό το κριτήριο είναι βασικό για να αντιληφθούμε τα όρια του δημόσιου, δηλαδή κρατικού, διαλόγου του 2018 γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Δίπλα στα παραπάνω πρέπει πιστεύουμε να προσθέσουμε και τις μικρές ή τις μεγάλες συγκυρίες που συνέτρεχαν για να καταλάβουμε καλύτερα την όξυνση αυτού του ευγενούς διαλόγου που περιλάμβανε κάποια από τα μεγαλύτερα εθνικά drag show που έχει δει η χώρα σε Σύνταγμα και Λευκό Πύργο, καταλήψεις σχολείων από τα πάνω, απειλές κατά της ζωής βουλευτών και υπουργών, τρομοκράτηση των σλαβομακεδόνων μειονοτικών, διάλυση της κυβερνητικής συμμαχίας και, από την άλλη, νόμπελ ειρήνης (πόσα νόμπελ θα πάρει πια αυτή η κυβέρνηση…;), επικούς συριζαϊκούς λόγους στη βουλή με αναφορές στη Μίρκα Γκίνοβα και την επίλυση ενός μεγάλου θέματος του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών σχετικά με την προς Βορρά απειλή. Η μικρή συγκυρία είναι εύκολη βέβαια· το Μάιο έρχονται τριπλές εκλογές: ευρω-εκλογές και δημοτικές/περιφερειακές. Εκτός απροόπτου, τον Σεπτέμβρη ακολουθούν και οι εθνικές εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι η υπογραφή της Συμφωνίας έγινε εν αναμονή τεσσάρων εκλογικών αναμετρήσεων και αν μη τι άλλο, οι τόνοι όφειλαν να είναι οξυμμένοι. Τα πράγματα σε σχέση με την όξυνση αυτή μοιάζουν εξάλλου περισσότερο κατανοητά αν δούμε και τη μεγάλη συγκυρία. Το ανάχωμα που έθετε η ελλάδα σε σχέση με την είσοδο της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, κρατούσε τη χώρα αυτή σε ένα μετέωρο καθεστώς μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας στο οποίο η Ρωσία, ως κληρονόμος της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, μπορούσε να ποντάρει. Ήταν επόμενο, λοιπόν, η Ρωσία να βλέπει τη Συμφωνία των Πρεσπών όπως ο διάολος το λιβάνι (βλ. τα ακραία τζαρτζαρίσματα ελληνικού ΥΠΕΞ και Ρωσικής Πρεσβείας στην Αθήνα που έφτασαν μέχρι την αποπομπή Ρώσων διπλωματών αλλά και τη συνεπή κάλυψη των νεοναζί μπαχάλων από το ρωσικό κανάλι RT). Και το ίδιο συνέβη και με τους φίλους της Ρωσίας και δηλωμένους εχθρούς των Αμερικάνων και του ΝΑΤΟ (από το ξεφτιλισμένο ΚΚΕ που αρνήθηκε την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας μέχρι τους νεοναζί, τους πληρωμένους ΠΑΟΚτσήδες του Ιβάν Σαββίδη, διάφορες ομάδες αριστερών και αντιεξουσιαστών και τους ναρίτες του Luben). Και πάλι όμως η αντιπαλότητα των δύο τάσεων δεν θα έπρεπε να μας κάνει να χάσουμε από μπροστά μας κάτι άλλο. Τις σιωπηρές συμφωνίες των δύο πόλων!
Δεύτερο σημείο εκκίνησης: θυμόμαστε, επίσης, ότι στο περιοδικό έχει γραφτεί ένα κείμενο με τίτλο «Όταν το κράτος (δεν) δουλεύει» (0151, τ. 8, 06/2016). Εκείνο το κείμενο υποστήριζε αφενός πως το ελληνικό κράτος έχει τα δικά του συμφέροντα και τη δική του ατζέντα, με βάση τα οποία διαμορφώνει τις στρατηγικές του. Αφετέρου πως η διαχείριση των μειονοτήτων και των μεταναστ(ρι)ών αναδεικνύει ακριβώς αυτή τη συνέχεια των πολιτικών του ελληνικού κράτους μέσα στο χρόνο. Τρίτο συμπέρασμα του κειμένου ήταν πως η ελληνική αριστερά, μακράν του να αποτελεί αντίπαλο των κρατικών πολιτικών, είναι κομμάτι τους. Τέταρτον, υποστηριζόταν πως το ελληνικό κράτος είχε στην πλάτη του μια εξαιρετικά επιθετική πολεμική ιστορία καθώς πέτυχε να τριπλασιάσει τα αρχικά του σύνορα στα πρώτα 100 χρόνια της ύπαρξής του, συμμετέχοντας σε ή ξεκινώντας το ίδιο περισσότερες από 10 πολεμικές επιχειρήσεις. Αντλώντας από το παράδειγμα της κατάληψης των Νέων Χωρών της Μακεδονίας, το κείμενο αναδείκνυε πως το ελληνικό κράτος εφαρμόζει τεχνικές διακυβέρνησης με ιστορικό βάθος δεκαετιών, αναπτύσσει ιδεολογική προπαγάνδα μέσω της εκπαίδευσης και της εκκλησίας, αναζητά τους κοινωνικούς του συμμάχους, που με τη σειρά τους νέμονται υλικά οφέλη και προνόμια. Πώς συνεχίζεται, όμως, η συζήτηση στη σημερινή συγκυρία; Στις κουβέντες που κάναμε σήμερα, διαπιστώσαμε ότι στο δημόσιο διάλογο (sic), το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να θεωρείται «ανοργάνωτο, γιατί δεν προστατεύει τα συμφέροντά του». Ο πρωθυπουργός είναι προδότης και ανιστόρητος, η κυβέρνηση τα παίρνει από τον Σόρος κ.τ.λ. Ωστόσο, η δική μας κακεντρέχεια μας ωθεί να συμπεράνουμε πως το κυβερνητικό προσωπικό του ελληνικού κράτους δουλεύει μια χαρά. Κι αυτό, καθώς παρά τις διαφορές πολιτικής γραμμής, εν τέλει όλοι οι αντιπαρατιθέμενοι πόλοι έχουν τις σιωπηρές τους συμφωνίες, μιλώντας τη γλώσσα των ελληνικών συμφερόντων. Ακολουθούν μερικά συμπεράσματα που βγάλαμε· που, ταυτόχρονα, αποτελούν και τις κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες μας βοηθούν να πάρουμε θέση στη συγκυρία:
- Το ελληνικό κράτος παριστάνει ότι έκανε σκληρούς συμβιβασμούς,[1] αλλά ενώ οι γείτονες άλλαξαν τα πάντα, εκείνο δεν άλλαξε τίποτα. Το μακεδονικό κράτος από δω και πέρα θα λέγεται «Βόρεια Μακεδονία» και η μοναδική σκέτη «Μακεδονία» θα είναι η ελληνική. Εδώ έγκειται και η μεγάλη μαεστρία του ελληνικού κράτους: εμφανιζόμενο ως διαχειριστής των ‘ακραίων’ εθνικιστικών εκφράσεων των συλλαλητηρίων για το όνομα της Μακεδονίας, μπορεί να φλυαρεί για τον κίνδυνο της ακροδεξιάς και ταυτόχρονα να πλασάρει το δικό του εθνικισμό ως μη-ακραίο. Το μόνο σίγουρο, όμως, είναι πως τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους είναι δεμένα με μια εννοιολόγηση για το τι είναι ελληνικό, τι είναι εθνικός κορμός. Μας λέει, λοιπόν, ο κ. Κοτζιάς: «Το πρόβλημα είναι πως το κράτος ασχολείται πιο πολύ με τη γεωπολιτική ενώ για τους πολίτες το θέμα της ταυτότητας είναι πιο σοβαρό. Η ταυτότητα των Ελλήνων όμως δεν εθίγη».[2] Και όποια διαβάσει το κείμενο που συνυπέγραψαν τα δύο κράτη καταλαβαίνει κατευθείαν ποιο εκ των δύο είναι το ‘ριγμένο’ από τη Συμφωνία. Στα άρθρα 7 και 8, βλέπουμε ότι η ελλάδα είναι αυτή που διατηρεί το δικαίωμα να συνδέει τη δική της μακεδονία με τον ‘ελληνικό πολιτισμό’ και την τρισχιλιετή της παρουσία στην επιφάνεια της γης. Το νεοβαπτιζόμενο κράτος αναγνωρίζει ότι δεν έχει καμία σχέση με τον «αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρoνομιά» της μακεδονίας [άρθρο 7(3),(4)]. Εκτός αυτού, δεσμεύεται να αλλάξει τη διαμόρφωση του εθνικού του εκπαιδευτικού προγράμματος αφαιρώντας οτιδήποτε αναφέρεται με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχαία (ελληνική) ιστορία και πολιτισμό που συνιστούν αναπόσπαστο συστατικό της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς της ελλάδας. Και για τους πιο δύσπιστους: αποφασίζεται να αφαιρεθεί το σύμβολο του Ήλιου της Βεργίνας από όλους τους δημόσιους χώρους καθώς και να αποσυρθεί από κάθε δημόσια χρήση [άρθρο 8 (2),(3)].[3] Αλλάξτε όνομα, αλλάξτε σύνταγμα, αλλάξτε ιστορία, αλλάξτε σημαία: ιδού οι εντολές του ελληνικού κράτους. Την ίδια στιγμή, φυσικά, «ουδέποτε τέθηκε ζήτημα περιορισμού χρήσης του όρου Μακεδονία ως προς την Ελλάδα, η οποία το διατηρεί στο ακέραιο (π.χ. Αεροδρόμιο «Μακεδονία»).»[4] Επικυρώνεται, λοιπόν, ότι η ελληνική ταυτότητα έχει ιστορία από τα αρχαία χρόνια, άξιος εκφραστής της οποίας είναι σήμερα ο ελληνικός λαός. Και το ελληνικό κράτος γνωρίζει πως να περιφρουρήσει τους πολίτες του και τα αναφαίρετα δικαιώματά τους, βεβαίως βεβαίως.
- Κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους δεν θίγει τον οικονομικό και θεσμικό ελληνικό ιμπεριαλισμό στη Μακεδονία και τους ασύμμετρους συσχετισμούς δύναμης. Περιγράφοντας τα οφέλη της Συμφωνίας των Πρεσπών, το Υπ. Εξωτερικών τονίζει τι έχανε το ελληνικό κράτος όσα χρόνια δεν είχε επιτευχθεί κάποιου τύπου συμφωνία: «Απουσιάζουν βασικές συμφωνίες, όπως Συμφωνία Προστασίας Επενδύσεων και Αποφυγής Διπλής Φορολογίας και όλες οι άλλες σύγχρονες οικονομικές συμφωνίες και συμφωνίες οδικών και σιδηροδρομικών συγκοινωνιών, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η έλλειψη για τις επενδύσεις μας στη γείτονα, για τις εξαγωγές μας, για την οδική, σιδηροδρομική και ενεργειακή διασυνδεσιμότητα, για το λιμένα Θεσσαλονίκης και τη φυσική του οικονομική ενδοχώρα.»[5] Στην συζήτηση στη Βουλή αναφορικά με τη Συμφωνία, ο Κατρούγκαλος δεν μάσησε τα λόγια του σημειώνοντας πως τα οφέλη της Συμφωνίας επεκτείνονται σε όλα τα μικρομεσαία και υψηλά στρώματα των ελλήνων παραγωγών μέσω της νομικής κατοχύρωσης των ελληνικών προϊόντων καθώς μόνο αυτά θα μπορούν να φέρουν την ονομασία προέλευσης ‘Μακεδονία’. Με τα λόγια του ίδιου: «όχι απλώς μόνο τα ελληνικά προϊόντα θα έχουν κατοχύρωση, αλλά δεν θα είναι δυνατόν και στο μέλλον παρά μόνον ελληνικά προϊόντα να έχουν παρόμοια κατοχύρωση, διότι προϊόντα ονομασίας προέλευσης έχουν πάντοτε προστασία σε σχέση με μια γεωγραφική περιφέρεια όπως είναι η ελληνική Μακεδονία κι όχι με ολόκληρα κράτη, όπως είναι η Βόρεια, στο μέλλον, Μακεδονία.»[6] Στο ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας, εξάλλου, στα άρθρα που αφορούν την οικονομική συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της ενέργειας [πετρέλαιο και φυσικό αέριο, άρθρο 14(4)], των μεταφορών [άρθρο 14(5)], του τουρισμού [άρθρο 14(8)], του διακρατικού αστυνομικού ελέγχου των εμπορευμάτων και των δραστηριοτήτων [άρθρο 16(1)].[7] Και, φυσικά, για να μην παραπονιούνται οι έλληνες καραβανάδες πως χάνουν λεφτά, το άρθρο 17 αναφέρεται στη μεταφορά τεχνογνωσίας (μέσω της εκπαίδευσης του στρατιωτικού προσωπικού) και κοινών στρατιωτικών ασκήσεων.
3) Κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους δεν θίγει το ζήτημα της μειονότητας, η οποία ακόμα και σήμερα υφίσταται παρακολούθηση και διώξεις· έναν πόλεμο χαμηλής έντασης. Εμείς, από τη μεριά μας, επιλέγουμε να επικεντρώνουμε στις μειονότητες επειδή αναγνωρίζουμε τη σημασία που είχαν ιστορικά για την οικοδόμηση του ελληνικού έθνους-κράτους. Αφενός επειδή από τις απαρχές της ίδρυσής του –αλλά ιδίως μετά την προσάρτηση των Νέων Χωρών στις αρχές του 20ου αιώνα– το ελληνικό κράτος έπρεπε να διαχειριστεί έναν ανομοιογενή πληθυσμό, χρησιμοποιώντας ως εργαλεία για την οικοδόμηση της ελληνικής ταυτότητας τη γλώσσα και τη θρησκεία. Αλλά ακριβώς με βάση αυτά τα κριτήρια υπήρχαν πληθυσμοί που περίσσευαν. Η διαχείριση εκείνων των πληθυσμών περιλάμβανε βία, αποκλεισμούς, εξορίες, απαγόρευση γλωσσών, κλοπή περιουσιών, χωροταξική περιθωριοποίηση. Και η υπενθύμιση αυτών των κινήσεων κρίνουμε πως δεν πρέπει να μένει στα χέρια των ελάχιστων εκείνων ακαδημαϊκών που –με τον ένα τρόπο ή τον άλλο– επιθυμούν ένα πιο συμπεριληπτικό ελληνικό κράτος, που θα έρθει σε αρμονία με το ένοχο παρελθόν του. Αντίθετα, νομίζουμε πως πρέπει να είναι ένα κινηματικό εργαλείο ενάντια στην ελληνικότητα ως σχέση εξουσίας.
Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο ασχολούμαστε με τις μειονότητες σχετίζεται με την οπτική μας για το ρατσισμό. Σε αντίθεση με όσους συνδέουν το ρατσισμό με τη μετανάστευση, εμείς ακολουθούμε την αντίστροφη πορεία: συνδέουμε το ρατσισμό με την ιδιότητα του (έλληνα) πολίτη. Ακριβώς επειδή μέσα στην κανονική συνθήκη θα βρούμε εκείνη την κατάσταση εξαίρεσης που καθιστά την κανονικότητα διανοήσιμη. Ή, για να το πούμε πιο απλά, η ιδιότητα του έλληνα πολίτη προϋποθέτει και στηρίζεται στο ρατσισμό τόσο απέναντι στις μειονότητες όσο και απέναντι στους μετανάστες, ως τη βασική παράμετρο που καθορίζει τη διαχείριση της ετερογένειας του πληθυσμού. Η υποτιθέμενη ‘ανυπαρξία’ της μακεδονικής μειονότητας είναι το αντίστοιχο της παρανομοποίησης των μεταναστ(ρι)ών στα πλαίσια του θεσμικού ρατσισμού. Πιο συγκεκριμένα, η διαχείριση των μειονοτικών πληθυσμών τα τελευταία 100 χρόνια έχει παράσχει στο ελληνικό κράτος όλα εκείνα τα εργαλεία που θα χρησιμοποιούσε από τα ‘90s και μετά για να ελέγξει τους/τις μετανάστες/μετανάστριες. Γνώριζε τη σπουδαιότητα του δημόσιου χώρου, της χωροταξίας των πόλεων, της κοινωνικής αναπαραγωγής, της πολιτισμικής έκφρασης των κοινωνικών ομάδων, της δυναμικής των πολυεθνικών κοινοτήτων. Την ίδια στιγμή, γνώριζε την υλικότητα όλων των παραπάνω. Και τους τρόπους επίτευξης της αφομοίωσης, τα εργαλεία ενίσχυσης της ετερογένειας των μειονοτικών ομάδων και τις μεθόδους περιφρούρησης της ομοιογένειας της ελληνικότητας.
Όσα έχουμε ήδη γράψει συνιστούν τους λόγους για τους οποίους το ελληνικό κράτος δεν πρόκειται να αναγνωρίσει τη μακεδονική μειονότητα ως τέτοια· και σε αυτό το πλαίσιο σίγουρα δεν είναι τυχαίο πως στο κείμενο της Συμφωνίας (άρθρο 7) δεν αναγνωρίζεται η μακεδονική εθνικότητα αλλά η μακεδονική υπηκοότητα. Στην ουσία μπαίνει η ταφόπλακα οποιασδήποτε συζήτησης γύρω από τη μειονότητα και εξασφαλίζεται ότι κανείς δεν θα ψέξει την ελλάδα για τη γενοκτονία της μειονότητας αυτής στα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο και αν μας λένε ότι η μεταπολίτευση τελείωσε, ουσιαστικά η Συμφωνία των Πρεσπών αντανακλά εσωτερικά έναν πυλώνα της εθνικής συμφιλίωσης μιας και η αριστερή κυβέρνηση εξασφαλίζει πως η εθνοκάθαρση των παλιών σλαβομακεδόνων συντρόφων περνάει οριστικά και επισήμως στη λήθη. Με τα λόγια του Υπουργείου Εξωτερικών: «[α]παλείφεται οποιαδήποτε, έστω έμμεση, δυνατότητα διεκδίκησης «δικαιωμάτων» για δήθεν μειονότητα στη χώρα μας. Η γειτονική μας χώρα δεσμεύεται ότι «τίποτα στο Σύνταγμα της όπως ισχύει σήμερα ή θα τροποποιηθεί στο μέλλον» δεν θα μπορεί να αποτελέσει βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας «περιλαμβανομένης της προστασίας του καθεστώτος και των δικαιωμάτων οιωνδήποτε προσώπων δεν είναι πολίτες της» [άρθρο 4(3)]. Το Σύνταγμά της τροποποιείται με τρόπο που εξασφαλίζεται η στήριξη μόνο στους πολίτες της και στη Διασπορά της (και όχι «στο μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες», όπως αναφέρεται έως σήμερα)».[8] Συνιστούν τους λόγους για τους οποίους ένα δημοσίευμα στο BBC, με τίτλο “Η αόρατη μειονότητα της Ελλάδας –οι Μακεδόνες Σλάβοι”, έγινε αιτία για να ακολουθήσει διάβημα του έλληνα πρέσβη στο ηνωμένο βασίλειο· με αποτέλεσμα να διορθωθούν δυο-τρία σημεία του δημοσιεύματος.[9] Η σημαντικότερη αλλαγή είναι η αφαίρεση μιας πρότασης που έγραφε πως: «η συμφωνία για το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας απαιτεί από τα Σκόπια να αλλάξουν το Σύνταγμά τους, αφαιρώντας αναφορές σε ‘μειονότητα’ στην Ελλάδα» και η προσθήκη του εξής αποσπάσματος: «Η Συμφωνία των Πρεσπών λέει ότι η ιθαγένεια (nationality) των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας είναι ‘Μακεδονική /πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας’ –το οποίο, όπως τονίζει η ελληνική κυβέρνηση, δεν εικάζει ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας (ethnicity)».[10] Μπορούμε, λοιπόν, με σχετική σιγουριά να πούμε πως το ελληνικό κράτος –παρά τη Συμφωνία των Πρεσπών, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας αυτής– συνεχίζει να δρα ενάντια στη μακεδονική μειονότητα. Τα δικαστήρια που έγιναν στις 12 Μαρτίου στις Σέρρες ενάντια στα υπολείμματα αυτής της μειονότητας και η δράση των παρακρατικών στα χωριά τους όλο τον Φεβρουάριο του 2019 αυτό ακριβώς μας δείχνει.
4. Κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους δεν χαλιέται –ίσα-ίσα- από το ότι η επίλυση του μακεδονικού προωθεί τη στρατηγική της απερίσπαστης εστίασης στην Τουρκία. Σκεφτόμαστε πως στην πραγματικότητα αυτός θα μπορούσε να είναι ένας λόγος για τον οποίο αυτή η συμφωνία έλαβε χώρα αυτή την περίοδο. Η σταθερότητα στα Βαλκάνια, που ευαγγελίζεται το ελληνικό κράτος, είναι τόσο η αυτοδιαφήμιση του στους δυνατούς του συμμάχους, όπως τις Η.Π.Α., όσο και η κωδική ονομασία της στροφής του κρατικού βλέμματος στα ανατολικά του σύνορα. Τόσο ο Κατρούγκαλος («Η Συμφωνία των Πρεσπών ξεκινά μία νέα περίοδο καλών, φιλικών διμερών σχέσεων και συνεργασίας, σημαντικότερο όμως, σταθεροποιεί την περιοχή των Βαλκανίων και δίνει πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο να ξοδέψουμε εκεί που πραγματικά θα μετρήσει, στα ανατολικά της χώρας μας»)[11], όσο και ο Κοτζιάς (ο οποίος δήλωσε σχετικά με την ένταξη της Τουρκίας στην ε.ε. πως «[δ]εν υπάρχει άλλη χώρα που θα είναι πιο κερδισμένη από αυτό. Τα ονοματολογικά δεν είναι τίποτα μπροστά στο βάρος που έχει για εμάς αυτό το πρόβλημα»)[12] είναι αρκετά ειλικρινείς. Ακόμα και στην περιβόητη δήλωση Καμμένου περί εικοσάλεπτου πολέμου σε περίπτωση που τα ελληνικά τεθωρακισμένα στραφούν ενάντια στο κράτος της μακεδονίας, το σημαντικό ήταν ακριβώς αυτό που ακολουθούσε: ότι με την τουρκία –στην οποία πια επικεντρώνουμε- δεν είναι τόσο ευκολάκι τα πράγματα για το ελληνικό κράτος. Το τελευταίο, ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις του, έχει το βλέμμα του στραμμένο αφενός στην ομοιογένεια/ομοψυχία του πληθυσμού στο εσωτερικό της επικράτειάς του, αφετέρου στην αστάθεια που επικρατεί στην ανατολική μεσόγειο. Και προκειμένου να συνεχίσει να ασχολείται απρόσκοπτα με τα συμφέροντα της εξωτερικής του πολιτικής προσπαθεί να κλείσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο –γνωρίζοντας πως αυτός ούτε μόνιμος είναι ούτε αποτελεί κάποιο τέλος των επιδιώξεών του– τις εκκρεμότητες στα βόρεια σύνορά του. Γι’ αυτό, εξάλλου, δεν διστάζει να τονίζει και στην ίδια τη Συμφωνία των Πρεσπών πως μέσω αυτής «περιορίζεται ο κίνδυνος επιρροής τρίτων δυνάμεων με αλλότριους σχεδιασμούς στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας».[13] Για ποιον χτυπάει (και αυτή) η καμπάνα;
5. Κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους δεν μας λέει ότι η ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καταστρατηγήσει τη Συμφωνία στο μέλλον. Επιστρέφοντας στο κείμενο της Συμφωνίας, βλέπουμε ότι προβλέπεται ακριβώς μια τέτοια δυνατότητα. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 19 περί επίλυσης διαφορών γράφεται πως στην περίπτωση που προκύψει κάποια διαφορά μεταξύ των δύο κρατών η οποία δεν γίνει δυνατό να επιλυθεί μέσω της προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης «εντός έξι μηνών ή μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος όπως τα Μέρη αμοιβαία θα συμφωνήσουν, τότε κάθε τέτοιου είδους διαφορά δύναται να υποβληθεί από οποιοδήποτε από τα Μέρη μονομερώς» (η έμφαση δική μας). Τι άλλο σημαίνει αυτό παρά το ότι το ελληνικό κράτος διατηρεί τη δυνατότητά του να προσβάλει τη Συμφωνία με δική του πρωτοβουλία, όποτε κρίνει πως δεν καλύπτει τα συμφέροντά του; Και τι άλλο μπορεί να μας δείχνει αυτή η δύστροπη γραφή παρά το ότι οι κρατικές κινήσεις υπάγονται στα εθνικά συμφέροντα;
Ή το κράτος ή εμείς! Ο Κοτζιάς περηφανεύεται ότι το θετικό της Συμφωνίας ήταν περισσότεροι έλληνες να ασχοληθούν με θέματα εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή περισσότεροι έκαναν προσωπικό τους κτήμα τις κρατικές υποθέσεις.[14] Ο ελληνικός ιμπεριαλισμός στα Βαλκάνια για εμάς όμως όχι μόνο δεν σημαίνει κάτι θετικό αλλά βάζει και ταφόπλακα σε οποιοδήποτε τρόπο ύπαρξης της μειονότητας που υπάρχει, αποπροσανατολίζει σε μια ηλίθια κουβέντα περί «προδοτών του ΣΥΡΙΖΑ και υπερ-πατριωτών της δεξιάς», αφήνοντας στην ουσία άθικτο τον ελληνικό εθνικισμό, τις κρατικές πολιτικές, τις πολιτικές πίεσης στην καθημερινότητά μας. Τι οφείλει να κάνει μία αυτόνομη αντιφασιστική τάση; Αναμφίβολα να αρνηθεί να μιλήσει τη γλώσσα των εθνικών συμφερόντων, να υπενθυμίζει τη γενοκτονία των σλαβομακεδόνων και την πίεση που δέχονται ακόμα και σήμερα, να είναι υποψιασμένη απέναντι στους «λάιτ» και τους «λιγότερο» εθνικιστές, να αναπτύσσει και να δοκιμάζει τα πολιτικά της εργαλεία μέσα στις πολιτικές συγκυρίες που εμφανίζονται μπροστά μας με έναν τρόπο όλο και πιο ακατανόητο.
[1] Ν. Κοτζιάς: «Διεθνής συμφωνία χωρίς συμβιβασμούς γίνεται μόνο αν έχεις κερδίσει πόλεμο», Καθημερινή, 16/06/2018. Παρότι τις υποσημειώσεις δεν τις διαβάζει κανείς, βάζουμε τον τίτλο σε πλάγια γράμματα γιατί τον θεωρούμε ενδεικτικό αφενός για τη σταθερότητα των ελληνικών συμφερόντων αφετέρου για την επιτυχία των κρατικών επιδιώξεων μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών.
[2] “Ν. Κοτζιάς: Έβγαλα έξω από τις διαπραγματεύσεις τον Νίμιτς”, Αυγή, 01.03.2019. Η έμφαση δική μας.
[3] Βλ. τα άρθρα 7 και 8 της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως ψηφίστηκε από την ελληνική βουλή –με τον φαντεζί τίτλο Κύρωση της Τελικής Συμφωνίας για την Επίλυση των Διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη Λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την Εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερών.
[4] “Απαντήσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών δίνει το ΥΠΕΞ”, Καθημερινή, 21.01.2019.
[5] “Απαντήσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών δίνει το ΥΠΕΞ”, Καθημερινή, 21.01.2019.
[6] Στο “«Πέρασε» από την Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας η Συμφωνία των Πρεσπών”, Left.gr, 22.01.2019. Αυτό, μάλλον, ταιριάζει με την άποψη όσων ξεχνούν πως η καθημερινή αντιπαράθεση με το ‘να είσαι έλληνας’ περιλαμβάνει και τόσο μικρά πράγματα όσο η ονομασία των τυριών που τρώνε, αφού αυτές οι μικρές λεπτομέρειες συνιστούν έναν από τους τόπους εκείνους στους οποίους συναρθρώνονται οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις με την αναπαραγωγή της εθνικής περηφάνειας και την αποκρυστάλλωση της κρατικής ισχύος. Ψιλά γράμματα, θα μας πουν εκ των υστέρων…
[7] Βλ. τα άρθρα 14, 15 και 16 της Κύρωσης της Τελικής Συμφωνίας για την Επίλυση των Διαφορών […].
[8] “Απαντήσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών δίνει το ΥΠΕΞ”, Καθημερινή, 21.01.2019.
[9] “Greece’s invisible minority – the Macedonian Slavs”, BBC, 24.02.2019.
[10] “To BBC διόρθωσε το άρθρο περί «μακεδονικής» μειονότητας μετά την επιστολή του Ελληνα πρέσβη στο Ηνωμένο Βασίλειο ”, Καθημερινή, 02.03.2019.
[11] “Γ. Κατρούγκαλος: Προφανές ότι διατηρούμε το δικαίωμα βέτο στη διαπραγμάτευση της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ”, Αυγή, 13.02.2019.
[12] “Ν. Κοτζιάς: Έβγαλα έξω από τις διαπραγματεύσεις τον Νίμιτς”, Αυγή, 01.03.2019.
[13] “Απαντήσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών δίνει το ΥΠΕΞ”, Καθημερινή, 21.01.2019. Πιο συγκεκριμένα, βλ. το άρθρο 3(2), 3(4) της Κύρωσης της Τελικής Συμφωνίας για την Επίλυση των Διαφορών […].
[14] Όπως λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του: «Είμαι οπαδός της ενεργούς εξωτερικής πολιτικής. […]Στο μακεδονικό το δικό μας συμφέρον ήταν να λυθεί γιατί σπαταλούσε δυνάμεις της διπλωματίας. Γιατί βγαίνοντας από την κρίση θα πρέπει να συμπαρασύρουμε τα Βαλκάνια στην έξοδο από την κρίση. Γιατί η χώρα μας είναι μικρή σε παγκόσμιο επίπεδο, στην Ευρώπη μεσαία χώρα αλλά στα Βαλκάνια είμαστε μία μεγάλη χώρα». Στο “Ν. Κοτζιάς: Έβγαλα έξω από τις διαπραγματεύσεις τον Νίμιτς”, Αυγή, 01.03.2019.